Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Ο Γιούαν και τα σύννεφα

Πιτσιρίκος


Ο ανθρωπάκος βρίσκεται εδώ και ώρες στον διάδρομο. Στέκεται μπροστά στον τοίχο και κοιτάζει τον πυροσβεστήρα. Καμία κίνηση, γνέφει με το κεφάλι που και που. Δεν μιλάει.

Κάθε τόσο τον πλησιάζει κάποιος προσπαθώντας να του πιάσει κουβέντα αλλά ο ανθρωπάκος τον σταματάει με μια κίνηση του χεριού, σαν τροχονόμος. Δεν ασχολείται με κανέναν παρά μόνο κοιτά τον τοίχο και γνέφει, πότε καταφατικά και πότε αρνητικά.

Οι ώρες περνάνε. Αυτός ακίνητος.

Η πόρτα ανοίγει, και ξαφνικά τα μάτια του γυαλίζουν.

«Εδώ Γιούαν Σβένσσον. Όβερ εντ άουτ» λέει με αποφασιστικότητα στον τοίχο και με μια γρήγορη κίνηση περνάει ανάμεσα από την κοπέλα που μπαίνει και την πόρτα που κλείνει πίσω της.

Βγαίνει έξω και αμέσως σταματάει. Κοιτά δεξιά και αριστερά αφηρημένα. Απέναντι από την πόρτα βλέπει μια κολώνα του ηλεκτρικού και αποφασίζει διστακτικά να πλησιάσει και να σταθεί δίπλα της. Δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο, είναι μια κολώνα όπως οι άλλες. Ο Γιούαν όμως αποφασίζει πως θα σταθεί δίπλα σε αυτή.

Από πίσω βγαίνουν οι άλλοι και τον κοιτάνε διστακτικά. Δεν ξέρουν τι να κάνουν. Θέλουν να τον τραβήξουν πίσω αλλά δεν ξέρουν πώς να το κάνουν. Ο εκνευριστικός ήχος του συναγερμού δεν βοηθάει στο ελάχιστο την κατάσταση.

Πίσω τους ξεπροβάλει ξαφνικά μια τεράστια φιγούρα, ανοίγει δρόμο ανάμεσά τους και προχωράει νωχελικά προς τον ανθρωπάκο που φαίνεται σαν να μην ξέρει τι να κάνει με την πρόσφατα νεοαποκτηθείσα ελευθερία του.

Αργά, σχεδόν σαν να βαριέται που ζει, ο τύπος φτάνει δίπλα στην κολώνα και σηκώνει με ήρεμες κινήσεις την άκρη του τσαλακωμένου πουκάμισου, χώνει το χέρι στην πίσω τσέπη του παντελονιού και βγάζει ένα πακέτο τσιγάρα. Πιάνει με την άκρη των δαχτύλων δύο, προσφέρει το ένα στον Γιούαν που δείχνει να τα έχει χαμένα.

Αποφεύγοντας να διασταυρώσει το βλέμμα του με το βλέμμα του φυγά, φέρνει αργά το άλλο τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη του και αμέσως του προσφέρει με τον πιο φυσικό τρόπο φωτιά. Ο Γιούαν ρουφάει δυνατά. Ύστερα ανάβει το δικό του.

Καμιά δεκαριά ζευγάρια μάτια κοιτάνε αμήχανα. Στέκονται δίπλα στην πόρτα. Κάποιος έκλεισε τον συναγερμό, ίσως το θηρίο με το τσαλακωμένο πουκάμισο πριν βγει, και τώρα δεν ακούγεται τίποτα άλλο εκτός από τα φύλλα που πέφτουν στην άσφαλτο.

Συννεφάκια καπνού παρασύρονται και διαλύονται με μιας από τον φθινοπωρινό αέρα, αμηχανία και σιωπή για ένα λεπτό.

– Γιατί δεν γυρνάς πίσω Γιούαν;
– Νομίζω πως δεν μου κάνει καλό.
– Έγινε κάτι που σε τάραξε;
– Όχι, απλά πιστεύω πως γίνομαι χειρότερα.
– Τι θα κάνεις έξω; Κάνει κρύο. Έλα μέσα.
– Ναι, ίσως δηλαδή, δεν ξέρω…
– Θα μιλήσω με τους άλλους και θα βρούμε…
– Σιωπή!
– Θέλω να πω πως….
– Μη μιλάς, σιωπή!

Ο ανθρωπάκος ανοίγει διάπλατα τα καταγάλανα μάτια του και σηκώνει το βλέμμα στον ουρανό. Δεν μιλάει, δεν καπνίζει, κοιτάζει τα σύννεφα που περνάνε και κάθε τόσο ψυθιρίζει διστακτικά.

Δίπλα ένα δεύτερο ζευγάρι γαλανά μάτια έχουν καρφωθεί επάνω του. Θηριώδες ανάστημα, ανακατεμένα κατάξανθα μαλλιά, αξύριστα μάγουλα που βυθίζονται βαθειά και χείλη που μένουν σουφρωμένα κάνοντας τον καπνό να αργεί να αναδυθεί μετά από κάθε τζούρα.

Ένταση. Δεν ξανανοίγει το στόμα του. Περιμένει. περνάνε λίγα λεπτά.

Η σύσκεψη με τα σύννεφα τελείωσε. Ο ανθρωπάκος κατεβάζει το βλέμμα.

Τραβάει μια βαθειά τζούρα, αφήνει το τσιγάρο να πέσει κάτω και το πατάει αφηρημένα.

«Εδώ Γιούαν Σβένσσον, όβερ εντ άουτ» λέει ξέψυχα κοιτώντας το κενό, και ξαναγυρνάει ήρεμα προς την πόρτα από την οποία βγήκε.

Ο άλλος μένει ακίνητος για μια στιγμή. Ρουφάει το τσιγάρο μέχρι το φίλτρο και ξεφυσάει δυνατά.

Σηκώνει τα μάτια, κοιτάει τα σύννεφα διερευνητικά.

-Δεν ξέρω πώς το έκανες αυτό, πάντως σε ευχαριστώ.

Πετάει το τσιγάρο στην άκρη του πεζοδρομίου με προσποιητή αδιαφορία και ακολουθεί τον Γιούαν. Μπαίνουν μέσα.

Πρώτα αυτοί οι δύο και πίσω τους όλοι οι άλλοι.

Η πόρτα πίσω τους κλείνει αργά και κλειδώνει, αφήνοντας έξω τα σύννεφα που δεν σταματάνε σε πόρτες, που δεν τρομάζουν από τον συναγερμό.

Τα σύννεφα που πάνε όπου θέλουν.

Με φιλικούς χαιρετισμούς από την Σκανδιναβία Βασίλης

(Αγαπητέ Βασίλη, οι απλοί άνθρωποι ξεχνούν πως υπάρχει κι αυτός ο κόσμος. Ακόμα με ρωτάει «Όλα καλά θα πάνε;». Όλα καλά θα πάνε. Να είσαι καλά.)

pitsirikos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου