Γελωτοποιός
ΛΗΡ: Με λες τρελό, γιόκα μου;
ΤΡΕΛΟΣ: Όλους τους άλλους τίτλους σ’τους χάρισες, αυτόν τον έχεις γεννητάτος.
(Βασιλιάς Ληρ, Α, 4)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Ίμρε Κέρτες, στο «Μυθιστόρημα ενός ανθρώπου χωρίς πεπρωμένο», περιγράφει ένα Άουσβιτς πολύ διαφορετικό απ’ ό,τι έχουμε συνηθίσει. Οι θάλαμοι αερίων και τα κρεματόρια υπάρχουν, οι ναζήδες και οι σωροί από πτώματα υπάρχουν, η θηριωδία υπάρχει, αλλά απουσιάζει η φρίκη.
Ακόμα και οι πιο σκληρές σκηνές, που από κάποιον άλλο συγγραφέα θα δίνονταν με τέτοιο τρόπο που ο αναγνώστης θα δάκρυζε –στην καλύτερη περίπτωση, ο Κέρτες τις περιγράφει σαν να βρίσκεται μπροστά σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα ή σε κάτι πιο συνηθισμένο, όπως ο τυχαίος θάνατος ενός εντόμου.
Όταν ο Κέρτες επιστρέφει στη Βουδαπέστη (γιατί το μυθιστόρημα είναι αυτοβιογραφικό), όλοι σπεύδουν να τον παρηγορήσουν. Και απορούν ή τον κατακρίνουν, επειδή εκείνος δε φαίνεται να υποφέρει. Δεν καταριέται, δε βρίζει, δε γονατίζει στη γωνία του δωματίου του τρέμοντας –ούτε καν προσεύχεται στον θεό τους.
Όμως δεν είναι αποστασιοποιημένος ούτε απαθής. Δεν είναι τρελός. Γιατί ξέρει ότι «η μόνη αληθινή τρέλα είναι να θεωρείς αυτόν τον κόσμο λογικό».
~~
Ουσιαστικά ο Κέρτες στέκεται στον αντίποδα του Μπέκετ.
Εκείνος στις αντιτραγωδίες του έχει ως πρωταγωνιστές τους παλιάτσους, τους τρελούς που δεν κάνουν τίποτα, δε λένε τίποτα, δεν υπάρχουν καν.
Πλοκή τα έργα του Μπέκετ –όπως την ξέραμε πριν από αυτόν- δεν έχουν. Ουσιαστικά δε συμβαίνει τίποτα. Και δεν υπάρχει λύτρωση.
(«Το κωμικό, όντας η αίσθηση του παραλόγου», γράφει ο Ιονέσκο, «μου φαίνεται πιο απελπιστικό από το τραγικό. Το κωμικό δεν προσφέρει έξοδο.»)
Όμως η δραματική ένταση στις «κωμωδίες» του Μπέκετ είναι τεράστια. Κάποιες φορές πιο δυσβάσταχτη κι από τις τραγωδίες του Σαίξπηρ.
Το ασήμαντο, το μονότονο και επαναλαμβανόμενο, το οικείο, το δίχως νόημα, μετουσιώνεται και γίνεται πιο σημαντικό από την τραγωδία της ζωής.
Αντίθετα (ή μήπως παράλληλα;) ο Κέρτες παίρνει μία από τις πιο τραγικές στιγμές της ανθρωπότητας -τα στρατόπεδα εξόντωσης- και την κάνει ασήμαντη, οικεία. Δίχως νόημα.
~~
Αυτό είναι το κοινό ανάμεσα στο Άουσβιτς του Κέρτες και στο θέατρο του Μπέκετ: Η αποδοχή του παράλογου.
Ο «ήρωας» και των δύο δεν είναι άλλος από τον Γελωτοποιό.
Ο Γελωτοποιός, ο παλιάτσος, ο κλόουν, ο αρλεκίνος, οjoker, ο τρελός. Τρελός;
Γράφει ο Γιαν Κοττ, ο συγγραφέας του «Σαίξπηρ, ο σύγχρονος μας»:
«Ένας τρελός που αναγνωρίζει ότι είναι τρελός παύει να είναι τρελός. […]
Είναι ανεξάρτητος, γιατί κατάλαβε ότι ο κόσμος είναι γελοίο πράγμα… Αυτός, υπηρέτης στην πραγματικότητα, δεν υπηρετεί κανέναν και χλευάζει τους πάντες. […]
Η φιλοσοφία του παλιάτσου βασίζεται στην αρχή: Όλοι είναι τρελοί και ο πιο μεγάλος τρελός είναι εκείνος που δεν ξέρει ότι είναι τρελός… […]
Αποκαλύπτει σαν αμφίβολο ό,τι θεωρείται σαν το πιο αδιάσειστο, ξεσκεπάζει τις αντιφάσεις σε ό,τι φαίνεται προφανές και αδιαμφισβήτητο. […]
Παρατηρεί απ’ έξω και δεν είναι ιδεολόγος. Απορρίπτει όλα τα φαινόμενα: Του νόμου, της δικαιοσύνης, της ηθικής τάξης. Δεν έχει αυταπάτες και δε ζητάει παρηγοριά στην ύπαρξη κάποιας φυσικής ή υπερφυσικής τάξης, όπου το καλό θα ανταμειφθεί και το κακό θα τιμωρηθεί.[…]
Η γλώσσα του Τρελού έχει την ομορφιά ενός σουρεαλισμού μπαρόκ, αιφνίδια πετάγματα της φαντασίας, εκτροπές πυκνές και ανάγλυφες, κτηνωδίες, χυδαιότητες, σκατολογικές παρομοιώσεις. […]
Ο Τρελός προσφεύγει στο παράλογο, στο χιούμορ, στη διαλεκτική και την παραδοξολογία. […]
Η γλώσσα του, με μια μεγάλη και καθολική reductio ad absurdum, αποκαλύπτει τον παραλογισμό της πραγματικότητας.»
~~
Χλευάζει ο Τρελός τον Βασιλιά Ληρ: «Εγώ είμαι καλύτερος από σένα τώρα. Εγώ είμαι τρελός, εσύ δεν είσαι τίποτα…. Είσαι ένα μηδενικό σκέτο.»
Κι όπως ο Ελύτης παραδέχεται ότι «το κενό υπάρχει όσο δεν πέφτεις μέσα του», έτσι κι εμείς –οι τρελοί- πρέπει να καταλάβουμε ότι η τρέλα υφίσταται μόνο για εκείνους που συνεχίζουν να πιστεύουν ότι ζουν σε ένα λογικό κόσμο.
Ακόμα και ένας «Βασιλιάς» προσπάθησε να φανεί λογικός κάποτε λέγοντας: «Η Ελλάδα είναι ένα απέραντο φρενοκομείο».
Και την απάντηση του την έδωσε, τραγουδιστά, ένας γνήσιος γελωτοποιός: «Γκρεμίστε τα τρελάδικα και κάντε ‘τα χοροπηδάδικα…»
Να βγει το μέσα έξω σας, γιατί αυτό που όλοι έχουμε μέσα μας είναι ένας τρελός, που θα παραμείνει τέτοιος μέχρι να γίνει «μεγάλος κυκεώνας».
«Όταν φόρα θα μετράνε τα λεφτά οι καταχραστές
και θα χτίζουν οι ρουφιάνοι και οι πουτάνες εκκλησίες
τότε στο βασίλειο της Αλβιόνας
θα γενεί μεγάλος κυκεώνας.»
Το παραπάνω δεν το είπε ο πλασματικός παλιάτσος του τηλεοπτικού Τσαντιριού, που όλοι δοξάζουν επειδή δίνει ένα άλλοθι στην τρέλα τους. Την προφητεία αυτή δεν την έκανε το περιφερόμενο στις εφημερίδες λείψανο κάποιου Γέροντα. Το έγραψε ο μέγιστος Σαιξπήρος, 350 χρόνια πριν αρχίσει η εξόντωση των λαών.
Και τώρα πια οι καταχραστές μετράνε τα δισεκατομμύρια τους στη φόρα.
Και τώρα πια οι ρουφιάνοι και οι πουτάνες φτιάχνουν τηλεοπτικές εκκλησίες.
Απομένει η επαλήθευση της προφητείας: Ο μεγάλος κυκεώνας.
~~
Ως αληθινός τρελός (και μετά τις αναφορές στον Κέρτες, στον Μπέκετ, στον Ιονέσκο, στον Κοττ και στον μέγιστο όλων, τον Σαίξπηρ) θα κλείσω αυτό το κείμενο με μια παραπομπή στον ίδιο το Γελωτοποιό.
Χρησιμοποιώντας το τέλος από ένα «παραμύθι» του που γράφτηκε πολύ πριν υπάρξει ο μπλόγκερ Γελωτοποιός –και ουσιαστικά έδωσε όνομα στο μπλοκ που διαβάζετε:
«Κι αυτά που τώρα άκουσες, καθήκον και χαρά μου,
ήτανε να στα διηγηθώ και μάθε το όνομα μου:
Τζουτζέ με ανεβάζουνε, κλόουν με κατεβάζουν,
παλιάτσο, γελωτοποιό, μ” έχουνε πει και τζόκερ.
Πουνακα-γουάν με ξέρουνε, στα βάθη της Ασίας,
κι οι σοφιστές γελάγανε σαν έβλεπαν το μίμο.
Γνώριμος ίσως σου φανώ άμα σου πω Αρλεκίνος,
και κάποιοι για να βρίσουνε φωνάζουν: Καραγκιόζη.
Μα όσο κι αν είμαι κωμικός, αστείος ή γελοίος,
όλοι με ξέρουν ως τρελό, είμαι κομμάτι όλων.»
(Έμμετρη επιμέλεια: Όττο)
Γελωτοποιός
ΛΗΡ: Με λες τρελό, γιόκα μου;
ΤΡΕΛΟΣ: Όλους τους άλλους τίτλους σ’τους χάρισες, αυτόν τον έχεις γεννητάτος.
(Βασιλιάς Ληρ, Α, 4)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Ίμρε Κέρτες, στο «Μυθιστόρημα ενός ανθρώπου χωρίς πεπρωμένο», περιγράφει ένα Άουσβιτς πολύ διαφορετικό απ’ ό,τι έχουμε συνηθίσει. Οι θάλαμοι αερίων και τα κρεματόρια υπάρχουν, οι ναζήδες και οι σωροί από πτώματα υπάρχουν, η θηριωδία υπάρχει, αλλά απουσιάζει η φρίκη.
Ακόμα και οι πιο σκληρές σκηνές, που από κάποιον άλλο συγγραφέα θα δίνονταν με τέτοιο τρόπο που ο αναγνώστης θα δάκρυζε –στην καλύτερη περίπτωση, ο Κέρτες τις περιγράφει σαν να βρίσκεται μπροστά σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα ή σε κάτι πιο συνηθισμένο, όπως ο τυχαίος θάνατος ενός εντόμου.
Όταν ο Κέρτες επιστρέφει στη Βουδαπέστη (γιατί το μυθιστόρημα είναι αυτοβιογραφικό), όλοι σπεύδουν να τον παρηγορήσουν. Και απορούν ή τον κατακρίνουν, επειδή εκείνος δε φαίνεται να υποφέρει. Δεν καταριέται, δε βρίζει, δε γονατίζει στη γωνία του δωματίου του τρέμοντας –ούτε καν προσεύχεται στον θεό τους.
Όμως δεν είναι αποστασιοποιημένος ούτε απαθής. Δεν είναι τρελός. Γιατί ξέρει ότι «η μόνη αληθινή τρέλα είναι να θεωρείς αυτόν τον κόσμο λογικό».
~~
Ουσιαστικά ο Κέρτες στέκεται στον αντίποδα του Μπέκετ.
Εκείνος στις αντιτραγωδίες του έχει ως πρωταγωνιστές τους παλιάτσους, τους τρελούς που δεν κάνουν τίποτα, δε λένε τίποτα, δεν υπάρχουν καν.
Πλοκή τα έργα του Μπέκετ –όπως την ξέραμε πριν από αυτόν- δεν έχουν. Ουσιαστικά δε συμβαίνει τίποτα. Και δεν υπάρχει λύτρωση.
(«Το κωμικό, όντας η αίσθηση του παραλόγου», γράφει ο Ιονέσκο, «μου φαίνεται πιο απελπιστικό από το τραγικό. Το κωμικό δεν προσφέρει έξοδο.»)
Όμως η δραματική ένταση στις «κωμωδίες» του Μπέκετ είναι τεράστια. Κάποιες φορές πιο δυσβάσταχτη κι από τις τραγωδίες του Σαίξπηρ.
Το ασήμαντο, το μονότονο και επαναλαμβανόμενο, το οικείο, το δίχως νόημα, μετουσιώνεται και γίνεται πιο σημαντικό από την τραγωδία της ζωής.
Αντίθετα (ή μήπως παράλληλα;) ο Κέρτες παίρνει μία από τις πιο τραγικές στιγμές της ανθρωπότητας -τα στρατόπεδα εξόντωσης- και την κάνει ασήμαντη, οικεία. Δίχως νόημα.
~~
Αυτό είναι το κοινό ανάμεσα στο Άουσβιτς του Κέρτες και στο θέατρο του Μπέκετ: Η αποδοχή του παράλογου.
Ο «ήρωας» και των δύο δεν είναι άλλος από τον Γελωτοποιό.
Ο Γελωτοποιός, ο παλιάτσος, ο κλόουν, ο αρλεκίνος, οjoker, ο τρελός. Τρελός;
Γράφει ο Γιαν Κοττ, ο συγγραφέας του «Σαίξπηρ, ο σύγχρονος μας»:
«Ένας τρελός που αναγνωρίζει ότι είναι τρελός παύει να είναι τρελός. […]
Είναι ανεξάρτητος, γιατί κατάλαβε ότι ο κόσμος είναι γελοίο πράγμα… Αυτός, υπηρέτης στην πραγματικότητα, δεν υπηρετεί κανέναν και χλευάζει τους πάντες. […]
Η φιλοσοφία του παλιάτσου βασίζεται στην αρχή: Όλοι είναι τρελοί και ο πιο μεγάλος τρελός είναι εκείνος που δεν ξέρει ότι είναι τρελός… […]
Αποκαλύπτει σαν αμφίβολο ό,τι θεωρείται σαν το πιο αδιάσειστο, ξεσκεπάζει τις αντιφάσεις σε ό,τι φαίνεται προφανές και αδιαμφισβήτητο. […]
Παρατηρεί απ’ έξω και δεν είναι ιδεολόγος. Απορρίπτει όλα τα φαινόμενα: Του νόμου, της δικαιοσύνης, της ηθικής τάξης. Δεν έχει αυταπάτες και δε ζητάει παρηγοριά στην ύπαρξη κάποιας φυσικής ή υπερφυσικής τάξης, όπου το καλό θα ανταμειφθεί και το κακό θα τιμωρηθεί.[…]
Η γλώσσα του Τρελού έχει την ομορφιά ενός σουρεαλισμού μπαρόκ, αιφνίδια πετάγματα της φαντασίας, εκτροπές πυκνές και ανάγλυφες, κτηνωδίες, χυδαιότητες, σκατολογικές παρομοιώσεις. […]
Ο Τρελός προσφεύγει στο παράλογο, στο χιούμορ, στη διαλεκτική και την παραδοξολογία. […]
Η γλώσσα του, με μια μεγάλη και καθολική reductio ad absurdum, αποκαλύπτει τον παραλογισμό της πραγματικότητας.»
~~
Χλευάζει ο Τρελός τον Βασιλιά Ληρ: «Εγώ είμαι καλύτερος από σένα τώρα. Εγώ είμαι τρελός, εσύ δεν είσαι τίποτα…. Είσαι ένα μηδενικό σκέτο.»
Κι όπως ο Ελύτης παραδέχεται ότι «το κενό υπάρχει όσο δεν πέφτεις μέσα του», έτσι κι εμείς –οι τρελοί- πρέπει να καταλάβουμε ότι η τρέλα υφίσταται μόνο για εκείνους που συνεχίζουν να πιστεύουν ότι ζουν σε ένα λογικό κόσμο.
Ακόμα και ένας «Βασιλιάς» προσπάθησε να φανεί λογικός κάποτε λέγοντας: «Η Ελλάδα είναι ένα απέραντο φρενοκομείο».
Και την απάντηση του την έδωσε, τραγουδιστά, ένας γνήσιος γελωτοποιός: «Γκρεμίστε τα τρελάδικα και κάντε ‘τα χοροπηδάδικα…»
Να βγει το μέσα έξω σας, γιατί αυτό που όλοι έχουμε μέσα μας είναι ένας τρελός, που θα παραμείνει τέτοιος μέχρι να γίνει «μεγάλος κυκεώνας».
«Όταν φόρα θα μετράνε τα λεφτά οι καταχραστές
και θα χτίζουν οι ρουφιάνοι και οι πουτάνες εκκλησίες
τότε στο βασίλειο της Αλβιόνας
θα γενεί μεγάλος κυκεώνας.»
Το παραπάνω δεν το είπε ο πλασματικός παλιάτσος του τηλεοπτικού Τσαντιριού, που όλοι δοξάζουν επειδή δίνει ένα άλλοθι στην τρέλα τους. Την προφητεία αυτή δεν την έκανε το περιφερόμενο στις εφημερίδες λείψανο κάποιου Γέροντα. Το έγραψε ο μέγιστος Σαιξπήρος, 350 χρόνια πριν αρχίσει η εξόντωση των λαών.
Και τώρα πια οι καταχραστές μετράνε τα δισεκατομμύρια τους στη φόρα.
Και τώρα πια οι ρουφιάνοι και οι πουτάνες φτιάχνουν τηλεοπτικές εκκλησίες.
Απομένει η επαλήθευση της προφητείας: Ο μεγάλος κυκεώνας.
~~
Ως αληθινός τρελός (και μετά τις αναφορές στον Κέρτες, στον Μπέκετ, στον Ιονέσκο, στον Κοττ και στον μέγιστο όλων, τον Σαίξπηρ) θα κλείσω αυτό το κείμενο με μια παραπομπή στον ίδιο το Γελωτοποιό.
Χρησιμοποιώντας το τέλος από ένα «παραμύθι» του που γράφτηκε πολύ πριν υπάρξει ο μπλόγκερ Γελωτοποιός –και ουσιαστικά έδωσε όνομα στο μπλοκ που διαβάζετε:
«Κι αυτά που τώρα άκουσες, καθήκον και χαρά μου,
ήτανε να στα διηγηθώ και μάθε το όνομα μου:
Τζουτζέ με ανεβάζουνε, κλόουν με κατεβάζουν,
παλιάτσο, γελωτοποιό, μ” έχουνε πει και τζόκερ.
Πουνακα-γουάν με ξέρουνε, στα βάθη της Ασίας,
κι οι σοφιστές γελάγανε σαν έβλεπαν το μίμο.
Γνώριμος ίσως σου φανώ άμα σου πω Αρλεκίνος,
και κάποιοι για να βρίσουνε φωνάζουν: Καραγκιόζη.
Μα όσο κι αν είμαι κωμικός, αστείος ή γελοίος,
όλοι με ξέρουν ως τρελό, είμαι κομμάτι όλων.»
(Έμμετρη επιμέλεια: Όττο)
Γελωτοποιός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου