Φοίβος Γκικόπουλος
Ποιος σκέφτεται πια το Καρναβάλι; Σήμερα, στη σημερινή ζωή, πιστεύω πως όλο και λιγότεροι άνθρωποι θυμούνται ή καταλαβαίνουν αν έχουμε Καρναβάλι ή Σαρακοστή. Αντίθετα, στα βιβλία συχνά συναντάμε αναφορές στο Καρναβάλι, σαν να φορτίζεται αυτή μας η εμπειρία με όλη της την έννοια, σαν να γίνεται αναγκαίο στοιχείο για να κατανοήσουμε τα εθνολογικά δεδομένα της κουλτούρας μας.
«Το Καρναβάλι είναι ένα θέαμα χωρίς πάλκο και διαχωρισμούς ανάμεσα σε εκτελεστές και θεατές. Στο Καρναβάλι όλοι είναι δραστήριοι, όλοι συμμετέχουν στην καρναβαλική πράξη. Το Καρναβάλι το ζεις: ζεις σύμφωνα με τους κανόνες του. Όμως η καρναβαλική ζωή είναι μια ζωή που έχει απομακρυνθεί από τη φυσιολογική της τροχιά, είναι κατά κάποιο τρόπο, μια «ζωή αντίστροφη», ένας «κόσμος αντίστροφος».
Αυτή η ερμηνεία του Καρναβαλιού βρίσκεται σ’ ένα βιβλίο που μπορεί να μας ξενίσει λίγο. Μια μελέτη πάνω στο ύφος του Ντοστογιέφσκι που κυκλοφόρησε εδώ και πολλά χρόνια στη Μόσχα (Μιχαήλ Μπάχτιν, Ντοστογιέφσκι, ποιητική και υφολογία, 1968). Ο Μπάχτιν υπογραμμίζει το γεγονός ότι «οι νόμοι, οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί που καθορίζουν το καθεστώς και την τάξη της φυσιολογικής ζωής, κατά τη διάρκεια του Καρναβαλιού καθαιρούνται. Και, κυρίως, καθαιρούνται οι ιεραρχίες και όλες οι φόρμες που συνδέονται μαζί τους: τρόμος, αφοσίωση, οίκτος, ετικέτα κλπ. δηλαδή κάθε τι που ορίζεται από μια κοινωνική ή άλλου τύπου ανισότητα (συμπεριλαμβανομένης και της ηλικιακής). Καθαιρείται κάθε απόσταση ανάμεσα στα άτομα και εφαρμόζεται μια ειδικά καρναβαλική κατηγορία, η ελεύθερη, οικεία επαφή μεταξύ των ανθρώπων. Αυτή η κατηγορία επαφής καθορίζει ακόμη τον ιδιαίτερο χαρακτήρα οργάνωσης μαζικών εκδηλώσεων, την ελεύθερη καρναβαλική χειρονομία και τον ευθύ άμεσο καρναβαλικό λόγο.
Το καρναβάλι υπάγεται στα χαρακτηριστικά της γνώσης και της τρέλας, του θείου και του βέβηλου, της γιορτής και του θανάτου: συνδυασμοί οι τελευταίοι που πάντα υπήρξαν μεγάλα λογοτεχνικά θέματα. Το τελετουργικό του καρναβαλιού ήταν πάνω απ’ όλα η στέψη ενός βασιλιά και η επακόλουθη καθαίρεσή του. Το ευρωπαϊκό φολκλόρ μας δίνει αμέτρητες παραλλαγές αυτού του συμβολικού τελετουργικού της εναλλαγής του χρόνου, της σχετικότητας κάθε εξουσίας. Ο βασιλιάς του καρναβαλιού είναι αυτός που θα πέσει απ’ το θρόνο του και στο τέλος θα χλευαστεί, είναι βασιλιάς και δούλος ταυτόχρονα. Έτσι, στο καρναβαλικό φαγοπότι υπάρχει η σαρακοστιανή λιτότητα: Ο μύθος της αφθονίας, η ουτοπία της Γης της Επαγγελίας γεννιέται στο φόντο της αγροτικής κοινωνίας που πάντα απειλείται από τους λιμούς».
Ο Μπάχτιν βλέπει να πραγματοποιείται η λειτουργία του καρναβαλιού στην αρχαία Ρώμη και την πρώτη περίοδο του Μεσαίωνα. Αλλά, ακόμη και στην Αναγέννηση είναι ζωντανή, τόσο που η πιο σημαντική κληρονομιά του καρναβαλιού στη λογοτεχνία, η παρωδία, τότε μας προσφέρει τα αριστουργήματά της: Έρασμος, Ραμπελέ, Θερβάντες, που με το γλωσσικό τους πλούτο αναμιγνύουν μεγαλόπρεπες και πληβείες εκφράσεις.
Οι μεγάλες μεσαιωνικές πόλεις εμφανίζονται στο δοκίμιο του Μπάχτιν μέσα από ένα ανέλπιστο φως μιας καρναβαλικής κοινωνίας, γιατί το καρναβάλι διαδραματίζεται και στις μέρες γιορτής, των θείων παραστάσεων, του τρύγου, συνοδεύει σε ορισμένες περιπτώσεις τις μεγάλες εκκλησιαστικές εορτές. «Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο μεσαιωνικός άνθρωπος ζούσε δυο ζωές: μια επίσημη, μονολιθικά σοβαρή, κάτω από την καταπίεση μιας αυστηρής κυριαρχίας, γεμάτη φόβο, δογματισμό, οίκτο και αφοσίωση, και μια άλλη, καρναβαλική, της πιάτσας, ελεύθερη, γεμάτη διφορούμενο γέλιο, βέβηλη, ιερόσυλη με όλα και με όλους. Και οι δυο αυτές ζωές ήταν νόμιμες, αλλά διαχωρισμένες από αυστηρά χρονικά σύνορα».
Αυτό το παράδοξο μοντέλο κοινωνίας, που φτάνει σαν μήνυμα σ’ ένα μπουκάλι από τις όχθες ενός πολιτισμού «μονολιθικά σοβαρού», είναι όσο ποτέ επίκαιρο σ’ έναν κόσμο όπως ο δικός μας που κινείται ταυτόχρονα από δυνάμεις αυταρχικές, καταπιεστικές, αυτοματοποιημένες και που τείνουν να υποτάξουν κάθε αξία στις ανάγκες της παραγωγής. Στην εποχή των παλιών καρναβαλιών, η εναλλαγή ρυθμών ζωής και συμπεριφοράς υπαγορευόταν από τον εποχιακό-γεωργικό κύκλο. Σε μια μελλοντική κοινωνία θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί κάτι ανάλογο, ακολουθώντας το ρυθμό των οικονομικών βιομηχανικών κύκλων, των πενταετών προγραμμάτων, της εναλλαγής ανάμεσα σε περιόδους κατανάλωσης, γιορτής, αμφισβήτησης της εξουσίας, απομυθοποίησης, σε όλα επίπεδα.
Για την ώρα το «μοντέλο» του Μπάχτιν για το Καρναβάλι λειτουργεί στη λογοτεχνική κριτική ως μοντέλο ποιητικής. Κι αυτό είναι τόσο έντονο στον Μπάχτιν, που υπογραμμίζει, για παράδειγμα, τη διπλή έννοια της φωτιάς στις γιορτές του Καρναβαλιού: καταστρέφει και ανανεώνει τον κόσμο. Και αναφέρει τον Γκαίτε που στο Ταξίδι στην Ιταλία περιγράφει το Καρναβάλι της Ρώμης με τη γιορτή των κεριών όπου ο καθένας κρατά το δικό του αναμμένο κερί και προσπαθεί να σβήσει τα κεριά των άλλων, φωνάζοντας: «Να σε φάει το σκοτάδι». Ο Γκαίτε αναφέρει το περιστατικό ενός παιδιού που σβήνει το κερί του πατέρα του κραυγάζοντας: «Να τον φάει το σκοτάδι, το σεβαστό μου πατέρα».
Η δύναμη του Καρναβαλιού βρίσκεται στο ότι δεν πρόκειται για «αφηρημένες ιδέες πάνω στη ισότητα και την ελευθερία, πάνω στον αμοιβαίο δεσμό των πάντων, πάνω στην ενότητα των αντιθέτων, κλπ. Όχι, είναι ιδέες συγκεκριμένες, αισθησιακές, λειτουργικές, θεαματικές, βιωμένες και ερμηνευμένες στη φόρμα της ίδιας της ζωής, που δημιουργήθηκαν και διατηρήθηκαν στη διάρκεια χιλιετιών στις πλατιές λαϊκές μάζες της ανθρωπότητας».
* Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ
Πηγή: artinews.gr
Arti News: Επιλογές
Ποιος σκέφτεται πια το Καρναβάλι; Σήμερα, στη σημερινή ζωή, πιστεύω πως όλο και λιγότεροι άνθρωποι θυμούνται ή καταλαβαίνουν αν έχουμε Καρναβάλι ή Σαρακοστή. Αντίθετα, στα βιβλία συχνά συναντάμε αναφορές στο Καρναβάλι, σαν να φορτίζεται αυτή μας η εμπειρία με όλη της την έννοια, σαν να γίνεται αναγκαίο στοιχείο για να κατανοήσουμε τα εθνολογικά δεδομένα της κουλτούρας μας.
«Το Καρναβάλι είναι ένα θέαμα χωρίς πάλκο και διαχωρισμούς ανάμεσα σε εκτελεστές και θεατές. Στο Καρναβάλι όλοι είναι δραστήριοι, όλοι συμμετέχουν στην καρναβαλική πράξη. Το Καρναβάλι το ζεις: ζεις σύμφωνα με τους κανόνες του. Όμως η καρναβαλική ζωή είναι μια ζωή που έχει απομακρυνθεί από τη φυσιολογική της τροχιά, είναι κατά κάποιο τρόπο, μια «ζωή αντίστροφη», ένας «κόσμος αντίστροφος».
Αυτή η ερμηνεία του Καρναβαλιού βρίσκεται σ’ ένα βιβλίο που μπορεί να μας ξενίσει λίγο. Μια μελέτη πάνω στο ύφος του Ντοστογιέφσκι που κυκλοφόρησε εδώ και πολλά χρόνια στη Μόσχα (Μιχαήλ Μπάχτιν, Ντοστογιέφσκι, ποιητική και υφολογία, 1968). Ο Μπάχτιν υπογραμμίζει το γεγονός ότι «οι νόμοι, οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί που καθορίζουν το καθεστώς και την τάξη της φυσιολογικής ζωής, κατά τη διάρκεια του Καρναβαλιού καθαιρούνται. Και, κυρίως, καθαιρούνται οι ιεραρχίες και όλες οι φόρμες που συνδέονται μαζί τους: τρόμος, αφοσίωση, οίκτος, ετικέτα κλπ. δηλαδή κάθε τι που ορίζεται από μια κοινωνική ή άλλου τύπου ανισότητα (συμπεριλαμβανομένης και της ηλικιακής). Καθαιρείται κάθε απόσταση ανάμεσα στα άτομα και εφαρμόζεται μια ειδικά καρναβαλική κατηγορία, η ελεύθερη, οικεία επαφή μεταξύ των ανθρώπων. Αυτή η κατηγορία επαφής καθορίζει ακόμη τον ιδιαίτερο χαρακτήρα οργάνωσης μαζικών εκδηλώσεων, την ελεύθερη καρναβαλική χειρονομία και τον ευθύ άμεσο καρναβαλικό λόγο.
Το καρναβάλι υπάγεται στα χαρακτηριστικά της γνώσης και της τρέλας, του θείου και του βέβηλου, της γιορτής και του θανάτου: συνδυασμοί οι τελευταίοι που πάντα υπήρξαν μεγάλα λογοτεχνικά θέματα. Το τελετουργικό του καρναβαλιού ήταν πάνω απ’ όλα η στέψη ενός βασιλιά και η επακόλουθη καθαίρεσή του. Το ευρωπαϊκό φολκλόρ μας δίνει αμέτρητες παραλλαγές αυτού του συμβολικού τελετουργικού της εναλλαγής του χρόνου, της σχετικότητας κάθε εξουσίας. Ο βασιλιάς του καρναβαλιού είναι αυτός που θα πέσει απ’ το θρόνο του και στο τέλος θα χλευαστεί, είναι βασιλιάς και δούλος ταυτόχρονα. Έτσι, στο καρναβαλικό φαγοπότι υπάρχει η σαρακοστιανή λιτότητα: Ο μύθος της αφθονίας, η ουτοπία της Γης της Επαγγελίας γεννιέται στο φόντο της αγροτικής κοινωνίας που πάντα απειλείται από τους λιμούς».
Ο Μπάχτιν βλέπει να πραγματοποιείται η λειτουργία του καρναβαλιού στην αρχαία Ρώμη και την πρώτη περίοδο του Μεσαίωνα. Αλλά, ακόμη και στην Αναγέννηση είναι ζωντανή, τόσο που η πιο σημαντική κληρονομιά του καρναβαλιού στη λογοτεχνία, η παρωδία, τότε μας προσφέρει τα αριστουργήματά της: Έρασμος, Ραμπελέ, Θερβάντες, που με το γλωσσικό τους πλούτο αναμιγνύουν μεγαλόπρεπες και πληβείες εκφράσεις.
Οι μεγάλες μεσαιωνικές πόλεις εμφανίζονται στο δοκίμιο του Μπάχτιν μέσα από ένα ανέλπιστο φως μιας καρναβαλικής κοινωνίας, γιατί το καρναβάλι διαδραματίζεται και στις μέρες γιορτής, των θείων παραστάσεων, του τρύγου, συνοδεύει σε ορισμένες περιπτώσεις τις μεγάλες εκκλησιαστικές εορτές. «Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο μεσαιωνικός άνθρωπος ζούσε δυο ζωές: μια επίσημη, μονολιθικά σοβαρή, κάτω από την καταπίεση μιας αυστηρής κυριαρχίας, γεμάτη φόβο, δογματισμό, οίκτο και αφοσίωση, και μια άλλη, καρναβαλική, της πιάτσας, ελεύθερη, γεμάτη διφορούμενο γέλιο, βέβηλη, ιερόσυλη με όλα και με όλους. Και οι δυο αυτές ζωές ήταν νόμιμες, αλλά διαχωρισμένες από αυστηρά χρονικά σύνορα».
Αυτό το παράδοξο μοντέλο κοινωνίας, που φτάνει σαν μήνυμα σ’ ένα μπουκάλι από τις όχθες ενός πολιτισμού «μονολιθικά σοβαρού», είναι όσο ποτέ επίκαιρο σ’ έναν κόσμο όπως ο δικός μας που κινείται ταυτόχρονα από δυνάμεις αυταρχικές, καταπιεστικές, αυτοματοποιημένες και που τείνουν να υποτάξουν κάθε αξία στις ανάγκες της παραγωγής. Στην εποχή των παλιών καρναβαλιών, η εναλλαγή ρυθμών ζωής και συμπεριφοράς υπαγορευόταν από τον εποχιακό-γεωργικό κύκλο. Σε μια μελλοντική κοινωνία θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί κάτι ανάλογο, ακολουθώντας το ρυθμό των οικονομικών βιομηχανικών κύκλων, των πενταετών προγραμμάτων, της εναλλαγής ανάμεσα σε περιόδους κατανάλωσης, γιορτής, αμφισβήτησης της εξουσίας, απομυθοποίησης, σε όλα επίπεδα.
Για την ώρα το «μοντέλο» του Μπάχτιν για το Καρναβάλι λειτουργεί στη λογοτεχνική κριτική ως μοντέλο ποιητικής. Κι αυτό είναι τόσο έντονο στον Μπάχτιν, που υπογραμμίζει, για παράδειγμα, τη διπλή έννοια της φωτιάς στις γιορτές του Καρναβαλιού: καταστρέφει και ανανεώνει τον κόσμο. Και αναφέρει τον Γκαίτε που στο Ταξίδι στην Ιταλία περιγράφει το Καρναβάλι της Ρώμης με τη γιορτή των κεριών όπου ο καθένας κρατά το δικό του αναμμένο κερί και προσπαθεί να σβήσει τα κεριά των άλλων, φωνάζοντας: «Να σε φάει το σκοτάδι». Ο Γκαίτε αναφέρει το περιστατικό ενός παιδιού που σβήνει το κερί του πατέρα του κραυγάζοντας: «Να τον φάει το σκοτάδι, το σεβαστό μου πατέρα».
Η δύναμη του Καρναβαλιού βρίσκεται στο ότι δεν πρόκειται για «αφηρημένες ιδέες πάνω στη ισότητα και την ελευθερία, πάνω στον αμοιβαίο δεσμό των πάντων, πάνω στην ενότητα των αντιθέτων, κλπ. Όχι, είναι ιδέες συγκεκριμένες, αισθησιακές, λειτουργικές, θεαματικές, βιωμένες και ερμηνευμένες στη φόρμα της ίδιας της ζωής, που δημιουργήθηκαν και διατηρήθηκαν στη διάρκεια χιλιετιών στις πλατιές λαϊκές μάζες της ανθρωπότητας».
* Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ
Πηγή: artinews.gr
Arti News: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου