Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Το αγοράκι* (Ένα μικρό «χριστουγεννιάτικο» διήγημα)

Νίκος Καραβέλος



Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετέχει στο νομοθετικό έργο εκδίδοντας και δημοσιεύοντας τους νόμους που έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή. Μπορεί να αναπέμψει στη Βουλή νομοσχέδιο που έχει ψηφιστεί, εκθέτοντας τους λόγους της αναπομπής. Συνεπώς, έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να ελέγχει εάν ο νόμος ψηφίστηκε σύμφωνα με τις συνταγματικά προβλεπόμενες διαδικασίες.

Αυτό σημαίνει ότι ένας Πρόεδρος Δημοκρατίας οφείλει κατά την άσκηση του καθήκοντός του να μην αποδέχεται νόμους που ψηφίζονται χωρίς να έχουν τηρηθεί οι κανόνες της τυπικής συνταγματικότητας. Ως εγγυητής, όμως, του πολιτεύματος οφείλει να μη συνεργεί σε πράξεις ή παραλείψεις που παραβιάζουν το Σύνταγμα, τις διεθνείς συνθήκες και τα θεμελιώδη δικαιώματα. Ούτε να συμπράττει στην προσβολή της εθνικής ανεξαρτησίας, της εθνικής κυριαρχίας και γενικά των κυριαρχικών δικαιωμάτων του κράτους. Δεν μπορεί να ανέχεται απειλές, εκβιασμούς και απάτες σε βάρος της χώρας του ούτε να υποχωρεί, εάν, βέβαια, σέβεται τον εαυτό του και τον ρόλο του.

Πριν αναλάβει τα καθήκοντά του δίνει ενώπιον της Βουλής τον όρκο να υπερασπίζεται το Σύνταγμα και τους νόμους «στο όνομα της Αγίας, Ομοούσιας και Αδιαίρετης Τριάδας».

Αυτά ορκίζεται ο Πρόεδρος. Το επίφοβο είναι ότι ο όρκος του δίνεται στο όνομα αυτής της «Τριάδας».

Φαίνεται ότι ορισμένοι ως Τριάδα εννοούν τις δυνάμεις των ξένων, που κατά περίεργη επανάληψη της ιστορίας εμφανίζονται και ενεργούν ως Τριάδες. Οπότε στην περίπτωση αυτή ως γενικό συμφέρον, στο οποίο ορκίζεται ο Πρόεδρος, νοείται το ιδιοτελές συμφέρον των παγκόσμιων αρπακτικών.

Είχαν αρχίσει οι απολύσεις. Οι πολιτικοί είχαν υπογράψει τις δανειακές συμβάσεις κατ’ εντολήν της Αγίας, Ομοούσιας και Αδιαίρετης τοκογλυφικής Τριάδας. Σε εκτέλεση των συμβάσεων αυτών ο Πρόεδρος, οι Πρωθυπουργοί και το υπόλοιπο πολιτικό προσωπικό ανέλαβαν την υποχρέωση να προχωρήσουν σε μαζικές εκτελέσεις των εργαζομένων. Είχαν αρχίσει οι αυτοκτονίες. Νόσος μολυσματική η προπαγάνδα από τα Μέσα Μαζικής Εξαθλίωσης (Μ.Μ.Ε.) εξαπλωνόταν. Στο παρασκήνιο οι μαυραγορίτες, οι ιερουργοί της ελεύθερης οικονομίας. Όπως τότε στα χρόνια της Κατοχής. Στο προσκήνιο οι θλιβερές πολιτικές καρικατούρες : « … αν δεν υπογράφαμε τις δανειακές συμβάσεις και τα μνημόνια, η χώρα θα καταστρεφόταν ή θα πτώχευε …».

Κι έτσι, χωρίς ντροπή, αυτά τα ανεκδιήγητα πλάσματα που το μόνο που ξέρουν είναι το μονοπάτι που αφήνει το σάλιο τους, συμφώνησαν να καταστρέψουν τη χώρα για να μην καταστραφεί. Συνομολόγησαν να την πτωχεύσουν για να μην πτωχεύσει!

Ως πληρεξούσιος υπερασπίστηκα απολυμένους. Ελάχιστους κατάφερα να κρατήσω στη δουλειά τους. Οι περισσότεροι βυθίστηκαν. Μια κοπέλα είχε κουβαλήσει τη γριά μάνα της στο δικαστήριο, μια άλλη είχε φέρει το εξάχρονο αγοράκι της.

Μια αναπόφευκτη σύγκρουση προέκυψε με την Πρόεδρο Πρωτοδικών που δίκασε την υπόθεση της δεύτερης γυναίκας.

«Τι να τον κάνω τον μάρτυρα;», είπε. Ξέρετε ότι υπάρχει νομικό ζήτημα. Ο Άρειος Πάγος έχει κρίνει ότι το άρθρο 103 του Συντάγματος απαγορεύει τη μετατροπή των συμβάσεων σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου».

Έκανα μια ύστατη προσπάθεια να την πείσω. Ήταν μάταιο.

Με κοίταξε με βλέμμα ανάμεσα στον φόβο και την υπεκφυγή.

«Αυτά έχουν λυθεί κ. πληρεξούσιε».

Παίρνοντας την τσάντα μου λίγο πριν φύγω, δεν άντεξα :

«Κυρία Πρόεδρε, έχω τη βεβαιότητα ότι κάποια στιγμή όλοι εμείς που διακονούμε τη Δικαιοσύνη, θα ντρεπόμαστε».

«Τι εννοείτε;»

«Εννοώ ότι κάποιοι προτιμούν μια άδικη απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου για να την έχουν ως άλλοθι».

Χωρίς να με κοιτάξει απάντησε ξερά:

«Η υπόθεση συζητήθηκε. Η επομένη είναι εδώ;»

Βγήκαμε στο προαύλιο. Η γυναίκα με κοιτούσε στα μάτια.

«Πώς πήγαμε;», με ρώτησε.

«Τι να σας πω; Το θέμα είναι πώς θα αντιμετωπίσει το νομικό ζήτημα», απάντησα αποφεύγοντας, όσο μπορούσα, το βλέμμα της.

«Δηλαδή, υπάρχει περίπτωση να με διώξουν από τη δουλειά μου;», είπε σφίγγοντας το αγοράκι στο πλευρό της.

«Ε … ξέρετε ο Άρειος Πάγος …» ψέλλισα.

«Ποιος Άρειος Πάγος; Είναι δυνατόν; Εδώ δεν θα έχω να ταϊσω το παιδί μου, δεν θα έχω να πληρώσω το νοίκι μου».

Η γυναίκα έπιασε το σαγόνι της. Με χαιρέτησε με την ευγένεια που έχουν οι απελπισμένοι και παίρνοντας το μικρό από το χεράκι έφυγε λέγοντας :

«Δεν πάνε στο διάολο κι αυτοί κι ο Άρειος Πάγος τους;».

Κοιτούσα τη φιγούρα της που απομακρυνόταν. Το αγοράκι γύριζε κάθε τόσο και κοιτούσε προς το μέρος μου με εκείνα τα έκπληκτα μεγάλα μάτια των παιδιών. Το βλέμμα του δεν είχε πια τίποτα το παιδικό. Μόνο μια δέσμη απορίας που έκοβε σαν μαχαίρι. Μια σκοτεινή ακτίνα γεμάτη πρώιμο θυμό.

*Από το βιβλίο «Χωρίς γραβάτα» εκδ. Γαβριηλίδης, 2014.

P-P

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου