Του Μύρωνα Ξυδάκη
Αναγκαία μια πιο ουσιαστική ανάγνωση των αποτελεσμάτων και της περιόδου
Το αποτέλεσμα των εκλογών της περασμένης Κυριακής καταγράφει μια νίκη, έστω και προσωρινή, του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως του Αλέξη Τσίπρα. Κατάφερε κάτι που κανένας έως τώρα στη μνημονιακή Ελλάδα δεν είχε καταφέρει: να κερδίσει εκλογές μετά την υπογραφή ενός μνημονίου. Όχι μόνον αυτό, αλλά κατόρθωσε να μην έχει φθορά σε σχέση με τους αντιπάλους του, έχοντας μια διαφορά 7,4% από την Ν.Δ. (παρ’ όλο που σε απόλυτα νούμερα έχασε 320.000 ψήφους).
Από την άλλη, η Αριστερά εγγράφεται με έναν τρόπο στους ηττημένους αυτών των εκλογών. Η Λαϊκή Ενότητα έμεινε εκτός Βουλής, συγκεντρώνοντας 2,86%, ενώ το ΚΚΕ παρέμεινε επί της ουσίας στάσιμο (5,55%), χάνοντας 37.000 ψήφους, χωρίς να καταφέρει να εισπράξει τίποτα από τη μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Μόνη κερδισμένη η ΑΝΤΑΡΣΥΑ η οποία παρά το γεγονός ότι υπέστη μια διάσπαση κατάφερε να αυξήσει τις ψήφους της κατά 7.000 (0,85%).
Τα παραπάνω αποτελέσματα βιώθηκαν από όσους τοποθετούνται στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο με μεγάλη απογοήτευση, σαν ο ελληνικός λαός ξαφνικά σύσσωμος να προσχώρησε στη λογική των μνημονίων. Και βέβαια η απογοήτευση αυτή ακολουθήθηκε από τους συνήθεις (στους παροικούντες των διαφόρων χώρων της πολιτικής Αριστεράς) αφορισμούς για τον λαό «που δεν καταλαβαίνει».
Ωστόσο, αν θέλει κάποιος να βγάλει ουσιαστικά συμπεράσματα για το τι έφταιξε και κυρίως για το ποια θα πρέπει να είναι η πολιτική συμπεριφορά μιας Αριστεράς που θέλει να είναι χρήσιμη στον νέο πολιτικό κύκλο που ανοίγει, τότε χρειάζεται περισσότερη ψυχραιμία και διεισδυτικότητα. Και πρώτα από όλα χρειάζεται αποδέσμευση από αυτοαναφορικές λογικές σαν αυτές που περιγράφτηκαν προηγούμενα, δηλαδή του «περιούσιου». «Περιούσιου» με την έννοια όχι μόνο του εγγενώς ανώτερου, της πρωτοπορίας, εκείνου που… ίπταται του απαίδευτου λαού αλλά και με την έννοια του αγνού, του αλάθητου, που ο ίδιος δεν φέρει καμία ευθύνη και πάντα φταίνε οι άλλοι («ο λίγος χρόνος», «η επίθεση που δεχτήκαμε», «τα περιορισμένα μέσα», η τάδε οργάνωση «που δεν ψήφισε», «ο κόσμος που δεν καταλαβαίνει» κ.λπ.).
Έλλειμμα αναστοχασμού
Η τέτοια αποδέσμευση θα μας επιτρέψει να διαπιστώσουμε καλύτερα τις πολλαπλές ελλείψεις που χαρακτήρισαν τη στάση της Αριστεράς σε αυτές τις εκλογές αλλά και γενικότερα.
Αρχικά, αυτό που έλειψε ήταν ένας βαθύτερος απολογισμός και μια αυτοκριτική τέτοια που να συμβάλει στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων, αναφορικά με τις ανεπάρκειες της προηγούμενης περιόδου. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να δημιουργήσει τους όρους οικοδόμησης μιας ειλικρινούς και ισότιμης σχέσης με τον κόσμο και θα συνιστούσε ένα έμπρακτο δείγμα επανηθικοποίησης της πολιτικής. Παράλληλα, θα συνέβαλε στο να αναδειχθεί το κυρίαρχο, ότι δηλαδή αυτό που έλειψε δεν ήταν η αντιμνημονιακή πολιτική εκπροσώπηση, αλλά οι διαδικασίες συγκρότησης των εκπροσωπούμενων σε αγωνιζόμενο σώμα. Αντί για αυτό κυριάρχησε η βιασύνη και η κατασκευή κομμάτων εν μια νυκτί.
Έπειτα έλειψε ένα συνολικό και πειστικό σχέδιο, μια συνεκτική αφήγηση που να απαντά στην καθολικότητα της κρίσης και τα αδιέξοδα που αυτή γεννά. Έλλειψε η προβολή ενός σύνθετου λόγου, διεισδυτικού και απλού ταυτόχρονα που να απαντά στο δια ταύτα. Στη θέση των παραπάνω είχαμε τον καταγγελτικό λόγο, την επικοινωνιακότητα, την προχειρότητα, τις εύκολες και επιφανειακές λύσεις (π.χ. νόμισμα).
Νέοι τρόποι, νέες μορφές…
Όλα τα παραπάνω εργαλεία, πέραν των αδυναμιών που εγγενώς τα χαρακτηρίζουν, εφαρμοζόμενα στην παρούσα συγκυρία καθίστανται παντελώς άχρηστα. Και αυτό γιατί διανύουμε μια περίοδο που οι παραδοσιακές διαδικασίες εκπροσώπησης και πολιτικής διαμεσολάβησης περνούν μια βαθιά κρίση, όπως άλλωστε αποδεικνύουν οι πολιτικές ανακατατάξεις της τελευταίας πενταετίας και κυρίως το ποσοστό της αποχής στις πρόσφατες εκλογές (43,43%), το υψηλότερο που έχει καταγραφεί μετεμφυλιακά. Χρειάζεται, λοιπόν, να αναζητηθούν νέοι τρόποι και μορφές ώστε να εκφραστεί αυτό το διάχυτο δυναμικό. Πόσο μάλλον όταν γίνεται πλατύτατα αντιληπτό ότι δεν αλλάζει κάτι μόνο με την ψήφο, ότι απαιτούνται και άλλα πράγματα πέρα από μια αποφασισμένη κυβέρνηση ή μια αντιμνημονιακή Βουλή, προκειμένου να αποβεί νικηφόρα μια αναμέτρηση με τους δανειστές.
Έκφραση αυτής της επιφανειακότητας ήταν και η ρηχή αντιμνημονιακή ρητορική που κυριάρχησε στον δημόσιο λόγο της αριστεράς. Έτσι αφέθηκε χώρος στον Τσίπρα ώστε να μπορεί να προβάλει μια εναλλακτική πρόταση όχι απλά καλύτερης μνημονιακής διαχείρισης αλλά συνολικότερης διακυβέρνησης με το κέντρο βάρους να πέφτει στον «αντισυστημισμό» και την μάχη ενάντια στην διαφθορά και το παλιό.
Συγκυρία και αντίληψη
Όλα τα παραπάνω συνιστούν, επί της ουσίας, απόρροια δύο άλλων, περισσότερο θεμελιακών, ελλείψεων: αφενός της δυνατότητας της Αριστεράς να μπορεί να συλλαμβάνει το κυρίαρχο στην κοινωνική διαδικασία, να καταλαβαίνει τι συμβαίνει κάθε φορά στην συγκυρία και αφετέρου της προβολής, λόγω και έργω, μιας αντίληψης για την πολιτική που να είναι αντιθετική προς την κυρίαρχη. Έτσι, η παρουσία στην κεντρική πολιτική σκηνή αντιμετωπίζεται ως το άπαν, ενώ ο κόσμος είναι απλά καταναλωτής ενός πολιτικού προϊόντος και όχι δρών και μεταβαλλόμενο συστατικό της πολιτικής διαδικασίας.
Απέναντι σε όλες αυτές τις ελλείψεις είναι ανάγκη να οικοδομηθεί μια νέα κοινή συνείδηση που να θέτει ως προτεραιότητα την ανάταξη του φρονήματος του λαού και τη χειραφετητική συγκρότηση του ίδιου σε υποκείμενο της αναγκαίας αλλαγής.
Δρόμος
Αναγκαία μια πιο ουσιαστική ανάγνωση των αποτελεσμάτων και της περιόδου
Το αποτέλεσμα των εκλογών της περασμένης Κυριακής καταγράφει μια νίκη, έστω και προσωρινή, του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως του Αλέξη Τσίπρα. Κατάφερε κάτι που κανένας έως τώρα στη μνημονιακή Ελλάδα δεν είχε καταφέρει: να κερδίσει εκλογές μετά την υπογραφή ενός μνημονίου. Όχι μόνον αυτό, αλλά κατόρθωσε να μην έχει φθορά σε σχέση με τους αντιπάλους του, έχοντας μια διαφορά 7,4% από την Ν.Δ. (παρ’ όλο που σε απόλυτα νούμερα έχασε 320.000 ψήφους).
Από την άλλη, η Αριστερά εγγράφεται με έναν τρόπο στους ηττημένους αυτών των εκλογών. Η Λαϊκή Ενότητα έμεινε εκτός Βουλής, συγκεντρώνοντας 2,86%, ενώ το ΚΚΕ παρέμεινε επί της ουσίας στάσιμο (5,55%), χάνοντας 37.000 ψήφους, χωρίς να καταφέρει να εισπράξει τίποτα από τη μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Μόνη κερδισμένη η ΑΝΤΑΡΣΥΑ η οποία παρά το γεγονός ότι υπέστη μια διάσπαση κατάφερε να αυξήσει τις ψήφους της κατά 7.000 (0,85%).
Τα παραπάνω αποτελέσματα βιώθηκαν από όσους τοποθετούνται στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο με μεγάλη απογοήτευση, σαν ο ελληνικός λαός ξαφνικά σύσσωμος να προσχώρησε στη λογική των μνημονίων. Και βέβαια η απογοήτευση αυτή ακολουθήθηκε από τους συνήθεις (στους παροικούντες των διαφόρων χώρων της πολιτικής Αριστεράς) αφορισμούς για τον λαό «που δεν καταλαβαίνει».
Ωστόσο, αν θέλει κάποιος να βγάλει ουσιαστικά συμπεράσματα για το τι έφταιξε και κυρίως για το ποια θα πρέπει να είναι η πολιτική συμπεριφορά μιας Αριστεράς που θέλει να είναι χρήσιμη στον νέο πολιτικό κύκλο που ανοίγει, τότε χρειάζεται περισσότερη ψυχραιμία και διεισδυτικότητα. Και πρώτα από όλα χρειάζεται αποδέσμευση από αυτοαναφορικές λογικές σαν αυτές που περιγράφτηκαν προηγούμενα, δηλαδή του «περιούσιου». «Περιούσιου» με την έννοια όχι μόνο του εγγενώς ανώτερου, της πρωτοπορίας, εκείνου που… ίπταται του απαίδευτου λαού αλλά και με την έννοια του αγνού, του αλάθητου, που ο ίδιος δεν φέρει καμία ευθύνη και πάντα φταίνε οι άλλοι («ο λίγος χρόνος», «η επίθεση που δεχτήκαμε», «τα περιορισμένα μέσα», η τάδε οργάνωση «που δεν ψήφισε», «ο κόσμος που δεν καταλαβαίνει» κ.λπ.).
Έλλειμμα αναστοχασμού
Η τέτοια αποδέσμευση θα μας επιτρέψει να διαπιστώσουμε καλύτερα τις πολλαπλές ελλείψεις που χαρακτήρισαν τη στάση της Αριστεράς σε αυτές τις εκλογές αλλά και γενικότερα.
Αρχικά, αυτό που έλειψε ήταν ένας βαθύτερος απολογισμός και μια αυτοκριτική τέτοια που να συμβάλει στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων, αναφορικά με τις ανεπάρκειες της προηγούμενης περιόδου. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να δημιουργήσει τους όρους οικοδόμησης μιας ειλικρινούς και ισότιμης σχέσης με τον κόσμο και θα συνιστούσε ένα έμπρακτο δείγμα επανηθικοποίησης της πολιτικής. Παράλληλα, θα συνέβαλε στο να αναδειχθεί το κυρίαρχο, ότι δηλαδή αυτό που έλειψε δεν ήταν η αντιμνημονιακή πολιτική εκπροσώπηση, αλλά οι διαδικασίες συγκρότησης των εκπροσωπούμενων σε αγωνιζόμενο σώμα. Αντί για αυτό κυριάρχησε η βιασύνη και η κατασκευή κομμάτων εν μια νυκτί.
Έπειτα έλειψε ένα συνολικό και πειστικό σχέδιο, μια συνεκτική αφήγηση που να απαντά στην καθολικότητα της κρίσης και τα αδιέξοδα που αυτή γεννά. Έλλειψε η προβολή ενός σύνθετου λόγου, διεισδυτικού και απλού ταυτόχρονα που να απαντά στο δια ταύτα. Στη θέση των παραπάνω είχαμε τον καταγγελτικό λόγο, την επικοινωνιακότητα, την προχειρότητα, τις εύκολες και επιφανειακές λύσεις (π.χ. νόμισμα).
Νέοι τρόποι, νέες μορφές…
Όλα τα παραπάνω εργαλεία, πέραν των αδυναμιών που εγγενώς τα χαρακτηρίζουν, εφαρμοζόμενα στην παρούσα συγκυρία καθίστανται παντελώς άχρηστα. Και αυτό γιατί διανύουμε μια περίοδο που οι παραδοσιακές διαδικασίες εκπροσώπησης και πολιτικής διαμεσολάβησης περνούν μια βαθιά κρίση, όπως άλλωστε αποδεικνύουν οι πολιτικές ανακατατάξεις της τελευταίας πενταετίας και κυρίως το ποσοστό της αποχής στις πρόσφατες εκλογές (43,43%), το υψηλότερο που έχει καταγραφεί μετεμφυλιακά. Χρειάζεται, λοιπόν, να αναζητηθούν νέοι τρόποι και μορφές ώστε να εκφραστεί αυτό το διάχυτο δυναμικό. Πόσο μάλλον όταν γίνεται πλατύτατα αντιληπτό ότι δεν αλλάζει κάτι μόνο με την ψήφο, ότι απαιτούνται και άλλα πράγματα πέρα από μια αποφασισμένη κυβέρνηση ή μια αντιμνημονιακή Βουλή, προκειμένου να αποβεί νικηφόρα μια αναμέτρηση με τους δανειστές.
Έκφραση αυτής της επιφανειακότητας ήταν και η ρηχή αντιμνημονιακή ρητορική που κυριάρχησε στον δημόσιο λόγο της αριστεράς. Έτσι αφέθηκε χώρος στον Τσίπρα ώστε να μπορεί να προβάλει μια εναλλακτική πρόταση όχι απλά καλύτερης μνημονιακής διαχείρισης αλλά συνολικότερης διακυβέρνησης με το κέντρο βάρους να πέφτει στον «αντισυστημισμό» και την μάχη ενάντια στην διαφθορά και το παλιό.
Συγκυρία και αντίληψη
Όλα τα παραπάνω συνιστούν, επί της ουσίας, απόρροια δύο άλλων, περισσότερο θεμελιακών, ελλείψεων: αφενός της δυνατότητας της Αριστεράς να μπορεί να συλλαμβάνει το κυρίαρχο στην κοινωνική διαδικασία, να καταλαβαίνει τι συμβαίνει κάθε φορά στην συγκυρία και αφετέρου της προβολής, λόγω και έργω, μιας αντίληψης για την πολιτική που να είναι αντιθετική προς την κυρίαρχη. Έτσι, η παρουσία στην κεντρική πολιτική σκηνή αντιμετωπίζεται ως το άπαν, ενώ ο κόσμος είναι απλά καταναλωτής ενός πολιτικού προϊόντος και όχι δρών και μεταβαλλόμενο συστατικό της πολιτικής διαδικασίας.
Απέναντι σε όλες αυτές τις ελλείψεις είναι ανάγκη να οικοδομηθεί μια νέα κοινή συνείδηση που να θέτει ως προτεραιότητα την ανάταξη του φρονήματος του λαού και τη χειραφετητική συγκρότηση του ίδιου σε υποκείμενο της αναγκαίας αλλαγής.
Δρόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου