Παναγιώτα Ψυχογιού
Ο έρωτας, ο χρόνος και ο θάνατος είναι τα βαθύτερα διαχρονικά θέματα της λογοτεχνίας. Από τη θρησκευτική-μεταφυσική βεβαιότητα μέχρι την απαισιοδοξία που οδήγησε το 1928 τον Καρυωτάκη να γράψει στο επιθανάτιο γράμμα του: «Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περσότεροι, μαζύ με τους αιώνες», φτάνουμε στη συμφιλίωση με όρους κοινωνικού και υπαρξιακού αγώνα (Ρίτσος): «Σπούδασα ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στην σύγχρονη σχολή του αγώνα», ή στην αισιόδοξη στοχαστικότητα του Ελύτη: «Γιατί αγαπάω εκείνους που αγαπούν τη ζωή. Και που η λύπη τους είναι η δύναμή τους.Που κοιτάζουν με μάτια άδολα και αθώα,ακόμα κι αν πέρασε ο χρόνος αδυσώπητος από πάνω τους... Και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα,στα χαμόγελα των ανθρώπων, στα χάδια των ζώων, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μια πολύχρωμη μπουγάδα».
Επικούρειοι και Στωικοί επιχείρησαν να απαντήσουν στο εναγώνιο ερώτημα του θανάτου. Για τον Πλάτωνα η Φιλοσοφία ήταν«μελέτη Θανάτου» (Φαίδων) και ο σωματικός θάνατος είναι η αρχή της αληθινής ζωής ως απελευθέρωση της ψυχής από τα σωματικά δεσμά.
Ο Μάρκος Αυρήλιος γράφει: «Τοῦ ἀνθρωπίνου βίου ὁ μὲν χρόνος στιγμή..».
«Της ανθρώπινης ζωής η διάρκεια όσο μια στιγμή, η ουσία της ρευστή, η αίσθησή της θολή, το σώμα – από τη σύστασή του – έτοιμο να σαπίσει, και η ψυχή ένας στρόβιλος, η τύχη άδηλη, η δόξα αβέβαιη. Με δυο λόγια, όλα στο σώμα σαν ένα ποτάμι, όλα της ψυχής σαν όνειρο και σαν άχνη, η ζωή ένας πόλεμος κι ένας ξενιτεμός,η υστεροφημία λησμονιά. Ποιο είναι αυτό που μπορεί να μας δείξει τον δρόμο; Ένα και μόνο: η φιλοσοφία! Κι αυτό σημαίνει να φυλάμε τον θεό μέσα μας καθαρό κι αλώβητο, νικητή πάνω στις ηδονές και τους πόνους, να μην κάνουμε τίποτε στα τυφλά, τίποτε ψεύτικα και προσποιητά, να μην εξαρτιόμαστε από το τι θα πράξει ή τι δεν θα πράξει ο άλλος. Κι ακόμη, να αποδεχόμαστε όσα συμβαίνουν σαν κάτι που έρχεται κάπου από κει απ᾽ όπου έχουμε έλθει και εμείς· και πάνω απ᾽ όλα, να περιμένουμε τον θάνατο με γαλήνια διάθεση, θεωρώντας πως δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διάλυση των συστατικών στοιχείων από τα οποία είναι συγκροτημένο κάθε ζωντανό πλάσμα». (Απόσπασμα από το έργο του Μάρκου Αυρηλίου «Τὰ εἰς ἑαυτὸν», μετάφραση Νίκος Σκουτερόπουλος, Στιγμή, 2007).
Εν καιρώ πολέμου, μέσα σ' ένα αντίσκηνο, κατέγραφε τους συλλογισμούς του, έδινε στον εαυτό του συμβουλές, με σκοπό να σταθεί συνεπής στις ιδέες του ο φιλόσοφος-αυτοκράτορας. Δεν σκόπευε να τα δημοσιεύσει. Έγραφε:
« Πέταξε τα όλα, κράτησε μόνο τούτα τα λίγα· και να θυμάσαι ακόμη ότι καθένας ζει μόνο το παρόν -τούτο το ακαριαίο· τα άλλα ή τα έχει ζήσει πια ή είναι στη σφαίρα του άδηλου. Μικρή λοιπόν η ζωή του καθενός, μικρή και η γωνίτσα της γης όπου την ζει· μικρή ακόμη και η διαρκέστερη υστεροφημία».
Ο Επίκουρος έγραφε:
«…Να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα. Γιατί κάθε καλό και κάθε κακό γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις μας, όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι αυτό η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου, όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια αλλά γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας. Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που έχει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις. Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει αλλά επειδή υποφέρει με το δεδομένο ότι θα έρθει. Γιατί ό,τι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε βασανίζει όσο το περιμένεις. Το πιο φρικτό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός δεν υπάρχουμε εμείς.». (Επίκουρος. Επιστολή προς Μενοικέα)
Για τον Επίκουρο, η ψυχή δεν επιβιώνει του θανάτου στρεφόμενος έτσι εναντίον της διδασκαλίας του Πλάτωνα περί αθανασίας της ψυχής. Αναλύει τον φόβο του θανάτου ως κάτι το οποίο εξαρτάται από «κενές επιθυμίες». Οι άνθρωποι φοβούνται το θάνατο γιατί επιθυμούν να ζήσουν για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, πιστεύοντας ότι θα απολαύσουν περισσότερη ηδονή. Όταν όμως κάποιος έχει κατακτήσειτον σκοπό της ζωής, δεν έχει νόημα να ζήσει παραπάνω. (Γ. Ζωγραφίδης Επικούρεια Ηθική Φιλοσvοφία, Μελέτες, Θύραθεν, Θεσv/νίκη)
Για τον Σπινόζα, αντίθετα, ο θάνατος είναι σαν να μην υπάρχει: «Ο ελεύθερος άνθρωπος δεν σκέφτεται κανένα πράγμα λιγότερο, απ’ ό,τι τον θάνατο, και η σοφία του δεν είναι μελέτη θανάτου, αλλά μελέτη ζωής» (Ηθική).
Για τον Χάιντεγκερ, ο θάνατος νοείται ως προϋπόθεση αυθεντικότητας, η ύπαρξη αποτελεί ουσιωδώς ένα «Είναι-προς-θάνατον». Στοχαζόμενος τον θάνατο ο Jacques Derrida προτείνει την υπέρβαση της αντίθεσης ζωή/θάνατος με την έννοια του επι-ζήν ως μελαγχολικής εξέγερσης. Ο Kierkegaard θεωρεί ότι «ο άνθρωπος είναι πνεύμα», άρα δεν πεθαίνει. Ο Albert Camus θεωρεί κύριο χαρακτηριστικό του επαναστατημένου ανθρώπου την απαλλαγή από την ελπίδα που όμως δεν έχει καμιά σχέση μετην απελπισία. Ο επαναστατημένος οφείλει να αντισταθεί παρά τη βεβαιότητα της τελικής αποτυχίας και του τελικού ολέθρου.
Ο θάνατος δεν απασχολεί τον Karl Marxή τον Marcuse και τους ριζοσπαστικούς φιλοσόφους. Το κυριότερο μέλημα είναι ο αγώνας για δικαιοσύνη σε αυτή τη ζωή που είναι η μοναδική που έχουμε. Οι θρησκείες, υποστηρίζουν, εξυπηρετούν τη διαιώνιση της εξουσίας με το ιδεολόγημα της άλλης ζωής.
Θα μπορούσαμε να βλέπουμε το θάνατο ως μνήμη μιας αυθεντικής ζωής με τα αθάνατα λόγια του ποιητή που πίστεψε στη ποίηση, στον έρωτα και στο θάνατο:
«Να με θυμόσαστε- είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα/ χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,/ για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. Την ομορφιά/ ποτές μου δεν την πρόδωσα. Όλο το βιος μου το μοίρασα δίκαια./ Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ’ ένα κρινάκι του αγρού/ τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε.»
A-N
Ο έρωτας, ο χρόνος και ο θάνατος είναι τα βαθύτερα διαχρονικά θέματα της λογοτεχνίας. Από τη θρησκευτική-μεταφυσική βεβαιότητα μέχρι την απαισιοδοξία που οδήγησε το 1928 τον Καρυωτάκη να γράψει στο επιθανάτιο γράμμα του: «Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περσότεροι, μαζύ με τους αιώνες», φτάνουμε στη συμφιλίωση με όρους κοινωνικού και υπαρξιακού αγώνα (Ρίτσος): «Σπούδασα ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στην σύγχρονη σχολή του αγώνα», ή στην αισιόδοξη στοχαστικότητα του Ελύτη: «Γιατί αγαπάω εκείνους που αγαπούν τη ζωή. Και που η λύπη τους είναι η δύναμή τους.Που κοιτάζουν με μάτια άδολα και αθώα,ακόμα κι αν πέρασε ο χρόνος αδυσώπητος από πάνω τους... Και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα,στα χαμόγελα των ανθρώπων, στα χάδια των ζώων, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μια πολύχρωμη μπουγάδα».
Επικούρειοι και Στωικοί επιχείρησαν να απαντήσουν στο εναγώνιο ερώτημα του θανάτου. Για τον Πλάτωνα η Φιλοσοφία ήταν«μελέτη Θανάτου» (Φαίδων) και ο σωματικός θάνατος είναι η αρχή της αληθινής ζωής ως απελευθέρωση της ψυχής από τα σωματικά δεσμά.
Ο Μάρκος Αυρήλιος γράφει: «Τοῦ ἀνθρωπίνου βίου ὁ μὲν χρόνος στιγμή..».
«Της ανθρώπινης ζωής η διάρκεια όσο μια στιγμή, η ουσία της ρευστή, η αίσθησή της θολή, το σώμα – από τη σύστασή του – έτοιμο να σαπίσει, και η ψυχή ένας στρόβιλος, η τύχη άδηλη, η δόξα αβέβαιη. Με δυο λόγια, όλα στο σώμα σαν ένα ποτάμι, όλα της ψυχής σαν όνειρο και σαν άχνη, η ζωή ένας πόλεμος κι ένας ξενιτεμός,η υστεροφημία λησμονιά. Ποιο είναι αυτό που μπορεί να μας δείξει τον δρόμο; Ένα και μόνο: η φιλοσοφία! Κι αυτό σημαίνει να φυλάμε τον θεό μέσα μας καθαρό κι αλώβητο, νικητή πάνω στις ηδονές και τους πόνους, να μην κάνουμε τίποτε στα τυφλά, τίποτε ψεύτικα και προσποιητά, να μην εξαρτιόμαστε από το τι θα πράξει ή τι δεν θα πράξει ο άλλος. Κι ακόμη, να αποδεχόμαστε όσα συμβαίνουν σαν κάτι που έρχεται κάπου από κει απ᾽ όπου έχουμε έλθει και εμείς· και πάνω απ᾽ όλα, να περιμένουμε τον θάνατο με γαλήνια διάθεση, θεωρώντας πως δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διάλυση των συστατικών στοιχείων από τα οποία είναι συγκροτημένο κάθε ζωντανό πλάσμα». (Απόσπασμα από το έργο του Μάρκου Αυρηλίου «Τὰ εἰς ἑαυτὸν», μετάφραση Νίκος Σκουτερόπουλος, Στιγμή, 2007).
Εν καιρώ πολέμου, μέσα σ' ένα αντίσκηνο, κατέγραφε τους συλλογισμούς του, έδινε στον εαυτό του συμβουλές, με σκοπό να σταθεί συνεπής στις ιδέες του ο φιλόσοφος-αυτοκράτορας. Δεν σκόπευε να τα δημοσιεύσει. Έγραφε:
« Πέταξε τα όλα, κράτησε μόνο τούτα τα λίγα· και να θυμάσαι ακόμη ότι καθένας ζει μόνο το παρόν -τούτο το ακαριαίο· τα άλλα ή τα έχει ζήσει πια ή είναι στη σφαίρα του άδηλου. Μικρή λοιπόν η ζωή του καθενός, μικρή και η γωνίτσα της γης όπου την ζει· μικρή ακόμη και η διαρκέστερη υστεροφημία».
Ο Επίκουρος έγραφε:
«…Να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα. Γιατί κάθε καλό και κάθε κακό γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις μας, όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι αυτό η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου, όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια αλλά γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας. Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που έχει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις. Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει αλλά επειδή υποφέρει με το δεδομένο ότι θα έρθει. Γιατί ό,τι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε βασανίζει όσο το περιμένεις. Το πιο φρικτό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός δεν υπάρχουμε εμείς.». (Επίκουρος. Επιστολή προς Μενοικέα)
Για τον Επίκουρο, η ψυχή δεν επιβιώνει του θανάτου στρεφόμενος έτσι εναντίον της διδασκαλίας του Πλάτωνα περί αθανασίας της ψυχής. Αναλύει τον φόβο του θανάτου ως κάτι το οποίο εξαρτάται από «κενές επιθυμίες». Οι άνθρωποι φοβούνται το θάνατο γιατί επιθυμούν να ζήσουν για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, πιστεύοντας ότι θα απολαύσουν περισσότερη ηδονή. Όταν όμως κάποιος έχει κατακτήσειτον σκοπό της ζωής, δεν έχει νόημα να ζήσει παραπάνω. (Γ. Ζωγραφίδης Επικούρεια Ηθική Φιλοσvοφία, Μελέτες, Θύραθεν, Θεσv/νίκη)
Για τον Σπινόζα, αντίθετα, ο θάνατος είναι σαν να μην υπάρχει: «Ο ελεύθερος άνθρωπος δεν σκέφτεται κανένα πράγμα λιγότερο, απ’ ό,τι τον θάνατο, και η σοφία του δεν είναι μελέτη θανάτου, αλλά μελέτη ζωής» (Ηθική).
Για τον Χάιντεγκερ, ο θάνατος νοείται ως προϋπόθεση αυθεντικότητας, η ύπαρξη αποτελεί ουσιωδώς ένα «Είναι-προς-θάνατον». Στοχαζόμενος τον θάνατο ο Jacques Derrida προτείνει την υπέρβαση της αντίθεσης ζωή/θάνατος με την έννοια του επι-ζήν ως μελαγχολικής εξέγερσης. Ο Kierkegaard θεωρεί ότι «ο άνθρωπος είναι πνεύμα», άρα δεν πεθαίνει. Ο Albert Camus θεωρεί κύριο χαρακτηριστικό του επαναστατημένου ανθρώπου την απαλλαγή από την ελπίδα που όμως δεν έχει καμιά σχέση μετην απελπισία. Ο επαναστατημένος οφείλει να αντισταθεί παρά τη βεβαιότητα της τελικής αποτυχίας και του τελικού ολέθρου.
Ο θάνατος δεν απασχολεί τον Karl Marxή τον Marcuse και τους ριζοσπαστικούς φιλοσόφους. Το κυριότερο μέλημα είναι ο αγώνας για δικαιοσύνη σε αυτή τη ζωή που είναι η μοναδική που έχουμε. Οι θρησκείες, υποστηρίζουν, εξυπηρετούν τη διαιώνιση της εξουσίας με το ιδεολόγημα της άλλης ζωής.
Θα μπορούσαμε να βλέπουμε το θάνατο ως μνήμη μιας αυθεντικής ζωής με τα αθάνατα λόγια του ποιητή που πίστεψε στη ποίηση, στον έρωτα και στο θάνατο:
«Να με θυμόσαστε- είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα/ χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,/ για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. Την ομορφιά/ ποτές μου δεν την πρόδωσα. Όλο το βιος μου το μοίρασα δίκαια./ Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ’ ένα κρινάκι του αγρού/ τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε.»
A-N
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου