Του Αλέξανδρου Αρδαβάνη
Μια παραμονή ξανά -γιατί μοιάζουν τόσο μονότονα οι παραμονές των θρησκευτικών γιορτών;
Καθώς έφυγα χάραμα, δεν άκουσα κάλαντα. Έψαχνα όλη μέρα παιδάκια να μου τα πουν. Κάπως έτσι εκπληρώνω τα θρησκευτικά μου καθήκοντα…Τα βρήκα στο νοσοκομείο, τα συνόδευε η μάνα τους. Ήταν μάλλον Αλβανάκια.
Γιορτές στο νοσοκομείο. Όσοι δεν την έχουν ήδη «κάνει», λακίζουν σιγά σιγά…χρόνια πολλά!…καλά Χριστούγεννα! Αμφιπαρειακός ασπασμός, στροφή και δρόμος για την ευωχία…
Μένω οπισθοφύλακας. Τι φρουρώ; Δεν ξέρω πια. Μέχρι πριν λίγα χρόνια ένιωθα πως κράταγα απόρθητο κάποιο κάστρο. Τώρα έχω πολύ μπερδευτεί. Μου φαίνεται πως μάλλον το κάστρο με φρουρεί.
Από το πρωί με τριγυρνούσε, όπως ίωση βαριά, το κορίτσι με τα σπίρτα. Σε κάποιο ρίγος πρέπει να έχασα τις αισθήσεις μου. Καθώς έπεφτα στο κενό άρχισαν να στροβιλίζονται γύρω μου αμέτρητα παιδάκια. Χωρίς φτερά, χωρίς κόκκινες στολές. Μόνα ρούχα τα κουρέλια τους και πτητικά όργανα τα χεράκια τους που χτυπούν απελπισμένα στον ανελέητο αέρα που δεν τους χαρίζει κάποια επιβράδυνση. Πέφτουν μαζί μου ακολουθώντας την αόριστη βαρύτητα.
Τα παιδάκια καθώς βουτάνε στο κενό μαζί μιλούν. Η στριγκλιές τους γίνονται μιλιές και τα πρόσωπά τους παίρνουν για δευτερόλεπτα την όψη γνώριμων ανθρώπων πριν στραφούν προς την εξωτερική στιβάδα της κοινής τροχιάς και εξαφανιστούν… Όπως μαχητικά αεροπλάνα που αποσπώνται από τον κορμό του σμήνους κατά την πτήση… Οι «άνθρωποί μου»· όσοι μού αφήνουν τη γεύση πως δεν πέρασα τελείως ανώφελα από εδώ…
Ανάμεσα στις τόσες μιλιές συγκράτησα τούτες…
-Άρχισε να κουνάει τα πόδια του γιατρέ! Το είδα κι εγώ και τα παιδιά μου…
-Πέφτει ο ίκτερος, κοίτα γιατρέ! Επικοινωνεί! Άκου τον …φφφφφ…
-Ίου, ίου, ίουουου, πονάει εντώ, πονάει εντώ πολύύύ!
-Μου χάιδεψες το κεφάλι γιατρέ μου, όταν ήμουν χάλια για τον άντρα μου εκεί στα σκαλιά…χωρίς να με ξέρεις καν, με είδες που έκλαιγα…
-Μας έχουν ζέψει όλοι αυτοί οι προδότες με το χαμούτσι, μα θα σταθούμε όρθιοι! Κράτησέ τα αυτά γιατρέ μου, είναι γλυκό ντομάτα, γλυκό βύσσινο…μη τα σιχαίνεσαι είναι με τα χέρια μου καμωμένα, φτωχικάτα αλλά είναι από την ψυχή μου…
-Με θυμάσαι φίλε;…ναιαιαι!…Πώς με λένε;…δε θυμάμαι αλλά σε ξέρω καλά! Ξεχνιέσαι συ;
Ξαφνικά η πτώση επιβραδύνεται. Προσγειώνομαι στο γραφείο μου. Γύρω μου οι νεαροί γιατροί με κοιτούν παραξενεμένοι…
-Τι σας συνέβη;
-Τίποτα, μια ακόμα πτήση χωρίς έρμα, χωρίς προορισμό…
-Ακούστε:
Κύριε, απ΄ τα μαύρα νέφη του χειμώνα
κι΄ απ΄ τις εικόνες των ναών,
απ΄ τα ολόχρυσα στάχυα των κάμπων
και απ΄ της θάλασσας το έρεβος,
από κάθε ομορφιά να εγερθείς
μ΄ ευθεία ορμή προς την καρδιά του,
γιατί μες΄ στη δική μου καρδιά
ποτέ δε θα σε συναντήσει.
Μην επικαλείσαι τον πόνο, αδελφέ μου,
όταν δεν έχεις μυστήριο στη θέληση.
Δείξε μου το μέσα πράγμα.
Δεν είναι να τεντώσουμ΄ ένα τόξο στη ζωή,
δεν είναι να μιλήσουμε σε γλώσσα πολέμου.
Έχασες το παιχνίδι του πόνου
αν μείνεις
μες΄ στων δισταγμών τα παγερά φώτα.
Ωστόσο, κράτησε στην ψυχή σου την αγάπη.
-Είναι Καρούζος. Τι σας λέει;
Οι νεαροί με κοιτούν πιο παραξενεμένοι. Μία μου εξηγεί γιατί «μόνο οι πλούσιοι αριστερίζουν, ενώ οι βιοπαλαιστές δεν έχουν χρόνο για ποίηση και κοινωνικούς αγώνες…» Οι νεαροί με αποτελειώνουν.
-Διαβάστε ποίηση, ανέτοιμοι και ανοχύρωτοι. Αλλιώς, μείνετε στις βεβαιότητές σας!
Βγαίνω στον διάδρομο. Οι πόρτες τρίζουν όπως σε γέρικο καράβι που βάζει όπισθεν ολοταχώς, να μην προσκρούσει στην αποβάθρα.
Έχει σουρουπώσει. Έξω βρέχει και έχει παγωνιά -το ‘χουν οι μέρες… χιόνια στο καμπαναριό…να χαρούν τα παιδάκια, να παίξουν χιονιές, να κρυφτούν στα χαρτόκουτα οι άστεγοι μέχρι να ξημερώσει να πάνε στο συσσίτιο με το γιορτινό μενού …να παγώσουν τα κοριτσάκια που πουλάνε σπίρτα για να συγκινηθούν ξανά οι ασφαλείς πια μεσήλικοι και τα ροδαλά παιδάκια…
Φεύγω ηττημένος ξανά. Κρατάω σφιχτά στο χέρι το μάγμα της πτήσης στο κενό. Τα δάκρυα της συγκίνησης και το ρίγος των βραχύβιων θριάμβων που νομίζω ιδιόκτητους…
Γυρίζω στο ζεστό μου σπίτι. Πέφτω ξανά σε λήθαργο, μα δεν ονειρεύομαι -τι παραπάνω όνειρο να γευτώ;
Έναν όροφο κάτω συντελούνται οι προετοιμασίες για τη βραδινή ευωχία. Από τα εμπορικά γύρω τα χριστουγεννιάτικα γλυκερά ασμάτια επιμένουν. Ένας όροφος απόσταση, όπως ένα έτος φωτός.
Πιο βράδυ, στο γιορτινό τραπέζι· ξένος και αμέτοχος όπως πάντα.
Και μην αναρωτηθείς γιατί…
Ήταν η ίωση που με τριγυρνούσε. Και ιός σημαίνει φαρμάκι· και φάρμακο.
Και είμαι καλύτερα.
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες το περνώ
Πηγή: presspublica.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Μια παραμονή ξανά -γιατί μοιάζουν τόσο μονότονα οι παραμονές των θρησκευτικών γιορτών;
Καθώς έφυγα χάραμα, δεν άκουσα κάλαντα. Έψαχνα όλη μέρα παιδάκια να μου τα πουν. Κάπως έτσι εκπληρώνω τα θρησκευτικά μου καθήκοντα…Τα βρήκα στο νοσοκομείο, τα συνόδευε η μάνα τους. Ήταν μάλλον Αλβανάκια.
Γιορτές στο νοσοκομείο. Όσοι δεν την έχουν ήδη «κάνει», λακίζουν σιγά σιγά…χρόνια πολλά!…καλά Χριστούγεννα! Αμφιπαρειακός ασπασμός, στροφή και δρόμος για την ευωχία…
Μένω οπισθοφύλακας. Τι φρουρώ; Δεν ξέρω πια. Μέχρι πριν λίγα χρόνια ένιωθα πως κράταγα απόρθητο κάποιο κάστρο. Τώρα έχω πολύ μπερδευτεί. Μου φαίνεται πως μάλλον το κάστρο με φρουρεί.
Από το πρωί με τριγυρνούσε, όπως ίωση βαριά, το κορίτσι με τα σπίρτα. Σε κάποιο ρίγος πρέπει να έχασα τις αισθήσεις μου. Καθώς έπεφτα στο κενό άρχισαν να στροβιλίζονται γύρω μου αμέτρητα παιδάκια. Χωρίς φτερά, χωρίς κόκκινες στολές. Μόνα ρούχα τα κουρέλια τους και πτητικά όργανα τα χεράκια τους που χτυπούν απελπισμένα στον ανελέητο αέρα που δεν τους χαρίζει κάποια επιβράδυνση. Πέφτουν μαζί μου ακολουθώντας την αόριστη βαρύτητα.
Τα παιδάκια καθώς βουτάνε στο κενό μαζί μιλούν. Η στριγκλιές τους γίνονται μιλιές και τα πρόσωπά τους παίρνουν για δευτερόλεπτα την όψη γνώριμων ανθρώπων πριν στραφούν προς την εξωτερική στιβάδα της κοινής τροχιάς και εξαφανιστούν… Όπως μαχητικά αεροπλάνα που αποσπώνται από τον κορμό του σμήνους κατά την πτήση… Οι «άνθρωποί μου»· όσοι μού αφήνουν τη γεύση πως δεν πέρασα τελείως ανώφελα από εδώ…
Ανάμεσα στις τόσες μιλιές συγκράτησα τούτες…
-Άρχισε να κουνάει τα πόδια του γιατρέ! Το είδα κι εγώ και τα παιδιά μου…
-Πέφτει ο ίκτερος, κοίτα γιατρέ! Επικοινωνεί! Άκου τον …φφφφφ…
-Ίου, ίου, ίουουου, πονάει εντώ, πονάει εντώ πολύύύ!
-Μου χάιδεψες το κεφάλι γιατρέ μου, όταν ήμουν χάλια για τον άντρα μου εκεί στα σκαλιά…χωρίς να με ξέρεις καν, με είδες που έκλαιγα…
-Μας έχουν ζέψει όλοι αυτοί οι προδότες με το χαμούτσι, μα θα σταθούμε όρθιοι! Κράτησέ τα αυτά γιατρέ μου, είναι γλυκό ντομάτα, γλυκό βύσσινο…μη τα σιχαίνεσαι είναι με τα χέρια μου καμωμένα, φτωχικάτα αλλά είναι από την ψυχή μου…
-Με θυμάσαι φίλε;…ναιαιαι!…Πώς με λένε;…δε θυμάμαι αλλά σε ξέρω καλά! Ξεχνιέσαι συ;
Ξαφνικά η πτώση επιβραδύνεται. Προσγειώνομαι στο γραφείο μου. Γύρω μου οι νεαροί γιατροί με κοιτούν παραξενεμένοι…
-Τι σας συνέβη;
-Τίποτα, μια ακόμα πτήση χωρίς έρμα, χωρίς προορισμό…
-Ακούστε:
Κύριε, απ΄ τα μαύρα νέφη του χειμώνα
κι΄ απ΄ τις εικόνες των ναών,
απ΄ τα ολόχρυσα στάχυα των κάμπων
και απ΄ της θάλασσας το έρεβος,
από κάθε ομορφιά να εγερθείς
μ΄ ευθεία ορμή προς την καρδιά του,
γιατί μες΄ στη δική μου καρδιά
ποτέ δε θα σε συναντήσει.
Μην επικαλείσαι τον πόνο, αδελφέ μου,
όταν δεν έχεις μυστήριο στη θέληση.
Δείξε μου το μέσα πράγμα.
Δεν είναι να τεντώσουμ΄ ένα τόξο στη ζωή,
δεν είναι να μιλήσουμε σε γλώσσα πολέμου.
Έχασες το παιχνίδι του πόνου
αν μείνεις
μες΄ στων δισταγμών τα παγερά φώτα.
Ωστόσο, κράτησε στην ψυχή σου την αγάπη.
-Είναι Καρούζος. Τι σας λέει;
Οι νεαροί με κοιτούν πιο παραξενεμένοι. Μία μου εξηγεί γιατί «μόνο οι πλούσιοι αριστερίζουν, ενώ οι βιοπαλαιστές δεν έχουν χρόνο για ποίηση και κοινωνικούς αγώνες…» Οι νεαροί με αποτελειώνουν.
-Διαβάστε ποίηση, ανέτοιμοι και ανοχύρωτοι. Αλλιώς, μείνετε στις βεβαιότητές σας!
Βγαίνω στον διάδρομο. Οι πόρτες τρίζουν όπως σε γέρικο καράβι που βάζει όπισθεν ολοταχώς, να μην προσκρούσει στην αποβάθρα.
Έχει σουρουπώσει. Έξω βρέχει και έχει παγωνιά -το ‘χουν οι μέρες… χιόνια στο καμπαναριό…να χαρούν τα παιδάκια, να παίξουν χιονιές, να κρυφτούν στα χαρτόκουτα οι άστεγοι μέχρι να ξημερώσει να πάνε στο συσσίτιο με το γιορτινό μενού …να παγώσουν τα κοριτσάκια που πουλάνε σπίρτα για να συγκινηθούν ξανά οι ασφαλείς πια μεσήλικοι και τα ροδαλά παιδάκια…
Φεύγω ηττημένος ξανά. Κρατάω σφιχτά στο χέρι το μάγμα της πτήσης στο κενό. Τα δάκρυα της συγκίνησης και το ρίγος των βραχύβιων θριάμβων που νομίζω ιδιόκτητους…
Γυρίζω στο ζεστό μου σπίτι. Πέφτω ξανά σε λήθαργο, μα δεν ονειρεύομαι -τι παραπάνω όνειρο να γευτώ;
Έναν όροφο κάτω συντελούνται οι προετοιμασίες για τη βραδινή ευωχία. Από τα εμπορικά γύρω τα χριστουγεννιάτικα γλυκερά ασμάτια επιμένουν. Ένας όροφος απόσταση, όπως ένα έτος φωτός.
Πιο βράδυ, στο γιορτινό τραπέζι· ξένος και αμέτοχος όπως πάντα.
Και μην αναρωτηθείς γιατί…
Ήταν η ίωση που με τριγυρνούσε. Και ιός σημαίνει φαρμάκι· και φάρμακο.
Και είμαι καλύτερα.
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες το περνώ
Πηγή: presspublica.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου