Tης Αιμιλίας Κουκούμα και του Σωτήρη Κοσκολέτου
Ένα χρόνο πριν ο ΣΥΡΙΖΑ διακήρυττε σε όλους τους τόνους ότι η διατήρηση του Μνημονίου είναι ασύμβατη με την έξοδο της χώρας από την κρίση και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Ένα χρόνο μετά, οι διακηρύξεις έχουν περιοριστεί στην αναζήτηση περιθωρίων άσκησης αριστερής πολιτικής, εντός του πλαισίου του Μνημονίου. Εξάλλου, η τρέχουσα κυβερνητική στόχευση της προώθησης και της υλοποίησης ενός παράλληλου προγράμματος προσκρούει στις πιέσεις των πιστωτών με την ταυτόχρονη προσχώρηση στη λογική του υποδειγματικού κρατούμενου.
Από την εμπειρία των δύο προηγούμενων μνημονίων μέχρι και τη «fast track» διαδικασία ψήφισης των προαπαιτουμένων για την εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου, είναι κοινός τόπος ότι το Μνημόνιο αποτελεί ένα συνολικό πρόγραμμα εμβάθυνσης του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος στην ελληνική οικονομία και την κοινωνία. Μάλιστα, το εύρος του δεν περιορίζεται στους ήδη διατυπωμένους στόχους για δημοσιονομικές περικοπές, εισαγωγή νέων φόρων και υφαρπαγής του δημόσιου πλούτου, αλλά και μέσω άλλων ασαφών προβλέψεων για παροχή τεχνικής βοήθειας, οι οποίες μας ενδιαφέρουν εδώ. Ήδη, από το πρώτο μνημόνιο περιλαμβάνονται προβλέψεις για την παροχή τεχνογνωσίας από αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς με σκοπό την υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων και τη δημιουργία ενός «φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος» το οποίο θα είναι πιο ελκυστικό στις δυνητικές επενδύσεις.
Παρόλο που αυτές οι προβλέψεις δίνουν μόνο γενικές κατευθύνσεις και η επιλογή του συμβαλλόμενου οργανισμού, καθώς και η τελική αποδοχή των προτάσεών του βρίσκονται στη διακριτική ευχέρεια των κυβερνήσεων, το πλαίσιο της ευρύτερης διατύπωσης δεν αφήνει ουσιαστικά περιθώρια διαφοροποίησης και διαφυγής. Οι διεθνείς οργανισμοί που εξειδικεύονται στην παροχή τέτοιου τύπου τεχνογνωσίας δεν είναι άπειροι και δεν διακρίνονται μεταξύ τους από διαφοροποιήσεις στο σκληρό ιδεολογικό τους πυρήνα. Μέχρι την κρίση στην περιφέρεια της ευρωζώνης, η δραστηριοποίηση διεθνών αναπτυξιακών οργανισμών σε ευρωπαϊκές αναπτυγμένες οικονομίες, όπως η Ελλάδα, ήταν ανύπαρκτη, ενώ εξάλλου τα ίδια τα καταστατικά τους δεν τους επέτρεπαν να προβούν σε άμεση οικονομική υποστήριξη σε χώρες υψηλού εισοδήματος. Βέβαια, η ανάμειξη σε πρώτη φάση του ΔΝΤ και στη συνέχεια η ύφεση που μετέβαλλε τη θέση της Ελλάδας στη σχετική κατάταξη των παγκόσμιων οικονομιών, ήραν τα εμπόδια δραστηριοποίησης των διεθνών αναπτυξιακών οργανισμών στον ευρωπαϊκό χώρο.
Στο παραπάνω πλαίσιο, η δραστηριοποίηση οργανισμών, όπως είναι ο Διεθνής Οργανισμός Χρηματοδότησης (International Financial Corporation) -μέλος της Παγκόσμιας Τράπεζας και μεγαλύτερος παγκοσμίως αναπτυξιακός οργανισμός- αφορούσε αποκλειστικά τις αναπτυσσόμενες χώρες με βασικό στόχο την υποστήριξη και ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα. Κατά κύριο λόγο, η λειτουργία του IFC βασίζεται στην αξιοποίηση και μόχλευση των προϊόντων και υπηρεσιών του, όπως και των αντίστοιχων άλλων οργανισμών της Παγκόσμιας Τράπεζας για αναπτυξιακά προγράμματα τα οποία ταιριάζουν στις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων-πελατών του. Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες του περιλαμβάνουν την χρηματοδότηση και την παροχή τεχνογνωσίας για τη διευκόλυνση της κινητοποίησης κεφαλαίων από την πλευρά των επιχειρηματικών ομίλων προκειμένου «να ξεπεράσουν πολιτικά και θεσμικά εμπόδια» στη δραστηριοποίησή τους σε διάφορες χώρες.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, όλα τα προηγούμενα χρόνια η δραστηριοποίηση του IFC περιοριζόταν στην παροχή τεχνογνωσίας χωρίς άμεση εμπλοκή στην παροχή χρηματοδότησης νέων επενδύσεων. Ωστόσο, από το φθινόπωρο του 2014 αυτή η στάση μεταβλήθηκε, όταν άρχισαν να διακινούνται σενάρια για ενεργοποίησή του στην Ελλάδα και στο σκέλος της χρηματοδότησης. Έκτοτε, για περίπου έναν χρόνο, ο οργανισμός κρατούσε μια στάση αναμονής που σχετιζόταν και με τα σενάρια εξόδου από την ευρωζώνη. Ωστόσο, αμέσως μετά την ψήφιση των πρώτων προαπαιτούμενων, στα τέλη Οκτωβρίου έσπευσε να ανακοινώσει την ενεργοποίησή του στην Ελλάδα σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD), η οποία παράλληλα πρόκειται να δραστηριοποιηθεί και σε σχέση με το νέο ταμείο για την ιδιωτικοποίηση - υφαρπαγή της δημόσιας περιουσίας. Ήδη, ο οργανισμός σηματοδότησε την είσοδό του συμμετέχοντας με 300 εκατομμύρια στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την ίδια στιγμή το Υπουργείο Μεταφορών, Υποδομών και Δικτύων ανακοίνωσε μια σειρά συνεργασιών χρηματοδότησης επενδύσεων για τον ανασχεδιασμό της εφοδιαστικής αλυσίδας με επίκεντρο τις ιδιωτικοποιήσεις στον τομέα υποδομών (οδικά δίκτυα, λιμάνια, αεροδρόμια, σιδηροδρομικά έργα).
Κατά κύριο λόγο, ο IFC χρηματοδοτεί έργα έντασης κεφαλαίου με έμφαση στην ενέργεια, τις επικοινωνίες και τις εξορύξεις τα οποία προσφέρουν έναν μικρό αριθμό νέων θέσεων εργασίας. Επιπλέον, οι επενδύσεις που τείνει να χρηματοδοτεί ευνοούν τις άμεσες ξένες επενδύσεις από πολυεθνικούς επιχειρηματικούς ομίλους. Τέλος, σύμφωνα με τα στοιχεία σχετικών μελετών, πάνω από το 40% των επενδυτικών σχεδίων τα οποία έχει χρηματοδοτήσει ο IFC δεν πέτυχαν τους διακηρυγμένους αναπτυξιακούς τους στόχους.
Άλλωστε, τα επενδυτικά σχέδια που χρηματοδοτούνται από τον IFC στην ουσία αφορούν απευθείας χρηματοδοτήσεις ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων χωρίς οποιαδήποτε μορφή λογοδοσίας. Ο IFC μπορεί να επιλέγει ποια έργα χρηματοδοτεί και ποιους τομείς ενισχύει, υποδεικνύοντας το περιεχόμενο και τους όρους παραγωγικής ανασυγκρότησης και οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας. Επίσης, έχοντας τη διπλή ιδιότητα του παρόχου τεχνογνωσίας σε κυβερνήσεις και του χρηματοδότη ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων, δεν μπορεί να θεωρείται αμερόληπτος για την ποιότητα και τη στόχευση τεκμηρίωσης των προτάσεών του.
Άλλη μια προβληματική είναι η στενή και συμπληρωματική συνεργασία του με άλλους «οργανισμούς της συναίνεσης της Ουάσιγκτον». Για παράδειγμα, ο IFC μπορεί να χρηματοδοτεί ένα συγκεκριμένο επενδυτικό σχέδιο και ύστερα το ΔΝΤ, το οποίο παρακολουθεί και κατευθύνει το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής μιας χώρας, να «συστήσει» στην κυβέρνηση της χώρας τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων του κλάδου ή την αναθεώρηση του ύψους των καταβαλλόμενων royalties. Εν τέλει, βασική αποστολή του είναι η προώθηση των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων με στόχο τη διασφάλιση της απρόσκοπτης δράσης συγκεκριμένων μερίδων του διεθνικού κεφαλαίου στο πλαίσιο της δημιουργίας τόπων καλού επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Γιατί μας ενδιαφέρουν τα παραπάνω; Είμαστε στα πρώτα βήματα της νεοαναδυθείσας διαδικασίας μιας ενεργού εμπλοκής των οργανισμών της Παγκόσμιας Τράπεζας στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λαμβάνοντας υπόψη και την προηγούμενη εμπειρία έλευσης του ΔΝΤ στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, κατανοούμε ότι στο πλαίσιο της εμπέδωσης του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος αμβλύνονται οι διαιρέσεις παγκόσμιου Βορρά-παγκόσμιου Νότου. Μια αφήγηση που συντηρεί διαφορετικές προσδοκίες από την εφαρμογή πολιτικών οικονομικής προσαρμογής στον ευρωπαϊκό χώρο και τελικά προσκρούει στο γεγονός ότι η πολιτική των διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών διαπνέεται από το σχήμα «one size fits all». Υπό αυτήν την έννοια, το μνημονιακό πλαίσιο προσαρμογής, εκτός από τις ρητές και γνωστές προβλέψεις του, περιλαμβάνει και μια πληθώρα πλάγιων, ασαφών διατυπώσεων, ώστε με διαδοχικά και εξαρτημένα βήματα η «παροχή τεχνικής βοήθειας» να αποτελέσει τον καταλύτη στη διαμόρφωση ενός νέου καθεστώτος συσσώρευσης δια της υφαρπαγής για την ανασυγκρότηση των δυνατοτήτων κεφαλαιακής κερδοφορίας.
rednotebook
Ένα χρόνο πριν ο ΣΥΡΙΖΑ διακήρυττε σε όλους τους τόνους ότι η διατήρηση του Μνημονίου είναι ασύμβατη με την έξοδο της χώρας από την κρίση και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Ένα χρόνο μετά, οι διακηρύξεις έχουν περιοριστεί στην αναζήτηση περιθωρίων άσκησης αριστερής πολιτικής, εντός του πλαισίου του Μνημονίου. Εξάλλου, η τρέχουσα κυβερνητική στόχευση της προώθησης και της υλοποίησης ενός παράλληλου προγράμματος προσκρούει στις πιέσεις των πιστωτών με την ταυτόχρονη προσχώρηση στη λογική του υποδειγματικού κρατούμενου.
Από την εμπειρία των δύο προηγούμενων μνημονίων μέχρι και τη «fast track» διαδικασία ψήφισης των προαπαιτουμένων για την εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου, είναι κοινός τόπος ότι το Μνημόνιο αποτελεί ένα συνολικό πρόγραμμα εμβάθυνσης του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος στην ελληνική οικονομία και την κοινωνία. Μάλιστα, το εύρος του δεν περιορίζεται στους ήδη διατυπωμένους στόχους για δημοσιονομικές περικοπές, εισαγωγή νέων φόρων και υφαρπαγής του δημόσιου πλούτου, αλλά και μέσω άλλων ασαφών προβλέψεων για παροχή τεχνικής βοήθειας, οι οποίες μας ενδιαφέρουν εδώ. Ήδη, από το πρώτο μνημόνιο περιλαμβάνονται προβλέψεις για την παροχή τεχνογνωσίας από αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς με σκοπό την υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων και τη δημιουργία ενός «φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος» το οποίο θα είναι πιο ελκυστικό στις δυνητικές επενδύσεις.
Παρόλο που αυτές οι προβλέψεις δίνουν μόνο γενικές κατευθύνσεις και η επιλογή του συμβαλλόμενου οργανισμού, καθώς και η τελική αποδοχή των προτάσεών του βρίσκονται στη διακριτική ευχέρεια των κυβερνήσεων, το πλαίσιο της ευρύτερης διατύπωσης δεν αφήνει ουσιαστικά περιθώρια διαφοροποίησης και διαφυγής. Οι διεθνείς οργανισμοί που εξειδικεύονται στην παροχή τέτοιου τύπου τεχνογνωσίας δεν είναι άπειροι και δεν διακρίνονται μεταξύ τους από διαφοροποιήσεις στο σκληρό ιδεολογικό τους πυρήνα. Μέχρι την κρίση στην περιφέρεια της ευρωζώνης, η δραστηριοποίηση διεθνών αναπτυξιακών οργανισμών σε ευρωπαϊκές αναπτυγμένες οικονομίες, όπως η Ελλάδα, ήταν ανύπαρκτη, ενώ εξάλλου τα ίδια τα καταστατικά τους δεν τους επέτρεπαν να προβούν σε άμεση οικονομική υποστήριξη σε χώρες υψηλού εισοδήματος. Βέβαια, η ανάμειξη σε πρώτη φάση του ΔΝΤ και στη συνέχεια η ύφεση που μετέβαλλε τη θέση της Ελλάδας στη σχετική κατάταξη των παγκόσμιων οικονομιών, ήραν τα εμπόδια δραστηριοποίησης των διεθνών αναπτυξιακών οργανισμών στον ευρωπαϊκό χώρο.
Ο «άγνωστος» IFC
Στο παραπάνω πλαίσιο, η δραστηριοποίηση οργανισμών, όπως είναι ο Διεθνής Οργανισμός Χρηματοδότησης (International Financial Corporation) -μέλος της Παγκόσμιας Τράπεζας και μεγαλύτερος παγκοσμίως αναπτυξιακός οργανισμός- αφορούσε αποκλειστικά τις αναπτυσσόμενες χώρες με βασικό στόχο την υποστήριξη και ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα. Κατά κύριο λόγο, η λειτουργία του IFC βασίζεται στην αξιοποίηση και μόχλευση των προϊόντων και υπηρεσιών του, όπως και των αντίστοιχων άλλων οργανισμών της Παγκόσμιας Τράπεζας για αναπτυξιακά προγράμματα τα οποία ταιριάζουν στις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων-πελατών του. Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες του περιλαμβάνουν την χρηματοδότηση και την παροχή τεχνογνωσίας για τη διευκόλυνση της κινητοποίησης κεφαλαίων από την πλευρά των επιχειρηματικών ομίλων προκειμένου «να ξεπεράσουν πολιτικά και θεσμικά εμπόδια» στη δραστηριοποίησή τους σε διάφορες χώρες.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, όλα τα προηγούμενα χρόνια η δραστηριοποίηση του IFC περιοριζόταν στην παροχή τεχνογνωσίας χωρίς άμεση εμπλοκή στην παροχή χρηματοδότησης νέων επενδύσεων. Ωστόσο, από το φθινόπωρο του 2014 αυτή η στάση μεταβλήθηκε, όταν άρχισαν να διακινούνται σενάρια για ενεργοποίησή του στην Ελλάδα και στο σκέλος της χρηματοδότησης. Έκτοτε, για περίπου έναν χρόνο, ο οργανισμός κρατούσε μια στάση αναμονής που σχετιζόταν και με τα σενάρια εξόδου από την ευρωζώνη. Ωστόσο, αμέσως μετά την ψήφιση των πρώτων προαπαιτούμενων, στα τέλη Οκτωβρίου έσπευσε να ανακοινώσει την ενεργοποίησή του στην Ελλάδα σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD), η οποία παράλληλα πρόκειται να δραστηριοποιηθεί και σε σχέση με το νέο ταμείο για την ιδιωτικοποίηση - υφαρπαγή της δημόσιας περιουσίας. Ήδη, ο οργανισμός σηματοδότησε την είσοδό του συμμετέχοντας με 300 εκατομμύρια στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την ίδια στιγμή το Υπουργείο Μεταφορών, Υποδομών και Δικτύων ανακοίνωσε μια σειρά συνεργασιών χρηματοδότησης επενδύσεων για τον ανασχεδιασμό της εφοδιαστικής αλυσίδας με επίκεντρο τις ιδιωτικοποιήσεις στον τομέα υποδομών (οδικά δίκτυα, λιμάνια, αεροδρόμια, σιδηροδρομικά έργα).
Τι να σημαίνουν όλα αυτά;
Κατά κύριο λόγο, ο IFC χρηματοδοτεί έργα έντασης κεφαλαίου με έμφαση στην ενέργεια, τις επικοινωνίες και τις εξορύξεις τα οποία προσφέρουν έναν μικρό αριθμό νέων θέσεων εργασίας. Επιπλέον, οι επενδύσεις που τείνει να χρηματοδοτεί ευνοούν τις άμεσες ξένες επενδύσεις από πολυεθνικούς επιχειρηματικούς ομίλους. Τέλος, σύμφωνα με τα στοιχεία σχετικών μελετών, πάνω από το 40% των επενδυτικών σχεδίων τα οποία έχει χρηματοδοτήσει ο IFC δεν πέτυχαν τους διακηρυγμένους αναπτυξιακούς τους στόχους.
Άλλωστε, τα επενδυτικά σχέδια που χρηματοδοτούνται από τον IFC στην ουσία αφορούν απευθείας χρηματοδοτήσεις ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων χωρίς οποιαδήποτε μορφή λογοδοσίας. Ο IFC μπορεί να επιλέγει ποια έργα χρηματοδοτεί και ποιους τομείς ενισχύει, υποδεικνύοντας το περιεχόμενο και τους όρους παραγωγικής ανασυγκρότησης και οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας. Επίσης, έχοντας τη διπλή ιδιότητα του παρόχου τεχνογνωσίας σε κυβερνήσεις και του χρηματοδότη ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων, δεν μπορεί να θεωρείται αμερόληπτος για την ποιότητα και τη στόχευση τεκμηρίωσης των προτάσεών του.
Άλλη μια προβληματική είναι η στενή και συμπληρωματική συνεργασία του με άλλους «οργανισμούς της συναίνεσης της Ουάσιγκτον». Για παράδειγμα, ο IFC μπορεί να χρηματοδοτεί ένα συγκεκριμένο επενδυτικό σχέδιο και ύστερα το ΔΝΤ, το οποίο παρακολουθεί και κατευθύνει το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής μιας χώρας, να «συστήσει» στην κυβέρνηση της χώρας τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων του κλάδου ή την αναθεώρηση του ύψους των καταβαλλόμενων royalties. Εν τέλει, βασική αποστολή του είναι η προώθηση των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων με στόχο τη διασφάλιση της απρόσκοπτης δράσης συγκεκριμένων μερίδων του διεθνικού κεφαλαίου στο πλαίσιο της δημιουργίας τόπων καλού επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Γιατί μας ενδιαφέρουν τα παραπάνω; Είμαστε στα πρώτα βήματα της νεοαναδυθείσας διαδικασίας μιας ενεργού εμπλοκής των οργανισμών της Παγκόσμιας Τράπεζας στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λαμβάνοντας υπόψη και την προηγούμενη εμπειρία έλευσης του ΔΝΤ στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, κατανοούμε ότι στο πλαίσιο της εμπέδωσης του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος αμβλύνονται οι διαιρέσεις παγκόσμιου Βορρά-παγκόσμιου Νότου. Μια αφήγηση που συντηρεί διαφορετικές προσδοκίες από την εφαρμογή πολιτικών οικονομικής προσαρμογής στον ευρωπαϊκό χώρο και τελικά προσκρούει στο γεγονός ότι η πολιτική των διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών διαπνέεται από το σχήμα «one size fits all». Υπό αυτήν την έννοια, το μνημονιακό πλαίσιο προσαρμογής, εκτός από τις ρητές και γνωστές προβλέψεις του, περιλαμβάνει και μια πληθώρα πλάγιων, ασαφών διατυπώσεων, ώστε με διαδοχικά και εξαρτημένα βήματα η «παροχή τεχνικής βοήθειας» να αποτελέσει τον καταλύτη στη διαμόρφωση ενός νέου καθεστώτος συσσώρευσης δια της υφαρπαγής για την ανασυγκρότηση των δυνατοτήτων κεφαλαιακής κερδοφορίας.
rednotebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου