Γελωτοποιός
(Ιστορίες από τον Κήπο)
Έξω απ” το παλιό ταχυδρομείο υπήρχε ένα μεγάλο δέντρο, ίσως ευκάλυπτος, ίσως λεύκα, δεν μπορώ πια να πω με σιγουριά. Περνούσα από μπροστά του την ώρα που βασίλευε ο ήλιος και χιλιάδες πουλιά –ταπεινά σπουργίτια, οι πρωταθλητές της επιβίωσης- συνωστίζονταν στα κλαδιά του.
Η οχλοβοή που έκαναν ήταν αντιστρόφως ανάλογη του μεγέθους τους κι ανάλογη του αριθμού τους. Αλλεπάλληλα τιτιβίσματα και φτερουγίσματα και φωνές: «πήγαινε πιο ‘κει», «μυρίζουν τα πόδια σου», «μη με σκουντάς, θέλω να κοιμηθώ, δουλεύω αύριο», «τώρα που σε έδιωξε η πιτσιρίκα γύρισες σε μένα, αλήτη».
Τα φύλλα να συμμετέχουν στην οχλαγωγία θροΐζοντας, πούπουλα να στροβιλίζονται πέφτοντας, ράμφη να κροταλίζουν, λαρύγγια να ξελαρυγγιάζονται και πνευμόνια να αδειάζουνε. Πτερωτοί ρέμπελοι που θορυβούσαν έξω από το παλάτι του ήλιου, θόρυβος μυθικός, εκκωφαντικός, μια Βαβέλ των πουλιών, δίχως ματαιοδοξία παρά μόνο με την ανάγκη του ύπνου.
Κάθε φορά που περνούσα από “κεί σταματούσα κι άκουγα το δέντρο. Ήθελα να μπορούσα να χωθώ κι εγώ ανάμεσα στους φωνακλάδες και να κοιμηθώ ακουμπώντας το κεφάλι μου στα πούπουλα.
Ένα απόγευμα που ρέμβαζα κάτω απ” το δέντρο κάποιος χτύπησε παλαμάκια δίπλα μου και πετάχτηκα τρομαγμένος.
Το ίδιο έπαθαν και τα σπουργίτια, που σταμάτησαν την κρεβατομουρμούρα και πέταξαν όλα μαζί προς κάποιο άλλο δέντρο, σαν ασταθές επαναστατικό πλήθος που τρέπεται σε φυγή με τους πρώτους πυροβολισμούς.
Στράφηκα. Ήταν μια γριά που γελούσε κι έτριβε τα χέρια της. Μαυροφορεμένη και κοντή, στρεβλή, και το κεφάλι της έφεγγε σε πολλά σημεία. Τα πόδια της ήταν πρησμένα από τον αστράγαλο ως το γόνατο, μονοκόμματα σαν κορμοί δέντρων. Γαλάζιες φλέβες-κισσοί ανέβαιναν στριφογυρίζοντας.
Εκείνη δε μου έδωσε καμιά σημασία -ούτε καν με είδε. Απομακρύνθηκε χαμογελώντας φαφούτικα.
Την παρακολούθησα για λίγο να σέρνει τις παντόφλες της. Την είδα να φτάνει κάτω από ένα ακόμα δέντρο, έναν ξενιστή φωνακλάδων, να στέκεται και μετά να χτυπά παλαμάκια, διώχνοντας γι” άλλη μια φορά τα πουλιά.
Άνοιξα το βήμα και την έφτασα.
«Γιατί το κάνετε αυτό;»
«Ποιο;» είπε η γριά χωρίς να σταματήσει να προχωράει.
«Αυτό… Που διώχνετε τα πουλιά.»
Δεν απάντησε αμέσως, παρά έψαξε με το βλέμμα της να βρει κάτι. Ίσως άλλο ένα δέντρο.
«Γιατί; Σε πειράζει;»
«Όχι. Όχι εμένα, αλλά δεν καταλαβαίνετε ότι τα τρομάζετε; Προσπαθούν να κοιμηθούν.»
«Δεν παθαίνουν τίποτα, θα πάνε αλλού να κοιμηθούν.»
Έψαξα να βρω μια λογική εξήγηση για το παράλογο φέρσιμο της γριάς.
«Σας ενοχλούν; Είναι κοντά στο σπίτι σας και σας ενοχλούν;»
«Όχι, τι να με ενοχλούν; Δε μένω εδώ κοντά», είπε και γύρισε για πρώτη φορά να με κοιτάξει. «Από ‘δω είσαι ‘συ;»
«Όχι. Δουλεύω εδώ. Εσείς;»
«Δεν έχω φύγει απ’ το νησί ούτε για να πάω στην Αθήνα», είπε με καμάρι η γριά.
Ο ψυχολόγος, που κάθε άνθρωπος κρύβει μέσα του, αναδύθηκε κι άρχισε να βγάζει αυθαίρετα συμπεράσματα: Η γριά μισούσε τα πουλιά, γιατί τα πουλιά πετάνε και μπορούν να πάνε όπου θέλουν, ενώ εκείνη είχε κολλήσει όλη της τη ζωή στο ίδιο μέρος. Ήταν ένα είδος εκδίκησης, λοιπόν.
Ή μπορεί να ήθελε να τα αφυπνίσει, να μην τα αφήσει να κοιμηθούν, σαν να τους έλεγε να φύγουν μακριά, να μην πάθουν ό,τι έπαθε αυτή.
«Έχετε οικογένεια;» τη ρώτησα, προσπαθώντας να υποστηρίξω τη θεωρία μου.
«Είχα», είπε η γριά. «Τα παιδιά μου φύγαν έξω. Στέλνουν κάρτες, Χριστούγεννα και Πάσχα. Κι ο άντρας μου έφυγε. Αλλά ‘κει που “ναι δεν μπορεί να στείλει κάρτα.»
Αυτά τα είπε χωρίς ίχνος θλίψης, σαν λογοτέχνης που αποστασιοποιημένος διηγείται το δράμα κάποιου άλλου.
Η θεωρία μου εξελίχτηκε αυτόματα: Η γριά μισούσε τα σπουργίτια, όχι μόνο επειδή έφευγαν όποτε ήθελαν, αλλά -κυρίως- επειδή είχαν οικογένεια, κάποιον να τους γκρινιάζει και να τα ραμφίζει.
«Δεν πρέπει να στεναχωριέστε», της είπα για να την παρηγορήσω. «Δε χρειάζεται να ταξιδέψεις για να γνωρίσεις τον κόσμο, για να ζήσεις όμορφα. Ένας άνθρωπος στον τόπο του μπορεί να είναι πιο ευτυχισμένος από κάποιον άλλον που δε ρίζωσε ποτέ πουθενά.»
Η γριά με κοίταξε απορημένη.
«Δεν πρέπει να στεναχωριέστε», είπα εν κατακλείδι.
«Ποιος είπε ότι στεναχωριέμαι;»
«Το λέω επειδή έφυγε ο άντρας σας κι είστε μόνη και…»
«Βρήκα την ησυχία μου, να λες», με διέκοψε η γριά.
«… Κι επειδή δεν ταξιδέψατε, δε φύγατε ποτέ να…»
«Γιατί να φύγω;»
«Να γνωρίσετε τον κόσμο. Δε θέλατε να γνωρίσετε τον κόσμο;»
«Όχι. Γιατί να θέλω; Δε μου ‘φτανουν τα προβλήματα που ‘χω ‘δώ; Να φορτωθώ και των άλλων; Περίεργος είσαι.»
Η γριά περπάτησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να με αποφύγει -ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε. Δεν την άφησα να το σκάσει. Την προσπέρασα και μετά γύρισα και ξεκίνησα να περπατάω ανάποδα ώστε να είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο.
«Και τότε γιατί διώχνετε τα πουλιά; Τι σας έχουν κάνει;»
«Τι να μου ‘χουν κάνει τα πουλιά; Τίποτα δε μου ‘χουν κάνει…» Έπειτα μονολόγησε: «Τα πουλιά να μου ‘χουν κάνει». Και γέλασε.
«Τότε γιατί τα διώχνετε και δεν τ’ αφήνετε να κοιμηθούν;» είπα λίγο πιο έντονα. Μου είχε ανατρέψει μια ολόκληρη θεωρία, έπρεπε να μου λύσει την απορία.
«Δεν πειράζει. Θα χορτάσουν ύπνο σαν πεθάνουν».
Μια καινούρια θεωρία ξεκίνησε να γεννιέται στο μυαλό μου: Ίσως να φοβόταν το θάνατο και συνειρμικά ο ύπνος… Ο μικρός αδελφός του θανάτου… Άλλωστε στην αρχαιότητα τα σπουργίτια θεωρούνταν ψυχοπομποί.
«Φοβάστε το θάνατο;» τη ρώτησα και την ίδια στιγμή το μετάνιωσα.
Η γριά σταμάτησε να περπατάει και με κοίταξε άγρια από πάνω μέχρι κάτω.
«Και τι σε νοιάζει ‘σένα τι κάνω; Δημοσιογράφος είσαι ή Γιαχωβάς;»
«Μου έκανε εντύπωση», της είπα βιαστικά και γλυκά –πριν αρχίσει να φωνάζει ότι τη δολοφονούν, «που χτυπούσατε παλαμάκια για να διώξετε τα σπουργίτια. Γι’ αυτό ρωτάω.»
«Και τι σχέση έχει ο θάνατος με τα σπουργίτια;»
Κατάλαβα ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να της πω για τον μεγάλο ύπνο και για τους φτερωτούς ψυχοπομπούς.
«Γι’ αυτό ρωτάω», έκανα σαν μικρό παιδί. «Δεν καταλαβαίνω. Γιατί το κάνετε;»
«Γιατί το κάνω; Γιατί διώχνω τα πουλιά;»
«Ναι.»
«Έτσι.»
«Έτσι;»
«Τα βλέπω να φεύγουνε λεφούσι και γελάω με τη χαζομάρα τους. Μια σκανδαλιά. Εσύ δεν έκανες σκανδαλιές όταν ήσουν παιδί;»
«Όταν ήμουν παιδί.»
«Εγώ τις κάνω και τώρα. Σε πειράζει;»
«Όχι, αλλά…»
«Ε, άντε τράβα στην ευχή του Θεού, παιδάκι μου, κι άσε ‘με στην ησυχία μου, κακός μπελάς που μ” ήβρε», είπε η γριά και έστριψε σε ένα σοκάκι μουρμουρίζοντας και κοιτώντας κάθε τόσο πίσω, αν την ακολουθώ.
Την άφησα να φύγει και συνέχισα το δρόμο μου προς τον Κήπο. Σαν έφτασα εκεί άκουσα στο στρεβλό δέντρο φωνές από χιλιάδες σπουργίτια, ίσως όλ” αυτά που “χε διώξει η γριά.
Έκατσα από κάτω και ξεκίνησα να χτυπάω παλαμάκια. Τα σπουργίτια έφυγαν εκνευρισμένα κι εγώ ξεκίνησα την καθημερινή μου ρουτίνα.
«Πλάκα έχει τελικά».
Από απέναντι με κοιτούσε απορημένος ένας Γερμανός τουρίστας.
Γελωτοποιός
Η φωτογραφία είναι του Νίκου Οικονομόπουλου |
(Ιστορίες από τον Κήπο)
Έξω απ” το παλιό ταχυδρομείο υπήρχε ένα μεγάλο δέντρο, ίσως ευκάλυπτος, ίσως λεύκα, δεν μπορώ πια να πω με σιγουριά. Περνούσα από μπροστά του την ώρα που βασίλευε ο ήλιος και χιλιάδες πουλιά –ταπεινά σπουργίτια, οι πρωταθλητές της επιβίωσης- συνωστίζονταν στα κλαδιά του.
Η οχλοβοή που έκαναν ήταν αντιστρόφως ανάλογη του μεγέθους τους κι ανάλογη του αριθμού τους. Αλλεπάλληλα τιτιβίσματα και φτερουγίσματα και φωνές: «πήγαινε πιο ‘κει», «μυρίζουν τα πόδια σου», «μη με σκουντάς, θέλω να κοιμηθώ, δουλεύω αύριο», «τώρα που σε έδιωξε η πιτσιρίκα γύρισες σε μένα, αλήτη».
Τα φύλλα να συμμετέχουν στην οχλαγωγία θροΐζοντας, πούπουλα να στροβιλίζονται πέφτοντας, ράμφη να κροταλίζουν, λαρύγγια να ξελαρυγγιάζονται και πνευμόνια να αδειάζουνε. Πτερωτοί ρέμπελοι που θορυβούσαν έξω από το παλάτι του ήλιου, θόρυβος μυθικός, εκκωφαντικός, μια Βαβέλ των πουλιών, δίχως ματαιοδοξία παρά μόνο με την ανάγκη του ύπνου.
Κάθε φορά που περνούσα από “κεί σταματούσα κι άκουγα το δέντρο. Ήθελα να μπορούσα να χωθώ κι εγώ ανάμεσα στους φωνακλάδες και να κοιμηθώ ακουμπώντας το κεφάλι μου στα πούπουλα.
~~
Ένα απόγευμα που ρέμβαζα κάτω απ” το δέντρο κάποιος χτύπησε παλαμάκια δίπλα μου και πετάχτηκα τρομαγμένος.
Το ίδιο έπαθαν και τα σπουργίτια, που σταμάτησαν την κρεβατομουρμούρα και πέταξαν όλα μαζί προς κάποιο άλλο δέντρο, σαν ασταθές επαναστατικό πλήθος που τρέπεται σε φυγή με τους πρώτους πυροβολισμούς.
Στράφηκα. Ήταν μια γριά που γελούσε κι έτριβε τα χέρια της. Μαυροφορεμένη και κοντή, στρεβλή, και το κεφάλι της έφεγγε σε πολλά σημεία. Τα πόδια της ήταν πρησμένα από τον αστράγαλο ως το γόνατο, μονοκόμματα σαν κορμοί δέντρων. Γαλάζιες φλέβες-κισσοί ανέβαιναν στριφογυρίζοντας.
Εκείνη δε μου έδωσε καμιά σημασία -ούτε καν με είδε. Απομακρύνθηκε χαμογελώντας φαφούτικα.
Την παρακολούθησα για λίγο να σέρνει τις παντόφλες της. Την είδα να φτάνει κάτω από ένα ακόμα δέντρο, έναν ξενιστή φωνακλάδων, να στέκεται και μετά να χτυπά παλαμάκια, διώχνοντας γι” άλλη μια φορά τα πουλιά.
Άνοιξα το βήμα και την έφτασα.
«Γιατί το κάνετε αυτό;»
«Ποιο;» είπε η γριά χωρίς να σταματήσει να προχωράει.
«Αυτό… Που διώχνετε τα πουλιά.»
Δεν απάντησε αμέσως, παρά έψαξε με το βλέμμα της να βρει κάτι. Ίσως άλλο ένα δέντρο.
«Γιατί; Σε πειράζει;»
«Όχι. Όχι εμένα, αλλά δεν καταλαβαίνετε ότι τα τρομάζετε; Προσπαθούν να κοιμηθούν.»
«Δεν παθαίνουν τίποτα, θα πάνε αλλού να κοιμηθούν.»
Έψαξα να βρω μια λογική εξήγηση για το παράλογο φέρσιμο της γριάς.
«Σας ενοχλούν; Είναι κοντά στο σπίτι σας και σας ενοχλούν;»
«Όχι, τι να με ενοχλούν; Δε μένω εδώ κοντά», είπε και γύρισε για πρώτη φορά να με κοιτάξει. «Από ‘δω είσαι ‘συ;»
«Όχι. Δουλεύω εδώ. Εσείς;»
«Δεν έχω φύγει απ’ το νησί ούτε για να πάω στην Αθήνα», είπε με καμάρι η γριά.
Ο ψυχολόγος, που κάθε άνθρωπος κρύβει μέσα του, αναδύθηκε κι άρχισε να βγάζει αυθαίρετα συμπεράσματα: Η γριά μισούσε τα πουλιά, γιατί τα πουλιά πετάνε και μπορούν να πάνε όπου θέλουν, ενώ εκείνη είχε κολλήσει όλη της τη ζωή στο ίδιο μέρος. Ήταν ένα είδος εκδίκησης, λοιπόν.
Ή μπορεί να ήθελε να τα αφυπνίσει, να μην τα αφήσει να κοιμηθούν, σαν να τους έλεγε να φύγουν μακριά, να μην πάθουν ό,τι έπαθε αυτή.
«Έχετε οικογένεια;» τη ρώτησα, προσπαθώντας να υποστηρίξω τη θεωρία μου.
«Είχα», είπε η γριά. «Τα παιδιά μου φύγαν έξω. Στέλνουν κάρτες, Χριστούγεννα και Πάσχα. Κι ο άντρας μου έφυγε. Αλλά ‘κει που “ναι δεν μπορεί να στείλει κάρτα.»
Αυτά τα είπε χωρίς ίχνος θλίψης, σαν λογοτέχνης που αποστασιοποιημένος διηγείται το δράμα κάποιου άλλου.
Η θεωρία μου εξελίχτηκε αυτόματα: Η γριά μισούσε τα σπουργίτια, όχι μόνο επειδή έφευγαν όποτε ήθελαν, αλλά -κυρίως- επειδή είχαν οικογένεια, κάποιον να τους γκρινιάζει και να τα ραμφίζει.
«Δεν πρέπει να στεναχωριέστε», της είπα για να την παρηγορήσω. «Δε χρειάζεται να ταξιδέψεις για να γνωρίσεις τον κόσμο, για να ζήσεις όμορφα. Ένας άνθρωπος στον τόπο του μπορεί να είναι πιο ευτυχισμένος από κάποιον άλλον που δε ρίζωσε ποτέ πουθενά.»
Η γριά με κοίταξε απορημένη.
«Δεν πρέπει να στεναχωριέστε», είπα εν κατακλείδι.
«Ποιος είπε ότι στεναχωριέμαι;»
«Το λέω επειδή έφυγε ο άντρας σας κι είστε μόνη και…»
«Βρήκα την ησυχία μου, να λες», με διέκοψε η γριά.
«… Κι επειδή δεν ταξιδέψατε, δε φύγατε ποτέ να…»
«Γιατί να φύγω;»
«Να γνωρίσετε τον κόσμο. Δε θέλατε να γνωρίσετε τον κόσμο;»
«Όχι. Γιατί να θέλω; Δε μου ‘φτανουν τα προβλήματα που ‘χω ‘δώ; Να φορτωθώ και των άλλων; Περίεργος είσαι.»
Η γριά περπάτησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να με αποφύγει -ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε. Δεν την άφησα να το σκάσει. Την προσπέρασα και μετά γύρισα και ξεκίνησα να περπατάω ανάποδα ώστε να είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο.
«Και τότε γιατί διώχνετε τα πουλιά; Τι σας έχουν κάνει;»
«Τι να μου ‘χουν κάνει τα πουλιά; Τίποτα δε μου ‘χουν κάνει…» Έπειτα μονολόγησε: «Τα πουλιά να μου ‘χουν κάνει». Και γέλασε.
«Τότε γιατί τα διώχνετε και δεν τ’ αφήνετε να κοιμηθούν;» είπα λίγο πιο έντονα. Μου είχε ανατρέψει μια ολόκληρη θεωρία, έπρεπε να μου λύσει την απορία.
«Δεν πειράζει. Θα χορτάσουν ύπνο σαν πεθάνουν».
Μια καινούρια θεωρία ξεκίνησε να γεννιέται στο μυαλό μου: Ίσως να φοβόταν το θάνατο και συνειρμικά ο ύπνος… Ο μικρός αδελφός του θανάτου… Άλλωστε στην αρχαιότητα τα σπουργίτια θεωρούνταν ψυχοπομποί.
«Φοβάστε το θάνατο;» τη ρώτησα και την ίδια στιγμή το μετάνιωσα.
Η γριά σταμάτησε να περπατάει και με κοίταξε άγρια από πάνω μέχρι κάτω.
«Και τι σε νοιάζει ‘σένα τι κάνω; Δημοσιογράφος είσαι ή Γιαχωβάς;»
«Μου έκανε εντύπωση», της είπα βιαστικά και γλυκά –πριν αρχίσει να φωνάζει ότι τη δολοφονούν, «που χτυπούσατε παλαμάκια για να διώξετε τα σπουργίτια. Γι’ αυτό ρωτάω.»
«Και τι σχέση έχει ο θάνατος με τα σπουργίτια;»
Κατάλαβα ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να της πω για τον μεγάλο ύπνο και για τους φτερωτούς ψυχοπομπούς.
«Γι’ αυτό ρωτάω», έκανα σαν μικρό παιδί. «Δεν καταλαβαίνω. Γιατί το κάνετε;»
«Γιατί το κάνω; Γιατί διώχνω τα πουλιά;»
«Ναι.»
«Έτσι.»
«Έτσι;»
«Τα βλέπω να φεύγουνε λεφούσι και γελάω με τη χαζομάρα τους. Μια σκανδαλιά. Εσύ δεν έκανες σκανδαλιές όταν ήσουν παιδί;»
«Όταν ήμουν παιδί.»
«Εγώ τις κάνω και τώρα. Σε πειράζει;»
«Όχι, αλλά…»
«Ε, άντε τράβα στην ευχή του Θεού, παιδάκι μου, κι άσε ‘με στην ησυχία μου, κακός μπελάς που μ” ήβρε», είπε η γριά και έστριψε σε ένα σοκάκι μουρμουρίζοντας και κοιτώντας κάθε τόσο πίσω, αν την ακολουθώ.
Την άφησα να φύγει και συνέχισα το δρόμο μου προς τον Κήπο. Σαν έφτασα εκεί άκουσα στο στρεβλό δέντρο φωνές από χιλιάδες σπουργίτια, ίσως όλ” αυτά που “χε διώξει η γριά.
Έκατσα από κάτω και ξεκίνησα να χτυπάω παλαμάκια. Τα σπουργίτια έφυγαν εκνευρισμένα κι εγώ ξεκίνησα την καθημερινή μου ρουτίνα.
«Πλάκα έχει τελικά».
Από απέναντι με κοιτούσε απορημένος ένας Γερμανός τουρίστας.
Γελωτοποιός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου