Αγγελική Κώττη
Κάπου σε ξέρω εσένα.
Ήσουν μια γυναίκα νέα και όμορφη, ένας άνδρας γεμάτος ζωή ή γεμάτος σοφία, ήσουν παιδί, άταχτο, γλυκό, τρυφερό. Είχες όνομα, επώνυμο, σπίτι, δουλειά, σχολείο, οικογένεια, είχες σχέδια και όνειρα. Ό,τι ο καθένας από εμάς. Ίσως από εκεί σε ξέρω.
Κάπου σε ξέρω εσένα.
«Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός κι είχες τις χάρες όλες», προσηνής και εργατικός, γεμάτος ευγένεια αγάπη και μεγαλοθυμία, μα ταυτοχρόνως, όπως σε όλους μας συμβαίνει, είχες και τις κακίες, τα πάθη σου, εξοργιζόσουν, θύμωνες, βλαστημούσες. Δεν ήσουν άγιος, άνθρωπος ήσουνα.
Πότε άγγελος και πότε εκπεπτωκός. Σαν όλους. Ίσως σε ξέρω από εκεί.
Κάπου σε ξέρω εσένα.
Έζησες τον πόλεμο, τον θάνατο, τον όλεθρο, υπέφερες χρόνια και χρόνια από τους βομβαρδισμούς κάποιων συμμάχων, χωρίς κανένας να φέρνει τα βάσανά σου στο προσκήνιο. Έχασες σπίτι, δουλειά, σχολείο, οικογένεια, ξέχασες σχέδια και όνειρα. Έχασες το επίθετο, ακόμα και το μικρό σου όνομα. Έγινε και στην Ελλάδα αυτό, με την κατοχή, την αντίσταση και τον εμφύλιο- τουλάχιστον εμείς καταφέραμε να αντισταθούμε. Σε σένα ήρθαν οι ταλιμπάν ή οι τζιχαντιστές. Και ξεκίνησαν νέες σφαγές και μαρτύρια.
Δεν πρόλαβες ούτε μια ανάσα να πάρεις. Ίσως σε ξέρω και από εκεί.
Κάπου σε ξέρω εσένα.
Όταν σε κυνηγούσαν οι σφαίρες, οι όλμοι και οι ρουκέτες των εχθρών, έτρεχες να σωθείς φροντίζοντας, ωστόσο, και τον διπλανό σου. Έπαιρνες τα παιδιά σου και τα έβαζες σε σαπιοκάραβα στη θάλασσα, γιατί τα σαπιοκάραβα κι οι τρικυμίες ήταν ασφάλεια μπροστά στην κόλαση του πολέμου. Οι πρόγονοί μου, έφυγαν με τα ρούχα που φορούσαν απ’ την παραλία της Σμύρνης, ανήλικοι, σέρνοντας ο ένας τον άλλον, μαζί και τα γειτονόπουλα, καθώς οι μύτες των σπαθιών του εχθρού ακουμπούσαν τα κορμιά τους και με την κοσμαγάπητη πόλη πίσω τους παραδομένη στις φλόγες.
Μερικοί ήρθαν και στη Συρία και τους περιέθαλψαν οι παππούδες σου. Ίσως από εκεί σε ξέρω.
Κάπου σε ξέρω εσένα.
Οι ζωές των ανθρώπων σε κίνδυνο και σε προσφυγιά είναι παράλληλες. Μέσα από το μεγάλο δράμα ζουν τα δικά τους προσωπικά δράματα ο καθένας, τις απογοητεύσεις τις πίκρες και τις ήττες τους, μαζί με τις μικρές νίκες. Με επιμονή υπομονή και εφευρετικότητα προσπαθούν. Και με αλληλεγγύη.
Σε ξέρω καλά, γιατί ανήκω σε έθνος προσφύγων και μεταναστών.
Κι επειδή σε ξέρω, θα κάνω ό,τι μπορώ για να αγκαλιάσω εσένα και τα παιδιά σου και να πιέσω την ανάλγητη καπιταλιστική Ευρώπη να σε δεχτεί αλλά και να σε προφυλάξει. Να μην πουλάει μόνο όπλα στη Συρία, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στην Ερυθραία και όπου Γης, αλλά να περιθάλπει και τα θύματά τους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι αλληλέγγυα σε κανέναν και σε τίποτα.
Οι λαοί της όμως πρέπει.
Χάρη σε αυτούς τους λαούς και ανάμεσά τους στον ελληνικό, δεν είσαι ο «λαθραίος» ή σε πιο κομψή διατύπωση ο «παράτυπος» μετανάστης που πρέπει οι πολίτες να βδελύσσονται- βδελύσσονται τα πάντα όσοι κατά πρώτο λόγο βδελύσσονται την άθλια ύπαρξή τους, αλλά δεν είναι της παρούσης, αν με εννοείτε. Δεν είσαι ο ξένος.
Είσαι ο πρόσφυγας, ο δικός μας άνθρωπος.
Φτάσαμε ακόμα και αυτά τα ελεεινά ελληνικά ΜΜΕ να σε αποκαλούν πρόσφυγα- χωρίς να λείπουν και τα αισχρά που προαναφέρθηκαν βεβαίως, κάθε άλλο. Προσπαθούν, φυσικά, να σπείρουν τη διχόνοια, να σε πετάξουν έξω απ’ την συμπόνια μας. Εκατό δωρίζουν κάτι από τα απαραίτητα και παίρνουν σε αντάλλαγμα χαμόγελα- κομμάτια της καρδιάς σου, για τα κανάλια σχεδόν δεν υπάρχουν.
Τρεις διαμαρτύρονται για την πλατεία Βικτωρίας, νααααα τα ρεπορτάζ. Κανείς δεν φώναξε γιατί η δημαρχάρα της Αθήνας δεν έβαλε δυο χημικές τουαλέτες εκεί. Όλοι έσπευσαν να καλύψουν αναλυτικά τις δικαιολογίες του, ότι τάχα μου και δήθεν έτσι θα εδραιωθεί εκεί ο καταυλισμός. Δεν εδραιώνεται έτσι κύριε Καμίνη- μα είστε αλήθεια τόσο άσχετος;
Όταν δεν υπάρχουν χώροι με στοιχειώδεις συνθήκες, ο αποδιωγμένος θα πάει όπου βρει.
Στην περίπτωσή μας, στην πρώην εδραιωμένη πιάτσα σωματεμπορίας και ναρκωτικών. Πλέξτε εσείς ατενίστας (που ατενίζετε) τα πουλοβεράκια για τις νεραντζιές και κρατήστε με αυτά την αθωότητά σας και αφήστε εμάς να κρατήσουμε την ψυχή μας. (Τι διάολο, δεν μάθαιναν οι Συνήγοροι του Πολίτη το διεθνές δίκαιο για τους πρόσφυγες;)
Όσο επιμένουμε, θα είστε οι πρόσφυγες.
Προς το παρόν για εκείνα αλλά δυστυχώς και για κάποιους κυβερνητικούς είστε κατά σύστημα «αυτοί οι άνθρωποι». Αυτοί οι άνθρωποι σας ανεβάζουν, αυτοί οι άνθρωποι σας κατεβάζουν. Αποστασιοποιημένη περιγραφή, χωρίς συναίσθημα. Οι απέναντι. Εκείνοι που δεν μας νοιάζουν, δεν αποτελούν κομμάτια της ζωής μας, δεν πρέπει να συγχρωτιζόμαστε μαζί τους. Αλλά η λαϊκή αοιδός το είχε πει προ πάμπολλων ετών: Αυτός ο άνθρωπος αυτός/ είναι ο άλλος μου εαυτός.
Και έτσι πρέπει να μείνει.
Ραντεβού στην πλατεία Βικτωρίας, στο Πεδίον του Άρεως και στους προσφυγικούς καταυλισμούς. Κι άμα δείτε την ΕΣΗΕΑ να της πείτε ακόμα την ψάχνω.
Α.Ν
Κάπου σε ξέρω εσένα.
Ήσουν μια γυναίκα νέα και όμορφη, ένας άνδρας γεμάτος ζωή ή γεμάτος σοφία, ήσουν παιδί, άταχτο, γλυκό, τρυφερό. Είχες όνομα, επώνυμο, σπίτι, δουλειά, σχολείο, οικογένεια, είχες σχέδια και όνειρα. Ό,τι ο καθένας από εμάς. Ίσως από εκεί σε ξέρω.
Κάπου σε ξέρω εσένα.
«Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός κι είχες τις χάρες όλες», προσηνής και εργατικός, γεμάτος ευγένεια αγάπη και μεγαλοθυμία, μα ταυτοχρόνως, όπως σε όλους μας συμβαίνει, είχες και τις κακίες, τα πάθη σου, εξοργιζόσουν, θύμωνες, βλαστημούσες. Δεν ήσουν άγιος, άνθρωπος ήσουνα.
Πότε άγγελος και πότε εκπεπτωκός. Σαν όλους. Ίσως σε ξέρω από εκεί.
Κάπου σε ξέρω εσένα.
Έζησες τον πόλεμο, τον θάνατο, τον όλεθρο, υπέφερες χρόνια και χρόνια από τους βομβαρδισμούς κάποιων συμμάχων, χωρίς κανένας να φέρνει τα βάσανά σου στο προσκήνιο. Έχασες σπίτι, δουλειά, σχολείο, οικογένεια, ξέχασες σχέδια και όνειρα. Έχασες το επίθετο, ακόμα και το μικρό σου όνομα. Έγινε και στην Ελλάδα αυτό, με την κατοχή, την αντίσταση και τον εμφύλιο- τουλάχιστον εμείς καταφέραμε να αντισταθούμε. Σε σένα ήρθαν οι ταλιμπάν ή οι τζιχαντιστές. Και ξεκίνησαν νέες σφαγές και μαρτύρια.
Δεν πρόλαβες ούτε μια ανάσα να πάρεις. Ίσως σε ξέρω και από εκεί.
Κάπου σε ξέρω εσένα.
Όταν σε κυνηγούσαν οι σφαίρες, οι όλμοι και οι ρουκέτες των εχθρών, έτρεχες να σωθείς φροντίζοντας, ωστόσο, και τον διπλανό σου. Έπαιρνες τα παιδιά σου και τα έβαζες σε σαπιοκάραβα στη θάλασσα, γιατί τα σαπιοκάραβα κι οι τρικυμίες ήταν ασφάλεια μπροστά στην κόλαση του πολέμου. Οι πρόγονοί μου, έφυγαν με τα ρούχα που φορούσαν απ’ την παραλία της Σμύρνης, ανήλικοι, σέρνοντας ο ένας τον άλλον, μαζί και τα γειτονόπουλα, καθώς οι μύτες των σπαθιών του εχθρού ακουμπούσαν τα κορμιά τους και με την κοσμαγάπητη πόλη πίσω τους παραδομένη στις φλόγες.
Μερικοί ήρθαν και στη Συρία και τους περιέθαλψαν οι παππούδες σου. Ίσως από εκεί σε ξέρω.
Κάπου σε ξέρω εσένα.
Οι ζωές των ανθρώπων σε κίνδυνο και σε προσφυγιά είναι παράλληλες. Μέσα από το μεγάλο δράμα ζουν τα δικά τους προσωπικά δράματα ο καθένας, τις απογοητεύσεις τις πίκρες και τις ήττες τους, μαζί με τις μικρές νίκες. Με επιμονή υπομονή και εφευρετικότητα προσπαθούν. Και με αλληλεγγύη.
Σε ξέρω καλά, γιατί ανήκω σε έθνος προσφύγων και μεταναστών.
Κι επειδή σε ξέρω, θα κάνω ό,τι μπορώ για να αγκαλιάσω εσένα και τα παιδιά σου και να πιέσω την ανάλγητη καπιταλιστική Ευρώπη να σε δεχτεί αλλά και να σε προφυλάξει. Να μην πουλάει μόνο όπλα στη Συρία, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στην Ερυθραία και όπου Γης, αλλά να περιθάλπει και τα θύματά τους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι αλληλέγγυα σε κανέναν και σε τίποτα.
Οι λαοί της όμως πρέπει.
Χάρη σε αυτούς τους λαούς και ανάμεσά τους στον ελληνικό, δεν είσαι ο «λαθραίος» ή σε πιο κομψή διατύπωση ο «παράτυπος» μετανάστης που πρέπει οι πολίτες να βδελύσσονται- βδελύσσονται τα πάντα όσοι κατά πρώτο λόγο βδελύσσονται την άθλια ύπαρξή τους, αλλά δεν είναι της παρούσης, αν με εννοείτε. Δεν είσαι ο ξένος.
Είσαι ο πρόσφυγας, ο δικός μας άνθρωπος.
Φτάσαμε ακόμα και αυτά τα ελεεινά ελληνικά ΜΜΕ να σε αποκαλούν πρόσφυγα- χωρίς να λείπουν και τα αισχρά που προαναφέρθηκαν βεβαίως, κάθε άλλο. Προσπαθούν, φυσικά, να σπείρουν τη διχόνοια, να σε πετάξουν έξω απ’ την συμπόνια μας. Εκατό δωρίζουν κάτι από τα απαραίτητα και παίρνουν σε αντάλλαγμα χαμόγελα- κομμάτια της καρδιάς σου, για τα κανάλια σχεδόν δεν υπάρχουν.
Τρεις διαμαρτύρονται για την πλατεία Βικτωρίας, νααααα τα ρεπορτάζ. Κανείς δεν φώναξε γιατί η δημαρχάρα της Αθήνας δεν έβαλε δυο χημικές τουαλέτες εκεί. Όλοι έσπευσαν να καλύψουν αναλυτικά τις δικαιολογίες του, ότι τάχα μου και δήθεν έτσι θα εδραιωθεί εκεί ο καταυλισμός. Δεν εδραιώνεται έτσι κύριε Καμίνη- μα είστε αλήθεια τόσο άσχετος;
Όταν δεν υπάρχουν χώροι με στοιχειώδεις συνθήκες, ο αποδιωγμένος θα πάει όπου βρει.
Στην περίπτωσή μας, στην πρώην εδραιωμένη πιάτσα σωματεμπορίας και ναρκωτικών. Πλέξτε εσείς ατενίστας (που ατενίζετε) τα πουλοβεράκια για τις νεραντζιές και κρατήστε με αυτά την αθωότητά σας και αφήστε εμάς να κρατήσουμε την ψυχή μας. (Τι διάολο, δεν μάθαιναν οι Συνήγοροι του Πολίτη το διεθνές δίκαιο για τους πρόσφυγες;)
Όσο επιμένουμε, θα είστε οι πρόσφυγες.
Προς το παρόν για εκείνα αλλά δυστυχώς και για κάποιους κυβερνητικούς είστε κατά σύστημα «αυτοί οι άνθρωποι». Αυτοί οι άνθρωποι σας ανεβάζουν, αυτοί οι άνθρωποι σας κατεβάζουν. Αποστασιοποιημένη περιγραφή, χωρίς συναίσθημα. Οι απέναντι. Εκείνοι που δεν μας νοιάζουν, δεν αποτελούν κομμάτια της ζωής μας, δεν πρέπει να συγχρωτιζόμαστε μαζί τους. Αλλά η λαϊκή αοιδός το είχε πει προ πάμπολλων ετών: Αυτός ο άνθρωπος αυτός/ είναι ο άλλος μου εαυτός.
Και έτσι πρέπει να μείνει.
Ραντεβού στην πλατεία Βικτωρίας, στο Πεδίον του Άρεως και στους προσφυγικούς καταυλισμούς. Κι άμα δείτε την ΕΣΗΕΑ να της πείτε ακόμα την ψάχνω.
Α.Ν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου