Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Ο λυγμός του Έρωτα

Του Κωστή Μουδάτσου


Εμείς οι γερόντοι τα παλιά πράγματα τα αγαπάμε. Κοιτάζω τους τοίχους και τη φωτιά. Νοιώθω θλίψη αλλά οι αναμνήσεις είναι γλυκύτατες. Στην φαντασία μου έρχονται όμορφες σκέψεις και η σκιά σου με περιτριγυρίζει. Ζήσαμε καλά και η χαρμολύπη χορεύει με την φαντασία μου. Θυμάμαι να στρώνομε το τραπέζι και μες τα χωρατά να κάνομε κουμάντο για τη δουλιά της αυριανής μέρας.

Τώρα έχω να δοκιμάσω φαγητό οχτώ μέρες. Η μεγάλη μας κόρη φτιάχνει τσάι και μοσχομύριστο ζουμί αλλά δεν έχω όρεξη. Κοιτάζω το χαρτί του ταχυδρομείου, με την τελευταία σύνταξη, και διαβάζω το όνομα σου. Θυμάμαι να κάθεσαι, εδώ δίπλα μου, απέναντι από τη φωτιά. Με τα βελονάκια πλέκεις δαντέλες και σιγοκουβεντιάζομε.

Κακά είναι τα γεράματα κι όπως σε σκέφτομαι, τα μάτια μου βουρκώνουν. Δακρύζω και ντρέπομαι να με βλέπει η κόρη μας, μα κι οι γειτόνοι που έρχονται να με δουν. Κατακόκκινα είναι κάθε πρωί αλλά στην φαντασία μου, έρχεται το αρχοντικό σου πρόσωπο, γελαστό και καλοσυνάτο. Ίσως να με περιμένεις, ίσως να θες να σε φιλήσω σαν τότε στα νιάτα μας που κλεφτήκαμε.

Το θυμάσαι; Δακρύζω με παράπονο για την μάταιη ζωή τώρα που το σκέφτομαι αλλά με ευχαριστεί που τότε κάναμε το χατίρι της καρδιάς μας. Τόσα χρόνια μετά διατελώ με παντοτινή αφοσίωση. Κάθε λίγο και λιγάκι το συλλογιέμαι.

Ήταν καλοκαίρι. Αλωνάρης. Εσύ με τα αδέρφια σου στη δουλιά και στη σκόνη. Ένας τακτοποιούσε τα στάρια και οι άλλες λαλούσαν τις αγελάδες που έσερναν το βωλόσυρο. Σκόνη και ζέστη. Ο κύρης σου είχε φτάσει από το κάμπο, που πότιζε τον κήπο, και τα πράγματα φαινόταν λίγο δύσκολα. Μα τα κατάφερες! Στη ζέστη πήρες το σταμνί να πας να γιομίσεις κρύο νερό από τη βρύση. Εγώ σε περίμενα στη ρίζα του πρίνου κρυμμένος και ο κολλητός μου, ο Γ., έβλεπε από την κορυφή του δέντρου κρυμμένος μες στα κλαδιά.

Σαν έφτασες κοντά, καψωμένη και ιδρωμένη, ξυπόλητη και σκονισμένη, φύγαμε για την κρυψώνα μας. Μου είπες ότι άργησες γιατί δεν μπορούσες να αφήσεις τις αδερφές και τον αδερφό σου μόνους στο αλώνι. Εσύ τους μεγάλωνες όλους, μετά που πέθανε η μάνα σου, στη τελευταία γέννα της. Βέβαια, στα ύστερα, τους συνόδεψες πάλι όλους στο τελευταίο ταξίδι.

Μα, ας ξαναρθούμε στα δικά μας χωρίς να γινόμαστε ασυνάρτητοι. Ο φίλος μου, ο Γ., μήνυσε του κυρού σου, τη κλεψά, μα δεν μίλησε. Σκούπισε τα γένια του, έκανε αντήλιο με το χέρι του και κοίταξε προς τον ουρανό. Άχνα δεν έβγαζε. Αυτός ο λιγνός και στεγνός άντρας, που είχε φάει τον πόλεμο με το κουτάλι, δεν μίλησε. Ποτέ δεν μιλούσε εύκολα. Στην κάμερα που έμπαινε πάντα επικρατούσε ησυχία. Με μια ματιά και ένα νεύμα σου έδινε να καταλάβεις τι ήθελε. Που και που άφηνε κάποιο αναστεναγμό που παράλυε την καρδιά. Πάλευε την δυστυχία του και βοηθούσε και τους δυστυχισμένους του χωριού, σαν καλός ποιμένας.

Εμείς είχαμε μόνο το δικό του λογισμό και τι θα πράξει. Ξεκρέμασε από το κλαδί το ράσο και το φόρεσε. Πήγε σπίτι στο χωριό και μετά έφυγε κρατώντας ένα ντρουβά στον ώμο του. Τι να είχε μέσα; Ο φίλος, τον έχασε στα στενά σοκάκια κι ήρθε τρεμάμενος στην κρυψώνα μας. Τι να είχε στο νου του; Τι θα έκανε; Ετοιμαστήκαμε να πάρομε τα βουνά. Δεν θα επέτρεπε τέτοιο γάμο.

Εκείνος μπήκε σε ένα σπίτι και χωρίς να βγει στο δρόμο, ούτε για μια στιγμή, χωρίς να τον δει ανθρώπου μάτι, βγήκε στη πόρτα της μάνας μου. Έβγαλε από το ντρουβά, καθαρά ρούχα και παπούτσια για σένα, τα δώρα του κι ύστερα έδωσε την ευκή του. Με τα πολλά, μας βρήκε η μάνα μου για να μας πει τα καλά μαντάτα της νέας μοίρας. Ας τον κρίνει ο Θεός. Τόσα χρόνια μετά, ποτέ δεν έδωσε δικαίωμα να ανακατευτεί ανάμεσα μας. Σαν του έλεγαν οι καλοθελητές ότι γλεντούσαμε στα καφενεία δεν μιλούσε.

Κάποτε, τις Αποκριές, μασκαρεύτηκα παπάς και ο σύγαμπρος, νεωκόρος, κοροϊδεύοντας τα θεία . Του το είπαν αλλά πάλι δεν μίλησε και ούτε βγήκε στο τσαρσί για να μην συναντηθούμε και αναγκαστεί να πει έστω και μια κουβέντα. Μα βλέπεις, τι αγαθές αναμνήσεις γεννά η φαντασία μου από τα παλιά; Ότι και εάν σκεφτώ στην αγκαλιά σου με φέρνει. Σπουδαίο δεν είναι ότι ξεπερνάει το χρόνο αλλά ότι σφραγίζει τη ζωή και μας χαρακτηρίζει ανεξίτηλα, ακόμη και μια όμορφη στιγμή. Σαν κάποιες από αυτές που ζήσαμε μαζί. Τη μια κλαίω, την άλλη γελάω και μετά με πιάνει ρίγος. Ένα περίεργο ρίγος που δεν ξέρω πώς να περιγράψω.

Φεύγει η φαντασία μου στις πιο όμορφες στιγμές που ζήσαμε. Μα να, έρχεται η κόρη μας με ένα φλιτζάνι τσάι από αρισμαρί. Μου λέει ότι είναι το καλύτερο βοτάνι για την ταλαιπωρημένη μου μνήμη. Σαν δεν με πείθει να πιω, πιάνει μπαμπάκι και μου βρέχει τα χείλη. Δεν θέλω να την στεναχωρώ αλλά μου αντιμιλάει και επιμένει. Αφήνει το μπαμπάκι και πιάνει το κουταλάκι. Αν αφεθώ στα χέρια της θα καλοπερνώ αλλά περισσότερο θέλω να ικανοποιήσω την δικιά μου επιθυμία. Στο νοτισμένο τζάμι βλέπω τη μορφή σου, γαλήνια και χαμογελαστή. Κάτι μου γνέφεις μα δεν το καταλαβαίνω. Μην θυμώνεις. Σηκώνομαι να έρθω προς τα σένα αλλά χάνεσαι στο σκοτάδι. Ολημέρα και οληνύχτα σε έχω στο νου μου.

Μου φαίνεται να έχω γεράσει δυο φορές από την ώρα που έφυγες. Τι έχει στο νου της η κόρη μας και έρχεται πάλι με ένα πιατάκι που μοσκοβολάει ζουμί. Είναι λέει δυναμωτικό κι εγώ έχω εξασθενήσει. Έτσι λέει. Την ευχαριστώ αλλά δεν έχω όρεξη. Με το κουταλάκι προσπαθεί να μου βάλει μια γουλιά στο στόμα. Νοιώθω άσκημα που την στεναχωρώ. Με έπεισε και ήπια δυο γουλιές αλλά της είπα ότι μου χαλά το στομάχι. Για την ώρα κάθισε στο τζάκι, στη φωτιά.

Θυμάσαι που ήταν μικρή. Αδύνατη, ζωηρή αλλά λιγομίλητη. Εγώ, τότε την κατοχή, είχα πάει χωροφύλακας αντί για στρατιώτης. Ήρθατε μαζί, με το λεωφορείο. Δεκατρείς ώρες ταξίδι. Νηστικές και κουρασμένες φτάσατε στο σταθμό αλλά χαρούμενες κρεμαστήκατε στο λαιμό μου. Σας πήγα για φαγητό στην ταβέρνα, δίπλα στην παραλία. Το κορίτσι μας, παράγγειλε μακαρόνια με κιμά. Μόλις έφτασε το πιάτο κι άρχισε να τσιμπολογά, σαν σπουργιτάκι, ένας σεισμός τα γκρέμισε όλα. Τα μακαρόνια χύθηκαν πάνω της κι εγώ όρμησα και σας έβγαλα έξω, στην παραλία. Δεν πρόλαβε να φάει ούτε δυο πιρουνιές.

Τι χαρά όμως έκανε σαν της πουσούνισα ένα ζευγάρι κόκκινα παπουτσάκια, ένα φουστανάκι και μια κούκλα! Θυμάσαι; Σαν ερχόμουν στο χωριό να σας δω αυτά φορούσε πάντα. Μετά έφυγα από το σώμα και ξαναγύρισα στο χωριό. Μου άρεσε να φυτεύομε δέντρα, να πηγαίνομε μαζί στις δουλιές. Ζούσαμε καθαρά, με γέλιο, γιατί στην υπηρεσία δεν άντεχα άλλο την μουχλιασμένη παγωνιά, τους δυσαρεστημένους πολίτες και τους θυμωμένους συναδέλφους. Αυστηρότητα και πειθαρχία. Η μόνη μας έγνοια ήταν να μοιράζομε δυστυχία και κατατρεγμό.

Με τρομάζει να λέω ιστορίες με συναδέλφους, αξιωματικούς και ρουφιάνους. Τι βαρύ που ήταν εκεί ενώ μαζί σας ξυπνούσα χαρούμενος. Φτιάξαμε καινούργιο σπίτι, ανοίξαμε πηγάδια με νερό, ξεχερσώσαμε αγριάδες. Φυτεύαμε, σπέρναμε και θερίζαμε τους κόπους μας. Αγοράσαμε γη, περβόλια κι ελαιώνες. Φτωχή ζωή και κοπιαστική αλλά όλοι μαζί. Συλλογιέμαι και ξανασυλλογιέμαι και αρχίζω να δακρύζω πνίγοντας στο μυαλό μου τις αναμνήσεις.

Έξι άτομα μετρούσε η οικογένεια μας. Μετά ήρθαν οι γάμοι, τα εγγόνια και αργότερα, τώρα στο τέλος, τα δισέγγονα. Όλοι είναι τώρα δίπλα μου. Μα εσύ λείπεις. Κοπέλα μου, ξέρεις πόσα χρόνια μετρούμε μαζί; Εξήντα και βάλε! Και τώρα εσύ έφυγες πρώτη. Είναι πικρό το ποτήριον τούτο. Η λύπη ανακατεύεται με το φιλότιμο. Δεν ταιριάζει. Στο χωριό μας πρώτα φεύγουν οι άντρες μα εσύ βιάστηκες να αλλάξεις την παράδοση.

Μα να, πάλι η κορούλα μας με το τσάι και το ζουμάκι. Στα καλά καθούμενα έρχεται με το κουταλάκι. Το κρύβει, αλλά από μέσα της κλαίει και που και που της ξεφεύγει ένας λυγμός. Χαϊδεμένο μου κοριτσάκι είσαι ένα αγγελούδι αλλά εγώ θέλω να ταξιδέψω σε άλλους κόσμους παρέα με τη μαμά σου. Στους ουρανούς που οι ποταμοί των αστεριών κρύβουν το πρόσωπο της, που προσπαθώ να δω στο νοτισμένο τζάμι. Τρεμοσβήνει και περιμένει σαν να με χαιρετά. Συλλογιέμαι πώς να φτάσω πιο μακριά και από την φαντασία μου!

Τι δεν ζήσαμε στον καιρό μας! Από τους πολέμους, στην ορφάνια και στους κατατρεγμούς. Εμείς όμως κρύβαμε τη φτώχια μας. Οι δυστυχίες ερχόταν πάνω στο κεφάλι μας. Δεν μας απόκαμαν και δεν κρυφτήκαμε από τη ζωή. Σαν ήρθε το φως, το ηλεκτρικό στο χωριό μας, είμαστε από τους πρώτους που αγοράσαμε πλυντήριο. Στην αρχή το φοβόσουνα αλλά σας το έμαθες, μου έλεγες γελώντας ότι ξεκουράστηκες. Αγοράσαμε μηχάνημα να σκάβομε τα αμπέλια και τα χωράφια, ραδιόφωνο και μετά τηλεόραση. Μέχρι και ηλεκτρική κουζίνα πήραμε.

Βάλαμε αντλητικές μηχανές στους κήπους μας. Στρωθήκαμε στη δουλιά και τα βολέψαμε όλα. Ένα χαμόγελο ήταν το σπίτι μας. Καλής πάστας άνθρωποι. Σφίγγαμε την καρδιά στις αναποδιές και πορευτήκαμε όμορφα. Τι ωραία που ήταν τα βράδια που λέγαμε ιστορίες και σε πείραζα αστειευόμενος και συ μου απαντούσες μειδιώντας ότι κόμπους μας δένει η ζωή το σκοινί αλλά εμείς τους λύνομε. Μα τώρα έχω ακόμη ένα κόμπο να λύσω η να κόψω. Μάλλον μου φαίνεται ότι θα τον λύσω κόβοντας και το κόμπο και το σκοινί. Περιμένω το δικό σου νεύμα να έρθω πάλι σιμά σου.

Κοιτάζω την γειτονιά μας. Είναι στιγμές που μου έρχεται ο πόθος σου αλλά είμαι μόνος μου. Μελαγχολώ και θλίβομαι χωρίς εσένα δίπλα μου. Στις αναμνήσεις μου νοιώθω κάτι να με τραβάει και χάνω ότι έχω μπροστά μου. Δεν υπάρχει παρόν. Όλα θυμίζουν εσένα και φεύγω ταξίδια στο παρελθόν. Από τα χρυσά μας χρόνια. Οι λύπες με κουράζουν και η υγεία μου πάει από το κακό στο χειρότερο.

Θυμάσαι την γειτονιά μας; Εκείνο, τον παλιό καιρό που σπούσαμε αμύγδαλα στον οντά. Όλες οι γειτόνισσες καθόταν μαζί σου. Όλες με ένα σιντερένιο ραβδάκι κι εγώ να σας γεμίζω τις μαντήλες με αμύγδαλα από τα τσουβάλια. Καλαμπούρι και χωρατά κι ας φυσούσε ο αέρας και ας τσακωνόταν με τη βροχή. Στο καφενέ με αναζήτησαν και με ανεγογύρεψαν. Στη γωνιά του καφενέ κάναμε τους χασάπηδες με τον συνεταίρο μου.

Εκείνος τους αρμήνεψε και οι παρέες άρχισαν να καταφτάνουν για να δοκιμάσουν αμύγδαλα και να πιουν ρακί. Σε λίγο ο οντάς γιόμισε χωριανούς και το μπουκάλι πηγαινοερχόταν στη νταμιτζάνα. Ο λυράρης ήξερε ένα σκοπουλάκι που πότε έπαιζε αργά και πότε γρήγορα. Εμείς ακούγαμε όπως θέλαμε το σκοπό και χορεύαμε το χορό μας. Στην πλάτη της ξύλινης καρέκλας χόρευα τον πηδηχτό χορό και εσύ έτρεμες μην σπάσει και γκρεμοτσακιστώ.

Στο διπλανό αχύρι, το στάβλο μας, η γαϊδάρα έσπρωξε το πανωπόρτι κι έβγαλε το κεφάλι της στο σκοτίδι περίεργη. Ο Χ., έβλεπε τα μάτια της σαν δυο διαμάντια να λάμπουν στο θαμπό ημίφως της νύχτας. Πήγαμε δυο να φέρομε την γαϊδάρα αλλά εκείνη έστησε αντιπάτι και δεν πήγαινε ένα ζάλο μπρος. Αφού την σηκώσαμε στους ώμους, την φέραμε στη μέση-μέση, στο χοροστάσι, στον οντά.

Γελούσες κι έλεγες «άδικο να σας λάχει, κουζουλοί!» Έβαλα ένα χιράμι ξομπλιαστό στο λαιμό μου κι άρχισα να ψάλω την τελετή του γάμου παντρεύοντας τη γαϊδάρα με τον Χ. Μετά βγήκαμε στα σοκάκια του χωριού . Στη μέση ο γαμπρός και η νύφη και ξοπίσω ο θίασος του γλεντιού. Γύρισα σπίτι μετά από έξι μέρες. Την εβδόμη μέρα. Ήσουν έτοιμη να αρχίσεις τον εξάψαλμό αλλά σου έδειξα την πέρα γειτονιά που ακουγόταν το γκρινιάρικο τραγούδι της Κ. που υποδεχόταν τον Γ. «Άκου την Κ. πως κελαηδεί! Έτσι θα γίνεις και εσύ! Κελαηδήστρα».

Γέλασες με πλατύ χαμόγελο και μου είπες «Άδικο να σου λάχει! Έλα να φάμε, όλοι μαζί και να κάνομε το κουμάντο μας». Σε αγκάλιασα, σε φίλησα κι ο σκοτεινός ορίζοντας έγινε ολογάλανος και φωτεινός. Δεν χόρτανα να σε κοιτάζω, αναγάλλιαζα και μαγευόμουν μαζί σου. Τι όμορφα, τι πανέμορφα ήταν τα χρόνια μας! Πάλι οι αναμνήσεις, οι ζωντανές αναμνήσεις, είναι μπροστά μου και το σήμερα είναι στην σκοτεινιά και την ομίχλη!

Δεν φοβάμαι να μείνω μόνος μου αλλά νοιώθω τη λύπη της δικής σου απουσίας. Μου φαίνεται ότι σε φαντάζομαι σιμά μου και ξαφνικά ξυπνάω και τρομάζω που δεν σε βλέπω δίπλα μου. Κοιτάζω το χαρτί της σύνταξης και διαβάζω το όνομα σου μονολογώντας «πάει αυτή!» Τα λουλούδια στην αυλή τα φροντίζει η κόρη μας και είναι όπως τα άφησες εσύ! Νοιώθω να ζαλίζομαι και θέλω να πέσω στο κρεβάτι μας.

Σε κουράζω με την φαντασία μου. Το ξέρω. Μα τι να κάνω; Τέτοια είναι η στεναχώρια μου που δεν θέλω να κοιτάζω στο μέλλον. Η καρδιά έχει το δικό της ινάτι και με κάνει να ζω μέσα σε ιλίγγους! Απελπίζομαι γιατί κάτι σκεφτόμουν να σου πω αλλά δεν το θυμάμαι. Η μνήμη έχει αρχίσει να με εγκαταλείπει. Η ψυχή μου είναι περίλυπη. Ο καημός και η λύπη θα την κόψουν στα δυο!

Πως να καταφέρω να σε βρω κοπέλα μου; Δεν αντέχει άλλο η καρδιά μου τη δική σου φυγή από κοντά μου. Δεν μπορεί να ταξιδεύει μονάχη της η ψυχούλα σου. Κάνε λίγο υπομονή κοπέλα μου. Πάνω από το πανωπόρτι έχω βάλει ένα μπουκαλάκι με νερό για να δροσίζεται η ψυχούλα σου. Μήτε θνητός, μήτε Θεός μπορεί να μου αλλάξει πορεία. Θα πορευτώ, τη στράτα τη στερνή, βλέποντας το τελευταίο φέγγος του ήλιου να φωτίζει το πρόσωπο σου, στο κοινό μας κοιμητήρι. Μου αρέσει αυτός ο δρόμος γιατί θα βρεθώ ξανά, σιμά στην αγαπημένη μου και θα ξαπλώσω δίπλα της!

Υ.Γ. Σαράντα μέρες από το θάνατο της αγαπημένης παρέδωσε και εκείνος τη ψυχή του για να πάει να την συναντήσει και οι δυο ψυχές να ξαναγίνουν μια! Εσείς που διαβάζεται αυτή την ιστορία μην ξεχνάτε τη φωνή του Έρωτα, ακόμη και την ώρα του θανάτου!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου