Τάσος Κωστόπουλος
«Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι ο μόνος άνθρωπος που θα σκότωνα με τα ίδια μου τα χέρια. Δεν είναι Ελληνας, ούτε καν ανθρώπινο πλάσμα»
Ηταν η τελευταία φορά που μια απόπειρα πραξικοπήματος απασχόλησε χιλιάδες ανθρώπους, έγινε πρωτοσέλιδο στον ελληνικό Τύπο και προκάλεσε σφοδρές αντιπαραθέσεις στη Βουλή.
Το μεσημέρι της Κυριακής 27ης Φεβρουαρίου 1983, οι κομματικές οργανώσεις του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ και του ΚΚΕ Εσωτερικού ειδοποιήθηκαν από την κυβέρνηση να πάρουν μέτρα για το ενδεχόμενο στρατιωτικού κινήματος μέσα στις επόμενες ώρες.
Με τις συνακόλουθες φήμες να γιγαντώνονται από στόμα σε στόμα, τα δελτία ειδήσεων της κρατικής τηλεόρασης έσπευσαν στις 6 μ.μ. να καθησυχάσουν το κοινό, εξηγώντας πως η όλη κινητοποίηση δεν υπήρξε παρά μια απλή «άσκηση ετοιμότητας».
Ακολούθησαν δραστικές μεταβολές στην ηγεσία του στρατεύματος, με άμεση αντικατάσταση τριών από τους τέσσερις σωματάρχες, 29 στρατηγών, 52 ταξιάρχων και 100 συνταγματαρχών.
Τι είχε ακριβώς συμβεί; Ο φιλοκυβερνητικός Τύπος των επόμενων ημερών αναπαρήγαγε ημιεπίσημες διαρροές για πληροφορίες περί σχεδιαζόμενου φιλοβασιλικού πραξικοπήματος, για ύποπτες επαφές «σταγονιδίων» με «τοπικά ακροδεξιά στοιχεία» σε μονάδες της Β. Ελλάδας, ακόμη και για «“προνουντσιαμέντο” υψηλόβαθμων αξιωματικών σε μονάδες του Εβρου» (με ειδική αναφορά στο 31ο Σ.Π. της Ορεστιάδας).
Ως πηγή των πληροφοριών κατονομάζονταν η ΚΥΠ, η Ασφάλεια, το Α2 του ΓΕΣ, τα Α2 του Β' και Δ' Σ.Σ., ακόμη και η ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο.
Αρκετά διαφορετική εικόνα προκύπτει από σημείωμα του Πέτρου Μολυβιάτη, γραμματέα του τότε προέδρου Κωνσταντίνου Καραμανλή (1/3/1983).
Το απόγευμα της 26ης Φεβρουαρίου διαβάζουμε, ο υφυπουργός Αμυνας Αντώνης Δροσογιάννης ενημέρωσε τον Καραμανλή πως «υπήρχαν πληροφορίες ότι το βράδυ της επομένης θα γινόταν απόπειρα συλλήψεως του προέδρου και του πρωθυπουργού, καταλήψεως του Πενταγώνου κ.λπ.».
Πηγή των πληροφοριών δεν ήταν όμως ούτε η ΚΥΠ ούτε η πρεσβεία του Λονδίνου, αλλά ο σταθμάρχης της CIA στην Αθήνα, που παρέδωσε στην κυβέρνηση και σχετικό ανυπόγραφο έγγραφο (Αρχείο Καραμανλή, τ. 12, σ. 272).
Το non paper του σταθμάρχη εντοπίστηκε στο ίδιο αρχείο (Φ. 64Β, φ. 366), είναι συνταγμένο στα αγγλικά και δημοσιεύεται για πρώτη φορά εδώ:
Λίγες μέρες μετά (5/3), η Διεύθυνση Πληροφοριών της CIA συνέταξε πολυσέλιδη έκθεση για τις σχέσεις του Παπανδρέου με τον στρατό, η οποία έχει αποχαρακτηριστεί μόνο εν μέρει (Ιγνατίου-Ευρυβιάδης 2010, σ. 355-79· για την ημερομηνία: www.foia.cia.gov).
Μεταξύ άλλων, απόρρητες παραμένουν οι τρεις μεγάλες παράγραφοι που προηγούνται της τελικής εκτίμησης της υπηρεσίας για τις περιορισμένες πιθανότητες «επιτυχημένης στρατιωτικής επέμβασης» (σ. 378-9).
Ερωτήματα προκαλεί και η εμφανής λογοκρισία του τίτλου της έκθεσης, με απάλειψη ενός μάλλον κρίσιμου ουσιαστικού («Papandreou and the Military [...]»).
Δεν ήταν, φυσικά, η πρώτη φορά που οι αμερικανικές υπηρεσίες ασχολούνταν μ’ αυτό το ζήτημα, κατά την εύθραυστη μετάβαση από το «κράτος της Δεξιάς» στην «κυβέρνηση της Αλλαγής».
Οπως διαπιστώνουμε από τις εκθέσεις της τριετίας 1979-1981 που παραθέτουν στο βιβλίο τους οι Ευρυβιάδης και Ιγνατίου, επανειλημμένα είχε εξεταστεί η πιθανότητα επέμβασης του στρατού για να αποτραπούν τα ενδεχόμενα ανόδου του Παπανδρέου στην εξουσία (σ. 197-8), ριζοσπαστικοποίησης της κυβέρνησής του (σ. 241) ή ρήξης του με τον πρόεδρο Καραμανλή, κατεξοχήν εγγυητή των δυτικών συμφερόντων στη χώρα (σ. 305).
Παρά τις προσεκτικές διατυπώσεις, τα διαθέσιμα κείμενα είναι προφανές ότι αντανακλούν έναν ενδοϋπηρεσιακό προβληματισμό (σ. 304-9).
Εξίσου καθοριστικός υπήρξε και ο παιδευτικός χαρακτήρας τους, μέσω επιλεκτικών «διαρροών» προς τον ίδιο τον Αντρέα στις παραμονές των εκλογών του 1981 (σ. 311-5).
Η συγκυρία κατά την οποία επιδόθηκε η παραπάνω «προειδοποίηση» δεν φαίνεται, τέλος, καθόλου τυχαία. Μόλις είχε ολοκληρωθεί η επίσκεψη του Σοβιετικού πρωθυπουργού Νικολάι Τιχόνοφ στην Αθήνα (21-24/2), η πρώτη του είδους στην ελληνική Ιστορία.
Οι ελληνοαμερικανικές διαπραγματεύσεις για τις βάσεις βρίσκονταν επίσης σε κρίσιμη καμπή, με την κυβέρνηση Παπανδρέου ν’ απαιτεί σαν... ενοίκιο τη διασφάλιση ετήσιας στρατιωτικής βοήθειας 1 δισ. δολαρίων, αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους και προνομιακή μεταχείριση των ελληνικών εξαγωγών στις ΗΠΑ - όρους που η Ουάσινγκτον αρνούνταν επίμονα να ικανοποιήσει.
Αν κάτι διαφοροποιεί την «απόπειρα» του 1983 από εκείνες των προηγούμενων χρόνων, αυτό ήταν η κινητοποίηση των οργανωμένων δυνάμεων του ΠΑΣΟΚ και της Αριστεράς.
Σύμφωνα με το σημείωμα Μολυβιάτη, μετά την ενημέρωσή του ο Καραμανλής σύστησε τηλεφωνικά στον Παπανδρέου «να μην αποδοθεί υπερβολική σημασία στις πληροφορίες (παρόμοιες των οποίων είχε πολύ συχνά και ο ίδιος ως πρωθυπουργός) και να μη ληφθούν εξαιρετικά ή εμφανή μέτρα. Το μόνο που θα μπορούσε να γίνει θα ήταν μια διακριτική ενίσχυση της φρουρήσεως του προέδρου και του πρωθυπουργού, αφού αυτοί εφέροντο ως στόχοι».
Οι συμβουλές του όμως δεν εισακούστηκαν. Πιθανότατα επειδή, όπως εξηγούμε παραδίπλα, ο «εθνάρχης» είχε ήδη καταφύγει επανειλημμένα στο φόβητρο του στρατού για ν’ αποτρέψει ανεπιθύμητες μεταρρυθμίσεις.
Η κυβερνητική αντίδραση κλιμακώθηκε σε τρεις φάσεις.
Το Σάββατο (26/2) κηρύχθηκε επιφυλακή στα Σώματα Ασφαλείας και το επόμενο βράδυ επεκτάθηκε στις ένοπλες δυνάμεις.
Κάποια στρατόπεδα κυκλώθηκαν διακριτικά από τη χωροφυλακή, ο δε υφυπουργός Αμυνας Παυσανίας Ζακολίκος στάλθηκε νυχτιάτικα στη Θεσσαλονίκη για «επιθεώρηση» των στρατιωτικών μονάδων της Β. Ελλάδας.
Στο μεσοδιάστημα οι ηγεσίες των δυο ΚΚΕ ειδοποιήθηκαν να πάρουν τα μέτρα τους, ενώ ο μηχανισμός του ΠΑΣΟΚ κινητοποιήθηκε για να ελέγξει κρίσιμες κρατικές υπηρεσίες, να προστατέψει τα κομματικά γραφεία και να εποπτεύει τις κατά τόπους στρατιωτικές μονάδες.
Στο Αριστοτέλειο, ο πρόεδρος της ΦΕΑΠΘ (και στέλεχος της ΠΑΣΠ) Αλεξανδρίδης ενημέρωσε τους συγκεντρωμένους πως «υπάρχει κίνηση κατώτερων αξιωματικών του στρατού» αλλά «η κατάσταση ελέγχεται».
Τα μεσάνυχτα της Κυριακής και το μεσημέρι της Δευτέρας, περίπου χίλια μέλη της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς διαδήλωσαν μαχητικά στους δρόμους της συμπρωτεύουσας.
Στον νομό Ηρακλείου, διαβάζουμε τέλος στην «Ελευθεροτυπία» (1/3), πολλοί από τους συγκεντρωμένους στις πλατείες κράδαιναν τα κυνηγετικά τους όπλα.
Δεν έλειψαν και κάποια ευτράπελα, όπως αυτό που κατέγραψε το «Εθνος» (1/3):
Κατόπιν εορτής, η κυβέρνηση έσπευσε να διαψεύσει τις φήμες.
«Δεν υφίσταται κανένας λόγος ανησυχίας», δήλωσε αργά τη νύχτα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Μαρούδας· «δεν πρέπει να δίνονται οποιεσδήποτε προεκτάσεις και ερμηνείες» σ’ ένα «σύνηθες γεγονός», όπως η τρέχουσα «άσκηση περιορισμένης ετοιμότητας».
Ταυτόχρονα έγινε γνωστό ότι πρωθυπουργός δειπνούσε με τον Αμερικανό πρέσβη Μόντιγκλ Στερνς, που έμεινε στο Καστρί ώς αργά τη νύχτα.
Την επομένη, ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα δηλώσει επίσημα πως «οι ΗΠΑ είναι αντίθετες σε κάθε προσπάθεια ανατροπής της δημοκρατικής κυβέρνησης της Ελλάδας», μολονότι «δεν είναι ακόμη σαφές τι ακριβώς συνέβη το Σαββατοκύριακο».
Εμφανώς ενοχλημένος, ο Καραμανλής πήγε το πρωί της Κυριακής για γκολφ, χαρακτηρίζοντας «βλακείες» τον όλο θόρυβο.
Ο εκνευρισμός του αποτυπώνεται και στο σημείωμα με τη δική του εκδοχή για την επόμενη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό (1/3):
Ακόμη επιθετικότερη ήταν η Ν.Δ. Ο κοινοβουλευτικός της εκπρόσωπος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και 20 βουλευτές κατέθεσαν επερώτηση, υποστηρίζοντας πως «η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κατέλυσε το έννομο κράτος, που στηρίζεται στο Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας, και το υποκατέστησε από το κράτος του κόμματος»:
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η αγόρευση του Μητσοτάκη (4/3):
Οταν ο υπουργός Προεδρίας Μένιος Κουτσόγιωργας τόλμησε να θυμίσει ότι, σύμφωνα με το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος, η προστασία της Δημοκρατίας «επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, δικαιωμένων και υποχρεουμένων εις την διά παντός μέσου υπεράσπισή» της απέναντι σε κάθε επίδοξο πραξικοπηματία, ακολούθησε πανδαιμόνιο: ο Ιωάννης Κεφαλογιάννης χαρακτήρισε την επίκληση αυτή «απειλή κατά της Δημοκρατίας», ο δε Μητσοτάκης αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα αν «εναντίον της θελήσεώς του θα ασκήσει το δικαίωμα ο Λαός;» (σ. 4628).
Αγρια βασανισμένος ο ίδιος από τη χούντα, ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ θα τους αποστομώσει ωστόσο με την υπενθύμιση ότι «το 1967 από το κράτος προήλθε το πραξικόπημα, η δικτατορία, που βρήκε την τότε ΕΡΕ και σήμερα Ν.Δ. στον ύπνο. Και δεν είναι δυνατό να δεχθούμε τις συνταγές της Ν.Δ. για το θέμα της αντιμετώπισης των οποιωνδήποτε κινδύνων» (σ. 4630).
Η πιο εύστοχη ερμηνεία των αντιδράσεων της Ν.Δ. διατυπώθηκε ίσως από τον Πέτρο Ευθυμίου, συνεργάτη τότε του Κώστα Λαλιώτη στο υφυπουργείο Νέας Γενιάς:
Οπως διαπιστώνουμε από το Αρχείο Καραμανλή, μετά την «άσκηση» του 1983 έπαψαν οριστικά οι επικλήσεις της «ανησυχίας» του στρατού από τον εθνάρχη.
Εξίσου ξαφνικά σταμάτησαν, όμως, και οι δημόσιες αναφορές του Παπανδρέου στην απαίτηση «ενοικίου» 1 δισ. για τις αμερικανικές βάσεις.
Η λαϊκή κινητοποίηση για την προστασία της δημοκρατίας παραχώρησε, επίσης, τη θέση της σε πιο επαγγελματικούς μηχανισμούς: η τρίτη και τελευταία «άσκηση» της δεκαετίας υπήχθη θεσμικά στο υφιστάμενο «σχέδιο Ξενοκράτης» (1984).
Οσο για το βαθύ κράτος, δεν άργησε καθόλου να βρει μια θέση στην καινούρια συναίνεση.
Πριν ολοκληρωθεί καλά-καλά η αντιδικτατορική «άσκηση» του 1983, μια αλυσίδα δημοσιευμάτων στον κυβερνητικό Τύπο (με πρωτοπόρα «Τα Νέα» της 29/2 και 3/3) ανέλαβε να εξηγήσει στο αναστατωμένο κοινό ποιος ήταν ο πραγματικός εχθρός που απειλούσε τη δημοκρατική νομιμότητα: όχι κάποιοι επίδοξοι πραξικοπηματίες αλλά οι «κουκουλοφόροι» αγωνιστές φαντάροι που υπονόμευαν την πειθαρχία του στρατεύματος, διεκδικώντας αξιοπρεπείς συνθήκες θητείας και τον σεβασμό των συνταγματικών δικαιωμάτων τους.
Η 26η Φεβρουαρίου 1983 δεν ήταν η πρώτη φορά που η νεαρή κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ βρέθηκε αντιμέτωπη με την απειλή στρατιωτικού πραξικοπήματος. Το φόβητρο των ενόπλων δυνάμεων επιστρατεύθηκε επανειλημμένα το 1981-82 από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως μέσο πίεσης προς τον Ανδρέας Παπανδρέου. Ορισμένες απ’ αυτές τις «προειδοποιήσεις» παρατίθενται στο δημοσιευμένο «Αρχείο Καραμανλή», ακόμη πιο εύγλωττα είναι ωστόσο τα αποσπάσματα των διαβουλεύσεων των δύο πολιτικών που οι επιμελητές της έκδοσης προτίμησαν ν’ αποσιωπήσουν.
Η ιστορία μας ξεκινά την 21η Απριλίου 1981. Εξι μήνες πριν από την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, ο πρόεδρός του παρέδωσε στον γενικό γραμματέα του Καραμανλή, Πέτρο Μολυβιάτη, σημείωμα που είχε «από έγκυρη αμερικανική πηγή», σύμφωνα με το οποίο στις 23 Φεβρουαρίου είχε επιχειρηθεί πραξικόπημα από εν ενεργεία και απόστρατους αξιωματικούς, δίχως η κυβέρνηση Ράλλη ν’ ανακοινώσει το παραμικρό (Φ.63Β, φ.196).
Η σιβυλλική απάντηση του Μολυβιάτη, όπως αποτυπώνεται σε σχετικό «σημείωμά» του (Φ.63Β, φ.199-200), σίγουρα δεν μείωσε την ανασφάλεια του μελλοντικού πρωθυπουργού:
Ο Αντρέας υποστήριξε ότι «δεν συνέβη τίποτα» κι έκανε λόγο για κυβερνητικό «σίριαλ κινδυνολογίας».
Από τα αποχαρακτηρισμένα αμερικανικά αρχεία προκύπτει πάντως ότι, όχι μόνο είχε ενημερωθεί από τον πρωθυπουργό, αλλά και ενημερώσει ο ίδιος την πρεσβεία (Ευρυβιάδης-Ιγνατίου 2010, σ.98).
Τελική κατάληξη του «σίριαλ» υπήρξε, όπως έχουμε γράψει και παλιότερα στον «Ιό» (22/7/2007), η συνομολόγηση του ελληνικού «ιστορικού συμβιβασμού» μεταξύ Παπανδρέου και Καραμανλή για τα όρια της πολιτικής αλλαγής του 1981.
Εκτός από τα δημοσιευμένα ντοκουμέντα του Αρχείου Καραμανλή, αποκαλυπτικό για την όλη διαδικασία είναι ένα σημείωμα του Μολυβιάτη, για τη συνομιλία του με τον νέο πρωθυπουργό στις 13/11/1981 (Φ.63Β, φ.225-226).
Η πίεση κλιμακώθηκε μετά τις πρώτες νομοθετικές πρωτοβουλίες του ΠΑΣΟΚ. Στις 31 Μαΐου 1982 ο Μολυβιάτης μετέφερε στον πρωθυπουργό «την παρατήρηση του Κυρίου Προέδρου ότι στη Δημοκρατία δεν μπορούν να γίνουν ακινδύνως για το Πολίτευμα επαναστατικές μεταρρυθμίσεις», μνημονεύοντας ειδικά τα νομοσχέδια που είχαν κατατεθεί στη Βουλή για τα συνδικάτα (Ν.1264/82) και τα ΑΕΙ (Ν.1268/82).
Από το δημοσιευμένο κείμενο του «σημειώματός» του για τη συνάντηση (τ.12, σ.195-6) έχει απαλειφθεί μια παράγραφος, όπου επικαλείται τον στρατό ως αντίβαρο στον υπερβολικό εκδημοκρατισμό:
Η απάντηση της κυβέρνησης ήρθε αυθημερόν, με μια ολονύχτια «άσκηση ετοιμότητας» που ο Αντρέας συντόνισε από το Πεντάγωνο. Εμπιστοι αξιωματικοί εγκαταστάθηκαν ως «σύνδεσμοι» στην ΕΡΤ και τον ΟΤΕ, ενώ μια προγραμματισμένη επίσκεψή του στο στρατόπεδο των ειδικών δυνάμεων στο Μεγάλο Πεύκο ματαιώθηκε «λόγω καιρού».
Τη συνέχεια της υπόθεσης παρακολουθούμε από ένα λογοκριμένο σημείωμα του Καραμανλή για τη συνάντησή του με τον Παπανδρέου στις 3 Ιουνίου (Φ.64Β, φ.297-298):
Αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης (ΕΚ-ΝΔ) στην πρώτη μεταχουντική Βουλή και βουλευτής επικρατείας του ΠΑΣΟΚ μετά το 1981, ο Γεώργιος Μαύρος ήταν ένας από τις ελάχιστους πολιτικούς που ενημερώθηκαν προσωπικά από την κυβέρνηση, το απόγευμα της 27/2/1983, για την «άσκηση ετοιμότητας». Δυο μέρες μετά, ενημέρωσε με τη σειρά του τον Βούλγαρο πρέσβη Νικολάι Τοντόροφ.
Η μαρτυρία του, όπως καταγράφηκε στο ημερολόγιο του τελευταίου (Николай Тодоров, Дневник, 1966-1998, Σόφια 2007, τ.Α', σ. 1183-4):
«1. Αναφέρεται με ειρωνεία στον ίδιο τον όρο “άσκηση”. Γι’ αυτόν ήταν επίδειξη δύναμης του Α. Παπανδρέου -ν’ αποδείξει ότι ελέγχει την κατάσταση στη χώρα, του στρατού συμπεριλαμβανομένου. Εκτός αυτού, πως είναι έτοιμος να αντιπαρατεθεί σε ενέργειες αυτού του είδους· ότι δεν μπορούν, μ’ άλλα λόγια, να κάνουν ατιμώρητα απόπειρες πραξικοπήματος. Αυτό είναι το νόημα της κινητοποίησης της Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένου του ΚΚΕ.
2. Αυτή η επίδειξη πρέπει να τοποθετηθεί στο πλαίσιο των σχέσεων Καραμανλή - Παπανδρέου. Ο Καραμανλής αντιτίθεται αλλά και καθυστερεί, τρενάρει την υπογραφή των διαταγμάτων. Ο Γ. Μαύρος μού έφερε ως παράδειγμα ότι ο στρατηγός Βορηάς, που ο Παπανδρέου αποστράτευσε, διατηρήθηκε από τον Καραμανλή στην προεδρική αυλή. Στόχος του είναι να διατηρήσει τις σχέσεις του με το σώμα των ανώτατων αξιωματικών και να συντηρήσει την πεποίθηση ότι ο στρατός απολαμβάνει της ευμένειάς του.
3. Τούτη τη φορά, ωστόσο, ο Κ. Καραμανλής έδωσε αμέσως τη συγκατάθεσή του για τις αποστρατείες. Ο Α. Παπανδρέου επέμεινε ν’ απαλλαγούν των καθηκόντων τους οι φιλοβασιλικοί ανώτατοι αξιωματικοί και ν’ αντικατασταθούν από άλλους πιο ελευθερόφρονες, για να εξισορροπηθεί η επιρροή στον στρατό των φιλοβασιλικών που κατέχουν δεσπόζουσα θέση από την εποχή του Μεταξά.
Αρνηση του Καραμανλή θα προκαλούσε οξύτατη κρίση, η οποία δεν θα μπορούσε να λήξει παρά με κατατρόπωσή του, λόγω της απόλυτης πλειοψηφίας του ΠΑΣΟΚ στη Βουλή.
Αυτό είναι, σύμφωνα με το Γ. Μαύρο, και το μεγάλο λάθος του Παπανδρέου. Επρεπε αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας να περάσει στη Βουλή νόμο για την αφαίρεση των έκτακτων εξουσιών του προέδρου, για να μην καταλήγει κάθε φορά σε τέτοια μέτρα, που αναστατώνουν την ελληνική κοινωνία».
▩ Μάριος Ευρυβιάδης - Μιχάλης Ιγνατίου, CIA - Ο απόρρητος φάκελος του Ανδρέα (Αθήνα 2010, εκδ. Α.Α. Λιβάνη). Συλλογή εγγράφων της αμερικανικής πρεσβείας και της CIA για την ελληνική πολιτική σκηνή της Μεταπολίτευσης, με συχνές αναφορές στον ρόλο (και το ενδεχόμενο επέμβασης) του στρατού. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η προεκλογική «εκτίμηση» της 14/9/1981 και η (εν μέρει μόνο αποχαρακτηρισμένη) έκθεση για τις σχέσεις Παπανδρέου-στρατού μετά την «άσκηση ετοιμότητας» του 1983.
▩ Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (επιμ.), «Κωνσταντίνος Καραμανλής. Αρχείο. Γεγονότα και κείμενα» (12 τ., Αθήνα 1997, εκδ. Ιδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής). Επιλεκτική δημοσίευση ενός μέρους του αρχείου του «εθνάρχη», με έκδηλα αγιογραφικές προθέσεις. Παρατίθεται αυτούσιο το σημείωμα Μολυβιάτη της 1/3/1983, αγρίως λογοκριμένα όμως τα ντοκουμέντα που αφορούν προηγούμενες εκβιαστικές επικλήσεις της «ανησυχίας» των στρατιωτικών από τον Καραμανλή.
▩ Николай Тодоров, Дневник, 1966-1998 (2 τ., Σόφια 2007, εκδ. Изток - Запад). Το ογκώδες προσωπικό ημερολόγιο του γνωστού Βούλγαρου ιστορικού, πρέσβη τότε της χώρας του στην Αθήνα. Ενδιαφέρουσα η εμπιστευτική αποτίμηση των γεγονότων της 27ης Φεβρουαρίου 1983 από τον βουλευτή επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, Γεώργιο Μαύρο.
▩ Βασίλης Βαμβακάς - Παναγής Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό (Αθήνα 2010, εκδ. Το Πέρασμα). Συλλογικό έργο για τη δεύτερη φάση της Μεταπολίτευσης. Το λήμμα «πραξικόπημα» (σ.481-3) υπογράφεται από κάποιον Χρύσανθο Δημ. Τάσση κι αποτελεί, σχεδόν στο σύνολό του, αντιγραφή παλιότερου άρθρου του «Ιού» («Τα τανκς της Μεταπολίτευσης. Επίδοξοι πραξικοπηματίες 1974-1983», «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 22/7/2017, σ. 41-43).
ΕΦ-ΣΥΝ
«Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι ο μόνος άνθρωπος που θα σκότωνα με τα ίδια μου τα χέρια. Δεν είναι Ελληνας, ούτε καν ανθρώπινο πλάσμα»
Ευάγγελος Αβέρωφ (υπ. Αμυνας), προς τον Αμερικανό πρέσβη Τζακ Κιούμπιτς, 11.1974
Ηταν η τελευταία φορά που μια απόπειρα πραξικοπήματος απασχόλησε χιλιάδες ανθρώπους, έγινε πρωτοσέλιδο στον ελληνικό Τύπο και προκάλεσε σφοδρές αντιπαραθέσεις στη Βουλή.
Το μεσημέρι της Κυριακής 27ης Φεβρουαρίου 1983, οι κομματικές οργανώσεις του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ και του ΚΚΕ Εσωτερικού ειδοποιήθηκαν από την κυβέρνηση να πάρουν μέτρα για το ενδεχόμενο στρατιωτικού κινήματος μέσα στις επόμενες ώρες.
Με τις συνακόλουθες φήμες να γιγαντώνονται από στόμα σε στόμα, τα δελτία ειδήσεων της κρατικής τηλεόρασης έσπευσαν στις 6 μ.μ. να καθησυχάσουν το κοινό, εξηγώντας πως η όλη κινητοποίηση δεν υπήρξε παρά μια απλή «άσκηση ετοιμότητας».
Ακολούθησαν δραστικές μεταβολές στην ηγεσία του στρατεύματος, με άμεση αντικατάσταση τριών από τους τέσσερις σωματάρχες, 29 στρατηγών, 52 ταξιάρχων και 100 συνταγματαρχών.
Το σήμα της CIA
Τι είχε ακριβώς συμβεί; Ο φιλοκυβερνητικός Τύπος των επόμενων ημερών αναπαρήγαγε ημιεπίσημες διαρροές για πληροφορίες περί σχεδιαζόμενου φιλοβασιλικού πραξικοπήματος, για ύποπτες επαφές «σταγονιδίων» με «τοπικά ακροδεξιά στοιχεία» σε μονάδες της Β. Ελλάδας, ακόμη και για «“προνουντσιαμέντο” υψηλόβαθμων αξιωματικών σε μονάδες του Εβρου» (με ειδική αναφορά στο 31ο Σ.Π. της Ορεστιάδας).
Ως πηγή των πληροφοριών κατονομάζονταν η ΚΥΠ, η Ασφάλεια, το Α2 του ΓΕΣ, τα Α2 του Β' και Δ' Σ.Σ., ακόμη και η ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο.
Αρκετά διαφορετική εικόνα προκύπτει από σημείωμα του Πέτρου Μολυβιάτη, γραμματέα του τότε προέδρου Κωνσταντίνου Καραμανλή (1/3/1983).
Το απόγευμα της 26ης Φεβρουαρίου διαβάζουμε, ο υφυπουργός Αμυνας Αντώνης Δροσογιάννης ενημέρωσε τον Καραμανλή πως «υπήρχαν πληροφορίες ότι το βράδυ της επομένης θα γινόταν απόπειρα συλλήψεως του προέδρου και του πρωθυπουργού, καταλήψεως του Πενταγώνου κ.λπ.».
Πηγή των πληροφοριών δεν ήταν όμως ούτε η ΚΥΠ ούτε η πρεσβεία του Λονδίνου, αλλά ο σταθμάρχης της CIA στην Αθήνα, που παρέδωσε στην κυβέρνηση και σχετικό ανυπόγραφο έγγραφο (Αρχείο Καραμανλή, τ. 12, σ. 272).
Το non paper του σταθμάρχη εντοπίστηκε στο ίδιο αρχείο (Φ. 64Β, φ. 366), είναι συνταγμένο στα αγγλικά και δημοσιεύεται για πρώτη φορά εδώ:
«ΑΠΟΡΡΗΤΟ
26 Φεβρουαρίου 1983
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: Πιθανή απόπειρα πραξικοπήματος
1. Λάβαμε την παρακάτω αναφορά από το εξωτερικό, αλλά δεν έχουμε τρόπο να προσδιορίσουμε τη φερεγγυότητά της.
2. Απόπειρα πραξικοπήματος θα λάβει χώρα τις πρώτες πρωινές ώρες της Δευτέρας 28 Φεβρουαρίου. Αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων θα συγκεντρωθούν σε διάφορα σημεία τη νύχτα της Κυριακής 27 Φεβρουαρίου και θα προσπαθήσουν να ελέγξουν το αρχηγείο των ενόπλων δυνάμεων στο Πεντάγωνο κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της Δευτέρας 28 Φεβρουαρίου. Τανκς από την Αυλώνα θα υποστηρίξουν αυτή την προσπάθεια. Η αστυνομία και στρατιωτικές μονάδες θα προσπαθήσουν να συλλάβουν τον Πρόεδρο, τον Πρωθυπουργό και άλλους. Ο τέως βασιλιάς είναι κατά κάποιον τρόπο αναμειγμένος.
3. Λυπούμαστε που δεν έχουμε περαιτέρω πληροφορίες».
Λίγες μέρες μετά (5/3), η Διεύθυνση Πληροφοριών της CIA συνέταξε πολυσέλιδη έκθεση για τις σχέσεις του Παπανδρέου με τον στρατό, η οποία έχει αποχαρακτηριστεί μόνο εν μέρει (Ιγνατίου-Ευρυβιάδης 2010, σ. 355-79· για την ημερομηνία: www.foia.cia.gov).
Μεταξύ άλλων, απόρρητες παραμένουν οι τρεις μεγάλες παράγραφοι που προηγούνται της τελικής εκτίμησης της υπηρεσίας για τις περιορισμένες πιθανότητες «επιτυχημένης στρατιωτικής επέμβασης» (σ. 378-9).
Ερωτήματα προκαλεί και η εμφανής λογοκρισία του τίτλου της έκθεσης, με απάλειψη ενός μάλλον κρίσιμου ουσιαστικού («Papandreou and the Military [...]»).
Δεν ήταν, φυσικά, η πρώτη φορά που οι αμερικανικές υπηρεσίες ασχολούνταν μ’ αυτό το ζήτημα, κατά την εύθραυστη μετάβαση από το «κράτος της Δεξιάς» στην «κυβέρνηση της Αλλαγής».
Οπως διαπιστώνουμε από τις εκθέσεις της τριετίας 1979-1981 που παραθέτουν στο βιβλίο τους οι Ευρυβιάδης και Ιγνατίου, επανειλημμένα είχε εξεταστεί η πιθανότητα επέμβασης του στρατού για να αποτραπούν τα ενδεχόμενα ανόδου του Παπανδρέου στην εξουσία (σ. 197-8), ριζοσπαστικοποίησης της κυβέρνησής του (σ. 241) ή ρήξης του με τον πρόεδρο Καραμανλή, κατεξοχήν εγγυητή των δυτικών συμφερόντων στη χώρα (σ. 305).
Παρά τις προσεκτικές διατυπώσεις, τα διαθέσιμα κείμενα είναι προφανές ότι αντανακλούν έναν ενδοϋπηρεσιακό προβληματισμό (σ. 304-9).
Εξίσου καθοριστικός υπήρξε και ο παιδευτικός χαρακτήρας τους, μέσω επιλεκτικών «διαρροών» προς τον ίδιο τον Αντρέα στις παραμονές των εκλογών του 1981 (σ. 311-5).
Η συγκυρία κατά την οποία επιδόθηκε η παραπάνω «προειδοποίηση» δεν φαίνεται, τέλος, καθόλου τυχαία. Μόλις είχε ολοκληρωθεί η επίσκεψη του Σοβιετικού πρωθυπουργού Νικολάι Τιχόνοφ στην Αθήνα (21-24/2), η πρώτη του είδους στην ελληνική Ιστορία.
Οι ελληνοαμερικανικές διαπραγματεύσεις για τις βάσεις βρίσκονταν επίσης σε κρίσιμη καμπή, με την κυβέρνηση Παπανδρέου ν’ απαιτεί σαν... ενοίκιο τη διασφάλιση ετήσιας στρατιωτικής βοήθειας 1 δισ. δολαρίων, αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους και προνομιακή μεταχείριση των ελληνικών εξαγωγών στις ΗΠΑ - όρους που η Ουάσινγκτον αρνούνταν επίμονα να ικανοποιήσει.
Η λαϊκή κινητοποίηση
Αν κάτι διαφοροποιεί την «απόπειρα» του 1983 από εκείνες των προηγούμενων χρόνων, αυτό ήταν η κινητοποίηση των οργανωμένων δυνάμεων του ΠΑΣΟΚ και της Αριστεράς.
Σύμφωνα με το σημείωμα Μολυβιάτη, μετά την ενημέρωσή του ο Καραμανλής σύστησε τηλεφωνικά στον Παπανδρέου «να μην αποδοθεί υπερβολική σημασία στις πληροφορίες (παρόμοιες των οποίων είχε πολύ συχνά και ο ίδιος ως πρωθυπουργός) και να μη ληφθούν εξαιρετικά ή εμφανή μέτρα. Το μόνο που θα μπορούσε να γίνει θα ήταν μια διακριτική ενίσχυση της φρουρήσεως του προέδρου και του πρωθυπουργού, αφού αυτοί εφέροντο ως στόχοι».
Οι συμβουλές του όμως δεν εισακούστηκαν. Πιθανότατα επειδή, όπως εξηγούμε παραδίπλα, ο «εθνάρχης» είχε ήδη καταφύγει επανειλημμένα στο φόβητρο του στρατού για ν’ αποτρέψει ανεπιθύμητες μεταρρυθμίσεις.
Η κυβερνητική αντίδραση κλιμακώθηκε σε τρεις φάσεις.
Το Σάββατο (26/2) κηρύχθηκε επιφυλακή στα Σώματα Ασφαλείας και το επόμενο βράδυ επεκτάθηκε στις ένοπλες δυνάμεις.
Κάποια στρατόπεδα κυκλώθηκαν διακριτικά από τη χωροφυλακή, ο δε υφυπουργός Αμυνας Παυσανίας Ζακολίκος στάλθηκε νυχτιάτικα στη Θεσσαλονίκη για «επιθεώρηση» των στρατιωτικών μονάδων της Β. Ελλάδας.
Στο μεσοδιάστημα οι ηγεσίες των δυο ΚΚΕ ειδοποιήθηκαν να πάρουν τα μέτρα τους, ενώ ο μηχανισμός του ΠΑΣΟΚ κινητοποιήθηκε για να ελέγξει κρίσιμες κρατικές υπηρεσίες, να προστατέψει τα κομματικά γραφεία και να εποπτεύει τις κατά τόπους στρατιωτικές μονάδες.
Στο Αριστοτέλειο, ο πρόεδρος της ΦΕΑΠΘ (και στέλεχος της ΠΑΣΠ) Αλεξανδρίδης ενημέρωσε τους συγκεντρωμένους πως «υπάρχει κίνηση κατώτερων αξιωματικών του στρατού» αλλά «η κατάσταση ελέγχεται».
Τα μεσάνυχτα της Κυριακής και το μεσημέρι της Δευτέρας, περίπου χίλια μέλη της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς διαδήλωσαν μαχητικά στους δρόμους της συμπρωτεύουσας.
Στον νομό Ηρακλείου, διαβάζουμε τέλος στην «Ελευθεροτυπία» (1/3), πολλοί από τους συγκεντρωμένους στις πλατείες κράδαιναν τα κυνηγετικά τους όπλα.
Δεν έλειψαν και κάποια ευτράπελα, όπως αυτό που κατέγραψε το «Εθνος» (1/3):
«Στέλεχος τοπικής κομματικής οργάνωσης (στην Καλλιθέα) ειδοποιήθηκε “αρμοδίως” να σπεύσει στα γραφεία της οργάνωσης και ή να καταστρέψει το κομματικό αρχείο ή να το φυγαδεύσει σε μέρος ασφαλές. Επειδή όμως, πάνω στην ταραχή του, το στέλεχος έχασε τα κλειδιά του γραφείου, αποφάσισε να σπάσει την πόρτα και να μπει. Ο θόρυβος από τα χτυπήματα ήταν μεγάλος, οι περίοικοι ξεσηκώθηκαν, τον πέρασαν για διαρρήκτη, έβαλαν ομαδικά τις φωνές και ειδοποίησαν την αστυνομία». Ο «κακοποιός» συνελήφθη και «χρειάστηκαν τρίωρες διαβουλεύσεις για να ξεμπλέξει και να πάει σπίτι του».
Κατόπιν εορτής, η κυβέρνηση έσπευσε να διαψεύσει τις φήμες.
«Δεν υφίσταται κανένας λόγος ανησυχίας», δήλωσε αργά τη νύχτα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Μαρούδας· «δεν πρέπει να δίνονται οποιεσδήποτε προεκτάσεις και ερμηνείες» σ’ ένα «σύνηθες γεγονός», όπως η τρέχουσα «άσκηση περιορισμένης ετοιμότητας».
Ταυτόχρονα έγινε γνωστό ότι πρωθυπουργός δειπνούσε με τον Αμερικανό πρέσβη Μόντιγκλ Στερνς, που έμεινε στο Καστρί ώς αργά τη νύχτα.
Την επομένη, ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα δηλώσει επίσημα πως «οι ΗΠΑ είναι αντίθετες σε κάθε προσπάθεια ανατροπής της δημοκρατικής κυβέρνησης της Ελλάδας», μολονότι «δεν είναι ακόμη σαφές τι ακριβώς συνέβη το Σαββατοκύριακο».
Η αντίδραση της Δεξιάς
Εμφανώς ενοχλημένος, ο Καραμανλής πήγε το πρωί της Κυριακής για γκολφ, χαρακτηρίζοντας «βλακείες» τον όλο θόρυβο.
Ο εκνευρισμός του αποτυπώνεται και στο σημείωμα με τη δική του εκδοχή για την επόμενη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό (1/3):
«Αφού συζητήσαμε ολίγον το φημολογηθέν πραξικόπημα και διαπιστώσαμε ότι οι σχετικές διαδόσεις ήταν αβάσιμες, του είπα ότι υπήρξε μεγάλο σφάλμα από μέρους του να αγνοήσει τις συστάσεις μου και να μεγαλοποιήσει το θέμα με αδικαιολόγητες κινητοποιήσεις. Το παρεδέχθη και μου έδωσε εξηγήσεις για την υπερβολική νευρικότητα της Κυβερνήσεως» (όπ.π., σ. 273).
Ακόμη επιθετικότερη ήταν η Ν.Δ. Ο κοινοβουλευτικός της εκπρόσωπος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και 20 βουλευτές κατέθεσαν επερώτηση, υποστηρίζοντας πως «η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κατέλυσε το έννομο κράτος, που στηρίζεται στο Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας, και το υποκατέστησε από το κράτος του κόμματος»:
«Η περιορισμένη επιφυλακή που διατάχτηκε στα Σώματα Ασφαλείας και στις Ενοπλες Δυνάμεις ήταν κατά τη φρασεολογία κυβερνητικών εφημερίδων “επιφυλακή πυρήνων”. Αυτό σημαίνει επιφυλακή που έγινε με προσωπικά κριτήρια των πράγματι ή υποτιθέμενων ημετέρων. Και ταυτόχρονα τα κόμματα της Ακρας Αριστεράς και προπαντός το ΠΑΣΟΚ, με εντολή ή τουλάχιστον ανοχή του προέδρου της κυβερνήσεως, κατέλαβαν με οργανωμένους πυρήνες τα νευραλγικά κέντρα του κράτους και σε μερικές περιπτώσεις ήλεγξαν ακόμη και τις εξόδους στρατιωτικών μονάδων»· ενέργεια που «αποτελεί άρνηση της Δημοκρατίας και απροκάλυπτη και ωμή εφαρμογή ολοκληρωτικών μεθόδων», γεννά δε την «εύλογη υπόνοια» «ότι μπορεί να ήταν» και «δοκιμή επιβολής Δικτατορίας από το Κυβερνών Κόμμα» (Πρακτικά Βουλής, 4/3/1983, σ.4625).
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η αγόρευση του Μητσοτάκη (4/3):
«Εδόθη η εντύπωση ότι η προστασία της Δημοκρατίας, σε περίπτωση που τυχόν θα κινδύνευε, επαφίεται σε οργανωμένες κομματικές ομάδες, πράγμα που σημαίνει ότι το κράτος δεν είναι σε θέση να την προστατέψει. [...] Την Κυριακή το βράδυ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι βέβαιο ότι το Κράτος δεν υπήρξε», γεγονός που προκαλεί την «ανησυχία των πολιτών εκείνων, οι οποίοι συνέβη να μην ανήκουν στα κόμματα εκείνα που εκινητοποιήθησαν και τα οποία, επιτέλους, ήσαν δυναμικά παρόντα εκείνη την ώρα. Οι πολίτες αυτοί είχαν το αίσθημα ότι το Κράτος δεν υπήρχε για να τους προστατέψει τυχόν, εάν παρίστατο ανάγκη. [...] Στη δική μας εκτίμηση τα γεγονότα του περασμένου Σαββατοκύριακου ήταν τα σημαντικότερα τα οποία συνέβησαν μετά τις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981» (σ. 4625-6).
Οταν ο υπουργός Προεδρίας Μένιος Κουτσόγιωργας τόλμησε να θυμίσει ότι, σύμφωνα με το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος, η προστασία της Δημοκρατίας «επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, δικαιωμένων και υποχρεουμένων εις την διά παντός μέσου υπεράσπισή» της απέναντι σε κάθε επίδοξο πραξικοπηματία, ακολούθησε πανδαιμόνιο: ο Ιωάννης Κεφαλογιάννης χαρακτήρισε την επίκληση αυτή «απειλή κατά της Δημοκρατίας», ο δε Μητσοτάκης αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα αν «εναντίον της θελήσεώς του θα ασκήσει το δικαίωμα ο Λαός;» (σ. 4628).
Αγρια βασανισμένος ο ίδιος από τη χούντα, ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ θα τους αποστομώσει ωστόσο με την υπενθύμιση ότι «το 1967 από το κράτος προήλθε το πραξικόπημα, η δικτατορία, που βρήκε την τότε ΕΡΕ και σήμερα Ν.Δ. στον ύπνο. Και δεν είναι δυνατό να δεχθούμε τις συνταγές της Ν.Δ. για το θέμα της αντιμετώπισης των οποιωνδήποτε κινδύνων» (σ. 4630).
Η πιο εύστοχη ερμηνεία των αντιδράσεων της Ν.Δ. διατυπώθηκε ίσως από τον Πέτρο Ευθυμίου, συνεργάτη τότε του Κώστα Λαλιώτη στο υφυπουργείο Νέας Γενιάς:
«Η Δεξιά», έγραφε στο «Αντί» (4/3/1983), «νοιώθει να χάνει την πρωταρχική σύμβαση, η οποία της επέτρεψε μέχρι σήμερα να είναι σχετικά “ψύχραιμη” προς το ΠΑΣΟΚ, την πεποίθησή της δηλαδή ότι σε “τελευταία ανάλυση” έχει πάντα ως εφεδρεία τις δυναμικές “λύσεις”. Δεν αγωνιά για την τύχη της Δημοκρατίας από το ολοκληρωτικό ΠΑΣΟΚ, αλλά από τη δικιά της αδυναμία να ελπίζει στο δικό της ολοκληρωτισμό».
Τέλος εποχής
Οπως διαπιστώνουμε από το Αρχείο Καραμανλή, μετά την «άσκηση» του 1983 έπαψαν οριστικά οι επικλήσεις της «ανησυχίας» του στρατού από τον εθνάρχη.
Εξίσου ξαφνικά σταμάτησαν, όμως, και οι δημόσιες αναφορές του Παπανδρέου στην απαίτηση «ενοικίου» 1 δισ. για τις αμερικανικές βάσεις.
Η λαϊκή κινητοποίηση για την προστασία της δημοκρατίας παραχώρησε, επίσης, τη θέση της σε πιο επαγγελματικούς μηχανισμούς: η τρίτη και τελευταία «άσκηση» της δεκαετίας υπήχθη θεσμικά στο υφιστάμενο «σχέδιο Ξενοκράτης» (1984).
Οσο για το βαθύ κράτος, δεν άργησε καθόλου να βρει μια θέση στην καινούρια συναίνεση.
Πριν ολοκληρωθεί καλά-καλά η αντιδικτατορική «άσκηση» του 1983, μια αλυσίδα δημοσιευμάτων στον κυβερνητικό Τύπο (με πρωτοπόρα «Τα Νέα» της 29/2 και 3/3) ανέλαβε να εξηγήσει στο αναστατωμένο κοινό ποιος ήταν ο πραγματικός εχθρός που απειλούσε τη δημοκρατική νομιμότητα: όχι κάποιοι επίδοξοι πραξικοπηματίες αλλά οι «κουκουλοφόροι» αγωνιστές φαντάροι που υπονόμευαν την πειθαρχία του στρατεύματος, διεκδικώντας αξιοπρεπείς συνθήκες θητείας και τον σεβασμό των συνταγματικών δικαιωμάτων τους.
Ο εθνάρχης και το φόβητρο του λοχία
Η 26η Φεβρουαρίου 1983 δεν ήταν η πρώτη φορά που η νεαρή κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ βρέθηκε αντιμέτωπη με την απειλή στρατιωτικού πραξικοπήματος. Το φόβητρο των ενόπλων δυνάμεων επιστρατεύθηκε επανειλημμένα το 1981-82 από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως μέσο πίεσης προς τον Ανδρέας Παπανδρέου. Ορισμένες απ’ αυτές τις «προειδοποιήσεις» παρατίθενται στο δημοσιευμένο «Αρχείο Καραμανλή», ακόμη πιο εύγλωττα είναι ωστόσο τα αποσπάσματα των διαβουλεύσεων των δύο πολιτικών που οι επιμελητές της έκδοσης προτίμησαν ν’ αποσιωπήσουν.
Η άγνωστη 21η Απριλίου
Η ιστορία μας ξεκινά την 21η Απριλίου 1981. Εξι μήνες πριν από την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, ο πρόεδρός του παρέδωσε στον γενικό γραμματέα του Καραμανλή, Πέτρο Μολυβιάτη, σημείωμα που είχε «από έγκυρη αμερικανική πηγή», σύμφωνα με το οποίο στις 23 Φεβρουαρίου είχε επιχειρηθεί πραξικόπημα από εν ενεργεία και απόστρατους αξιωματικούς, δίχως η κυβέρνηση Ράλλη ν’ ανακοινώσει το παραμικρό (Φ.63Β, φ.196).
Η σιβυλλική απάντηση του Μολυβιάτη, όπως αποτυπώνεται σε σχετικό «σημείωμά» του (Φ.63Β, φ.199-200), σίγουρα δεν μείωσε την ανασφάλεια του μελλοντικού πρωθυπουργού:
«Απήντησα ότι δεν είμαι σε θέση να σχολιάσω τη συγκεκριμένη αυτή πληροφορία, αλλά θα ήθελα με την ευκαιρία να του πω ότι ο κ. Πρόεδρος είναι ανήσυχος γιατί πιστεύει ότι η αυξανόμενη διεθνής ένταση (του ανέλυσα το Πολωνικό) θα δημιουργήσει τάσεις ενθαρρύνσεως δικτατορικών καθεστώτων σε χώρες όπου η δημοκρατία θεωρείται επισφαλής (Τουρκία, Ισπανία, Πορτογαλία). Γι’ αυτό και ο κ. Πρόεδρος φροντίζει ήδη να διαμορφώσει έτσι την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας ώστε να υπάρχει εγγύηση νομιμοφροσύνης».
Επί της ουσίας, αυτό που αποσπάστηκε ήταν η νομιμοφροσύνη του ίδιου του Αντρέα, που έσπευσε να δηλώσει «ότι τον ανακουφίζει και τον ικανοποιεί η πληροφορία ότι ο κ. Πρόεδρος ασχολείται με το θέμα της στρατιωτικής ηγεσίας. “Δεν υπάρχει σήμερα, είπε, κανένας Ελληνας συμπεριλαμβανομένου και εμού που να μπορεί να αντικαταστήσει τον κ. Καραμανλή στον ρόλο αυτό του εγγυητού της Δημοκρατίας και της ομαλότητος. Είμαι αποφασισμένος όχι μόνο να μην τον θίξω σε τίποτε, ακόμα και όταν αναφέρομαι στην τελευταία πρωθυπουργία του, αλλά και να κάνω ό,τι μπορώ για να ενισχύσω ακόμα περισσότερο το κύρος του”».
Ενάμιση μήνα μετά, ο υπουργός Αμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ ανακοίνωσε πως «ολίγοι άφρονες απόστρατοι» είχαν σχεδιάσει πραξικόπημα για τη νύχτα της 1ης Ιουνίου, αλλά αναδιπλώθηκαν όταν κηρύχθηκε από το ΥΠΕΘΑ «άσκηση ετοιμότητας».
Ο Αντρέας υποστήριξε ότι «δεν συνέβη τίποτα» κι έκανε λόγο για κυβερνητικό «σίριαλ κινδυνολογίας».
Από τα αποχαρακτηρισμένα αμερικανικά αρχεία προκύπτει πάντως ότι, όχι μόνο είχε ενημερωθεί από τον πρωθυπουργό, αλλά και ενημερώσει ο ίδιος την πρεσβεία (Ευρυβιάδης-Ιγνατίου 2010, σ.98).
Τελική κατάληξη του «σίριαλ» υπήρξε, όπως έχουμε γράψει και παλιότερα στον «Ιό» (22/7/2007), η συνομολόγηση του ελληνικού «ιστορικού συμβιβασμού» μεταξύ Παπανδρέου και Καραμανλή για τα όρια της πολιτικής αλλαγής του 1981.
Εκτός από τα δημοσιευμένα ντοκουμέντα του Αρχείου Καραμανλή, αποκαλυπτικό για την όλη διαδικασία είναι ένα σημείωμα του Μολυβιάτη, για τη συνομιλία του με τον νέο πρωθυπουργό στις 13/11/1981 (Φ.63Β, φ.225-226).
«Ο κ. Παπανδρέου», διαβάζουμε, «αναφέρθηκε στις Ενοπλες Δυνάμεις, λέγοντας ότι είναι ικανοποιημένος από την κατάσταση που επικρατεί σ’ αυτές και από τη συνεργασία του με την ηγεσία τους. Παρατήρησα ότι γενικά είναι καλή η κατάσταση των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά πρόσφατα υπήρξε κάποια δυσφορία στον Στρατό όταν ετέθη το θέμα της αναγνωρίσεως της Εθνικής Αντιστάσεως και του επαναπατρισμού των προσφύγων. Ο κ. Παπανδρέου απήντησε ότι είχε διαισθανθεί και ο ίδιος τη δυσφορία αυτή και με εβεβαίωσε ότι πάντως δεν πρόκειται να επαναπατρισθούν οι πρόσφυγες των Σκοπίων γιατί η Κυβέρνησή του δεν θέλει με κανένα τρόπο να δημιουργήσει μια νέα μειονότητα».
Η πρώτη «άσκηση»
Η πίεση κλιμακώθηκε μετά τις πρώτες νομοθετικές πρωτοβουλίες του ΠΑΣΟΚ. Στις 31 Μαΐου 1982 ο Μολυβιάτης μετέφερε στον πρωθυπουργό «την παρατήρηση του Κυρίου Προέδρου ότι στη Δημοκρατία δεν μπορούν να γίνουν ακινδύνως για το Πολίτευμα επαναστατικές μεταρρυθμίσεις», μνημονεύοντας ειδικά τα νομοσχέδια που είχαν κατατεθεί στη Βουλή για τα συνδικάτα (Ν.1264/82) και τα ΑΕΙ (Ν.1268/82).
Από το δημοσιευμένο κείμενο του «σημειώματός» του για τη συνάντηση (τ.12, σ.195-6) έχει απαλειφθεί μια παράγραφος, όπου επικαλείται τον στρατό ως αντίβαρο στον υπερβολικό εκδημοκρατισμό:
«Ανέφερα στον Κύριο Παπανδρέου ότι ο Κύριος Πρόεδρος έχει πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες παληοί και νέοι απόστρατοι άρχισαν και πάλι να κινούνται συνωμοτικά, με στόχο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Πρωθυπουργό. Ο Κύριος Πρόεδρος έχει επίσης πληροφορίες ότι υπάρχει κάποια γκρίνια στις Ενοπλες Δυνάμεις, σε μικρή πάντως έκταση, για τη δραστηριότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος, για τα προγράμματα της τηλεοράσεως και λοιπά. Και θα ήθελε ο Κύριος Πρόεδρος να επισημάνει στον Κύριο Πρωθυπουργό το γεγονός ότι οι Ενοπλες Δυνάμεις, λόγω αγωγής αλλά και παραδόσεως, έχουν ηυξημένη ευαισθησία στα θέματα του κομμουνισμού και των εξωτερικών μας σχέσεων.
Ο Κύριος Πρωθυπουργός απήντησε ότι, από το περασμένο Σάββατο, έχει κι εκείνος την πληροφορία περί συνωμοτικών κινήσεων αποστράτων αξιωματικών, οι οποίοι μάλιστα έχουν διασυνδέσεις και με εν ενεργεία αξιωματικούς και ότι πράγματι στόχος τους είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο ίδιος. Προσέθεσε ότι γνωρίζει τα ονόματά τους και ότι προτίθεται τους μεν εν ενεργεία να εξουδετερώσει με μεταθέσεις, τους δε αποστράτους να θέσει υπό παρακολούθηση»
(Φ.64Β, φ.292-293).
Η απάντηση της κυβέρνησης ήρθε αυθημερόν, με μια ολονύχτια «άσκηση ετοιμότητας» που ο Αντρέας συντόνισε από το Πεντάγωνο. Εμπιστοι αξιωματικοί εγκαταστάθηκαν ως «σύνδεσμοι» στην ΕΡΤ και τον ΟΤΕ, ενώ μια προγραμματισμένη επίσκεψή του στο στρατόπεδο των ειδικών δυνάμεων στο Μεγάλο Πεύκο ματαιώθηκε «λόγω καιρού».
Τη συνέχεια της υπόθεσης παρακολουθούμε από ένα λογοκριμένο σημείωμα του Καραμανλή για τη συνάντησή του με τον Παπανδρέου στις 3 Ιουνίου (Φ.64Β, φ.297-298):
«Του είπα ότι η αποθράσυνση των κομμουνιστών, που συγχέονται στη βάση με την αριστερά του ΠΑΣΟΚ, προκαλεί εύλογες ανησυχίες στον λαό και ιδιαίτερα στις Ενοπλες Δυνάμεις.
Η αναμόχλευση του παρελθόντος με πορείες και μνημόσυνα, η προσπάθεια παραχαράξεως της ιστορίας της χώρας, σε συνδυασμό με τον διασυρμό παντός ό,τι έχει σχέση με την εθνική μας παράδοση, που γίνεται μάλιστα μέσω Τηλεοράσεως, αποδεικνύουν ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι αδιόρθωτο και πρέπει να απομονωθεί.
Του υπενθύμισα μάλιστα ότι όσες φορές είχαμε εκτραπεί από το πολίτευμα τις είχαμε εξ αιτίας της υπονομευτικής συμπεριφοράς του ΚΚΕ.
Ο Πρωθυπουργός παραδέχθηκε τα παραπάνω και μου είπε ότι ήδη ευρίσκεται σε οξεία αντίθεση με το ΚΚΕ και ότι ευτυχώς αυτό άρχισε να το κατανοεί και το κόμμα του. Και προσέθεσε ότι είναι ατύχημα που τόσο το ΚΚΕ όσο και το ΑΚΕΛ είναι τυφλά όργανα της Μόσχας, η οποία και καθορίζει την πολιτική τους στα εθνικά μας θέματα».
Εξίσου αποκαλυπτικός είναι και ο Μολυβιάτης, σε σημείωμά του για τη συνομιλία του με τον Αντρέα στις 7 Ιουνίου (Φ.64Β, φ.307-308):
«Είπα στον Κύριο Παπανδρέου ότι ο Κύριος Πρόεδρος μου έχει αναθέσει να τον πληροφορήσω ότι, από έρευνα που έκανε ο ίδιος, διαπίστωσε ότι το περιστατικό της περασμένης Δευτέρας είχε ευρύτερες διαστάσεις. Οτι παρατηρείται μια έξαρση της συνωμοτικής δραστηριότητος με το επιχείρημα του κομμουνιστικού κινδύνου. Οτι θα πρέπει, χωρίς να πανικοβαλλόμεθα, να φυλαγόμαστε. Και χωρίς να λαμβάνουμε έκτακτα μέτρα, που θα χειροτέρευαν την κατάσταση, να εντείνουμε την παρακολούθηση των υπόπτων.
Για το θέμα αυτό ο Κύριος Πρόεδρος είναι σε επαφή με τον Κύριο Σκουλαρίκη. Ο Κύριος Πρωθυπουργός κράτησε σημείωση των πληροφοριών αυτών και συμφώνησε με τον τρόπο αντιμετωπίσεως της καταστάσεως που υποδεικνύει ο Κύριος Πρόεδρος. Είπα, στη συνέχεια, στον Κύριο Παπανδρέου ότι ο Κύριος Πρόεδρος παρακαλεί να ενημερωθεί εγκαίρως για τον ανασχηματισμό της Κυβερνήσεως και να συνεννοηθεί με τον πρωθυπουργό για τα Υπουργεία Εξωτερικών, Αμύνης και Δημοσίας Τάξεως. Γιατί έχει και ο ίδιος ευθύνες, αλλά [είναι] και θέμα προσωπικής του ασφαλείας.
Ο Κύριος Παπανδρέου απήντησε ότι περί τις 20 του τρέχοντος μηνός θα ζητήσει να συναντήσει τον Κύριο Πρόεδρο για να συνεννοηθεί οπωσδήποτε μαζί του για το θέμα αυτό».
Στόχος ο Καραμανλής;
Αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης (ΕΚ-ΝΔ) στην πρώτη μεταχουντική Βουλή και βουλευτής επικρατείας του ΠΑΣΟΚ μετά το 1981, ο Γεώργιος Μαύρος ήταν ένας από τις ελάχιστους πολιτικούς που ενημερώθηκαν προσωπικά από την κυβέρνηση, το απόγευμα της 27/2/1983, για την «άσκηση ετοιμότητας». Δυο μέρες μετά, ενημέρωσε με τη σειρά του τον Βούλγαρο πρέσβη Νικολάι Τοντόροφ.
Η μαρτυρία του, όπως καταγράφηκε στο ημερολόγιο του τελευταίου (Николай Тодоров, Дневник, 1966-1998, Σόφια 2007, τ.Α', σ. 1183-4):
«1. Αναφέρεται με ειρωνεία στον ίδιο τον όρο “άσκηση”. Γι’ αυτόν ήταν επίδειξη δύναμης του Α. Παπανδρέου -ν’ αποδείξει ότι ελέγχει την κατάσταση στη χώρα, του στρατού συμπεριλαμβανομένου. Εκτός αυτού, πως είναι έτοιμος να αντιπαρατεθεί σε ενέργειες αυτού του είδους· ότι δεν μπορούν, μ’ άλλα λόγια, να κάνουν ατιμώρητα απόπειρες πραξικοπήματος. Αυτό είναι το νόημα της κινητοποίησης της Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένου του ΚΚΕ.
2. Αυτή η επίδειξη πρέπει να τοποθετηθεί στο πλαίσιο των σχέσεων Καραμανλή - Παπανδρέου. Ο Καραμανλής αντιτίθεται αλλά και καθυστερεί, τρενάρει την υπογραφή των διαταγμάτων. Ο Γ. Μαύρος μού έφερε ως παράδειγμα ότι ο στρατηγός Βορηάς, που ο Παπανδρέου αποστράτευσε, διατηρήθηκε από τον Καραμανλή στην προεδρική αυλή. Στόχος του είναι να διατηρήσει τις σχέσεις του με το σώμα των ανώτατων αξιωματικών και να συντηρήσει την πεποίθηση ότι ο στρατός απολαμβάνει της ευμένειάς του.
3. Τούτη τη φορά, ωστόσο, ο Κ. Καραμανλής έδωσε αμέσως τη συγκατάθεσή του για τις αποστρατείες. Ο Α. Παπανδρέου επέμεινε ν’ απαλλαγούν των καθηκόντων τους οι φιλοβασιλικοί ανώτατοι αξιωματικοί και ν’ αντικατασταθούν από άλλους πιο ελευθερόφρονες, για να εξισορροπηθεί η επιρροή στον στρατό των φιλοβασιλικών που κατέχουν δεσπόζουσα θέση από την εποχή του Μεταξά.
Αρνηση του Καραμανλή θα προκαλούσε οξύτατη κρίση, η οποία δεν θα μπορούσε να λήξει παρά με κατατρόπωσή του, λόγω της απόλυτης πλειοψηφίας του ΠΑΣΟΚ στη Βουλή.
Αυτό είναι, σύμφωνα με το Γ. Μαύρο, και το μεγάλο λάθος του Παπανδρέου. Επρεπε αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας να περάσει στη Βουλή νόμο για την αφαίρεση των έκτακτων εξουσιών του προέδρου, για να μην καταλήγει κάθε φορά σε τέτοια μέτρα, που αναστατώνουν την ελληνική κοινωνία».
Διαβάστε
▩ Μάριος Ευρυβιάδης - Μιχάλης Ιγνατίου, CIA - Ο απόρρητος φάκελος του Ανδρέα (Αθήνα 2010, εκδ. Α.Α. Λιβάνη). Συλλογή εγγράφων της αμερικανικής πρεσβείας και της CIA για την ελληνική πολιτική σκηνή της Μεταπολίτευσης, με συχνές αναφορές στον ρόλο (και το ενδεχόμενο επέμβασης) του στρατού. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η προεκλογική «εκτίμηση» της 14/9/1981 και η (εν μέρει μόνο αποχαρακτηρισμένη) έκθεση για τις σχέσεις Παπανδρέου-στρατού μετά την «άσκηση ετοιμότητας» του 1983.
▩ Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (επιμ.), «Κωνσταντίνος Καραμανλής. Αρχείο. Γεγονότα και κείμενα» (12 τ., Αθήνα 1997, εκδ. Ιδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής). Επιλεκτική δημοσίευση ενός μέρους του αρχείου του «εθνάρχη», με έκδηλα αγιογραφικές προθέσεις. Παρατίθεται αυτούσιο το σημείωμα Μολυβιάτη της 1/3/1983, αγρίως λογοκριμένα όμως τα ντοκουμέντα που αφορούν προηγούμενες εκβιαστικές επικλήσεις της «ανησυχίας» των στρατιωτικών από τον Καραμανλή.
▩ Николай Тодоров, Дневник, 1966-1998 (2 τ., Σόφια 2007, εκδ. Изток - Запад). Το ογκώδες προσωπικό ημερολόγιο του γνωστού Βούλγαρου ιστορικού, πρέσβη τότε της χώρας του στην Αθήνα. Ενδιαφέρουσα η εμπιστευτική αποτίμηση των γεγονότων της 27ης Φεβρουαρίου 1983 από τον βουλευτή επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, Γεώργιο Μαύρο.
▩ Βασίλης Βαμβακάς - Παναγής Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό (Αθήνα 2010, εκδ. Το Πέρασμα). Συλλογικό έργο για τη δεύτερη φάση της Μεταπολίτευσης. Το λήμμα «πραξικόπημα» (σ.481-3) υπογράφεται από κάποιον Χρύσανθο Δημ. Τάσση κι αποτελεί, σχεδόν στο σύνολό του, αντιγραφή παλιότερου άρθρου του «Ιού» («Τα τανκς της Μεταπολίτευσης. Επίδοξοι πραξικοπηματίες 1974-1983», «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 22/7/2017, σ. 41-43).
ΕΦ-ΣΥΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου