Σπύρος Μανουσέλης
Μπορούμε να περιγράψουμε ως «Μελλοντολογία» την εμπειρικά και επιστημονικά τεκμηριωμένη προσπάθεια να προβλέψουμε εγκαίρως ορισμένα φυσικά γεγονότα ή το πώς συγκεκριμένες επιστημονικές εξελίξεις θα επηρεάσουν κάποιες πτυχές της ανθρώπινης ζωής στο άμεσο ή και το απώτερο μέλλον.
Για παράδειγμα, τη δημογραφική δυναμική των ανθρώπινων πληθυσμών, τις συνέπειες από τη διάδοση μιας ασθένειας, τις κλιματικές αλλαγές, τις πιθανές οικολογικές ή κοινωνικές καταστροφές που θα επιφέρει η μαζική εφαρμογή συγκεκριμένων τεχνολογιών κ.ο.κ.
Στο σημερινό άρθρο θα εξετάσουμε εάν, πράγματι, διαθέτουμε τις απαραίτητες επιστημονικές γνώσεις ή τις επαρκείς εμπειρικές μαρτυρίες για να κάνουμε σχετικά ασφαλείς προβλέψεις για το μέλλον της ανθρωπότητας στον πλανήτη. Και τι σχέση μπορεί να έχουν οι αβέβαιες αλλά ελέγξιμες επιστημονικές «προβλέψεις» με τις αντιεπιστημονικές «προφητείες» για το τέλος του ανθρώπου.
Στο επόμενο άρθρο θα αναζητήσουμε κάποιες εύλογες επιστημονικά απαντήσεις για το αν όντως είναι αναπόφευκτη, δηλαδή μη αναστρέψιμη, η πορεία προς τη «μετα-ανθρώπινη κατάσταση», δηλαδή τον επανασχεδιασμό του ανθρώπινου είδους ώστε να επιβιώσει στις αντίξοες συνθήκες της Ανθρωποκαίνου Εποχής.
Aπό τον 17ο αιώνα μέχρι σήμερα η επιτυχία μιας επιστημονικής θεωρίας ταυτιζόταν με -και εξαρτιόταν από- την ικανότητά της να προβλέπει, στη βάση γνωστών φυσικών νόμων, τη μελλοντική συμπεριφορά και την εξέλιξη των φαινομένων που μελετούσε.
Οι μεγάλες επιτυχίες αυτής της αιτιοκρατικής (ντετερμινιστικής) μεθοδολογικής προσέγγισης δημιούργησαν την ψευδαίσθηση ότι η τεράστια ποικιλία των φυσικών, βιολογικών αλλά και των ανθρωπολογικών φαινομένων θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, να εξηγηθεί πλήρως από λίγους -θεμελιώδεις και καθολικούς- φυσικούς νόμους.
Διόλου περίεργο λοιπόν που η κλασική Φυσική περιέγραφε την εκάστοτε κατάσταση του Σύμπαντος -και ό,τι συμβαίνει εντός του- ως το προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα της επίδρασης των αρχικών συνθηκών και των θεμελιωδών δυνάμεων της Φυσικής.
Πρόκειται για την περιβόητη και πολυπόθητη «Θεωρία των Πάντων»: το άπιαστο μέχρι σήμερα όνειρο μιας καθολικής «πανεπιστήμης», ικανής να εξηγεί κάθε προγενέστερο και να προβλέπει κάθε μελλοντικό φυσικό φαινόμενο.
Προϋπόθεση βέβαια για να ισχύει αυτή η γνωστική παντοδυναμία ήταν και εξακολουθεί να είναι η θεολογική-μεταφυσική αρχή του «αποχρώντος λόγου», δηλαδή η συστηματική υποβάθμιση και η εξάλειψη από τον σκληρό πυρήνα των επιστημονικών εξηγήσεων κάθε τυχαίου, συμπτωματικού ή «αυθαίρετου» ιστορικού παράγοντα.
Εντούτοις, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μας, τα περισσότερα φυσικά, πόσω μάλλον τα κοινωνικά-ιστορικά φαινόμενα, ήταν και παραμένουν μη προβλέψιμα.
Τυπικά παραδείγματα μη προβλέψιμων φαινομένων είναι η μη γραμμική εξέλιξη όλων των βιολογικών και των οικολογικών συστημάτων, οι ξαφνικές μεταβολές του καιρού, οι καταστροφικοί σεισμοί, η εμφάνιση μιας νέας ασθένειας ή η διάδοση μιας επιδημίας, οι μη αναμενόμενες οικονομικές κρίσεις, οι μεγάλες κοινωνικές και ιστορικές ανατροπές.
Ωστόσο, η ίδια η ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης δημιουργεί τις προϋποθέσεις και κυρίως την ανάγκη για μια εναλλακτική -μη αναγωγιστική και μη ντετερμινιστική- προσέγγιση για την κατανόηση τέτοιων πολύπλοκων φαινομένων.
Ετσι, για τη σύγχρονη επιστήμη η μη προβλέψιμη δυναμική, η αυτοοργάνωση και η δομική-λειτουργική αυτονομία των πολύπλοκων συστημάτων δεν θεωρούνται πλέον «εξαιρέσεις»: δηλαδή μεμονωμένα ή επουσιώδη φυσικά φαινόμενα, τα οποία οφείλουμε πάση θυσία να παραβλέπουμε.
Απεναντίας, αποτελούν τα βασικά και ενίοτε τα μοναδικά εννοιολογικά εργαλεία που μας επιτρέπουν να συνειδητοποιούμε τα περίπλοκα «προ-γνωστικά» προβλήματα που αντιμετωπίζουμε όταν περιγράφουμε αυτά τα φαινόμενα, χωρίς τις παραμορφωτικές απλοποιήσεις τού χθες.
Αυτές οι έννοιες, αλλά κυρίως η νέα μεθοδολογική προσέγγιση της πραγματικότητας που συνεπάγεται η υιοθέτησή τους, ενδέχεται να αποδειχτούν η αναγκαία θεραπευτική αγωγή για να απαλλαγούμε από τις παραπλανητικές «μονοθεϊστικές» ψευδαισθήσεις αιώνων: από την απόλυτη βεβαιότητα ή, μάλλον, την απλοϊκή πίστη για την ύπαρξη της μίας μοναδικής και διαχρονικής εξ αποκαλύψεως «Αλήθειας», η οποία επειδή εξηγεί τα πάντα δικαιολογεί -και τελικά νομιμοποιεί- τα πιο αποτρόπαια ανθρώπινα εγκλήματα και καταστροφές.
Αδιάφορο αν πρόκειται για θρησκευτικά, ιστορικο-πολιτικά εγκλήματα ή για οικολογικές, τεχνολογικές καταστροφές!
Ανάμεσα στις πιο καλά τεκμηριωμένες και επιστημονικά έγκυρες προβλέψεις για τις επικείμενες ανθρωπογενείς καταστροφές είναι το εκρηκτικό δημογραφικό πρόβλημα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο ανθρώπινος πληθυσμός έφτανε περίπου τα 3 δισεκατομμύρια.
Επειτα από μόλις πενήντα χρόνια, χάρη κυρίως στη μείωση της παιδικής θνησιμότητας, ο ανθρώπινος πληθυσμός έφτασε τα 7,2 δισεκατομμύρια.
Ακόμη κι αν περιοριστεί σταδιακά η εκθετική γεννητικότητα, το έτος 2050 υπολογίζεται ότι θα ζουν 10-10,7 δισ. άνθρωποι.
Πρόκειται κυριολεκτικά για μια δημογραφική βόμβα που, εκτός από τη δυσβάσταχτη οικολογική επιβάρυνση του ήδη εξουθενωμένου πλανήτη, θα οδηγήσει και σε τεράστιες γεωπολιτικές ανακατατάξεις.
Για παράδειγμα, δεδομένου ότι οι μεγάλες οικονομικές ανισότητες όχι μόνο δεν θα εκλείψουν αλλά θα επεκταθούν, θεωρείται βέβαιο ότι θα υπάρξουν απανωτά μεταναστευτικά και προσφυγικά ρεύματα από τις φτωχοποιημένες (οικονομικά) και ερημοποιημένες (οικολογικά) χώρες προς τις πλουσιότερες.
Και είναι καθαρή εθελοτυφλία το να πιστεύει μια χώρα -όσο δυνατή οικονομικά ή στρατιωτικά κι αν είναι- ότι θα καταφέρει να αποτρέψει αυτά τα μεταναστευτικά ρεύματα με απαγορεύσεις ή υψώνοντας προστατευτικά... τείχη.
Εξάλλου, η μετανάστευση αποτελεί ένα δομικό βιολογικό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου είδους που εκδηλώνεται αμείωτα από τις απαρχές της εξελικτικής μας Ιστορίας μέχρι σήμερα.
Οι αναγνώστες που επιθυμούν να ενημερωθούν για τις τρέχουσες γιγάντιες μεταναστευτικές ροές σε ολόκληρο τον πλανήτη μπορούν να συμβουλευτούν την σχετική ιστοσελίδα των Ηνωμένων Εθνών .
Στο πλαίσιο της σημερινής 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, η ανάπτυξη και οι εφαρμογές της Τεχνητής Νοημοσύνης και της Ρομποτικής τείνουν να γίνουν ανεξέλεγκτες, γεγονός που ενίοτε δημιουργεί υπερβολικές τεχνοφοβικές αντιδράσεις.
Για παράδειγμα, σε μια πολυσυζητημένη συνέντευξη που έδωσε το 2015 στο BBC ο επιφανής φυσικός και κοσμολόγος Στίβεν Χόκινγκ (Stephen Hawking) υποστήριξε: «Η τεχνητή νοημοσύνη ίσως να είναι η πιο σημαντική κατάκτηση του ανθρώπου. Κρίμα που μπορεί να αποδειχτεί και η τελευταία!».
Γιατί, όμως, η πλήρης ανάπτυξη των δυνατοτήτων και των εφαρμογών της τεχνητής νοημοσύνης (Τ.Ν.) μπορεί να οδηγήσει στην εξάλειψη του ανθρώπινου είδους;
Επειδή, όπως διατείνεται ο Χόκινγκ, «τα ανθρώπινα όντα, περιορισμένα από τους υπερβολικά αργούς ρυθμούς της βιολογικής τους εξέλιξης, δεν θα καταφέρουν να ανταγωνιστούν τις νοήμονες μηχανές».
Ανάλογες καταστροφικές προφητείες είναι αναμενόμενες από τους μη ειδικούς επιστήμονες, όχι όμως και από σημαντικούς πρωταγωνιστές της Πληροφορικής, όπως π.χ. ο Ελον Μασκ (Elon Musk), ιδρυτής των πρωτοποριακών εταιρειών εφαρμοσμένης επιστήμης «SpaceX» και «Tesla Motors», και ο Μπιλ Γκέιτς (Bill Gates), ιδρυτής και πρόεδρος της Microsoft, της μεγαλύτερης εταιρείας λογισμικού στον κόσμο, οι οποίοι έχουν υποστηρίξει ότι η πλήρης ανάπτυξη και εφαρμογή του προγράμματος της Τ.Ν. αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη απειλή για το μέλλον της ανθρωπότητας!
Φαίνεται απολύτως λογικό -και πολύ ανθρώπινο!- να σκεφτεί κανείς ότι αργά ή γρήγορα αυτές οι πανίσχυρες «ευφυείς μηχανές» θα κυριαρχήσουν στον πλανήτη, εξαλείφοντας τους αδύναμους δημιουργούς τους. Είναι όμως υποχρεωτικό να έρθουν έτσι τα πράγματα;
Γιατί μια ανώτερη και εξ ορισμού διαφορετική νοημοσύνη, όπως αυτή που ενδέχεται να αποκτήσουν στο απώτερο μέλλον οι μηχανές, θα πρέπει υποχρεωτικά να λειτουργεί με τυπικά ανθρώπινο τρόπο;
Αραγε, δεν θα μπορούσαμε να προγραμματίσουμε τις νοήμονες μηχανές του μέλλοντος ώστε να εξελιχθούν αυτόνομα επιδεικνύοντας πολύ πιο υψηλή από εμάς ενσυναίσθηση, αλληλεγγύη ή και αγάπη για τους νοητικά και σωματικά κατώτερους δημιουργούς τους;
Δεν είναι λίγοι οι ειδικοί σ’ αυτόν τον τομέα έρευνας που επιμένουν ότι είναι ιδιαιτέρως αλαζονικό και μάλλον ανόητο το να πιστεύουμε ότι θα μπορούσαμε προκαταβολικά να σχεδιάσουμε στο εργαστήριό μας τη νοημοσύνη των μηχανών του μέλλοντος.
Εξάλλου, ούτε και η ανθρώπινη νοημοσύνη «σχεδιάστηκε» από κανέναν!
Τώρα, όσον αφορά τους πραγματικούς κινδύνους που εγκυμονούν οι μελλοντικές εφαρμογές της Τ.Ν., οφείλουμε να έχουμε πάντοτε κατά νου ότι η επιστημονική έρευνα δεν προχωρά μόνο διαλύοντας τις προκαταλήψεις του παρελθόντος ή φωτίζοντας τα σκοτάδια της άγνοιάς μας.
Σκοτάδια μπορεί κάλλιστα να δημιουργεί και η ίδια η επιστήμη, όταν δεν καταφέρνει να χειραφετηθεί από τις ιδεοληψίες της αλλά και από τους κοντόθωρους στόχους της κυρίαρχης βιοπολιτικής μέσα στην οποία αναπτύσσεται.
Γνωρίζοντας αυτή τη διπλή εξάρτηση της τεχνοεπιστήμης, τόσο από τις εγγενείς γνωστικές ιδεοληψίες όσο και από εξωγενείς βιοπολιτικούς περιορισμούς, οι περισσότεροι άνθρωποι αντιδρούν με καχυποψία ή και φόβο απέναντι στις μελλοντικές εξελίξεις.
Αυτές οι τεχνοφοβικές αντιδράσεις, όταν δεν προκύπτουν από άγνοια ή σκοταδιστικές προκαταλήψεις, αποτελούν την έκφραση της βαθύτερης ανάγκης των ανθρώπων να επιλέγουν οι ίδιοι ποιες τεχνολογικές καινοτομίες είναι πραγματικά αναγκαίες για τη βελτίωση της ζωής τους και ποιες όχι.
Σε πιο «αθώες» ιστορικά εποχές, οι άνθρωποι εναπόθεταν τις αγωνίες και τις ελπίδες τους για το μέλλον στη θεϊκή πρόνοια και βούληση και στις ικανότητες κάποιων εκλεκτών να γνωρίζουν και να ερμηνεύουν εκ των προτέρων τα θεϊκά σημεία.
Προφήτες και μάντεις είχαν, υποτίθεται, το χάρισμα να διαβάζουν και να μεταφράζουν «τα εσόμενα».
Μπορούσαν δηλαδή να γνωρίζουν, να προβλέπουν και ενίοτε να επηρεάζουν «μαγικά» τα ανθρώπινα πράγματα.
Στη νεωτερική εποχή, την πρόβλεψη των μελλοντικών γεγονότων έχει αναλάβει ένα νέο επιστημονικό «ιερατείο», το οποίο ανακοινώνει τις επιστημονικές προβλέψεις για το μέλλον σε συνέδρια, ειδικές επιτροπές και κατόπιν στα ΜΜΕ.
Οι προβλεπτικές ικανότητες, όμως, της επιστήμης είναι περιορισμένες και συχνά αμφισβητήσιμες από τους αντιπροσώπους άλλων επιστημονικών «ιερατείων».
Εξάλλου, όπως και κατά το μακρινό παρελθόν, οι επιστημονικοί «χρησμοί» είναι συνήθως διατυπωμένοι σε μια τόσο σκοτεινή γλώσσα, ώστε οι περισσότεροι κοινοί θνητοί είναι αδύνατον να την κατανοήσουν.
Ομως, εδώ τελειώνουν και οι όποιες αναλογίες σχετικά με την κοινωνική λειτουργία των προβλέψεων στην επιστήμη και τη μαντική.
Αντίθετα με τις μαντικές προγνώσεις, οι επιστημονικές προβλέψεις δεν είναι συνήθως αυθαίρετες, ούτε στηρίζονται σε θεϊκές αποκαλύψεις, αλλά στη συλλογική έρευνα, τα πορίσματα της οποίας δεν είναι θέσφατα αλλά μπορούν κάλλιστα να διαψευσθούν ή να επαληθευτούν από άλλους επιστήμονες.
Με άλλα λόγια, οι προβλεπτικές ικανότητες της επιστήμης είναι το αποτέλεσμα επιστημονικής μεθόδου και σκέψης.
Οσο καλύτερα γνωρίζουμε τις παραμέτρους που επηρεάζουν τη συμπεριφορά ή τη δυναμική ενός συστήματος τόσο πιο ακριβείς θα είναι και οι προβλεπτικές μας ικανότητες.
Ομως, αυτές οι επιστημονικές προβλέψεις σχετικά με τη δυναμική και την εξέλιξη των φυσικών φαινομένων δεν είναι ποτέ απόλυτες, όχι μόνο επειδή δεν γνωρίζουμε όλες τις εμπλεκόμενες παραμέτρους αλλά, επιπλέον, επειδή αγνοούμε και τις αρχικές συνθήκες που δημιούργησαν αυτά τα φαινόμενα.
Γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολο να προβλέψουμε κάποιους σεισμούς ή τη μελλοντική εξέλιξη ενός ζωικού είδους.
Συνεπώς, αν κάποιος αναζητά μόνο σχετικά έγκυρες ή, στην καλύτερη περίπτωση, πιθανές προβλέψεις για το μέλλον πρέπει οπωσδήποτε να απευθυνθεί στην επιστήμη.
Αν, αντίθετα, χρειάζεται απόλυτες καθησυχαστικές βεβαιότητες, δηλαδή υπερφυσικές προφητείες, τότε θα πρέπει να τις αναζητήσει σε καφετζούδες, αστεροσκόπους, ονειρομάντεις ή «πεφωτισμένους»... καλογήρους!
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Μπορούμε να περιγράψουμε ως «Μελλοντολογία» την εμπειρικά και επιστημονικά τεκμηριωμένη προσπάθεια να προβλέψουμε εγκαίρως ορισμένα φυσικά γεγονότα ή το πώς συγκεκριμένες επιστημονικές εξελίξεις θα επηρεάσουν κάποιες πτυχές της ανθρώπινης ζωής στο άμεσο ή και το απώτερο μέλλον.
Για παράδειγμα, τη δημογραφική δυναμική των ανθρώπινων πληθυσμών, τις συνέπειες από τη διάδοση μιας ασθένειας, τις κλιματικές αλλαγές, τις πιθανές οικολογικές ή κοινωνικές καταστροφές που θα επιφέρει η μαζική εφαρμογή συγκεκριμένων τεχνολογιών κ.ο.κ.
Στο σημερινό άρθρο θα εξετάσουμε εάν, πράγματι, διαθέτουμε τις απαραίτητες επιστημονικές γνώσεις ή τις επαρκείς εμπειρικές μαρτυρίες για να κάνουμε σχετικά ασφαλείς προβλέψεις για το μέλλον της ανθρωπότητας στον πλανήτη. Και τι σχέση μπορεί να έχουν οι αβέβαιες αλλά ελέγξιμες επιστημονικές «προβλέψεις» με τις αντιεπιστημονικές «προφητείες» για το τέλος του ανθρώπου.
Στο επόμενο άρθρο θα αναζητήσουμε κάποιες εύλογες επιστημονικά απαντήσεις για το αν όντως είναι αναπόφευκτη, δηλαδή μη αναστρέψιμη, η πορεία προς τη «μετα-ανθρώπινη κατάσταση», δηλαδή τον επανασχεδιασμό του ανθρώπινου είδους ώστε να επιβιώσει στις αντίξοες συνθήκες της Ανθρωποκαίνου Εποχής.
Η βιοπολιτική του μέλλοντός μας (ΙΙΙ)
Aπό τον 17ο αιώνα μέχρι σήμερα η επιτυχία μιας επιστημονικής θεωρίας ταυτιζόταν με -και εξαρτιόταν από- την ικανότητά της να προβλέπει, στη βάση γνωστών φυσικών νόμων, τη μελλοντική συμπεριφορά και την εξέλιξη των φαινομένων που μελετούσε.
Οι μεγάλες επιτυχίες αυτής της αιτιοκρατικής (ντετερμινιστικής) μεθοδολογικής προσέγγισης δημιούργησαν την ψευδαίσθηση ότι η τεράστια ποικιλία των φυσικών, βιολογικών αλλά και των ανθρωπολογικών φαινομένων θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, να εξηγηθεί πλήρως από λίγους -θεμελιώδεις και καθολικούς- φυσικούς νόμους.
Διόλου περίεργο λοιπόν που η κλασική Φυσική περιέγραφε την εκάστοτε κατάσταση του Σύμπαντος -και ό,τι συμβαίνει εντός του- ως το προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα της επίδρασης των αρχικών συνθηκών και των θεμελιωδών δυνάμεων της Φυσικής.
Πρόκειται για την περιβόητη και πολυπόθητη «Θεωρία των Πάντων»: το άπιαστο μέχρι σήμερα όνειρο μιας καθολικής «πανεπιστήμης», ικανής να εξηγεί κάθε προγενέστερο και να προβλέπει κάθε μελλοντικό φυσικό φαινόμενο.
Προϋπόθεση βέβαια για να ισχύει αυτή η γνωστική παντοδυναμία ήταν και εξακολουθεί να είναι η θεολογική-μεταφυσική αρχή του «αποχρώντος λόγου», δηλαδή η συστηματική υποβάθμιση και η εξάλειψη από τον σκληρό πυρήνα των επιστημονικών εξηγήσεων κάθε τυχαίου, συμπτωματικού ή «αυθαίρετου» ιστορικού παράγοντα.
Εντούτοις, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μας, τα περισσότερα φυσικά, πόσω μάλλον τα κοινωνικά-ιστορικά φαινόμενα, ήταν και παραμένουν μη προβλέψιμα.
Τυπικά παραδείγματα μη προβλέψιμων φαινομένων είναι η μη γραμμική εξέλιξη όλων των βιολογικών και των οικολογικών συστημάτων, οι ξαφνικές μεταβολές του καιρού, οι καταστροφικοί σεισμοί, η εμφάνιση μιας νέας ασθένειας ή η διάδοση μιας επιδημίας, οι μη αναμενόμενες οικονομικές κρίσεις, οι μεγάλες κοινωνικές και ιστορικές ανατροπές.
Η δημογραφική βόμβα
Ωστόσο, η ίδια η ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης δημιουργεί τις προϋποθέσεις και κυρίως την ανάγκη για μια εναλλακτική -μη αναγωγιστική και μη ντετερμινιστική- προσέγγιση για την κατανόηση τέτοιων πολύπλοκων φαινομένων.
Ετσι, για τη σύγχρονη επιστήμη η μη προβλέψιμη δυναμική, η αυτοοργάνωση και η δομική-λειτουργική αυτονομία των πολύπλοκων συστημάτων δεν θεωρούνται πλέον «εξαιρέσεις»: δηλαδή μεμονωμένα ή επουσιώδη φυσικά φαινόμενα, τα οποία οφείλουμε πάση θυσία να παραβλέπουμε.
Απεναντίας, αποτελούν τα βασικά και ενίοτε τα μοναδικά εννοιολογικά εργαλεία που μας επιτρέπουν να συνειδητοποιούμε τα περίπλοκα «προ-γνωστικά» προβλήματα που αντιμετωπίζουμε όταν περιγράφουμε αυτά τα φαινόμενα, χωρίς τις παραμορφωτικές απλοποιήσεις τού χθες.
Αυτές οι έννοιες, αλλά κυρίως η νέα μεθοδολογική προσέγγιση της πραγματικότητας που συνεπάγεται η υιοθέτησή τους, ενδέχεται να αποδειχτούν η αναγκαία θεραπευτική αγωγή για να απαλλαγούμε από τις παραπλανητικές «μονοθεϊστικές» ψευδαισθήσεις αιώνων: από την απόλυτη βεβαιότητα ή, μάλλον, την απλοϊκή πίστη για την ύπαρξη της μίας μοναδικής και διαχρονικής εξ αποκαλύψεως «Αλήθειας», η οποία επειδή εξηγεί τα πάντα δικαιολογεί -και τελικά νομιμοποιεί- τα πιο αποτρόπαια ανθρώπινα εγκλήματα και καταστροφές.
Αδιάφορο αν πρόκειται για θρησκευτικά, ιστορικο-πολιτικά εγκλήματα ή για οικολογικές, τεχνολογικές καταστροφές!
Ανάμεσα στις πιο καλά τεκμηριωμένες και επιστημονικά έγκυρες προβλέψεις για τις επικείμενες ανθρωπογενείς καταστροφές είναι το εκρηκτικό δημογραφικό πρόβλημα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο ανθρώπινος πληθυσμός έφτανε περίπου τα 3 δισεκατομμύρια.
Επειτα από μόλις πενήντα χρόνια, χάρη κυρίως στη μείωση της παιδικής θνησιμότητας, ο ανθρώπινος πληθυσμός έφτασε τα 7,2 δισεκατομμύρια.
Ακόμη κι αν περιοριστεί σταδιακά η εκθετική γεννητικότητα, το έτος 2050 υπολογίζεται ότι θα ζουν 10-10,7 δισ. άνθρωποι.
Πρόκειται κυριολεκτικά για μια δημογραφική βόμβα που, εκτός από τη δυσβάσταχτη οικολογική επιβάρυνση του ήδη εξουθενωμένου πλανήτη, θα οδηγήσει και σε τεράστιες γεωπολιτικές ανακατατάξεις.
Για παράδειγμα, δεδομένου ότι οι μεγάλες οικονομικές ανισότητες όχι μόνο δεν θα εκλείψουν αλλά θα επεκταθούν, θεωρείται βέβαιο ότι θα υπάρξουν απανωτά μεταναστευτικά και προσφυγικά ρεύματα από τις φτωχοποιημένες (οικονομικά) και ερημοποιημένες (οικολογικά) χώρες προς τις πλουσιότερες.
Και είναι καθαρή εθελοτυφλία το να πιστεύει μια χώρα -όσο δυνατή οικονομικά ή στρατιωτικά κι αν είναι- ότι θα καταφέρει να αποτρέψει αυτά τα μεταναστευτικά ρεύματα με απαγορεύσεις ή υψώνοντας προστατευτικά... τείχη.
Εξάλλου, η μετανάστευση αποτελεί ένα δομικό βιολογικό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου είδους που εκδηλώνεται αμείωτα από τις απαρχές της εξελικτικής μας Ιστορίας μέχρι σήμερα.
Οι αναγνώστες που επιθυμούν να ενημερωθούν για τις τρέχουσες γιγάντιες μεταναστευτικές ροές σε ολόκληρο τον πλανήτη μπορούν να συμβουλευτούν την σχετική ιστοσελίδα των Ηνωμένων Εθνών .
Ανθρωποκτόνος τεχνολογία;
Στο πλαίσιο της σημερινής 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, η ανάπτυξη και οι εφαρμογές της Τεχνητής Νοημοσύνης και της Ρομποτικής τείνουν να γίνουν ανεξέλεγκτες, γεγονός που ενίοτε δημιουργεί υπερβολικές τεχνοφοβικές αντιδράσεις.
Για παράδειγμα, σε μια πολυσυζητημένη συνέντευξη που έδωσε το 2015 στο BBC ο επιφανής φυσικός και κοσμολόγος Στίβεν Χόκινγκ (Stephen Hawking) υποστήριξε: «Η τεχνητή νοημοσύνη ίσως να είναι η πιο σημαντική κατάκτηση του ανθρώπου. Κρίμα που μπορεί να αποδειχτεί και η τελευταία!».
Γιατί, όμως, η πλήρης ανάπτυξη των δυνατοτήτων και των εφαρμογών της τεχνητής νοημοσύνης (Τ.Ν.) μπορεί να οδηγήσει στην εξάλειψη του ανθρώπινου είδους;
Επειδή, όπως διατείνεται ο Χόκινγκ, «τα ανθρώπινα όντα, περιορισμένα από τους υπερβολικά αργούς ρυθμούς της βιολογικής τους εξέλιξης, δεν θα καταφέρουν να ανταγωνιστούν τις νοήμονες μηχανές».
Ανάλογες καταστροφικές προφητείες είναι αναμενόμενες από τους μη ειδικούς επιστήμονες, όχι όμως και από σημαντικούς πρωταγωνιστές της Πληροφορικής, όπως π.χ. ο Ελον Μασκ (Elon Musk), ιδρυτής των πρωτοποριακών εταιρειών εφαρμοσμένης επιστήμης «SpaceX» και «Tesla Motors», και ο Μπιλ Γκέιτς (Bill Gates), ιδρυτής και πρόεδρος της Microsoft, της μεγαλύτερης εταιρείας λογισμικού στον κόσμο, οι οποίοι έχουν υποστηρίξει ότι η πλήρης ανάπτυξη και εφαρμογή του προγράμματος της Τ.Ν. αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη απειλή για το μέλλον της ανθρωπότητας!
Φαίνεται απολύτως λογικό -και πολύ ανθρώπινο!- να σκεφτεί κανείς ότι αργά ή γρήγορα αυτές οι πανίσχυρες «ευφυείς μηχανές» θα κυριαρχήσουν στον πλανήτη, εξαλείφοντας τους αδύναμους δημιουργούς τους. Είναι όμως υποχρεωτικό να έρθουν έτσι τα πράγματα;
Γιατί μια ανώτερη και εξ ορισμού διαφορετική νοημοσύνη, όπως αυτή που ενδέχεται να αποκτήσουν στο απώτερο μέλλον οι μηχανές, θα πρέπει υποχρεωτικά να λειτουργεί με τυπικά ανθρώπινο τρόπο;
Αραγε, δεν θα μπορούσαμε να προγραμματίσουμε τις νοήμονες μηχανές του μέλλοντος ώστε να εξελιχθούν αυτόνομα επιδεικνύοντας πολύ πιο υψηλή από εμάς ενσυναίσθηση, αλληλεγγύη ή και αγάπη για τους νοητικά και σωματικά κατώτερους δημιουργούς τους;
Δεν είναι λίγοι οι ειδικοί σ’ αυτόν τον τομέα έρευνας που επιμένουν ότι είναι ιδιαιτέρως αλαζονικό και μάλλον ανόητο το να πιστεύουμε ότι θα μπορούσαμε προκαταβολικά να σχεδιάσουμε στο εργαστήριό μας τη νοημοσύνη των μηχανών του μέλλοντος.
Εξάλλου, ούτε και η ανθρώπινη νοημοσύνη «σχεδιάστηκε» από κανέναν!
Τώρα, όσον αφορά τους πραγματικούς κινδύνους που εγκυμονούν οι μελλοντικές εφαρμογές της Τ.Ν., οφείλουμε να έχουμε πάντοτε κατά νου ότι η επιστημονική έρευνα δεν προχωρά μόνο διαλύοντας τις προκαταλήψεις του παρελθόντος ή φωτίζοντας τα σκοτάδια της άγνοιάς μας.
Σκοτάδια μπορεί κάλλιστα να δημιουργεί και η ίδια η επιστήμη, όταν δεν καταφέρνει να χειραφετηθεί από τις ιδεοληψίες της αλλά και από τους κοντόθωρους στόχους της κυρίαρχης βιοπολιτικής μέσα στην οποία αναπτύσσεται.
Γνωρίζοντας αυτή τη διπλή εξάρτηση της τεχνοεπιστήμης, τόσο από τις εγγενείς γνωστικές ιδεοληψίες όσο και από εξωγενείς βιοπολιτικούς περιορισμούς, οι περισσότεροι άνθρωποι αντιδρούν με καχυποψία ή και φόβο απέναντι στις μελλοντικές εξελίξεις.
Αυτές οι τεχνοφοβικές αντιδράσεις, όταν δεν προκύπτουν από άγνοια ή σκοταδιστικές προκαταλήψεις, αποτελούν την έκφραση της βαθύτερης ανάγκης των ανθρώπων να επιλέγουν οι ίδιοι ποιες τεχνολογικές καινοτομίες είναι πραγματικά αναγκαίες για τη βελτίωση της ζωής τους και ποιες όχι.
Προβλεπτική και όχι μαντική η ικανότητα της επιστήμης
Σε πιο «αθώες» ιστορικά εποχές, οι άνθρωποι εναπόθεταν τις αγωνίες και τις ελπίδες τους για το μέλλον στη θεϊκή πρόνοια και βούληση και στις ικανότητες κάποιων εκλεκτών να γνωρίζουν και να ερμηνεύουν εκ των προτέρων τα θεϊκά σημεία.
Προφήτες και μάντεις είχαν, υποτίθεται, το χάρισμα να διαβάζουν και να μεταφράζουν «τα εσόμενα».
Μπορούσαν δηλαδή να γνωρίζουν, να προβλέπουν και ενίοτε να επηρεάζουν «μαγικά» τα ανθρώπινα πράγματα.
Η αλήθεια είναι σχετική
Στη νεωτερική εποχή, την πρόβλεψη των μελλοντικών γεγονότων έχει αναλάβει ένα νέο επιστημονικό «ιερατείο», το οποίο ανακοινώνει τις επιστημονικές προβλέψεις για το μέλλον σε συνέδρια, ειδικές επιτροπές και κατόπιν στα ΜΜΕ.
Οι προβλεπτικές ικανότητες, όμως, της επιστήμης είναι περιορισμένες και συχνά αμφισβητήσιμες από τους αντιπροσώπους άλλων επιστημονικών «ιερατείων».
Εξάλλου, όπως και κατά το μακρινό παρελθόν, οι επιστημονικοί «χρησμοί» είναι συνήθως διατυπωμένοι σε μια τόσο σκοτεινή γλώσσα, ώστε οι περισσότεροι κοινοί θνητοί είναι αδύνατον να την κατανοήσουν.
Ομως, εδώ τελειώνουν και οι όποιες αναλογίες σχετικά με την κοινωνική λειτουργία των προβλέψεων στην επιστήμη και τη μαντική.
Αντίθετα με τις μαντικές προγνώσεις, οι επιστημονικές προβλέψεις δεν είναι συνήθως αυθαίρετες, ούτε στηρίζονται σε θεϊκές αποκαλύψεις, αλλά στη συλλογική έρευνα, τα πορίσματα της οποίας δεν είναι θέσφατα αλλά μπορούν κάλλιστα να διαψευσθούν ή να επαληθευτούν από άλλους επιστήμονες.
Με άλλα λόγια, οι προβλεπτικές ικανότητες της επιστήμης είναι το αποτέλεσμα επιστημονικής μεθόδου και σκέψης.
Οσο καλύτερα γνωρίζουμε τις παραμέτρους που επηρεάζουν τη συμπεριφορά ή τη δυναμική ενός συστήματος τόσο πιο ακριβείς θα είναι και οι προβλεπτικές μας ικανότητες.
Ομως, αυτές οι επιστημονικές προβλέψεις σχετικά με τη δυναμική και την εξέλιξη των φυσικών φαινομένων δεν είναι ποτέ απόλυτες, όχι μόνο επειδή δεν γνωρίζουμε όλες τις εμπλεκόμενες παραμέτρους αλλά, επιπλέον, επειδή αγνοούμε και τις αρχικές συνθήκες που δημιούργησαν αυτά τα φαινόμενα.
Γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολο να προβλέψουμε κάποιους σεισμούς ή τη μελλοντική εξέλιξη ενός ζωικού είδους.
Συνεπώς, αν κάποιος αναζητά μόνο σχετικά έγκυρες ή, στην καλύτερη περίπτωση, πιθανές προβλέψεις για το μέλλον πρέπει οπωσδήποτε να απευθυνθεί στην επιστήμη.
Αν, αντίθετα, χρειάζεται απόλυτες καθησυχαστικές βεβαιότητες, δηλαδή υπερφυσικές προφητείες, τότε θα πρέπει να τις αναζητήσει σε καφετζούδες, αστεροσκόπους, ονειρομάντεις ή «πεφωτισμένους»... καλογήρους!
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου