Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

«Πες μου τι φοράς»

Μαριάννα Τζιαντζή


Στις τηλεφωνικές συνομιλίες αυτών των παγωμένων ημερών συχνά ακούγεται η φράση: «Πες μου τι φοράς». Μην πάει ο νους σας σε σέξι υπονοούμενα. Για την ακρίβεια, ρωτάμε ο ένας τον άλλον «πόσα» ρούχα φοράμε, με τι είδους επάλληλα στρώματα ρουχισμού προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε το κρύο μες στο σπίτι - γιατί το κρύο στον δρόμο είναι άλλη κουβέντα. Πουλόβερ, ζακέτες, κολάν, ισοθερμικές φανέλες, σκούφος, διπλές κάλτσες, ακόμα και κουβέρτες ρίχνουν κάποιοι στους ώμους τους χωρίς να έχουν πέσει στο κρεβάτι.

«Ρίξε κάτι πάνω σου». Μα ενδυματολογικά είμαστε κορεσμένοι, με άλλο ένα ρούχο θα νιώθουμε σαν να φοράμε ζουρλομανδύα, ανίκανοι να σαλέψουμε. «Το πιο θερμό καλοριφέρ είν’ τα φιλιά» λέει το τραγούδι, όμως και οι πιο φλογεροί εραστές δεν μπορούν να ανταλλάσσουν φιλιά όλο το εικοσιτετράωρο.

Ο τρόπος που ζεσταινόμαστε ή δεν ζεσταινόμαστε αποτυπώνει τον χειμερινό ταξικό διαχωρισμό. Ακόμα και το είδος της καύσιμης ύλης που χρησιμοποιούν όσοι έχουν τζάκι κάτι φανερώνει για την εισοδηματική τους κατάσταση.

Πέρασαν οι εποχές που κυκλοφορούσαμε χειμωνιάτικα μες στο σπίτι φορώντας ένα βαμβακερό μπλουζάκι. Τώρα προσπαθούμε να βρούμε εκείνον τον ενδυματολογικό συνδυασμό που μας εξασφαλίζει μια στοιχειώδη ευελιξία, που μας επιτρέπει να κινηθούμε. Και όσοι ζεσταινόμαστε με ξυλόσομπα ή σόμπα υγραερίου ή ηλεκτρική θερμάστρα, διαπιστώνουμε ότι η μισή μας όψη καίγεται και η άλλη μισή παγώνει.

Θα πρέπει διαρκώς να περιστρεφόμαστε περί τον άξονά μας για να ζεσταθούμε ομοιόμορφα.

To δυνατό κρύο είναι σαν τον πονόδοντο: δεν σε αφήνει να σκεφτείς τίποτε άλλο, ενώ δύσκολα βρίσκεις παρηγοριά στη σκέψη ότι κάποιοι άλλοι κρυώνουν περισσότερο. Το μόνο χειρότερο από το να κρυώνεις εσύ είναι να ξέρεις ή να βλέπεις ότι κρυώνουν οι άνθρωποι που αγαπάς, ο πατέρας, η μάνα, το παιδί σου.

Οχι όμως οι ξένοι «σου» ή οι πρόσφυγές «μας». Εδώ η κτητική αντωνυμία εξαφανίζεται και η φαντασία μας αδυνατεί να συλλάβει το τι σημαίνει να ζεις σε σκηνή βυθισμένη στο χιόνι. Περίσσεψαν τα επίθετα και οι παρομοιώσεις στα κανάλια: «Σιβηρία η Ελλάδα», «στο έλεος του χιονιά», «πολικό ψύχος».

Ούτε κουβέντα όμως για τους πιο ανυπεράσπιστους, γι’ αυτούς που δεν έχουν ένα κεραμίδι, μια τσιμεντένια πλάκα πάνω από το κεφάλι τους και προσπαθούν να ζεσταθούν με πρωτόγονα έως και επικίνδυνα μέσα. Μόνο ρεπορταζάκια της πλάκας. Κανένας σταθμός του μετρό, καμιά εκκλησία, κανένα σχολείο δεν ανοίγει γι’ αυτούς τη νύχτα.

Τι πεδίον δόξης λαμπρόν για κάποιον γενναίο γραφιά σαν τον Γκίντερ Βάλραφ που θα γλιστρούσε κρυφά σε κάποιο χοτσπότ, υποδυόμενος τον Σύρο ή τον Αφγανό, για να ζήσει από πρώτο χέρι και να περιγράψει όσα ζουν αυτοί οι τόσο κοντινοί και τόσο μακρινοί ξένοι. Εδώ η βιωματική δημοσιογραφία σηκώνει τα χέρια ψηλά.

Με το κρύο μουδιάζει το σώμα, μουδιάζει το μυαλό, μουδιάζουν και η κοινωνική ευαισθησία και αλληλεγγύη. Μουδιάζει ακόμα και η διάθεση για διαμαρτυρία. Τι θέλετε, ακούγεται μια φωνή, να έρθει ο Μητσοτάκης και να κρυώνουμε ακόμα περισσότερο;

Μόνη παρηγοριά η παροδικότητα των ακραίων καιρικών φαινομένων. Πού θα πάει, ο ήλιος θα βγει, τα χιόνια θα λιώσουν, φτηνά τη βγάλαμε και φέτος ίσως να πούμε.

Πηγή: efsyn.gr



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου