Γελωτοποιός
Συνάντησα πριν λίγο το Σολωμό, τον ξεβιδωμένο. Του ‘πιασα κουβέντα μπας και του πάρω καμιά λίρα, αλλά πού να τον καταφέρεις τον σπαγκοραμμένο;
«Hola», μου λέει, «hola, Καραγκιόζιο.»
«Ποια όλα, δώσε ό,τι μπορείς να φάμε καμιά μπριζόλα.»
«Hola είναι γεια στο Ισπανία, καταρλαβουρδούμπος;»
Σεφεραδίτης είναι ο Σολωμός, Ισπανοεβραίος, διαβασμένος άνθρωπος. Μου λέει ότι κάθε Ισπανός έχει στην ψυχή του έναν Κιχότη κι έναν Σάντσο. Δεν τους ήξερα τους κυρίους, αλλά μου εξήγησε ο Πέστροφας.
Ο Κιχότης είναι ονειροπόλος, παθιασμένος, ευγενής, αλλά λιγάκι το ‘χει χάσει. Ο Σάντσο είναι ρεαλιστής, υπολογιστής, χωριάτης, κουτορνίθι. Αυτοί οι δύο παλεύουν μέσα σε κάθε Ισπανό. Η τρέλα και η λογική. Το όνειρο και η βόλεψη.
«Σιγά το πράμα», του λέω. «Πού να δεις τι γίνεται μέσα στον Έλληνα. Χάος!»
Να ήταν μόνο δύο, θα ήμασταν μια χαρά. Αλλά ο σβέρκος του Έλληνα ζυγό αριθμό δε σηκώνει. Άντε να του εξηγήσεις τώρα.
Κάθε Έλληνας είναι ένας θίασος σκιών από μόνος του.
Πρώτ’ απ’ όλα είναι Καραγκιόζης –χάρηκα για τη γνωριμία.
Πώς θα τα καταφέρει, πώς θα τη βολέψει χωρίς να δουλέψει (ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΤΕΜΠΕΛΗΣ, ΑΓΛΑΪΑ), πώς θα κλέψει την εφορία, πώς θα τη βγάλει καθαρή χωρίς να ιδρώσει το αυτί του.
Είναι ξερόλας, δε σέβεται τίποτα, κοροϊδεύει τους πάντες, αλλά συνεχίζει να γελάει και ν’ αμπελοφιλοσοφεί -με τη τσέπη και τη μπάκα αδειανή.
Μετά είναι ο Χατζατζάρης, ο τζαναμπέτης. Αν δεν είναι αυτός ριζωμένος μες στην ψυχή του Έλληνα, τότε ποιος είναι;
Δήθεν καθωσπρέπει, δεν έχει να φάει, αλλά ντυμένος στην τρίχα. Διπρόσωπος και κόλακας, όποτε βλέπει τον Πατσά ή κάναν’ άλλον αξιωματούχο αρχίζει το γλύψιμο. Αναλαμβάνει όλες τις δουλειές, τσεπώνει την προμήθεια, και μετά τις αναθέτει σε μένα. Και καμώνεται τον έκπληκτο όταν όλα πάνε κατά διαόλου. Λες και δεν ξέρει.
Πότε τελείωσα την ιατρική, ρε Χατζατζάρη, που δέκα χρόνια ήμουν στην πρώτη δημοτικού κι άλλα δέκα στο νηπιαγωγείο;
Να ‘μασταν οι δυο μας καλά θα ήταν, κάπως θα τα βρίσκαμε, αλλά συνωστίζεται πολύς κόσμος στα ρετιρέ και στα υπόγεια του μυαλού του Έλληνα.
Ο Έλληνας που έχει τη «μαμά» του εικόνισμα, όπως ο Μορφονιός. Συνηθισμένος από παιδί να την τυραννάει κι ως φοιτητής να παίρνει τα ταπεράκια με τους μουσακάδες, παντρεύεται μετά και με την πρώτη αποτυχία της συζύγου στην κουζίνα αρχίζει τα: «Θα πάω στη μάνα μου να φάω κάνα φαΐ της προκοπής.»
Αμ, τον μπαστουνόβλαχο, τον Μπαρμπαγιώργο, πού τον βάζεις;
Τον θυμάται αυτόν ο Έλληνας κάθε Πάσχα που κατεβαίνει στο χωριό –με το αυτοκίνητο φρεσκοπλυμένο για να κάνει καλή εντύπωση- κι αρχίζει τα τσάμικα και τα κοκορέτσια και ορκίζεται πως θα τα παρατήσει όλα και θα γυρίσει στο πατρικό του, να ‘χει τις κοτούλες του και τον καθαρό αέρα της εξοχής, αρκεί να τα βρει πρώτα με τα αδέλφια του στο μοίρασμα της περιουσίας.
Ο Σιορ Διονύσιος, ο κατά φαντασία αριστοκράτης. Πόσες φορές έχω ακούσει στη ζωή μου –και δεν είμαι μικρός, κοντεύω τα 160 στον μπερντέ- κάποιον να κοκορεύεται: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;»
Πού να σε ξέρω, ρε μπάρμπα, τηλεόραση δεν έχω, εφημερίδες δεν αγοράζω, πού θες να σε ξέρω;
Κι αρχίζει εκείνος να λέει ότι είναι ο τάδε, που ‘χει πατέρα τον δείνα κι ο παππούς του είχε διατελέσει δήμαρχος στη Ταδεινούπολη. Κι αν δεν έχει κανέναν σπουδαίο πρόγονο να προβάλλει αρχίζει τα εμείς-οι-έλληνες:
«Εμείς που χτίζαμε Παρθενώνες όταν οι άλλοι…», «εμείς που είχαμε υδραγωγεία και ιππόδρομο όταν στην Ευρώπη ζούσαν στο Μεσαίωνα», «εμείς που κερδίσαμε στη Γιουροβίζιον…»
Να κι ο Ελληνάρας, ο Σταύρακας. Με τη μαγκιά του και το διπλοπαρκάρισμα, που τους κάνει όλους καλά και δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του, που αφήνει τα γκομενάκια να τρέχουν με το σώρουχο στα δάση, που κορδώνεται κι απλώνεται κι απειλεί -και μόλις τον αρχίζεις στις καρπαζιές βάζει μπρος τα «με το μπαρδόν» και τα «παρεξηγηθήκαμε».
Ας μη μιλήσω για τα Κολλητήρια. Τζάμπα τα φροντιστήρια και τα ιδιωτικά που δεν τα στέλνω. Να τα ρωτήσεις ποιους νίκησαν οι Έλληνες το ’40, θα σου πουν τους Πορτογάλους. Το ‘χουν πιο πρόσφατο τα χρυσά μου.
Ας είναι καλά η Αγλαΐα, η μαμά τους, που τσακώνεται με την καθηγήτρια επειδή τον έκοψε στα μαθηματικά.
«Μα αφού», λέει η καθηγήτρια, «δεν ξέρει πολλαπλασιασμό.»
«Μην τον πιέζεις, νωρίς είναι ακόμα. Είναι ιδιαίτερο παιδί, πανέξυπνο, αλλά θέλει το χρόνο του.»
«Τι νωρίς, καλή μου κυρία; Τρίτη λυκείου θα πάει του χρόνου.»
Και μια και την ανέφερα, να και η αιώνια Ελληνίδα, η ερίτιμος σύζυγος μου, η Αγλαΐα. Γκρίνια ακατάπαυστη και ανελέητη. Της πηγαίνω πατάτες τα Χριστούγεννα, που είναι η γαλοπούλα με ρωτάει. Της πάω γαλοπούλα το Πάσχα, τι έγινε το αρνί μου λέει.
Και μ’ αρχίζει: «Δεν έχω ένα καλό φουστάνι να βάλω κι ο άντρας της γειτόνισσας έγινε προσωπάρχης και κοίτα πώς με κατάντησες που ήμουν πριγκηπέσα.»
Εγώ σε κατάντησα, ρε Αγλαΐα, που σε ‘βγαζε ο πατέρας σου στα πανηγύρια για να τρομάζουν τα πιτσιρίκια; Αλλά σε ‘χει φάει η ζήλια επειδή είμαι ομορφάντρας και λεβεντόπαιδο. Τέτοια μύτη, τέτοιο περουσιαστικό, τέτοια λόρδα.
Γι’ αυτό με θέλει, με ποθεί διακαγώς, κι η απέναντι, η Βεζυροπούλα, που τριγυρνάει με τα κάλλη της στη φόρα και δήθεν ο ένας της βρωμάει κι ο άλλος της μυρίζει -κι όλους μέσα στο πιθάρι τους βάζει. Ψηλομύτα κι ακατάδεχτη, φοράει τα ξώπλατα και τα ξώβυζα, αλλά μην κάνεις το λάθος να την κοιτάξεις, στραβώνει τα μούτρα. Για ποιόν τα φοράς τότε, μαρή;
«Για τον Γκεμήλ Εφέντη», θα σου πει, «που έχει κι άμαξα. Όχι για σένα με το γάιδαρο.»
«Ποιον γάδαρο; Υβριδικό είναι, μουλάρι».
Έχει κάθε Έλληνας κι έναν Πατσά μες στην ψυχή του. Ή έτσι θα ήθελε να είναι. Να ζει στο σαράι και να κοιτάζει το λαουτζίκο από ψηλά. Και δως του να παίζει Τζόκερ, δως του να φτιάχνει παλάτια –στην άμμο, δως του να ονειρεύεται μεγαλεία και πλούτη, ίδια όπως εγώ ονειρεύομαι κεφτέδες και πιλάφια. Καθείς κι ο πόνος του.
Και τώρα, όπως το σκέφτομαι νηστικός –έφυγε ο σπάγγος ο Πέστροφας χωρίς να δώσει φράγκο, καταλαβαίνω ότι δεν είναι ο Έλληνας Καραγκιόζης ούτε ο Καραγκιόζης Έλληνας, δεν είναι εκεί η ουσία.
Ο άνθρωπος είναι έτσι, ένας ολόκληρος θίασος σκιών από μόνος του, μια Σταύρακας και μια Μορφονιός, μια Βεζυροπούλα και μια Αγλαΐα, μέχρι που σβήνουνε τα φώτα, φεύγει το κοινό και μένει μόνος να μαζέψει τον μπερντέ και τα εργαλεία του. Και μόνο τότε καταλαβαίνει τι στ’ αλήθεια ήταν.
Αβάντι, μανέστρο, έναν καλαματιανό να χωνέψω τα όνειρά μου.
Όπα, μωρέ, όπα. Σκιές είμαστε όλοι κι ακόμα παρακάτω, τ’ όνειρο μιας σκιάς, ετσ’ είμαστε. Χόρευε όσο βαστάν τα πόδια σου και πράμα μη πιστεύεις.
Βάρα, μανέστρο, μέχρι που να πέσουμε και να μη ξανασηκωθούμε.
Ωχού, ξελιγώθηκα απ’ το χορό. Να ‘χαμε και κάτι να φάμε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι του Δημήτρη Καρόγλου, απ’ το θέατρο σκιών «Σκιάς Όναρ»
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Επιλογές
Συνάντησα πριν λίγο το Σολωμό, τον ξεβιδωμένο. Του ‘πιασα κουβέντα μπας και του πάρω καμιά λίρα, αλλά πού να τον καταφέρεις τον σπαγκοραμμένο;
«Hola», μου λέει, «hola, Καραγκιόζιο.»
«Ποια όλα, δώσε ό,τι μπορείς να φάμε καμιά μπριζόλα.»
«Hola είναι γεια στο Ισπανία, καταρλαβουρδούμπος;»
Σεφεραδίτης είναι ο Σολωμός, Ισπανοεβραίος, διαβασμένος άνθρωπος. Μου λέει ότι κάθε Ισπανός έχει στην ψυχή του έναν Κιχότη κι έναν Σάντσο. Δεν τους ήξερα τους κυρίους, αλλά μου εξήγησε ο Πέστροφας.
Ο Κιχότης είναι ονειροπόλος, παθιασμένος, ευγενής, αλλά λιγάκι το ‘χει χάσει. Ο Σάντσο είναι ρεαλιστής, υπολογιστής, χωριάτης, κουτορνίθι. Αυτοί οι δύο παλεύουν μέσα σε κάθε Ισπανό. Η τρέλα και η λογική. Το όνειρο και η βόλεψη.
«Σιγά το πράμα», του λέω. «Πού να δεις τι γίνεται μέσα στον Έλληνα. Χάος!»
Να ήταν μόνο δύο, θα ήμασταν μια χαρά. Αλλά ο σβέρκος του Έλληνα ζυγό αριθμό δε σηκώνει. Άντε να του εξηγήσεις τώρα.
Κάθε Έλληνας είναι ένας θίασος σκιών από μόνος του.
~~
Πρώτ’ απ’ όλα είναι Καραγκιόζης –χάρηκα για τη γνωριμία.
Πώς θα τα καταφέρει, πώς θα τη βολέψει χωρίς να δουλέψει (ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΤΕΜΠΕΛΗΣ, ΑΓΛΑΪΑ), πώς θα κλέψει την εφορία, πώς θα τη βγάλει καθαρή χωρίς να ιδρώσει το αυτί του.
Είναι ξερόλας, δε σέβεται τίποτα, κοροϊδεύει τους πάντες, αλλά συνεχίζει να γελάει και ν’ αμπελοφιλοσοφεί -με τη τσέπη και τη μπάκα αδειανή.
~
Μετά είναι ο Χατζατζάρης, ο τζαναμπέτης. Αν δεν είναι αυτός ριζωμένος μες στην ψυχή του Έλληνα, τότε ποιος είναι;
Δήθεν καθωσπρέπει, δεν έχει να φάει, αλλά ντυμένος στην τρίχα. Διπρόσωπος και κόλακας, όποτε βλέπει τον Πατσά ή κάναν’ άλλον αξιωματούχο αρχίζει το γλύψιμο. Αναλαμβάνει όλες τις δουλειές, τσεπώνει την προμήθεια, και μετά τις αναθέτει σε μένα. Και καμώνεται τον έκπληκτο όταν όλα πάνε κατά διαόλου. Λες και δεν ξέρει.
Πότε τελείωσα την ιατρική, ρε Χατζατζάρη, που δέκα χρόνια ήμουν στην πρώτη δημοτικού κι άλλα δέκα στο νηπιαγωγείο;
Να ‘μασταν οι δυο μας καλά θα ήταν, κάπως θα τα βρίσκαμε, αλλά συνωστίζεται πολύς κόσμος στα ρετιρέ και στα υπόγεια του μυαλού του Έλληνα.
~
Ο Έλληνας που έχει τη «μαμά» του εικόνισμα, όπως ο Μορφονιός. Συνηθισμένος από παιδί να την τυραννάει κι ως φοιτητής να παίρνει τα ταπεράκια με τους μουσακάδες, παντρεύεται μετά και με την πρώτη αποτυχία της συζύγου στην κουζίνα αρχίζει τα: «Θα πάω στη μάνα μου να φάω κάνα φαΐ της προκοπής.»
~
Αμ, τον μπαστουνόβλαχο, τον Μπαρμπαγιώργο, πού τον βάζεις;
Τον θυμάται αυτόν ο Έλληνας κάθε Πάσχα που κατεβαίνει στο χωριό –με το αυτοκίνητο φρεσκοπλυμένο για να κάνει καλή εντύπωση- κι αρχίζει τα τσάμικα και τα κοκορέτσια και ορκίζεται πως θα τα παρατήσει όλα και θα γυρίσει στο πατρικό του, να ‘χει τις κοτούλες του και τον καθαρό αέρα της εξοχής, αρκεί να τα βρει πρώτα με τα αδέλφια του στο μοίρασμα της περιουσίας.
~
Ο Σιορ Διονύσιος, ο κατά φαντασία αριστοκράτης. Πόσες φορές έχω ακούσει στη ζωή μου –και δεν είμαι μικρός, κοντεύω τα 160 στον μπερντέ- κάποιον να κοκορεύεται: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;»
Πού να σε ξέρω, ρε μπάρμπα, τηλεόραση δεν έχω, εφημερίδες δεν αγοράζω, πού θες να σε ξέρω;
Κι αρχίζει εκείνος να λέει ότι είναι ο τάδε, που ‘χει πατέρα τον δείνα κι ο παππούς του είχε διατελέσει δήμαρχος στη Ταδεινούπολη. Κι αν δεν έχει κανέναν σπουδαίο πρόγονο να προβάλλει αρχίζει τα εμείς-οι-έλληνες:
«Εμείς που χτίζαμε Παρθενώνες όταν οι άλλοι…», «εμείς που είχαμε υδραγωγεία και ιππόδρομο όταν στην Ευρώπη ζούσαν στο Μεσαίωνα», «εμείς που κερδίσαμε στη Γιουροβίζιον…»
~
Να κι ο Ελληνάρας, ο Σταύρακας. Με τη μαγκιά του και το διπλοπαρκάρισμα, που τους κάνει όλους καλά και δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του, που αφήνει τα γκομενάκια να τρέχουν με το σώρουχο στα δάση, που κορδώνεται κι απλώνεται κι απειλεί -και μόλις τον αρχίζεις στις καρπαζιές βάζει μπρος τα «με το μπαρδόν» και τα «παρεξηγηθήκαμε».
~
Ας μη μιλήσω για τα Κολλητήρια. Τζάμπα τα φροντιστήρια και τα ιδιωτικά που δεν τα στέλνω. Να τα ρωτήσεις ποιους νίκησαν οι Έλληνες το ’40, θα σου πουν τους Πορτογάλους. Το ‘χουν πιο πρόσφατο τα χρυσά μου.
Ας είναι καλά η Αγλαΐα, η μαμά τους, που τσακώνεται με την καθηγήτρια επειδή τον έκοψε στα μαθηματικά.
«Μα αφού», λέει η καθηγήτρια, «δεν ξέρει πολλαπλασιασμό.»
«Μην τον πιέζεις, νωρίς είναι ακόμα. Είναι ιδιαίτερο παιδί, πανέξυπνο, αλλά θέλει το χρόνο του.»
«Τι νωρίς, καλή μου κυρία; Τρίτη λυκείου θα πάει του χρόνου.»
~
Και μια και την ανέφερα, να και η αιώνια Ελληνίδα, η ερίτιμος σύζυγος μου, η Αγλαΐα. Γκρίνια ακατάπαυστη και ανελέητη. Της πηγαίνω πατάτες τα Χριστούγεννα, που είναι η γαλοπούλα με ρωτάει. Της πάω γαλοπούλα το Πάσχα, τι έγινε το αρνί μου λέει.
Και μ’ αρχίζει: «Δεν έχω ένα καλό φουστάνι να βάλω κι ο άντρας της γειτόνισσας έγινε προσωπάρχης και κοίτα πώς με κατάντησες που ήμουν πριγκηπέσα.»
Εγώ σε κατάντησα, ρε Αγλαΐα, που σε ‘βγαζε ο πατέρας σου στα πανηγύρια για να τρομάζουν τα πιτσιρίκια; Αλλά σε ‘χει φάει η ζήλια επειδή είμαι ομορφάντρας και λεβεντόπαιδο. Τέτοια μύτη, τέτοιο περουσιαστικό, τέτοια λόρδα.
~
Γι’ αυτό με θέλει, με ποθεί διακαγώς, κι η απέναντι, η Βεζυροπούλα, που τριγυρνάει με τα κάλλη της στη φόρα και δήθεν ο ένας της βρωμάει κι ο άλλος της μυρίζει -κι όλους μέσα στο πιθάρι τους βάζει. Ψηλομύτα κι ακατάδεχτη, φοράει τα ξώπλατα και τα ξώβυζα, αλλά μην κάνεις το λάθος να την κοιτάξεις, στραβώνει τα μούτρα. Για ποιόν τα φοράς τότε, μαρή;
«Για τον Γκεμήλ Εφέντη», θα σου πει, «που έχει κι άμαξα. Όχι για σένα με το γάιδαρο.»
«Ποιον γάδαρο; Υβριδικό είναι, μουλάρι».
~
Έχει κάθε Έλληνας κι έναν Πατσά μες στην ψυχή του. Ή έτσι θα ήθελε να είναι. Να ζει στο σαράι και να κοιτάζει το λαουτζίκο από ψηλά. Και δως του να παίζει Τζόκερ, δως του να φτιάχνει παλάτια –στην άμμο, δως του να ονειρεύεται μεγαλεία και πλούτη, ίδια όπως εγώ ονειρεύομαι κεφτέδες και πιλάφια. Καθείς κι ο πόνος του.
~
Και τώρα, όπως το σκέφτομαι νηστικός –έφυγε ο σπάγγος ο Πέστροφας χωρίς να δώσει φράγκο, καταλαβαίνω ότι δεν είναι ο Έλληνας Καραγκιόζης ούτε ο Καραγκιόζης Έλληνας, δεν είναι εκεί η ουσία.
Ο άνθρωπος είναι έτσι, ένας ολόκληρος θίασος σκιών από μόνος του, μια Σταύρακας και μια Μορφονιός, μια Βεζυροπούλα και μια Αγλαΐα, μέχρι που σβήνουνε τα φώτα, φεύγει το κοινό και μένει μόνος να μαζέψει τον μπερντέ και τα εργαλεία του. Και μόνο τότε καταλαβαίνει τι στ’ αλήθεια ήταν.
~
Αβάντι, μανέστρο, έναν καλαματιανό να χωνέψω τα όνειρά μου.
~
Όπα, μωρέ, όπα. Σκιές είμαστε όλοι κι ακόμα παρακάτω, τ’ όνειρο μιας σκιάς, ετσ’ είμαστε. Χόρευε όσο βαστάν τα πόδια σου και πράμα μη πιστεύεις.
Βάρα, μανέστρο, μέχρι που να πέσουμε και να μη ξανασηκωθούμε.
~
Ωχού, ξελιγώθηκα απ’ το χορό. Να ‘χαμε και κάτι να φάμε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι του Δημήτρη Καρόγλου, απ’ το θέατρο σκιών «Σκιάς Όναρ»
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου