Του Όττο
Great Chaos'
Τα
Μάτια της Καταχνιάς
Τον γνωρίζω απ’ όταν
ήμουνα παιδί. Ανίδωτος μες στο πλήθος, κρυμμένος σε κοινή θέα. Τον βλέπω να με
παρατηρεί. Με τ’ άδεια μάτια του απάνω μου, με το βλέμμα του απλανές κι όμως
τόσο εστιασμένο στη ζωή μου. Η ψυχή του άπατη καταβόθρα, απομυζά με ηδονόχαρη
απελπισιά τη μορφή και το είναι μου, δίχως χορτασμό. Μια άβυσσος από αδιάφορη
κακεντρέχεια, αποξενωμένη περιέργεια, νοσηρή ψυχρότητα. Παρακολουθεί, ελέγχει,
καταγράφει…
Ήμουνα οκτώ χρονώ σαν τον
αντιλήφθηκα πρώτη φορά, στη μεγάλη τέντα του τσίρκου, ανάμεσα στους θεατές.
Εκεί μεγάλωσα. Γεννήθηκα μες σ’ ένα καμιόνι, στο δρόμο για κάποια ασήμαντη
επαρχιακή κωμόπολη που κανείς δε θυμόταν τ’ όνομά της. Ανάμεσα σε πλουμιστά
κουρέλια, τυλιγμένους μουσαμάδες και ξεμονταρισμένα σκηνικά. Όλη μου η ζωή ένα
βαγόνι που κυλά στις ράγες του πουθενά. Ήμουνα η μασκότ του καραβανιού, το
γούρι ανθρώπων δίχως τύχη.
Τσίρκο Αρκάνο. Ο Αμαντέο,
ο χοντρός θιασάρχης με την επική μουστάκα, με πήρε στα χέρια του και βγήκε στον
εξώστη του βαγονιού με τόνο πανηγυρικό, λες και κράταγε τον διάδοχο του θρόνου
της Αγγλίας.
Μεμιάς όλα ζωντάνεψαν.
Κλόουν ξεβαμμένοι φτύνανε φωτιές, βαρελότα και πυροτεχνήματα σκίζανε τη νύχτα,
στεφάνια και κορύνες αρχίνισαν μ’ ενθουσιασμό να τινάζονται στον αέρα, νάνοι σαλταρισμένοι
χοροπηδούσαν ο ένας πάνω απ’ την πλάτη του άλλου. Τρόμαξα κι άρχισα να σκληρίζω
μανιασμένα, μπρος στο πολύβουο πανηγύρι που οργανώσανε για χάρη μου.
Δεν τα θυμάμαι βέβαια όλα
τούτα. Μα λίγο οι αφηγήσεις της μάνας μου, λίγο οι κατοπινές θύμησες από
παρόμοιες φιέστες, που στήνονταν σε κάθε αφορμή, τα ‘χω μες στο κεφάλι μου σα σεκάνς
από παλιά ταινία, χιλιοπαιγμένη και θαμπή.
Δεν ήταν περίεργο που
μπορούσα να τον δω. Αναθρεμμένος από φρικιά, με συντρόφους στα παιχνίδια μου
τους νάνους, με συμμαθητές εκπαιδευμένα άλογα και σκύλους, με δασκάλους σαλτιμπάγκους,
με τα παχουλά μου δάχτυλα μπλεγμένα στη σγουρή γενειάδα της Μαντάμ ντε
Μουσαντόν, που με κακοσυνήθιζε στις αγκαλιές, έμαθα να ξεχωρίζω τον άνθρωπο
πίσω απ’ τη μάσκα, πέρα από την εφήμερη κι απατηλή μορφή που βλέπουν τα δικά
σας μάτια.
Το παράδοξο ήταν πως
μονάχα εγώ απ’ όλο το θίασο διέκρινα τον αλλόκοτο άνθρωπο που μας είχε πάρει
στο κατόπι. Δεν είχε σημασία που κάθε βράδυ άλλαζε πρόσωπο. Ήμουνα μαθημένος σε
κάθε λογής μουτσούνες.
Όπως και να
φκιασιδωνότανε, τον αναγνώριζα. Στην αρχή ήταν σαν παιχνίδι. Κρυμμένος πίσω απ’
το μεγάλο σεντούκι στο πλάι της πίστας, σάρωνα με τα μάτια μου γαλαρία και
πλατεία για να τον έβρω.
Δεν έχανα ποτέ παράσταση
κι ας τα ‘χα δει χίλιες φορές. Κάτω απ’ τον σκούρο μπλε θόλο με τα φωτάκια που
τρεμοφέγγανε, έτσι που η ψευδαίσθηση τον έδειχνε στα μάτια μου απέραντο ουρανό,
η ζωή φόραγε τα καλά της, η χαρά ζωντάνευε και ξεχείλιζε ο θαυμασμός. Τα ψέματα
γινόντουσαν αλήθεια, τα όνειρα αναδύονταν απ’ τη λησμονιά στο πολύχρωμο φως των
προβολέων.
Και το νούμερο των γονιών
μου κάθε φορά να μου κόβει την ανάσα. Η μάνα μου πανέμορφη κι ολόλαμπρη,
ντυμένη στα λευκά και με φτερά στην πλάτη, πετούσε άγγελος ξανθός μες στο κενό
κι έλεγες θα ‘δινε μια προς το μουσαμαδένιο άπειρο και θ’ ασπαζόταν τ’ άστρα·
ένας μισόγυμνος άγγελος με διαβολεμένες καμπύλες, όπως κρυφάκουσα μια φορά να
μουρμουράει ο νάνος Πέριλο μες στο μεθύσι του.
Ο πατέρας μου να κρέμεται
ανάστροφα, με τα μυώδη του μπράτσα σαν εκατόχρονα κλαδιά και την ατσάλινη ασφάλεια
της λαβής του, θαρρείς το χέρι του Θεού, που ‘χε μετανιώσει την ύστατη στιγμή
και δεν άφηνε τον αμαρτωλό Του άγγελο να καταποντιστεί στον Τάρταρο του
κολασμού.
Ερχότανε η ώρα για το
άλμα του θανάτου κι ο Αμαντέο με τη χρυσοκέντητη στολή φώναζε στο μικρόφωνο σα
να ‘χε έρθει το τέλος του κόσμου, οι τεχνικοί αφαιρούσανε το δίχτυ ασφαλείας,
ενώ ο κλόουν Ζανφίρ ντυμένος Πάνας τριγύρναε ανάμεσα στους εκστασιασμένους θεατές
με το χέρι τεντωμένο να κρατά το καπέλο του ανάποδα.
Όλοι ξηγιόντουσαν κατιτίς
παραπάνω για να δουν άλλη μια φορά την ξανθή οπτασία να προκαλεί θεούς και
δαίμονες, που τραβολογιόντουσαν ποιος θα την πρωτοπάρει για δικιά του.
Ο πατέρας κι η μάνα έκαναν
μερικές ταλαντώσεις για να πάρουνε φόρα. Κείνη στροβιλιζότανε τρεις φορές γύρω
απ’ τη λαβή της κούνιας της κι ύστερα άφηνε τα χέρια συσπειρωμένη. Τιναζόταν
στο κενό, στροβιλιζότανε σαν τον Τροχό της Μοίρας, για να πιαστεί απ’ τα
σίγουρα μπράτσα του πατέρα, μέσα σε θύελλα χειροκροτημάτων και ζητωκραυγών, που
απειλούσανε να σκίσουνε το θόλο και να ξεχυθούν στο αχανές σύμπαν.
Κι ο μυστήριος τύπος ήταν
πάντα εκεί. Ανάμεσα στα παιδικά γέλια, στις ενθουσιώδεις επευφημίες, στα
επιφωνήματα έκπληξης κι υστερικού φόβου, αν κοίταγες καλά μπορούσες να τον διακρίνεις.
Πίσω απ’ τη λάμψη της ανέμελης διασκέδασης, καταχνιά απλωνότανε τριγύρα του,
μια κατήφεια που ποτέ δεν ξαστέρωνε.
Άλλοτε νεαρός, άλλοτε
μεσόκοπος, άντρας, γυναίκα, μερικές φορές κάτι ενδιάμεσο. Φαλακρός,
μαλλιούρδος, μουσάτος ή καλοξουρισμένος, ασπρουλιάρης ή μαυροτσούκαλος, κοκκινοτρίχης
με φαρδιές φαβορίτες, με μαύρα καλοστριμμένα μουστάκια, με ξασμένο πλατινέ
μιζανπλί ή με άψογα στρωμένη μπριγιαντίνη. Όμως ήταν πάντα αυτός, δεν μπορούσε
να με ξεγελάσει.
Κείνο το βλέμμα τ’ άδειο
και πάντα πεινασμένο, η διαβρωτική καταχνιά που κατέτρωγε κάθε αγάλλιασμα κι
οδύνη, το στραβό αηδιασμένο χαμόγελο, η ξινισμένη γκρίζα μούρη που ήτανε σα να
‘λεγε «λίγη θα ‘ναι η χαρά σας», τον πρόδιναν στα μάτια μου αδιάψευστα.
Σαν τόλμησα να μιλήσω γι’
αυτόν στη μάνα μου, ήταν θαρρείς και τηνε δάγκασε οχιά. Σκοτείνιασε λες κι ο
άνθρωπος της Καταχνιάς τής είχε ρουφήξει το φως και τη γλύκα απ’ το πρόσωπο.
Τρομοκρατήθηκε. Μ’ έβαλε να ορκιστώ πως δε θα μιλούσα ποτέ και σε κανέναν για
τούτες τις τρελές μου ιδέες, γιατί θα ‘μπλεκα άσκημα.
«Τζιάκομο Στέρλιτς, το
νου σου κακομοίρη μου» έκανε με κάθε επισημότητα. Με φώναζε με το πλήρες μου
όνομα κάθε που ήθελε να υπογραμμίσει τη μικτή μου καταγωγή, πως ήμουνα καρπός
δυο ανθρώπων με τεράστιες διαφορές στη νοοτροπία και στην κουλτούρα. Όλοι οι
άλλοι με φώναζαν σκέτο Τζακ.
«Αν τ’ ακούσει ο πατέρας
σου, θα σου χώσει το κεφάλι στην παγομηχανή μέχρι να κουλάρει το μυαλό σου!» Μα
τούτη η απειλή πιότερο φόβιζε κείνη παρά του λόγου μου.
Ο πατέρας είχε αρχίσει να πίνει, είχε κιόλας μάθει
να λύνει το ζωνάρι και να με κοπανάει, κάθε που δεν υπάκουα στις βαριεστημένες
εντολές που ‘φτυνε σα δόντια σπασμένα μετά από μπουνίδι. Δεν ήμουνα κουτός,
κατάλαβα την αγωνία της μάνας. Όσο κι αν ολάκερη τη ζήση μου μ’ έπνιγε η
αλήθεια, δεν πάτησα ποτέ τον όρκο που ‘χα δώσει τότενες, μες στο βαγόνι που
γνώριζα για σπίτι.
Τώρα μη μου πεις ότι δεν
έχεις ποτέ γρικήσει τον σταχτένιο άνθρωπο, πως δεν ένιωσες ούτε μια φορά τα
μάτια της Καταχνιάς να σου παγώνουνε το σβέρκο. Ψέματα λες! Τον έχεις δει στην
τηλεόραση να παρλάρει τις ειδήσεις, να σε τρομοκρατεί περισπούδαστος, να καταβροχθίζει
λιμασμένος το φόβο σου.
Τον έχεις δει με γυναίκας
μορφή, να σου χαμογελάει μ’ ένα λάγνο κενό ανάμεσα στα δόντια και στα μάτια, να
τρέφεται απ’ του πόθου σου τις σάρκες, να σου τάζει άγονους διαφημιστικούς παράδεισους
και να πίνει απ’ την άσβεστη δίψα σου.
Τον είχες δάσκαλο στο
σχολειό, καραβανά στο στρατό, πώς λες ότι δεν τον ξέρεις; Ήτανε κείνος που
πετούσε ένα πικρόχολο αστείο, να σε κάνει να ντραπείς για ό,τι καλό έχεις καταφέρει,
που έσπευδε να σε χλευάσει μόλις κατέβαζες μια πρωτότυπη ιδέα, αυτός που σου
‘κοβε στη μέση το χαμόγελο, που σ’ έλεγε υπερφίαλο σαν τολμούσες να νιώσεις
λίγη αυτοεκτίμηση.
Κείνος που σε χτυπούσε με
συγκατάβαση στην πλάτη όταν είχες τις μαύρες σου, που με άφατη χαρά σε κερνούσε
ποτό στο μπαρ και ζητούσε ν’ ακούσει τα παθήματά σου, δήθεν από ανθρώπινο
ενδιαφέρον. Δεν κατάλαβες ποτέ, θες να μου πεις, για ποιον λόγο γυρνούσες σπίτι
τρεκλίζοντας κι αντί ανακουφισμένος ένιωθες άδειος και γυμνός; Κανείς πιο
τυφλός απ’ αυτόν που δε θέλει να δει.
Δεν πέρασε πολύς καιρός από
τότε που ο πατέρας άρχισε να κολυμπάει σαν αμνήμον χρυσόψαρο στην κανάτα με το
παράνομο ουίσκι που απόσταζαν οι επτά νάνοι του Πέριλο, μέχρι που ‘γινε το
κακό. Κείνο το βράδυ ο άνθρωπος της Καταχνιάς είχε πιάσει πρώτη θέση μπροστά
στην πίστα, λες κι ήξερε τι ήταν να γενεί.
Θυμάμαι τη φάτσα του σα
να ‘ταν χτες: σγουρό μαλλί σάμπως βρασμένο κουνουπίδι, γυαλιά με μεταλλικό
σκελετό πάνω σε ίσια σουβλερή μύτη, μακρύ πρόσωπο μ’ αδύναμο πηγούνι, με
ανοιχτό μπλε ατσαλάκωτο κουστούμι κι έναν χαρτοφύλακα ακουμπισμένο στα γόνατα, θαρρείς
αριβίστας χρηματιστής που ‘χε εξαπατηθεί απ’ τον σοφέρ του, ο πιο παράταιρος
άνθρωπος στο πιο απίθανο μέρος. Όμως τα λεπτά σαν τραπεζογραμμάτια χείλη του
ξερνούσαν τη χαρακτηριστική γκριμάτσα και τα ματογυάλια του αδυνατούσανε να
κρύψουν τα μάτια της Καταχνιάς, που άρμεγαν ζοφερά το φως της πλάσης.
Σαν ήρθε η ώρα για το
σάλτο μορτάλε, ο τύπος γύρισε και κοίταξε αινιγματικά τον τραγόμορφο Ζανφίρ,
που αυθόρμητα πισωπάτησε για μια στιγμή, σαν να ‘χε δει σκορπιό. Κείνος έβγαλε
το φίνο δερμάτινο πορτοφόλι του, ξεχώρισε ένα κολλαριστό χαρτονόμισμα και το
‘ριξε στο καπέλο. Η απληστία πρυτάνευσε κι ο κλόουν χαμογέλασε πλατιά στο
σκορπιό για το γερό μπαχτσίσι. Φυσικά, ποτέ δεν παραδέχτηκε ότι κάτι πήγαινε
στραβά με τούτο τον αταίριαστο.
Το νούμερο ξεκίνησε κι από
την πρώτη στιγμή τα μάτια της Καταχνιάς ήτανε καρφωμένα στον πατέρα μου, σα να
‘βλεπαν κάτι που εμείς αδυνατούσαμε. Ο σκορπιός μηρύκαζε ένα φρικιαστικό
μειδίαμα προσμονής.
Η μάνα πήρε φόρα, έκανε
τις περιφορές γύρω απ’ την κούνια της, άφησε τα χέρια κι εκτοξεύτηκε στριφογυριστά.
Μα ο μοιραίος της παρτενέρ είχε μια μικρή διαφορά φάσης. Τέντωσε τα μπράτσα να
την πιάσει. Τ’ ακροδάχτυλά τους αγγίχτηκαν για στερνή φορά κι έπειτα κείνη
γκρεμίστηκε κι έσκασε μπρούμυτα στο έδαφος. Ένα μικρό κόκκινο ρυάκι κύλησε απ’
τα μισάνοιχτα χείλη της κι ύστερα τα μάτια της θόλωσαν κι απέμειναν γυάλινα ν’
ατενίζουν το επέκεινα.
Την αρχική παγωμάρα
διαδέχτηκε ένας πανζουρλισμός από ουρλιαχτά τρόμου και πένθιμες οιμωγές. Ένα τρισκότεινο
τσουνάμι πόνου ορθώθηκε στην ψυχή μου να με πνίξει.
Προτού καλά καλά
συνειδητοποιήσω τι ‘χε συμβεί, το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με κείνο του γυαλάκια
σκορπιού. Ένιωσα μια άτεγκτη δύναμη να καταπίνει λαίμαργη τον ωκεανό του
ερέβους από μέσα μου, μέχρι που απόμεινα κενός απ’ οποιοδήποτε συναίσθημα,
άνευρη εξαρθρωμένη μαριονέτα, να κείτομαι στην κρυψώνα μου ανήμπορος ακόμα και
να δακρύσω.
Το τελευταίο πράμα που θυμάμαι
προτού ο κόσμος σβήσει, ήταν ο πατέρας ν’ αγκαλιάζει βουβός τον τσακισμένο έκπτωτο
άγγελο, να της φιλάει τα κερωμένα χείλη…
***
Ολάκερη η ανθρωπότητα βιώνει
την αιθρία μιας αφέλειας που εκλαμβάνει ως αμέριμνη αθωότητα, μια θεσπέσια
αυταπάτη που ορθώνει για ν’ αμυνθεί απέναντι στη φρίκη και στην οδύνη, τον
αληθινό κόσμο που καραδοκεί σαν τη Χάρυβδη πίσω απ’ τις ευμενείς ψευδαισθήσεις.
Όμως για μένα δεν υπήρχε
πια αθωότητα ούτε ενοχή, μονάχα γνώση σκληρή και πικρή σα λευκόπυρο ατσάλι.
Γιατί, κατά πώς λένε οι σοφοί, κανείς δεν μπορεί ν’ αρπάξει την ψυχή σου δίχως να
δώσει κάτι γι’ αντάλλαγμα, έστω μια ουλή που αιμορραγεί. Ο σταχτένιος άνθρωπος
βεβήλωσε το άβατο της ρημαγμένης μου ύπαρξης κι άφησε πίσω του χαραγμένο με το νύχι
ένα όνομα: Ζόραχ. Ήμουνα έντεκα χρονώ.
Μόλις κάναμε τα σαράντα
της μάνας μου, ο πατέρας βρέθηκε κρεμασμένος απ’ την κορφή του θόλου. Κάτω απ’
τα πόδια του κάποιος είχε πετάξει τριάντα νικέλινα νομίσματα, το αντίτιμο της μποτίλιας
με το ουίσκι που ‘χε κατεβάσει πριν απ’ τη μοιραία παράσταση. Κανείς δεν τον
συγχώρεσε για το χαμό του ξανθού αγγέλου· ούτε κι εγώ.
Τα επόμενα πέντε χρόνια o Ζόραχ δεν εμφανίστηκε ανάμεσα στους
θεατές που ολοένα λιγόστευαν. Εμένα μ’ εκπαίδευαν στο πέταγμα των μαχαιριών και
στη σκοποβολή. Σαν έγινα δεκάξι, ο Αμαντέο αρρώστησε απ’ την καρδιά του κι
αποφάσισε να βγει στη σύνταξη. Το τσίρκο έκλεισε, το μπουλούκι σκόρπισε. Ποιος
ξέρει τι ν’ απόγιναν, δε συνάντησα πια κανέναν.
Είδα πού βρισκότανε το
μέλλον. Αν ο κόσμος δεν προτιμούσε πια τις παραστάσεις μας, ήταν επειδή ο
καθένας έψαχνε για το προσωπικό του τσίρκο. Ποιος μπορούσε να ζήσει τον αβίωτο
βίο της Γιουρολάνδης δίχως κάποια ουσία για φεγγίτη; Πλούσιοι και φτωχοί έκαναν
ουρά για να ψωνίσουνε μια στάλα διαφυγή.
Βγήκα στην παρανομία. Η εκπαίδευση στα
μαχαίρια και στα πιστόλια δεν πήγε διόλου στράφι. Μέσα σε τέσσερα χρόνια έγινα
το δεξί χέρι του αρχιμπράβου της Όπερας, της ισχυρότερης συμμορίας των
προαστίων. Απ’ το τσίρκο στην Όπερα, ήταν οπωσδήποτε ένα άλμα
καριέρας. Δεν είμαι περήφανος για όσα έκανα, μα ξέρεις πως η επιβίωση είναι άκαρδη
καριόλα.
Υπήρχε όμως κι άλλος
λόγος που γουστάριζα τούτη τη ζωή. Οι κακόφημες συνοικίες, τ’ ανήλιαγα καταγώγια
και τα σκληρά σοκάκια δεν ήταν μέρη που απολάμβανε ο Ζόραχ.
Τον είχα δει φευγαλέα στο
μετρό ή στην αγορά, τον είχε πάρει το μάτι μου και στο χαζοκούτι, αλλά ποτέ στα
δικά μας λημέρια. Φαίνεται πως το πλάσμα της Καταχνιάς προτιμάει τους
κανονικούς ανθρώπους, ίσως να τους βρίσκει πιο εύγευστους, μπορεί ευκολότερα
θύματα. Όλοι απ’ τους έντιμους πολίτες τρεφόμαστε εξάλλου.
Μια νύχτα κάναμε
νταραβέρι με κάτι Τούρκους στο λιμάνι, για ένα φορτίο ακατέργαστο όπιο. Μπάνισα
έναν τύπο που η φάτσα του δε μου ‘τανε γνωστή, ούτε όμως κι άγνωστη. Κάποιος
απ’ τους παρατρεχάμενους των Τούρκων, ένας γλοιώδης τύπος που ξερογλειφόταν σα
λιμάρικο τσακάλι.
Μόλις συναντήθηκαν τα
μάτια μας, δεν μου ‘μεινε καμιά αμφιβολία. Το τσακάλι ήτανε άλλο ένα απ’ τα μύρια
πρόσωπα του Ζόραχ. Την ψυλλιάστηκα. Τα μάτια της Καταχνιάς δε θα μας είχαν
κάνει την τιμή, αν δεν μυρίζονταν αντάξιο θέαμα για τσιμπούσι.
Σήμανα συναγερμό κι άρχισα
να τρέχω, μια στιγμή προτού ορμήσουνε οι μπάτσοι. Έπεσε πιστολίδι. Κάμποσοι σκοτώθηκαν,
τους λοιπούς τους τσακώσανε. Μονάχα εγώ γλύτωσα, μ’ ένα μεγάλο μακροβούτι. Κάποιοι
κελαηδήσανε για να σώσουν το τομάρι τους κι η Όπερα βάρεσε διάλυση. Από τότε
έγινα αυτόνομος, πουλούσα τις υπηρεσίες μου σ’ όποιον μπορούσε να τις πληρώσει.
Πέρασαν άλλα δέκα χρόνια…
***
Ντρίμλαντ Κλαμπ, στην
παλιά πόλη, Παρασκευή μεσάνυχτα. Καθόμουνα στο φθαρμένο μπαρ κι απολάμβανα την
πολύ καλή τζαζ ορχήστρα που ‘χε ξεπέσει εκεί μέσα. Στο πλάι της πίστας φτηνές
καλλονές ιδροκοπούσανε γύρω απ’ τον πάσσαλο, συνοδεία τρομπέτας και σαξόφωνου. Ελάχιστοι
σύχναζαν εκεί για τη μουσική.
Ο κονφερασιέ ανήγγειλε
την ατραξιόν της βραδιάς: «Σε πρώτη εμφάνιση η μοναδική Ταλίνα, παρακαλώ ένα
θερμό χειροκρότημα». Στη σκηνή ανέβηκε μια εντυπωσιακή μελαχρινή με μπλε έξωμο
φόρεμα, που χυνόταν ονειρεμένα στις τορνευτές της καμπύλες. Οι μεθοκόποι
θαμώνες την έγδυναν πρόστυχα με τα θολωμένα τους μάτια.
Ένιωσα μια παράξενη ψύχρα
που μ’ ανατρίχιασε σύγκορμο ν’ αναδύεται απ’ τη δεξιά πλευρά. Γύρισα προς τα ‘κει
και είδα την Καταχνιά ν’ απλώνεται στην αίθουσα, πάνω απ’ την κάπνα πούρων και
χασίς. Κοίταξα καλύτερα. Ένας καράφλας με τατουάζ στους κροτάφους και με
κουστούμι πρεζέμπορα.
Η κοπέλα ξεκίνησε να
τραγουδάει το Cry
me a river της
Έλλα Φιτζέραλντ. Η μεταλλική και συνάμα βραχνή της φωνή ανάδινε έναν
απροσμάχητο αισθησιασμό· καθήλωσε ακόμα και τους πιο μαστούρηδες, που έμειναν
με τα σαγόνια να χάσκουν και σάλια να τρέχουν ξεδιάντροπα στ’ ακριβά τους
σακάκια. Δε μ’ άφησε και μένα αδιάφορο.
Ο πρεζέμπορας είχε
στυλώσει απάνω της. Γύρω του μια παγερή μαύρη τρύπα καταβρόχθιζε ακόρεστα την
καύλα και την αποχαύνωση, λυσσασμένη απ’ τον πόθο να σύρει στην καταπιόνα της
τη σαγήνη και το ταλέντο τής οδυνηρά όμορφης κοπέλας.
Καθώς η τρομπέτα με το
πιάνο έπαιζαν το φινάλε, κείνη γύρισε προς τον πρεζέμπορα και τονε κοίταξε μ’
ένα ύφος αηδιασμένης αναγνώρισης. Ύστερα η ματιά της συναντήθηκε με τη δικιά
μου, που πρόδινε επίγνωση. Υποκλίθηκε, ευχαρίστησε το κοινό και κατέβηκε απ’ το
πάλκο, μέσα σε σφυρίγματα και χειροκροτήματα.
Ήρθε προς το μέρος μου. «Περιμένεις
κανένα;»
«Κανένα». Τράβηξα ένα
σκαμπό. Κάθισε και μου έτεινε το χέρι.
«Ταλίνα» είπε απλά.
«Τζακ Στέρλιτς, χάρηκα»
της έκανα χειραψία. «Τραγουδάς υπέροχα, σα να ‘σουν μαύρη».
«Καλοσύνη σου. Θα με
κεράσεις ένα ποτό Τζακ;»
«Και το ρωτάς;» Διάνεψα του
μπάρμαν και κείνος έβαλε ένα κουαντρό με πάγο και το άφησε μπροστά της. Ήπιε
μια γουλιά κι ύστερα γύρισε κι έριξε μια κλεφτή ματιά στον πρεζέμπορα. Έσκυψε
προς το μέρος μου, με τον κυματιστό καταρράκτη των μαλλιών της να λούζει τους
ώμους μου και τα χείλη της ν’ αγγίζουν το αφτί μου, ορθώνοντας κάθε μου τρίχα.
«Ζόραχ» ψιθύρισε σιγαλά.
Τινάχτηκα σα να με χαστούκισε. Δεν της χρειαζότανε άλλη απάντηση. Τη ρώτησα με
τα μάτια. Κούνησε το κεφάλι.
«Μήπως θα ‘θελες να πάμε
κάπου πιο άνετα;» έκανα δήθεν αδιάφορος. Σηκώθηκε. Την έπιασα απ’ τη μέση και κινήσαμε
προς την έξοδο. Ένιωσα στην πλάτη μου να καρφώνονται τα μάτια της Καταχνιάς και
κάτω απ’ το χέρι μου ένα σύγκρυο να σαρώνει το κορμί της.
***
Τα μπλε και κόκκινα φώτα
νέον του φτηνού ξενοδοχείου απέναντι αναβόσβηναν μέσα απ’ το παράθυρο της
μικρής μου γκαρσονιέρας. Το γυμνό της κορμί άλλαζε χρώματα πάνω στα τσαλακωμένα
σεντόνια. Άναψα τσιγαριλίκι. Ήπια δυο τζούρες και της το πάσαρα.
«Δε μιλάς σαν τσιρκολάνος
που δεν έχει πάει σχολείο» έπιασε κουβέντα.
«Ας όψεται ο Μεριντιάνο,
ο ταχυδακτυλουργός. Μου ‘μαθε να διαβάζω, να γράφω και να μετρώ. Είχε ένα
μεγάλο σεντούκι με λογοτεχνικά βιβλία, μου ‘δινε να τα διαβάζω κι έπειτα
συζητούσαμε όσα έγραφαν. Ποτέ δεν χρειάστηκα παραπάνω μόρφωση». Μου χάρισε ένα εκθαμβωτικό
χαμόγελο και τράβηξε άλλη μια ρουφηξιά. Μου το ξανάδωσε.
«Νομίζω ήρθε η ώρα να
μπούμε στο ψητό, όχι πως τ’ ορεκτικό με χάλασε» της έκλεισα το μάτι. «Νόμιζα ότι
μονάχα εγώ έβλεπα τον σταχτένιο άνθρωπο και πως τ’ όνομα Ζόραχ ήταν γέννημα της
φαντασίας μου. Εσύ από πού τον ξέρεις;»
«Η γιαγιά μου ήταν
Σεφαραδίτισσα. Αυτή μου είπε την ιστορία. Μπορούσε να τον δει και μου τον
έδειξε και μένα.
»Ο Ζόραχ ήτανε απόγονος
του Κάιν, βασιλιάς της Ουρ. Όταν ήταν τριάντα χρονών συνάντησε τον πρόγονό του,
που ο Θεός τον είχε καταραστεί να μην μπορεί να πεθάνει. Σκανδαλίστηκε που
κείνος έδειχνε πιο νέος απ’ τον ίδιο και τον έπιασε τρόμος σαν συνειδητοποίησε
ότι κάποια μέρα θα γερνούσε, θα πέθαινε κι όλη η δύναμη κι η εξουσία του θα γίνονταν
κουρνιαχτός.
»Ο Κάιν του αποκάλυψε πού
είχε κρύψει τη Μαύρη Βίβλο των μάγων της Βαβυλώνας. Ο Ζόραχ τη βρήκε κι έψαλε
την Εσχάτη Επωδή, που την είχε απαγορέψει ο Ναβουχοδονόσωρ επί ποινή
διαμελισμού από άλογα.
»Μες στην αλαζονεία του,
άνοιξε μια πύλη προς κάποιο σημειακό σύμπαν, που ο Θεός το ‘χε περικλείσει στη
Λήθη. Μα ‘κει ελλόχευε δεσμώτης ο Πρίγκιπας της Καταχνιάς, που τ’ όνομά του δεν
μπορεί να προφερθεί. Έταξε στον Ζόραχ ότι, εάν τον ανέσυρε απ’ τη Λήθη, θα του
χάριζε την αθανασία και την αιώνια εξουσία πάνω στους ανθρώπους. Κείνος
συμφώνησε και τον τάισε με το αίμα του.
»Ο Ακατονόμαστος καταβρόχθισε
τη βλάσφημη ύπαρξη του Ζόραχ και κούρσεψε το κορμί του. Από τότε θρέφεται με
ψυχές, κλέβει τα πρόσωπα των θνητών κι εξουσιάζει τον κόσμο μέσα απ’ την Καταχνιά.
Λένε πως ένα απ’ τα πρόσωπα του Ζόραχ ήταν ο Πόντιος Πιλάτος, που σταύρωσε τον
Ιησού, αλλά και ο Μέγας Κωνσταντίνος, που διαστρέβλωσε τη διδασκαλία του κι όρθωσε
την Καταχνιά ως παγκόσμια εξουσία. Είναι ο πραγματικός άρχοντας αυτού του
κόσμου, γι’ αυτό κι ο Θεός μάς έχει απαρνηθεί».
«Τον φοβάται ο Θεός; Μα
αυτός είναι Παντοδύναμος».
«Η Καταχνιά υπήρχε πριν
απ’ όλα και διαφέντευε το Χάος. Ο Θεός γεννήθηκε από τον μοναδικό Νόμο, την
Αρμονία, που ορίζει πως καθετί που υπάρχει έχει υποχρεωτικά το αντίθετό του. Αν
καταστρέψει την Καταχνιά, τότε θα πεθάνει κι Αυτός. Αν συντρίψει τον κόσμο μας,
τότε ο Ακατονόμαστος θα μολύνει όλα τα πιθανά σύμπαντα. Γι’ αυτό ο Θεός
προτίμησε ν’ αποστρέψει το πρόσωπό Του από εμάς. Έφτιαξε άλλους κόσμους,
δίκαιους κι ευτυχισμένους, κι απομόνωσε τον δικό μας, απόστημα της Δημιουργίας...»
Της έδωσα ένα φιλί για να
κάνω τα κερασένια της χείλη να πάψουν να μιλούν, δεν άντεχα ν’ ακούω άλλο.
Άρχισα να στρίβω ακόμα ένα, μήπως και βοηθήσει το νου μου να πάψει να τιλτάρει
σα χαλασμένο φλιπεράκι.
***
Σφυροκοπήματα στην πόρτα.
Πετάχτηκα απ’ τον ύπνο με τις αισθήσεις μου οπλισμένες. Δεν είχε ξημερώσει
ακόμα. Άρπαξα στα γρήγορα το μποξεράκι και το παντελόνι και τα φόρεσα όπως όπως.
Η πόρτα ξαναβρόντηξε. «Ομοσπονδιακή Αστυνομία, ανοίξτε!» βρυχήθηκε μια βραχνή
φωνή. Η Ταλίνα ανακάθισε στο κρεβάτι με τα πελώρια μπλε μάτια της αλαφιασμένα.
Της έκανα νόημα να κρυφτεί. Έτρεξε στο μπάνιο.
«Έρχομαι, μια στιγμή»
φώναξα και πήγα προς την πόρτα. Κοίταξα απ’ το ματάκι. Φαινότανε μονάχα ένα
σήμα της Γιούροπολ. Άνοιξα επιφυλακτικά. Το μούτρο με τα τατουάζ στους
κροτάφους, που τον νόμιζα για πρεζέμπορα, έστεκε στο κατώφλι. Μου κόλλησε το
κουμπούρι στο κούτελο.
«Έμπα μέσα και μη βγάλεις
άχνα» γαύγισε. Πισωπάτησα με τα χέρια υψωμένα. Απέφυγα να τον κοιτάξω κατάματα.
«Πού ‘ναι η κοπέλα;» Έστρεψα
δήθεν ασυναίσθητα το βλέμμα προς τ’ ανοιχτό παράθυρο στα δεξιά. Παρασύρθηκε κι
έριξε μια ματιά.
Η Ταλίνα απ’ αριστερά τού
πέταξε το ατμοσίδερο που φυλούσα στο ντουλάπι του μπάνιου. Έσκυψε για να το
αποφύγει. Ήταν η ευκαιρία που ζητούσα. Του άρπαξα το πιστόλι και με μια λαβή το
πήρα απ’ το χέρι του. Κείνος με τρομερά αντανακλαστικά πήγε να μου το
ξαναπάρει. Του ‘ριξα μια γροθιά με τ’ αριστερό στο σαγόνι. Το πιστόλι έπεσε στο
πάτωμα.
Αρχίσαμε να παλεύουμε εναγώνια,
ποιος θα το πιάσει. Η Ταλίνα το κλότσησε προς το άλλο παράθυρο παραπίσω. Ο
μπάτσος, μ’ ένα γατίσιο μπλονζόν, μου ξέφυγε και χίμηξε προς τα ‘κει.
Αστραπιαία έπιασα το σουγιά απ’ την κωλότσεπη και τον άνοιξα. Του τον πέταξα
μια στιγμή πριν βάλει το δάχτυλο στη σκανδάλη. Δεν μ’ έλεγαν άδικα το καλύτερο
μαχαίρι των νότιων πολιτειών. Καρφώθηκε στη βάση του λαιμού. Ο μπάτσος έπεσε μ’
έναν πνιχτό βόγγο κι αίματα πιτσίλισαν την κουρτίνα.
Πήγα από πάνω του και τον
άρπαξα απ’ τα πέτα. «Τι θέλεις από μένα, ρε καθίκι, λέγε!» τον αγρίεψα. Αυτός έφτυσε
το αίμα που τον έπνιγε και στα χείλη του σχηματίστηκε το στραβό χαμόγελο που με
στοίχειωνε απ’ τα μικράτα μου, τούτη τη φορά γεμάτο χλεύη.
Όλα τα πρόσωπα που ‘χε
ποτέ φορέσει εμφανίστηκαν ταυτόχρονα στην πελιδνή του μούρη, έτσι που δεν είχε πια
πρόσωπο. Είδα τα μάτια του να σβήνουν και την Καταχνιά για μια στιγμή να με τυλίγει.
Σταδιακά ο ζόφος χάθηκε. Ένιωσα απύθμενη αγαλλίαση, άγρια ηδονή με κατέκλυσε ως
τα τρίσβαθα· ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα, υπερούσιο κι ανυπέρβλητο.
«Ντύσου, φεύγουμε» φώναξα
στην Ταλίνα κι έτρεξα στο μπάνιο να πλυθώ. Τράβηξα το πλυντήριο κι αποκάλυψα το
μικρό χρηματοκιβώτιο που ‘χα χτίσει στον τοίχο. Πήρα όλα μου τα χρήματα και τα ‘βαλα
σ’ ένα σάκο. Καθαρίσαμε το σπίτι, τυλίξαμε το πτώμα στην κουρτίνα και το κατεβάσαμε
ως το κακοπαθημένο μου Φορντ. Τον ρίξαμε στο πορτμπαγκάζ και πάτησα το γκάζι.
Ο ήλιος είχε πια
ανατείλει. Φόρεσα τα γυαλιά-καθρέφτες που φυλούσα στην κονσόλα. Γύρισα να τη
δω. Αγνάντευε τα ροδαλά σύννεφα σα χαμένη. Μετά με κοίταξε με τρυφεράδα.
«Μου έσωσες τη ζωή, σ’
ευχαριστώ».
«Όλα θα πάνε καλά, στο
υπόσχομαι». Μου χάιδεψε το χέρι, απάνω στο λεβιέ των ταχυτήτων.
Μόλις νύχτωσε για τα
καλά, έβαλα τον μπάτσο στο τιμόνι, του φόρεσα το δαχτυλίδι μου, έριξα το Φορντ
σ’ ένα χαντάκι και του ‘βαλα φωτιά. Έκαψα μαζί και τα χαρτιά μου. Πάντοτε φυλούσα
ένα σετ πλαστά έγγραφα πρώτης ποιότητας μαζί με τα μετρητά στο χρηματοκιβώτιο.
Έβαλα την Ταλίνα να κάνει ωτοστόπ. Σταμάτησε κάποιος φορτηγατζής.
Μας άφησε μερικά
χιλιόμετρα παρακάτω, σε μια μάντρα αυτοκινήτων. Αγόρασα ένα Ρενώ δεκαετίας κι
υπόγραψα με το νέο μου όνομα. Περάσαμε τα σύνορα της πολιτείας. Γύρω στα
μεσάνυχτα καταλήξαμε σ’ ένα μοτέλ πάνω στον διεθνή. Δεν θα μας έπιαναν ποτέ, ήξερα
πώς να ξεγλιστράω απ’ τα δίχτυα του νόμου.
Έπιασα την Ταλίνα και τη
φίλησα παθιασμένος. Τα μάτια μας συναντήθηκαν. «Ζόραχ!» έσκουξε πνιχτά και πήγε να με σπρώξει μακριά της, καθώς η
Καταχνιά την κύκλωνε. Δεν είχε προσέξει πως, απ’ όταν ξεψύχησε ο μπάτσος, απέφευγα
να την κοιτάξω κατάματα, ούτε είχε πονηρευτεί απ’ τ’ αδιαφανή μου γυαλιά·
εμπιστευόταν βλέπεις τον ανόητο Τζακ.
Της έχωσα ένα δυνατό χαστούκι. Προσπάθησε να
με δαγκάσει. Την ξαναχτύπησα δίχως να πάρω τα μάτια μου απ’ τα δικά της. Τότε
υπέκυψε.
Με πελώρια λαχτάρα ξεκοκάλισα
την ομορφιά της, το φως απ’ τα πανώρια μάτια της, το ταλέντο της, τον τσαγανό
της, το λεύτερο πνεύμα της. Ήταν η πιο εξαίσια ευωχία που ‘χα γευτεί εδώ κι
αιώνες. Ο Τζακ –ό,τι είχε απομείνει από δαύτον– κλαψούριζε οικτρά σε κάποια
γωνιά του νου μου. Η μορφή του ήταν πια δικιά μου, ένα απ’ τα μύρια πρόσωπα του
Ζόραχ της Καταχνιάς.
Η Ταλίνα γύρισε και με
κοίταξε με ματιά πειθήνια κι απλανή, κενή από κάθε σπίθα βούλησης. Με γλυκοφίλησε.
«Νομίζω ότι είναι πια
καιρός ν’ αφήσω την άσωτη ζωή. Νιώθω την ανάγκη να νοικοκυρευτώ, να κάνω
οικογένεια, θέλω να ‘χω σπίτι, σκύλο, σιγουριά. Αγαπημένε μου, θέλεις να
παντρευτούμε;»…
Great Chaos'
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου