Θαλασσινή Βοσταντζόγλου
Σε σένα μιλάω, ακούς;
Μπα. Eίμαι, πλέον, σίγουρη ότι είσαι ή κουφός ή αδιάφορος. Δεν με νοιάζει. Εγώ θα στα πω και ας μην ακούς.
Από μικρή σε πίστευα. Σε αγαπούσαν και οι δικοί μου και έτσι έμαθα και εγώ να σε αγαπώ. Δεν σε έβριζα ποτέ, ούτε καν στην εφηβεία, που ήταν της μόδας να βρίζουμε τα θεία και ακόμη δεν σε έχω πιάσει ποτέ με κακό λόγο στο στόμα μου. Κάπου μέσα μου έχει φυτευτεί ο φόβος του Θεού τιμωρού.
Μεγάλωσα λίγο και αποφάσισα να σου αφιερωθώ. Κουράστηκα, είπα, από τους ανθρώπους, ας δοκιμάσω το Θεό.
Έβγαλα το τζιν μου και τις μπότες και έβαλα ένα μαύρο πανί για φορεσιά και μαύρο μαντίλι στο κεφάλι. Στην αρχή, ένιωθα αγαλλίαση. Τι ωραία ηρεμία. Αποκομμένη από οτιδήποτε θνητό, εκτός του ίδιου μου του εαυτού, αφοσιωμένη μόνο σε εσένα, τον δημιουργό ενός έργου που βλέπω κάθε μέρα, ενώ τον ίδιο ποτέ.
Μια μέρα, τυχαία, άκουσα ειδήσεις. Δεν επιτρέπεται κανονικά, αλλά άκουσα. Δεν πίστεψα λέξη. Σιγά, μονολόγησα… Σιγά μη μας άφηνες να σκοτωνόμαστε έτσι.
Την επόμενη μέρα, έπιασα πάλι με το ραδιοφωνάκι ένα σταθμό. Πάλι τα ίδια. Πέρασε, έτσι, ένας μήνας και αποφάσισα να σου απευθυνθώ.
Τι κάνεις; Που έφτασες; Φανατικοί σου οπαδοί έφτυσαν στο πρόσωπο έναν ομοφυλόφιλο, το ξέρεις; Λένε πως έτσι ορίζεις εσύ. Άλλοι αποκεφάλιζαν αμάχους. Αυτοί μου είπαν πιστεύουν σε άλλο Θεό. Μα, υπάρχουν πολλοί θεοί; Εγώ νόμιζα μόνο εσύ που μεταμφιέζεσαι.
Τι κάνεις; Ένα παιδί, χθες, πνίγηκε ερχόμενο από μια ξένη χώρα, ψάχνοντας μόνο ανάσα. Ένα παιδάκι. Παντού υπάρχουν φωτογραφίες του να είναι νεκρό στην αμμουδιά. Σαν κούκλα, θα πει κάποιος που δεν ξέρει. Σαν κούκλα, θα πει κάποιος που ελπίζει.
Σταμάτησα τις προσευχές τις τελευταίες μέρες. Γονατίζω μαζί με τις υπόλοιπες μοναχές, μα δεν μπορώ να βγάλω ούτε λέξη. Κλείνω τα μάτια για να τις ξεγελάσω και μετά από λίγο φεύγω.
Μοναχή. Γιατί μοναχή; Γιατί είμαστε μόνες μας, υποθέτω, μακρυά από ανθρώπους.
Και αν μας λένε μοναχές, επειδή δεν υπάρχει ούτε θεός να είμαστε κοντά; Αν προσευχόμαστε σε κάτι ανύπαρκτο;
Ντρέπομαι που σε αμφισβητώ. Ελπίζω, μόνο ελπίζω, αφού πια δεν προσεύχομαι να μου αποδείξεις πως εσύ δεν είσαι διεφθαρμένος, πως εσύ αγαπάς όλους τους ανθρώπους, πως εσύ… υπάρχεις.
Μα κάθε μέρα και άλλα θύματα κι άλλος πόνος και… Έχει ο Θεός. Ε, δεν έχεις. Παραδέξου το. Δεν έχει ο Θεός. Φαλίρησες και εσύ ή βαρέθηκες το ρόλο σου.
Εντάξει, λοιπόν, τι το κουράζεις, κάνε το μια και έξω, σκότωσέ μας όλους ταυτόχρονα. Αφού μπορείς.
Γιατί τέτοιο βασανιστήριο; Γιατί ρουφάς έτσι την ελπίδα;
Εγώ, αν ήμουν Θεός… Τι σημασία έχει; Εδώ, δεν ξέρω πια αν υπάρχεις.
Να, πάρε τα μαύρα ρούχα που φορούν οι αφοσιωμένες σε σένα. Πάρε και το μαντήλι από τα μαλλιά μου.
Εδώ, χάνουν μανάδες τα παιδιά τους και εσένα το μυαλό σου είναι να είμαστε σεμνές. Σεμνότητα. Ναι, στα ρούχα. Στην ψυχή, όμως; Γυμνή θα βγω από το μοναστήρι και άμα θες, ρίξε φωτιά και κάψε με. Εγώ τουλάχιστον κατάλαβα την ανικανότητα σου.
Κρίμα. Και ήσουν και εσύ μια ελπίδα.
balaoritou street
Σε σένα μιλάω, ακούς;
Μπα. Eίμαι, πλέον, σίγουρη ότι είσαι ή κουφός ή αδιάφορος. Δεν με νοιάζει. Εγώ θα στα πω και ας μην ακούς.
Από μικρή σε πίστευα. Σε αγαπούσαν και οι δικοί μου και έτσι έμαθα και εγώ να σε αγαπώ. Δεν σε έβριζα ποτέ, ούτε καν στην εφηβεία, που ήταν της μόδας να βρίζουμε τα θεία και ακόμη δεν σε έχω πιάσει ποτέ με κακό λόγο στο στόμα μου. Κάπου μέσα μου έχει φυτευτεί ο φόβος του Θεού τιμωρού.
Μεγάλωσα λίγο και αποφάσισα να σου αφιερωθώ. Κουράστηκα, είπα, από τους ανθρώπους, ας δοκιμάσω το Θεό.
Έβγαλα το τζιν μου και τις μπότες και έβαλα ένα μαύρο πανί για φορεσιά και μαύρο μαντίλι στο κεφάλι. Στην αρχή, ένιωθα αγαλλίαση. Τι ωραία ηρεμία. Αποκομμένη από οτιδήποτε θνητό, εκτός του ίδιου μου του εαυτού, αφοσιωμένη μόνο σε εσένα, τον δημιουργό ενός έργου που βλέπω κάθε μέρα, ενώ τον ίδιο ποτέ.
Μια μέρα, τυχαία, άκουσα ειδήσεις. Δεν επιτρέπεται κανονικά, αλλά άκουσα. Δεν πίστεψα λέξη. Σιγά, μονολόγησα… Σιγά μη μας άφηνες να σκοτωνόμαστε έτσι.
Την επόμενη μέρα, έπιασα πάλι με το ραδιοφωνάκι ένα σταθμό. Πάλι τα ίδια. Πέρασε, έτσι, ένας μήνας και αποφάσισα να σου απευθυνθώ.
Τι κάνεις; Που έφτασες; Φανατικοί σου οπαδοί έφτυσαν στο πρόσωπο έναν ομοφυλόφιλο, το ξέρεις; Λένε πως έτσι ορίζεις εσύ. Άλλοι αποκεφάλιζαν αμάχους. Αυτοί μου είπαν πιστεύουν σε άλλο Θεό. Μα, υπάρχουν πολλοί θεοί; Εγώ νόμιζα μόνο εσύ που μεταμφιέζεσαι.
Τι κάνεις; Ένα παιδί, χθες, πνίγηκε ερχόμενο από μια ξένη χώρα, ψάχνοντας μόνο ανάσα. Ένα παιδάκι. Παντού υπάρχουν φωτογραφίες του να είναι νεκρό στην αμμουδιά. Σαν κούκλα, θα πει κάποιος που δεν ξέρει. Σαν κούκλα, θα πει κάποιος που ελπίζει.
Σταμάτησα τις προσευχές τις τελευταίες μέρες. Γονατίζω μαζί με τις υπόλοιπες μοναχές, μα δεν μπορώ να βγάλω ούτε λέξη. Κλείνω τα μάτια για να τις ξεγελάσω και μετά από λίγο φεύγω.
Μοναχή. Γιατί μοναχή; Γιατί είμαστε μόνες μας, υποθέτω, μακρυά από ανθρώπους.
Και αν μας λένε μοναχές, επειδή δεν υπάρχει ούτε θεός να είμαστε κοντά; Αν προσευχόμαστε σε κάτι ανύπαρκτο;
Ντρέπομαι που σε αμφισβητώ. Ελπίζω, μόνο ελπίζω, αφού πια δεν προσεύχομαι να μου αποδείξεις πως εσύ δεν είσαι διεφθαρμένος, πως εσύ αγαπάς όλους τους ανθρώπους, πως εσύ… υπάρχεις.
Μα κάθε μέρα και άλλα θύματα κι άλλος πόνος και… Έχει ο Θεός. Ε, δεν έχεις. Παραδέξου το. Δεν έχει ο Θεός. Φαλίρησες και εσύ ή βαρέθηκες το ρόλο σου.
Εντάξει, λοιπόν, τι το κουράζεις, κάνε το μια και έξω, σκότωσέ μας όλους ταυτόχρονα. Αφού μπορείς.
Γιατί τέτοιο βασανιστήριο; Γιατί ρουφάς έτσι την ελπίδα;
Εγώ, αν ήμουν Θεός… Τι σημασία έχει; Εδώ, δεν ξέρω πια αν υπάρχεις.
Να, πάρε τα μαύρα ρούχα που φορούν οι αφοσιωμένες σε σένα. Πάρε και το μαντήλι από τα μαλλιά μου.
Εδώ, χάνουν μανάδες τα παιδιά τους και εσένα το μυαλό σου είναι να είμαστε σεμνές. Σεμνότητα. Ναι, στα ρούχα. Στην ψυχή, όμως; Γυμνή θα βγω από το μοναστήρι και άμα θες, ρίξε φωτιά και κάψε με. Εγώ τουλάχιστον κατάλαβα την ανικανότητα σου.
Κρίμα. Και ήσουν και εσύ μια ελπίδα.
balaoritou street
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου