Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

Μεταξύ επιστήμης και τεχνολογίας του νου

Σπύρος Μανουσέλης


Για τον Μάρβιν Μίνσκι οι ψηφιακοί υπολογιστές δεν ήταν μόνο τεχνολογικά χρήσιμες μηχανές αλλά το ιδανικό και πολυπόθητο εργαλείο για την πειραματική επαλήθευση ή τη διάψευση των πολυάριθμων επιστημονικών και φιλοσοφικών θεωριών σχετικά με το πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος νους

Χωρίς τις πρωτοποριακές έρευνες και τις ιδιοφυείς ανακαλύψεις του Μάρβιν Μίνσκι, οι σημερινές επιστήμες των υπολογιστών και της τεχνητής νοημοσύνης δεν θα ήταν οι ίδιες. Επί μισόν αιώνα, η αντισυμβατική σκέψη του εκλεκτού Αμερικανού επιστήμονα τροφοδότησε -αν δεν καθόρισε με τη βαρύτητα της άποψής του- τις περισσότερες εξελίξεις στη νέα επιστήμη και τεχνολογία των υπολογιστικών μηχανών.

«Την ιδέα για την τεχνητή νοημοσύνη που διαθέτουμε σήμερα την οφείλουμε κυρίως στον Μάρβιν Μίνσκι. Πολλές από τις προκλήσεις που πρώτος αυτός είχε θέσει καθοδηγούν και εμπνέουν τη σύγχρονη έρευνα για τις ευφυείς μηχανές», δήλωσε η Ντανιέλα Ρους (Daniella Rus), η σημερινή διευθύντρια του περίφημου εργαστηρίου τεχνητής νοημοσύνης στο MIT, που είχε ιδρύσει ο Μίνσκι το 1959. Αυτό το τόσο δημιουργικό επιστημονικό μυαλό έσβησε για πάντα πριν από μερικές μέρες. Πέθανε σε ηλικία 88 ετών στη Βοστόνη από εγκεφαλική αιμορραγία. Μια επιστημονική στήλη με τίτλο «Μηχανές του Νου» δεν θα μπορούσε παρά να τιμήσει αυτόν τον μεγάλο θεωρητικό της κοινωνίας της νόησης.

Ο Μάρβιν Μίνσκι, ο μεγάλος πρωταγωνιστής της Τεχνητής Νοημοσύνης, της Ρομποτικής και της Νέας Επιστήμης του Νου, έφυγε από τη ζωή στις 24 Ιανουαρίου


Λόγος επιμνημόσυνος για το πρωτοποριακό έργο του Μάρβιν Μίνσκι 


Η γέννηση ενός νέου επιστημονικού πεδίου έρευνας είναι ένα αποφασιστικής σημασίας ιστορικό γεγονός, που επιφέρει ριζική τομή και αναθεώρηση του τρόπου με τον οποίο κατανοούμε ένα γνωστικό αντικείμενο: κλείνει οριστικά με μια σειρά από εννοιολογικές προκαταλήψεις και αντιπαραγωγικές μεθοδολογικές επιλογές του παρελθόντος ενώ, ταυτόχρονα, ανοίγει ασύλληπτες δυνατότητες στην ανθρώπινη σκέψη.

Η θεμελιώδης ερευνητική υπόθεση πάνω στην οποία βασίστηκε η συγκρότηση της Τεχνητής Νοημοσύνης (Τ.Ν.) ως νέου επιστημονικού πεδίου ήταν ότι η βαθύτερη φύση των νοητικών φαινομένων είναι υπολογιστική: όλα τα νοητικά φαινόμενα -είτε προκύπτουν από έναν βιολογικό είτε από έναν ηλεκτρονικό εγκέφαλο- είναι υπολογιστικές διεργασίες.

Συνεπώς, ο νους δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ιδιαιτέρως πολύπλοκη υπολογιστική διεργασία, ανεξάρτητη από το υλικό υπόστρωμα που την εκτελεί!

Ολα τα ανθρώπινα νοητικά φαινόμενα (η αισθητηριακή αντίληψη, η γλώσσα, ο συλλογισμός, η κατανόηση, κ.ο.κ.) μπορούν να περιγραφούν ως υπολογιστικές διεργασίες οι οποίες, εφόσον «κωδικευτούν» στα κατάλληλα υπολογιστικά προγράμματα, μπορούν να προσομοιωθούν από μια αρκετά περίπλοκη ψηφιακή μηχανή, μπορούν δηλαδή να αναπαραχθούν από έναν υπολογιστή.

Η νέα επιστήμη και τεχνολογία του νου


Η φαινομενικά αλλόκοτη ιδέα ότι ο ανθρώπινος νους μπορεί να είναι μια μηχανή επεξεργασίας πληροφοριών, δηλαδή μια υπολογιστική μηχανή, διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον μεγάλο Βρετανό μαθηματικό Αλαν Τιούρινγκ (Alan Turing). H δημοσίευση του άρθρου του «Υπολογιστικές μηχανές και νοημοσύνη» το 1950 θεωρείται από τους ιστορικούς της επιστήμης ως άτυπη πράξη γέννησης του ερευνητικού προγράμματος της Τεχνητής Νοημοσύνης (Τ.Ν.).

Σε αυτό το κείμενο ο πατέρας της σύγχρονης υπολογιστικής επιστήμης εξετάζει το πανάρχαιο ερώτημα «Μπορούν οι μηχανές να σκέφτονται;» και προτείνει μια εμπειρική μέθοδο, μια δοκιμασία, που μας επιτρέπει να αποφασίζουμε αν και πότε μια υπολογιστική μηχανή μπορεί να επιδεικνύει νοημοσύνη ανάλογη με αυτή των ανθρώπων.

Αυτή η ανθρωποκεντρική και συμπεριφορική προσέγγιση της νόησης από τον Αλαν Τιούρινγκ θα αποδειχτεί, τα επόμενα χρόνια, ένα γονιμότατο πεδίο επιστημονικής-τεχνολογικής έρευνας χάρη στο έργο ορισμένων ειδικών της πληροφορικής.

Πράγματι, το καλοκαίρι του 1956, μια μικρή ομάδα πρωτοπόρων ερευνητών, οι οποίοι εργάζονταν μέχρι τότε στο περιθώριο του «ορθόδοξου» παραδείγματος της πληροφορικής, οργάνωσε στο Κολέγιο Ντάρτμουθ των ΗΠΑ ένα συνέδριο που θεωρείται από τους ιστορικούς της επιστήμης η επίσημη ημερομηνία γέννησης της Τ.Ν. ως αυτόνομου επιστημονικού κλάδου.

Πρόθεση των ερευνητών που συμμετείχαν στο συνέδριο ήταν να διερευνήσουν τη δυνατότητα δημιουργίας προγραμμάτων που θα επέτρεπαν στους υπολογιστές να αποκτήσουν και να επιδεικνύουν μια ανθρώπινου τύπου νοημοσύνη.

Ανάμεσα στους ερευνητές που συμμετείχαν στο συνέδριο του Ντάρτμουθ ξεχωρίζουν οι Τζον Μακάρθι (John McCarthy), Μάρβιν Μίνσκι (Marvin Minsky), Χέρμπερτ Σάιμον (Herbert Simon) και Αλεν Νιούελ (Allen Newell).

Η φιλοδοξία τους λοιπόν ήταν να δημιουργήσουν μηχανές που η συμπεριφορά τους θα αναγνωριζόταν από όλους ως «ευφυής», γεγονός που διατυπώθηκε ρητά και στον ευρέως αποδεκτό ορισμό της νέας επιστήμης που είχε προτείνει ο Μακάρθι: «Τεχνητή Νοημοσύνη είναι ο κλάδος της επιστήμης των υπολογιστών (computer science) που ασχολείται με τον σχεδιασμό νοημόνων συστημάτων, συστημάτων δηλαδή τα οποία επιδεικνύουν μια συμπεριφορά που αν τη συναντούσαμε σε έναν άνθρωπο, θα τον χαρακτηρίζαμε νοήμονα».

Για τους πρωτεργάτες της Τ.Ν., και κυρίως για τον Μάρβιν Μίνσκι, οι ψηφιακοί υπολογιστές δεν ήταν μόνο τεχνολογικά χρήσιμες μηχανές, αλλά το ιδανικό και πολυπόθητο εργαλείο για την πειραματική επαλήθευση ή τη διάψευση των πολυάριθμων επιστημονικών και φιλοσοφικών θεωριών σχετικά με το πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος νους.

Κατά την επόμενη δεκαετία (1956-1966), την περίοδο δηλαδή συγκρότησης της Τ.Ν., οι μελέτες αυτών των ερευνητών συνέβαλαν αποφασιστικά στην εδραίωση της τεχνητής νοημοσύνης ως αυτόνομου γνωσιακά και μεθοδολογικά επιστημονικού κλάδου με εντυπωσιακές τεχνολογικές εφαρμογές.

Πολύ σύντομα όμως, τον αρχικό ενθουσιασμό διαδέχτηκαν ο προβληματισμός και η γκρίνια εξαιτίας της διαφαινόμενης αδυναμίας της «κλασικής Τ.Ν.» να δημιουργήσει πραγματικά νοήμονες μηχανές, όπως π.χ. έναν «Γενικό Λύτη Προβλημάτων» (General Problem Solver).

Η αντίδραση του Μίνσκι και των συνεργατών του στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), που εθεωρείτο παγκοσμίως το επίκεντρο των εξελίξεων σε αυτόν τον τομέα, ήταν ο βαθύτατος προβληματισμός για το κατά πόσο ήταν σωστό το αρχικό σχέδιο της Τ.Ν. για τη συνολική προσομοίωση του νου.

Συνειδητοποιώντας, μάλιστα, τα αδιέξοδα και τις αποτυχίες αυτής της φιλόδοξης αλλά αφηρημένης αλγοριθμικής αναπαράστασης του ανθρώπινου νου στο σύνολό του, θα επικεντρωθεί στην έρευνα των «μικροκόσμων», μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση, που συνίσταται στη δημιουργία προγραμμάτων για υπολογιστές ικανών να προσομοιώνουν και να αναπαράγουν επιμέρους και μεμονωμένες νοητικές ικανότητες.

Αυτή την επιλογή του ιδρυτή του εργαστηρίου τεχνητής νοημοσύνης του ΜΙΤ θα ακολουθήσουν σύντομα και άλλα εργαστήρια σε όλο τον κόσμο και θα σημάνει το πέρασμα στη δεύτερη, πιο ρεαλιστική περίοδο της Τ.Ν. (1966-1975). Η στροφή από τα γενικά και αφηρημένα στα επιμέρους και εξειδικευμένα υπολογιστικά προγράμματα θα οδηγήσει πολύ σύντομα σε εκπληκτικές τεχνολογικές εφαρμογές, όπως π.χ. τα «έμπειρα συστήματα», τα συστήματα για την αναγνώριση εικόνας και ομιλίας, κ.ά.

Τα όρια της ασώματης σκέψης των υπολογιστών


Ο Μάρβιν Μίνσκι συνομιλεί με τον φίλο του Νόαμ Τσόμσκι. |

Ωστόσο, παρά τις μεγάλες τεχνολογικές καινοτομίες και τις ασύλληπτες, μέχρι τότε, εφαρμογές τους, οι υπολογιστές εξακολουθούσαν να παραμένουν «ενοχλητικά ηλίθιοι».

Οι νέες «ευφυείς» μηχανές μπορούσαν να αναπαράγουν με εντυπωσιακή ταχύτητα και υπεράνθρωπη ευκολία κάποιες περιορισμένες ανθρώπινες δεξιότητες, όπως π.χ. να εκτελούν άψογα δύσκολους μαθηματικούς υπολογισμούς, να διαθέτουν απεριόριστες μνημονικές ικανότητες ή να παίζουν σκάκι σε επίπεδο μετρ. Ηταν όμως εντελώς ανίκανες να επιδεικνύουν την ευελιξία του ανθρώπινου κοινού νου!

Ο Μίνσκι ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε τη σπουδαιότητα και την επιτακτική ανάγκη να αντιμετωπιστεί αυτή η δυσκολία, η αδυναμία δηλαδή να προικίσουμε τις υπολογιστικές μηχανές με στοιχειώδη, έστω, κοινό νου. Η συνειδητοποίηση αυτού του προβλήματος και κυρίως οι προσπάθειες της σχολής Μίνσκι για την επίλυσή του θα σημάνουν την είσοδο στην τρίτη περίοδο της ιστορίας της Τ.Ν. (από το 1976 μέχρι το τέλος του εικοστού αιώνα).

Για να αντιμετωπίσει αυτό το δυσεπίλυτο πρόβλημα, ο Μίνσκι εισήγαγε δύο νέα και πολλά υποσχόμενα θεωρητικά εργαλεία: αφενός την αναπαραστατική θεωρία των «Πλαισίων» (Frames) και αφετέρου τη μνημονική θεωρία των «Γραμμών Γνώσης» (Κnowledge Lines ή Κ-Lines).

Αυτές οι δύο έννοιες συνοψίζουν τις μέχρι τότε αναζητήσεις του μεγάλου επιστήμονα και, ταυτόχρονα, ήταν η αφετηρία νέων δημιουργικών ερευνών, που τον οδήγησαν στη διατύπωση του μεγαλόπνοου μοντέλου της «κοινωνίας του νου» (βλ. ειδικό πλαίσιο).

Αραγε, αυτές οι εντυπωσιακές θεωρητικές εξελίξεις θα οδηγήσουν αργά ή γρήγορα στην εκπλήρωση του τεχνολογικού ονείρου της δημιουργίας σκεπτόμενων μηχανών; Σε αυτό το σημείο οι απόψεις των ειδικών διίστανται.

Οι οπαδοί της λεγόμενης «σκληρής Τ.Ν.» (hard AI), μεταξύ των οποίων και ο Μίνσκι, υποστηρίζουν ότι η δημιουργία σκεπτόμενων μηχανών είναι αναπόφευκτη.

Δεδομένου ότι τα υπολογιστικά προγράμματα διαρκώς βελτιώνονται, θα καταφέρουμε κάποτε να προσομοιώσουμε τις βασικές ανθρώπινες νοητικές λειτουργίες.

Η εμφανής αδυναμία υλοποίησης των στόχων του σκληρού προγράμματος οδήγησε σταδιακά σε μια πιο «ήπια» ή «πραγματιστική» εκδοχή της Τ.Ν. (soft AI). Αυτή υποστηρίζει ότι η έρευνα στην Τ.Ν., εκτός από την εμφανή τεχνολογική της χρησιμότητα, δεν αποβλέπει στη δημιουργία νοημόνων μηχανών, αλλά αποτελεί ένα χρήσιμο γνωστικό εργαλείο για να ελέγχουμε τις επιστημονικές-φιλοσοφικές θεωρίες μας σχετικά με τον νου.

Εχει περάσει πάνω από μισός αιώνας συστηματικών ερευνών και εντυπωσιακών εφαρμογών της Τ.Ν. και όμως το αποφασιστικό ερώτημα αν οι μηχανές μπορούν ή αν θα μπορέσουν κάποτε στο μέλλον να σκέφτονται παραμένει αναπάντητο. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει ούτε καν συμφωνία μεταξύ των ειδικών για το τι ακριβώς σημαίνουν οι βασικοί όροι του ερωτήματος: τι είναι μια «μηχανή» και τι εννοούμε όταν λέμε ότι διαθέτει «νοημοσύνη» ή «σκέψη»;

Ολα εξαρτώνται από το πώς ορίζει κανείς αυτές τις έννοιες και από το πόσο αυστηρά ή ευέλικτα είναι τα επιστημονικά κριτήρια που υιοθετεί. Για παράδειγμα, ανάλογα με το μοντέλο της νοημοσύνης που υιοθετεί κανείς, οι σύγχρονοι πανίσχυροι υπολογιστές μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν εντελώς «ανόητοι» ενώ, αντίθετα, μια απλή αριθμομηχανή μπορεί να χαρακτηριστεί «νοήμων».

Πάντως, στις μέρες μας, το μέχρι χθες άλυτο φιλοσοφικό ή θεολογικό αίνιγμα της δομής και της λειτουργίας του ανθρώπινου νου έχει μετατραπεί σε πρώτης τάξεως επιστημονικό πρόβλημα, η διερεύνηση του οποίου γεννά όχι μόνο πολύτιμη γνώση αλλά και τεχνολογία.

Και ο Μάρβιν Μίνσκι υπήρξε αναμφίβολα ο μεγάλος προφήτης αυτής της γνωσιακής επανάστασης που σήμερα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και η οποία ίσως τελικά καταφέρει να ενοποιήσει τις κατακτήσεις της Τ.Ν. με τις πρόσφατες ανακαλύψεις των νευροεπιστημών σχετικά με το πώς τα νοητικά φαινόμενα αναδύονται από τον βιολογικό μας εγκέφαλο.

Marvin Minsky

Η κοινωνία της νόησης: αναλύοντας

την αρχιτεκτονική του ανθρώπινου νου

μτφρ. Μ. Αντωνοπούλου, Σπ. Μανουσέλης

εκδ. «Κάτοπτρο», σελ. 670

Τον ανθρώπινο νου ως πολυεπίπεδη κοινωνική οργάνωση περιγράφει ο Μάρβιν Μίνσκι σε αυτό το εντυπωσιακό βιβλίο.

Η κεντρική ιδέα που αναπτύσσει στις πολυάριθμες αλλά απολαυστικές σελίδες του είναι ότι η νοημοσύνη δεν παράγεται από κάποια μεμονωμένα ή εξειδικευμένα «κέντρα», αλλά αναδύεται από την αυτοοργάνωση και τη συνεργασία ενός μεγάλου αριθμού επιμέρους μονάδων οι οποίες, από μόνες τους, είναι εντελώς ανόητες!

Με μια εντυπωσιακή διανοητική χειρονομία, τυπική των μεγάλων επιστημόνων, θέτει από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου το αποφασιστικό ερώτημα: «Πώς γίνεται ο τόσο στερεός, φαινομενικά, εγκέφαλος να αποτελεί υπόβαθρο για τόσο άυλες οντότητες όπως είναι οι σκέψεις;».

Με πλήθος επιχειρημάτων και εύληπτων παραδειγμάτων από την καθημερινή μας ζωή ο Μίνσκι επιχειρεί να μας παρουσιάσει την τελευταία προκλητική ιδέα του σχετικά με το πώς ο νους αναδύεται από μια κοινωνία εντελώς «ανόητων» υποσυστημάτων.

Με άλλα λόγια, ισχυρίζεται ότι ο ανθρώπινος νους δεν αποτελεί μυστήριο αλλά είναι μόνο ό,τι κάνει ο ανθρώπινος εγκέφαλος!

Και ο ανθρώπινος εγκέφαλος με τη σειρά του μπορεί να παράγει τα νοητικά φαινόμενα επειδή διαθέτει μια οιονεί κοινωνική οργάνωση: είναι μια κοινωνία που συγκροτείται από ετερογενείς δομές που συνεργάζονται μεταξύ τους.

Το βιβλίο είναι ένα μωσαϊκό από 31 κεφάλαια, καθένα από τα οποία επικεντρώνεται σε μία από τις θεμελιώδεις λειτουργίες του ανθρώπινου νου και το πώς αυτές θα μπορούσαν ενδεχομένως να προσομοιωθούν στην αρχιτεκτονική των νέων υπολογιστικών μηχανών.

Επίσης είναι μια μεγαλειώδης συγγραφική σύνθεση, όπου η ίδια η δομή του βιβλίου αντικατοπτρίζει πιστά τη δομή του αντικειμένου που μελετά: του νου ως μιας κοινωνίας από αναρίθμητους ανόητους «δράστες», που συνεργάζονται στο πλαίσιο ευρύτερων δομικών μονάδων, τις οποίες αποκαλεί «υπηρεσίες».

Ωστόσο, θα ήταν λάθος να διαβάσει κανείς αυτήν τη θεωρία σαν ένα νευροβιολογικό μοντέλο της οργάνωσης του εγκεφάλου. Απεναντίας, θέλει να είναι ένα μοντέλο της γνωσιακής αρχιτεκτονικής του ανθρώπινου νου.

Οι «δράστες» και οι «υπηρεσίες» που επικαλείται δεν είναι βιολογικές διεργασίες, αλλά αφηρημένες νοητικές κατασκευές. Κάτι που επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι ίδιες οι «υπηρεσίες», σε ένα διαφορετικό επίπεδο ανάλυσης, μπορούν να λειτουργούν ως «δράστες».

Και οι «δράστες», όταν τους δούμε σε μεγέθυνση, εμφανίζονται ως «υπηρεσίες» που αποτελούνται από ακόμη πιο ανόητους «δράστες».

ΕΦ-ΣΥΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου