Του Κωστή Μουδάτσου
Ο Κουζουλός ήταν μια ασυνήθιστη σιλουέτα. Περπατούσε αργά-αργά και χτυπούσε μια χαχαλόβεργα στις πλάκες του πεζοδρομίου. Κανονικός στο ανάστημα αλλά πετσί και κόκκαλο. Τα μάτια του έδειχναν να κοιτάνε αλλού, μέσα σε μπλάβους κύκλους και πρησμένα. Μεσοκαιρίτης έδειχνε αλλά περισσότερο θύμιζε τρελό που το έχει σκάσει από κάποιο ίδρυμα. Φορούσε ένα τριμμένο ρασίδι που με τη κουκούλα σκέπαζε τα μακριά μαλλιά του κι άφηνε να φαίνεται μόνο το αξύριστο πρόσωπο.
Ξοπίσω τον ακολουθούσε, με αργό ζάλο, ένας σκύλος, αδύνατος σαν το αφεντικό του. Μέσα στο πλήθος είχε τρομάξει κι έχωνε την ουρά στα σκέλια του. Όπως περπατούσε στην πλατειά στράτα φαίνεται να είχε σαστίσει με την οχλοβοή. Τα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα κορνάριζαν δαιμονισμένα, ενώ οι οδηγοί έβριζαν χειρονομώντας. Τα μηχανάκια περνούσαν ανάμεσα από τα αυτοκίνητα ή ανέβαιναν στα πεζοδρόμια. Οι πεζοί δυσανασχετούσαν έντρομοι.
Ο τροχονόμος είχε κλείσει το δρόμο κι ένας πιτσιρίκος ήταν ξαπλωμένος καταμεσής ενώ πιο πέρα ένα πεσμένο μηχανάκι ξερνούσε λάδια στην άσφαλτο. Δίπλα του μια κοπέλα χειρονομούσε ξεφωνίζοντας. Ο Κουζουλός πλησίασε κι έπιασε το χέρι του νεαρού. «Κάνε γρήγορα να ρθει το πρώτων βοηθειών!», μούγκρισε στο τροχονόμο. Σήκωσε το μηχανάκι και το ακούμπησε σε ένα δέντρο. Σαν έφτασε το πρώτων βοηθειών ο Κουζουλός κίνησε προς το γωνιακό σουβλατζίδικο.
Η ζέστη ήταν ανυπόφορη κι έβγαλε την κουκούλα. Μπήκε μαζί με το σκύλο αναζητώντας λίγη δροσιά. Διάλεξε μια καρέκλα κι έμεινε καθισμένος. Ο σκύλος αφού έκανε δυο-τρις γύρους ξάπλωσε χώνοντας τη μουσούδα στα πόδια του αφεντικού του, με τα ξεφτισμένα στιβάνια που ήταν σολιασμένα με λάστιχο από τροχό αυτοκινήτου.
Καθώς έμεναν ακίνητοι ο σουβλατζής τους κοίταζε από το πάγκο. «Μήπως θέλετε κάτι; ρώτησε. Καθώς δεν πήρε απάντηση ξαναρώτησε, «από πού είσαστε;». Ο περίεργος τύπος απάντησε με αταραξία, «τόπος δικός μου και του σκύλου είναι ότι πατούμε γιατί όλοι μας διώχνουν όπου κι αν πηγαίνομε. Είχαμε πάει στο πανηγύρι να πάρομε ένα κομμάτι άρτο αλλά κάποιοι μας έβγαλαν έξω γιατί είχαν λέει τελετή, τιμούσαν κάποιο ιστάμενο κυβερνητικό. Τον έχρισαν άρχοντα!
Άστα, στη μέση-μέση τσ’ εκκλησιάς ήστεκα σαν το μπούφο, μα τσ’ άρτους τους μοιράσανε σ΄ όσους φορούσαν σκούφο!»
Ο σουβλατζής ένοιωσε ευχάριστα και μετακουνήθηκε. Πήρε δυο ποτήρια κρασί και τα απόθεσε στο τραπέζι του πελάτη. «Άντε να πιούμε μαζί μια». Ο άλλος τον κοίταξε επίμονα και παράξενα. «Σκέτο, θα με κόψει!». Ο σουβλατζής γέλασε και έφερε ένα πιάτο με γύρο, πατάτες, γιαούρτι, κρεμμύδι, ψωμί και μια κομμένη πίτα στα τέσσερα. Πήρε εκείνος κομματάκια κρέας και ψωμί , τα έβαλε σε μια χαρτοπετσέτα και τα άφησε μπροστά στη μουσούδα του σκύλου. Πήρε ακόμη μια χαρτοπετσέτα κι άρχισε να διαβάζει μέσα από τα δόντια του.
«Πτυχίο Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος…. με βαθμό άριστα δέκα.. κτλ..,
-Δικό σου είναι;
Ο σουβλατζής τον κοίταξε γελώντας και του έδειξε το πάπυρο κορνιζαρισμένο στον απέναντι τοίχο, πάνω από τον καθρέφτη.
-Διαβάζεις ακόμη μωρέ σοφέ;
-Διαβάζω, γράφω και ψήνω σουβλάκια με τηγανητές πατάτες… μα πρέπει να αρχίσω και να τους γράφω…, είπε προσβεβλημένος. Άκου να δεις, μου έστειλαν εξώδικο να αποσύρω τις χαρτοπετσέτες με το πτυχίο διαφορετικά θα μου ασκήσουν δίωξη!
- Κι εσύ τι θα κάνεις;
-Θα τις αποσύρω και θα λανσάρω τις άλλες με το διδακτορικό! Το βλέπεις; είναι λίγο πιο πέρα από το πτυχίο. Αυτό είναι του εξωτερικού. Τέσσερα χρόνια κόπος! Εσύ διαβάζεις;
- Διαβάζω ξεψειρίζοντας!
-Άιντε , σήμερο μια, αύριο καμμιά!
-Μουζούρια είναι και θα μας πιούνε το αίμα!
- Λοιπόν ρασιδοφόρε άκου την αναφορά μου. Ήφαγα τα νιάτα μου στα σχολεία, στα πανεπιστήμια και στο διδακτορικό. Σαν τελείωσα ήθελα να κάνω μια αρχή όμως δεν έβρισκα άκρη. Πήγα σε διαγωνισμούς, έστειλα βιογραφικά, πήρα συστατικές επιστολές αλλά δεν με καταλάβαινε κανείς. Εγώ στις συνεντεύξεις, τους κοιτούσα με αγωνία κι εκείνοι δεν έδειχναν καμιά προσοχή. Σε μια από αυτές, κάποιος μου εκθείαζε τα προσόντα αλλά τόνισε πολλές φορές ότι ήθελαν γραμματέα, δηλαδή, νέα και ελεύθερη γυναίκα. Τότε δεν είπα κουβέντα παρά στρούφιξα τη χέρα και του την έχωσα κατάμουτρα. Στράφηκε και με κοίταξε μονάχα. Εγώ έφτυσα κι έφυγα. Όπως τα είχα θαλασσώσει μου ήρθε η ιδέα να ανοίξω το σουβλατζίδικο. Αυτή η κίνηση με τη χαρτοπετσέτα και το τυπωμένο πτυχίο πάνω της, με ξαλάφρωσε! Τα παράτησα όλα, τα μούντζωσα όλα και τώρα πίνομε κρασί οι δυό μας! Στην υγειά μας! Εσύ πήγες σχολείο;
Ο Κουζουλός έμεινε συλλογισμένος για μια στιγμή.
-Πήγα σχολείο και πανεπιστήμιο. Δούλευα και ήκαμα και παντρεμένος. Έκανα συναναστροφές με εκείνους που είχαν κοινωνική καταξίωση και αξιώματα, που είναι καλοί κι ευγενικοί μέχρι να θίξεις τα συμφέροντα τους. Τότε ξεχνούν κάθε ευγενική συμπεριφορά. Με απέλυσαν γιατί δεν υπέγραφα και θα έχαναν χρήματα, επιχορηγήσεις κι επιστροφές φόρων από δουλειές που δεν έκαναν ποτέ τους! Έτρωγαν ταΐζοντας! Πλαστά χαρτιά, κάλπικες συναλλαγές! Με προειδοποίησαν από τη πρώτη στιγμή να μην μιλήσω διαφορετικά θα τους έβρισκα μπροστά μου. Εγώ μίλησα και δεν ξαναβρήκα δουλειά ενώ η καλοπαντρεμένη έφυγε γιατί μαζί μου προκοπή δεν είχε δει. Αυτά!
Ζάρωσε τα φρύδια και σώπασε. Ο σουβλατζής έξυνε το κεφάλι του πεισματικά.
-Κι έφυγε η γυναίκα; Έτσι χωρίς να πει τίποτα!
-Πως, υπέστη νευρικό κλονισμό εξαιτίας της μεγάλης προσβολής που δέχτηκε. Ήμουν ο πιο διεφθαρμένος και ακόλαστος της πόλης και χαμένος βέβαια. Δεν της ήμουν πια χρήσιμος. Μπήκα φυλακή για χρέη και μόλις αποφυλακίστηκα πήρα τα βουνά. Σε μια παλιά πετρόμαντρα ζω αρκετά χρόνια τώρα.
-Γιατί είσαι σήμερα στη πόλη; Μόνος είσαι στο βουνό;
- Φαντάζομαι πως είμαι με το σκύλο. Πιο καλή ψυχή έχει αυτός από πολλούς άλλους. Στη πόλη ήρθα για να κλέψω λίγο πολιτισμό! Στο βουνό αισθάνομαι πολύ ελεύθερος και ανεξάρτητος, χα χα χα, έκανε σαρκάζοντας ειρωνικά..
Όπως κουβέντιαζαν, δυο τύποι, κουστουμαρισμένοι και γραβαντωμένοι, εισήλθαν από την πόρτα και ζήτησαν από το σουβλατζή να κλείσει το μαγαζί.
-Μα είναι ώρα εργασίας, απάντησε εκείνος.
Οι τύποι έβγαλαν τις ταυτότητες λέγοντας: «Είμαστε της οικονομικής αστυνομίας για την πάταξη του οικονομικού εγκλήματος! Στον κύριο κόψατε το ανάλογο φορολογικό στοιχείο;»
-Μα πίνομε μαζί! Εγώ κερνώ, ρωτήστε τον! Άλλωστε δεν έχει χρήματα για να πληρώσει!
Βλοσυροί και αυστηροί απάντησαν. « Το κατάστημα παραμένει ακόμη ανοιχτό, η απόδειξη δεν έχει κοπεί στον πελάτη και παρουσιάστε μας τα βιβλία και τα φορολογικά σας στοιχεία μέχρι να ελέγξομε εμείς την ταμειακή μηχανή!»
Ο Κουζουλός άπλωσε το χέρι του, με λυγισμένα τα δάχτυλα, ζητώντας ελεημοσύνη.
-Καλοί μου άθρωποι …λίγη βοήθεια…
- Η πανούκλα, οι ζητιάνοι, ζήτουλες, ψωριάρηδες και άφραγκοι τεμπέληδες. Ούτε φόρους δεν πληρώνουν. Που είναι η αστυνομία να τους μαζέψει!
Τον κοίταξαν με περιφρόνηση και σαν να δίσταζαν να πάρουν μια απόφαση. Κάτι ψιθύρισαν, « δεν αξίζει το κόπο» και ξαναστράφηκαν στο σουβλατζή.
-Καθυστερείτε τον έλεγχο και θα υποστείτε κυρώσεις!
-Πιο ευγενικά κύριοι! Δεν είμαστε κλέφτες!
- Ευγενικό είναι ότι είναι χρήσιμο για το κράτος και την υπηρεσία. Για να δούμε τι έχεις κτυπήσει στη μηχανή! Έχετε είκοσι λεπτά να χτυπήσετε κάτι! Αυτό ευτελίζει κάθε έννοια φορολογικής νομιμότητας! Θα πληρώσετε τώρα ή μετά, τα πρόστιμα, άλλως μπορείτε να υποβάλλετε ένσταση στο οικονομικό γραφείο αφού πληρώσετε κύριε, έλεγε ο ένας ελεγκτής και συμπλήρωνε ο άλλος χειρονομώντας.
-Βέβαια, πρώτα θα εξοφλήσετε την οφειλή σας και μετά η ένσταση! Θα μας βρείτε στο γραφείο, στην υπηρεσία, τις εργάσιμες ημέρες, εκτός Παρασκευής!
Ο Κουζουλός πέταξε σαρκάζοντας, «Λήσταρχος είναι το κράτος και μας αντιμετωπίζει σαν κλέφτες!» κι όπως ήταν όρθιος φόρεσε την κουκούλα του ρασιδιού, πήρε τη χαχαλόβεργα κι άρχισε να χοροπηδά γύρω-τριγύρω από τους ελεγκτές. Ο σκύλος ξοπίσω του γαύγιζε άγρια τεντώνοντας το λαιμό του και δείχνοντας τα δόντια απειλητικά. Φώναζε με όλη τη φωνή του « Άνεμος κι ανεμοστρόβιλος στ΄ αφεντικού το αλώνι! Οι μεγάλοι κλέφτες κλέφτουν τους μικρούς!» Φώναζε και ξαναφώναζε δαιμονισμένα και χτυπούσε τη χαχαλόβεργα στα τραπέζια βγαίνοντας έξω από το μαγαζί.
- Οι μεγάλοι κλέφτες κλέβουν τους μικρούς! Οι μεγάλοι κλέφτες κλέβουν τους μικρούς!
Στη πιάτσα ο κόσμος τα έχασε από τις φωνές και τη βαβούρα κι άρχισε να μαζεύεται για να δει τι γίνεται. Η βιβλική εικόνα του κουζουλού ξεσήκωνε τη φαντασία τους. Τα αυτοκίνητα κορνάριζαν και κάποιοι νεαροί άρχισαν τα γιούχα προσπαθώντας να μπουν στο σουβλατζίδικο. Από την γωνία έτρεχαν κάποιοι αστυνομικοί για να δουν τι συνέβαινε. Ο Κουζουλός έβγαλε το ρασίδι, το κράτησε στη μασχάλη του και χάθηκε μέσα στο πλήθος μαζί με το σκύλο του. Ο συνωστισμένος κόσμος επαναλάμβανε το σύνθημα του:
«Οι μεγάλοι κλέφτες κλέβουν τους μικρούς! Οι μεγάλοι κλέφτες κλέβουν τους μικρούς! Άνεμος κι ανεμοστρόβιλος στου αφεντικού το αλώνι!»
Ο Κουζουλός ήταν μια ασυνήθιστη σιλουέτα. Περπατούσε αργά-αργά και χτυπούσε μια χαχαλόβεργα στις πλάκες του πεζοδρομίου. Κανονικός στο ανάστημα αλλά πετσί και κόκκαλο. Τα μάτια του έδειχναν να κοιτάνε αλλού, μέσα σε μπλάβους κύκλους και πρησμένα. Μεσοκαιρίτης έδειχνε αλλά περισσότερο θύμιζε τρελό που το έχει σκάσει από κάποιο ίδρυμα. Φορούσε ένα τριμμένο ρασίδι που με τη κουκούλα σκέπαζε τα μακριά μαλλιά του κι άφηνε να φαίνεται μόνο το αξύριστο πρόσωπο.
Ξοπίσω τον ακολουθούσε, με αργό ζάλο, ένας σκύλος, αδύνατος σαν το αφεντικό του. Μέσα στο πλήθος είχε τρομάξει κι έχωνε την ουρά στα σκέλια του. Όπως περπατούσε στην πλατειά στράτα φαίνεται να είχε σαστίσει με την οχλοβοή. Τα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα κορνάριζαν δαιμονισμένα, ενώ οι οδηγοί έβριζαν χειρονομώντας. Τα μηχανάκια περνούσαν ανάμεσα από τα αυτοκίνητα ή ανέβαιναν στα πεζοδρόμια. Οι πεζοί δυσανασχετούσαν έντρομοι.
Ο τροχονόμος είχε κλείσει το δρόμο κι ένας πιτσιρίκος ήταν ξαπλωμένος καταμεσής ενώ πιο πέρα ένα πεσμένο μηχανάκι ξερνούσε λάδια στην άσφαλτο. Δίπλα του μια κοπέλα χειρονομούσε ξεφωνίζοντας. Ο Κουζουλός πλησίασε κι έπιασε το χέρι του νεαρού. «Κάνε γρήγορα να ρθει το πρώτων βοηθειών!», μούγκρισε στο τροχονόμο. Σήκωσε το μηχανάκι και το ακούμπησε σε ένα δέντρο. Σαν έφτασε το πρώτων βοηθειών ο Κουζουλός κίνησε προς το γωνιακό σουβλατζίδικο.
Η ζέστη ήταν ανυπόφορη κι έβγαλε την κουκούλα. Μπήκε μαζί με το σκύλο αναζητώντας λίγη δροσιά. Διάλεξε μια καρέκλα κι έμεινε καθισμένος. Ο σκύλος αφού έκανε δυο-τρις γύρους ξάπλωσε χώνοντας τη μουσούδα στα πόδια του αφεντικού του, με τα ξεφτισμένα στιβάνια που ήταν σολιασμένα με λάστιχο από τροχό αυτοκινήτου.
Καθώς έμεναν ακίνητοι ο σουβλατζής τους κοίταζε από το πάγκο. «Μήπως θέλετε κάτι; ρώτησε. Καθώς δεν πήρε απάντηση ξαναρώτησε, «από πού είσαστε;». Ο περίεργος τύπος απάντησε με αταραξία, «τόπος δικός μου και του σκύλου είναι ότι πατούμε γιατί όλοι μας διώχνουν όπου κι αν πηγαίνομε. Είχαμε πάει στο πανηγύρι να πάρομε ένα κομμάτι άρτο αλλά κάποιοι μας έβγαλαν έξω γιατί είχαν λέει τελετή, τιμούσαν κάποιο ιστάμενο κυβερνητικό. Τον έχρισαν άρχοντα!
Άστα, στη μέση-μέση τσ’ εκκλησιάς ήστεκα σαν το μπούφο, μα τσ’ άρτους τους μοιράσανε σ΄ όσους φορούσαν σκούφο!»
Ο σουβλατζής ένοιωσε ευχάριστα και μετακουνήθηκε. Πήρε δυο ποτήρια κρασί και τα απόθεσε στο τραπέζι του πελάτη. «Άντε να πιούμε μαζί μια». Ο άλλος τον κοίταξε επίμονα και παράξενα. «Σκέτο, θα με κόψει!». Ο σουβλατζής γέλασε και έφερε ένα πιάτο με γύρο, πατάτες, γιαούρτι, κρεμμύδι, ψωμί και μια κομμένη πίτα στα τέσσερα. Πήρε εκείνος κομματάκια κρέας και ψωμί , τα έβαλε σε μια χαρτοπετσέτα και τα άφησε μπροστά στη μουσούδα του σκύλου. Πήρε ακόμη μια χαρτοπετσέτα κι άρχισε να διαβάζει μέσα από τα δόντια του.
«Πτυχίο Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος…. με βαθμό άριστα δέκα.. κτλ..,
-Δικό σου είναι;
Ο σουβλατζής τον κοίταξε γελώντας και του έδειξε το πάπυρο κορνιζαρισμένο στον απέναντι τοίχο, πάνω από τον καθρέφτη.
-Διαβάζεις ακόμη μωρέ σοφέ;
-Διαβάζω, γράφω και ψήνω σουβλάκια με τηγανητές πατάτες… μα πρέπει να αρχίσω και να τους γράφω…, είπε προσβεβλημένος. Άκου να δεις, μου έστειλαν εξώδικο να αποσύρω τις χαρτοπετσέτες με το πτυχίο διαφορετικά θα μου ασκήσουν δίωξη!
- Κι εσύ τι θα κάνεις;
-Θα τις αποσύρω και θα λανσάρω τις άλλες με το διδακτορικό! Το βλέπεις; είναι λίγο πιο πέρα από το πτυχίο. Αυτό είναι του εξωτερικού. Τέσσερα χρόνια κόπος! Εσύ διαβάζεις;
- Διαβάζω ξεψειρίζοντας!
-Άιντε , σήμερο μια, αύριο καμμιά!
-Μουζούρια είναι και θα μας πιούνε το αίμα!
- Λοιπόν ρασιδοφόρε άκου την αναφορά μου. Ήφαγα τα νιάτα μου στα σχολεία, στα πανεπιστήμια και στο διδακτορικό. Σαν τελείωσα ήθελα να κάνω μια αρχή όμως δεν έβρισκα άκρη. Πήγα σε διαγωνισμούς, έστειλα βιογραφικά, πήρα συστατικές επιστολές αλλά δεν με καταλάβαινε κανείς. Εγώ στις συνεντεύξεις, τους κοιτούσα με αγωνία κι εκείνοι δεν έδειχναν καμιά προσοχή. Σε μια από αυτές, κάποιος μου εκθείαζε τα προσόντα αλλά τόνισε πολλές φορές ότι ήθελαν γραμματέα, δηλαδή, νέα και ελεύθερη γυναίκα. Τότε δεν είπα κουβέντα παρά στρούφιξα τη χέρα και του την έχωσα κατάμουτρα. Στράφηκε και με κοίταξε μονάχα. Εγώ έφτυσα κι έφυγα. Όπως τα είχα θαλασσώσει μου ήρθε η ιδέα να ανοίξω το σουβλατζίδικο. Αυτή η κίνηση με τη χαρτοπετσέτα και το τυπωμένο πτυχίο πάνω της, με ξαλάφρωσε! Τα παράτησα όλα, τα μούντζωσα όλα και τώρα πίνομε κρασί οι δυό μας! Στην υγειά μας! Εσύ πήγες σχολείο;
Ο Κουζουλός έμεινε συλλογισμένος για μια στιγμή.
-Πήγα σχολείο και πανεπιστήμιο. Δούλευα και ήκαμα και παντρεμένος. Έκανα συναναστροφές με εκείνους που είχαν κοινωνική καταξίωση και αξιώματα, που είναι καλοί κι ευγενικοί μέχρι να θίξεις τα συμφέροντα τους. Τότε ξεχνούν κάθε ευγενική συμπεριφορά. Με απέλυσαν γιατί δεν υπέγραφα και θα έχαναν χρήματα, επιχορηγήσεις κι επιστροφές φόρων από δουλειές που δεν έκαναν ποτέ τους! Έτρωγαν ταΐζοντας! Πλαστά χαρτιά, κάλπικες συναλλαγές! Με προειδοποίησαν από τη πρώτη στιγμή να μην μιλήσω διαφορετικά θα τους έβρισκα μπροστά μου. Εγώ μίλησα και δεν ξαναβρήκα δουλειά ενώ η καλοπαντρεμένη έφυγε γιατί μαζί μου προκοπή δεν είχε δει. Αυτά!
Ζάρωσε τα φρύδια και σώπασε. Ο σουβλατζής έξυνε το κεφάλι του πεισματικά.
-Κι έφυγε η γυναίκα; Έτσι χωρίς να πει τίποτα!
-Πως, υπέστη νευρικό κλονισμό εξαιτίας της μεγάλης προσβολής που δέχτηκε. Ήμουν ο πιο διεφθαρμένος και ακόλαστος της πόλης και χαμένος βέβαια. Δεν της ήμουν πια χρήσιμος. Μπήκα φυλακή για χρέη και μόλις αποφυλακίστηκα πήρα τα βουνά. Σε μια παλιά πετρόμαντρα ζω αρκετά χρόνια τώρα.
-Γιατί είσαι σήμερα στη πόλη; Μόνος είσαι στο βουνό;
- Φαντάζομαι πως είμαι με το σκύλο. Πιο καλή ψυχή έχει αυτός από πολλούς άλλους. Στη πόλη ήρθα για να κλέψω λίγο πολιτισμό! Στο βουνό αισθάνομαι πολύ ελεύθερος και ανεξάρτητος, χα χα χα, έκανε σαρκάζοντας ειρωνικά..
Όπως κουβέντιαζαν, δυο τύποι, κουστουμαρισμένοι και γραβαντωμένοι, εισήλθαν από την πόρτα και ζήτησαν από το σουβλατζή να κλείσει το μαγαζί.
-Μα είναι ώρα εργασίας, απάντησε εκείνος.
Οι τύποι έβγαλαν τις ταυτότητες λέγοντας: «Είμαστε της οικονομικής αστυνομίας για την πάταξη του οικονομικού εγκλήματος! Στον κύριο κόψατε το ανάλογο φορολογικό στοιχείο;»
-Μα πίνομε μαζί! Εγώ κερνώ, ρωτήστε τον! Άλλωστε δεν έχει χρήματα για να πληρώσει!
Βλοσυροί και αυστηροί απάντησαν. « Το κατάστημα παραμένει ακόμη ανοιχτό, η απόδειξη δεν έχει κοπεί στον πελάτη και παρουσιάστε μας τα βιβλία και τα φορολογικά σας στοιχεία μέχρι να ελέγξομε εμείς την ταμειακή μηχανή!»
Ο Κουζουλός άπλωσε το χέρι του, με λυγισμένα τα δάχτυλα, ζητώντας ελεημοσύνη.
-Καλοί μου άθρωποι …λίγη βοήθεια…
- Η πανούκλα, οι ζητιάνοι, ζήτουλες, ψωριάρηδες και άφραγκοι τεμπέληδες. Ούτε φόρους δεν πληρώνουν. Που είναι η αστυνομία να τους μαζέψει!
Τον κοίταξαν με περιφρόνηση και σαν να δίσταζαν να πάρουν μια απόφαση. Κάτι ψιθύρισαν, « δεν αξίζει το κόπο» και ξαναστράφηκαν στο σουβλατζή.
-Καθυστερείτε τον έλεγχο και θα υποστείτε κυρώσεις!
-Πιο ευγενικά κύριοι! Δεν είμαστε κλέφτες!
- Ευγενικό είναι ότι είναι χρήσιμο για το κράτος και την υπηρεσία. Για να δούμε τι έχεις κτυπήσει στη μηχανή! Έχετε είκοσι λεπτά να χτυπήσετε κάτι! Αυτό ευτελίζει κάθε έννοια φορολογικής νομιμότητας! Θα πληρώσετε τώρα ή μετά, τα πρόστιμα, άλλως μπορείτε να υποβάλλετε ένσταση στο οικονομικό γραφείο αφού πληρώσετε κύριε, έλεγε ο ένας ελεγκτής και συμπλήρωνε ο άλλος χειρονομώντας.
-Βέβαια, πρώτα θα εξοφλήσετε την οφειλή σας και μετά η ένσταση! Θα μας βρείτε στο γραφείο, στην υπηρεσία, τις εργάσιμες ημέρες, εκτός Παρασκευής!
Ο Κουζουλός πέταξε σαρκάζοντας, «Λήσταρχος είναι το κράτος και μας αντιμετωπίζει σαν κλέφτες!» κι όπως ήταν όρθιος φόρεσε την κουκούλα του ρασιδιού, πήρε τη χαχαλόβεργα κι άρχισε να χοροπηδά γύρω-τριγύρω από τους ελεγκτές. Ο σκύλος ξοπίσω του γαύγιζε άγρια τεντώνοντας το λαιμό του και δείχνοντας τα δόντια απειλητικά. Φώναζε με όλη τη φωνή του « Άνεμος κι ανεμοστρόβιλος στ΄ αφεντικού το αλώνι! Οι μεγάλοι κλέφτες κλέφτουν τους μικρούς!» Φώναζε και ξαναφώναζε δαιμονισμένα και χτυπούσε τη χαχαλόβεργα στα τραπέζια βγαίνοντας έξω από το μαγαζί.
- Οι μεγάλοι κλέφτες κλέβουν τους μικρούς! Οι μεγάλοι κλέφτες κλέβουν τους μικρούς!
Στη πιάτσα ο κόσμος τα έχασε από τις φωνές και τη βαβούρα κι άρχισε να μαζεύεται για να δει τι γίνεται. Η βιβλική εικόνα του κουζουλού ξεσήκωνε τη φαντασία τους. Τα αυτοκίνητα κορνάριζαν και κάποιοι νεαροί άρχισαν τα γιούχα προσπαθώντας να μπουν στο σουβλατζίδικο. Από την γωνία έτρεχαν κάποιοι αστυνομικοί για να δουν τι συνέβαινε. Ο Κουζουλός έβγαλε το ρασίδι, το κράτησε στη μασχάλη του και χάθηκε μέσα στο πλήθος μαζί με το σκύλο του. Ο συνωστισμένος κόσμος επαναλάμβανε το σύνθημα του:
«Οι μεγάλοι κλέφτες κλέβουν τους μικρούς! Οι μεγάλοι κλέφτες κλέβουν τους μικρούς! Άνεμος κι ανεμοστρόβιλος στου αφεντικού το αλώνι!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου