Κυριακή 30 Απριλίου 2017

Δουλτσινέα Ελένη

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης


Μνήμη Γιώργου Κουκά και των αυτών

Πόση ακριβώς διάρκεια έχουν πέντε λεπτά της ώρας; Είναι αλήθεια ότι το βασάνιζε πολύ, πάρα πολύ καιρό μες στο μυαλό του. Ξανά και ξανά και ξανά. Για να καταλήξει στο εξής: Αν πρόκειται για δευτερόλεπτα, πέντε έξι τριάντα, επί δέκα ίσον τρακόσια, τρακόσια δηλαδή δευτερόλεπτα. Ούτε ένα παραπάνω ούτε ένα παρακάτω. Ναι, τρακόσια. Τουλάχιστον για την καθιερωμένη αντίληψη του χρόνου, που δεν συνέκλινε κατ’ ανάγκη με αυτήν που ο ίδιος υποχρεώθηκε να υιοθετήσει. Γιατί στη δική του, στην κατάδική του περίπτωση, πέντε λεπτά ισούνταν ήδη με τρία ολόκληρα, μπορεί και παραπάνω χρόνια. Που πάει να πει, με κάτι εκατομμύρια λεπτά ή με μια εκατοντάδα εκατομμύρια από δευτερόλεπτα – συν τα εννιακόσια χιλιόμετρα απόσταση και το μισό σχεδόν Αιγαίο να κυματίζει, να φουρτουνιάζει και να αφρίζει ανάμεσά τους.

Σε τούτη την περίεργη αριθμητική ισότητα ήταν πολιτικός εξόριστος για τρία ολόκληρα χρόνια από τη ζωή του, προσπαθώντας να καταλάβει τι, γιατί, πώς και κυρίως πόσο. Αλλά από μωρό παιδί σκράπας παρέμενε στην αριθμητική, σωστό βαθμό δεν σταύρωσε σε όλο το δημοτικό, όπως άλλωστε και στο μάθημα της ιστορίας. Και καθόλου τυχαίο δεν ήταν που ο μπακάλης της γειτονιάς τον έκλεβε συνέχεια στο μέτρημα κάθε φορά που τον έστελνε η μάνα του για ψώνια ή το πρόγραμμα εθνικής διαπαιδαγώγησης στο οποίο εκών άκων έπαιρνε μέρος για να καλύψει τα ιστορικά κενά του, καθ’ εκάστην ενάτην πρωινήν, πλην των Κυριακών οπότε στο καρνέ των δραστηριοτήτων του ήταν γραμμένο «θεία λειτουργία» – αλλά ματαίως. Σαν αφηρημένο σχολιαρούδι, παρά τα τριάντα εφτά του χρόνια, έβρισκε τον εαυτό του καθισμένο στις τελευταίες θέσεις του υπαίθριου σχολείου να χαζεύει και να ίπταται. Ότι τάχα είναι εκεί αλλά δεν είναι εκεί.

Φερειπείν, βρίσκεται σε ένα νησί τουρίστας, σαν τους ηθοποιούς από τις αμερικάνικες ταινίες που έβλεπε στον σινεμά, με τις κιθάρες τους, τους υπνόσακους και τις σκηνές τους ή είναι ομαδάρχης στους προσκόπους και προετοιμάζει την κατασκήνωση για τη θερινή διαβίωση της διμοιρίας του ή έχει πεταχτεί μέχρι το χωριό της μάνας του για τις έκτακτες δουλειές του πατρικού της και όπου να ’ναι θα μαζέψει τα μπογαλάκια του για να γυρίσει πίσω. Και δεν έλειπαν τα σχετικά στιγμιότυπα που ανά πάσα στιγμή ήταν σε θέση να προσκομίσει στον έλεγχο της συνείδησής του προκειμένου να βεβαιώσει του λόγου το αληθές και να διασκεδάσει τις αμφιβολίες που συχνά πυκνά τριβέλιζαν το μυαλό του. Όπως ο νοτιάς που σήκωσε ένα απόγευμα του Ιούλη τα σγουρά μαλλιά του όσο θωρούσε τον ήλιο να δύει στο κιτρινοκόκκινο μούχρωμα του Αιγαίου, οι τριάντα σκηνές που αναγκάστηκε μονάχος του να εγκαταστήσει όταν η αυγουστιάτικη μπόρα πήρε και σήκωσε σαν καρυδότσουφλα ό,τι είχαν και δεν είχαν στημένο στον προσκοπικό καταυλισμό τους και τα μερεμέτια που κάθε τρεις και λίγο τον καλούσανε να κάνει στην οικία, στον ξενώνα και στο κιόσκι του κυρίου κυρίου διοικητού.

Άλλα όσο περνούσε ο καιρός σωρεύοντας στις πλάτες του πρόσθετα φορτία από χιλιάδες χαμένα λεπτά και εκατομμύρια χαραμισμένα δευτερόλεπτα ένιωθε ότι πιο ταιριαστή για τον ίδιο θα ήταν η εικόνα των ταλαίπωρων εγκλείστων που τους έβλεπε να τριγυρνάνε στον περίβολο του ψυχιατρικού ιδρύματος του νησιού, υποδυόμενος ο ένας τον Ναπολέοντα, ο άλλος τον Μ. Αλέξανδρο και η τρίτη την Μπουμπουλίνα. Δεν είχαν περάσει άλλωστε πολλές μέρες από τότε που και ο ίδιος έπιασε τον εαυτό του να συνομιλεί φωναχτά με τον νεκρό παππού του ή σε μια έκρηξη θυμού να χτυπάει το κεφάλι του με τις γροθιές του κι ούτε λησμονεί την παράκληση του πατέρα του να δηλώνει αυτό ακριβώς το ίδρυμα σαν διεύθυνση του τόπου κατοικίας του, για μην έχει μετά να λέει ο ταχυδρόμος, ο γνωστός μπακάλης και η λοιπή γειτονιά κάθε φορά που θα τους έστελνε ένα γράμμα.

Κι έτσι όπως τα έβαζε κάτω ξανά και ξανά να τα ζυγίσει, από δω το ανέγγιχτο κορμί της αρραβωνιαστικιάς του και το σιωπηλό παράπονο της μάνας του και το καθαρό κούτελο του πατέρα του και από κει μία και μόνη υπογραφή σε μια ανυπόγραφη δήλωση μετανοίας έφερνε στο μυαλό του τη μορφή του παππού του, όπως τον θυμότανε προτού να αφήσει τα κοκαλάκια του στην Ανάφη με το ιδιώνυμο του Βενιζέλου, ασπρομάλλης, γαλήνιος και παραμυθάς να του βουρλίζει το μυαλό με τους ανεμόμυλους του Δον-Κιχώτη και την αγαπημένη του τη Δουλτσινέα και τον πιστό του ακόλουθο τον Σάντσο Πάντσα.

Όσο λοιπόν αντιστεκόταν απέναντι σε ό,τι του υποδείκυε η κοινή λογική, ο πατέρας του και η αρραβωνιαστικιά του, να βάλει δηλαδή την υπογραφή του στην ανυπόγραφη δήλωση της μετανοίας του, έκρινε στον πάτο της πνευματικής του σύγχυσης ότι τίποτα απ’ όλα αυτά δεν αφορούσανε την αληθινή του κατάστασή, καθότι ο ίδιος ήταν ένας απλός τουρίστας της ελληνικής υπαίθρου, που κάποιες στιγμές υποδυόταν τον ρόλο του ομαδάρχη προσκόπων και όταν υπήρχε ανάγκη προσέφερε τις χειρωνακτικές του υπηρεσίες σαν χτίστης και το μόνο πρόβλημα που στα αληθινά τον απασχολούσε ήταν ο ακριβής προσδιορισμός του χρόνου, με πόσα δηλαδή δευτερόλεπτα ισούνται τα πέντε λεπτά που του ανακοίνωσαν οι αστυνομικοί όταν τον συνέλαβαν στο σπίτι του ότι θα διαρκέσει η επίσκεψή του στο παρακείμενο αστυνομικό τμήμα.

Και όταν οι επανειλημμένοι υπολογισμοί του διαβεβαίωναν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι τα τρία χρόνια που ήταν ήδη εξόριστος στη Λέρο ξεπερνούσαν κατά τι τον καθορισμένο χρόνο των πέντε λεπτών, ήτοι των τριακοσίων δευτερολέπτων, τον έπιαναν τα νεύρα του για την εξαπάτηση και ο θυμός του για τον μαυραγορίτη μπακάλη της γειτονιάς και το παράπονό του για την Ελένη που δεν του είχε στείλει ούτε ένα μήνυμα από την αρχή της εξορίας και οι πόνοι στο κεφάλι από ό,τι του είχαν κάνει οι βασανιστές στα μπουντρούμια της Ασφάλειας. Και έσφιγγε τις γροθιές για να χτυπήσει τα μηνίγγια του και έδιωχνε τις ημικρανίες για να επαναφέρει τις βολικές πραγματικότητές του και συνομιλούσε με τον νεκρό παππού του για να αποξεχαστεί με τα πιο ωραία παραμύθια του.

Βδομάδες ολόκληρες τον είχαν οι σύντροφοι του σε απομόνωση. Σαν σπασμένο. Και όταν έφυγαν από το νησί οι τελευταίοι ανάμεσά τους, ούτε που γύρισαν να τον κοιτάξουν. Τον άφησαν εκεί μονάχο του. Παρέα με τον παππού του. Να περιφέρεται στον περίβολο του ιδρύματος. Ανάμεσα σε μια Μπουμπουλίνα, σε έναν Μ. Αλέξανδρο και σε έναν Ναπολέοντα. Πρωί πρωί σέλωνε τον Ροσινάντε, έβαζε την πανοπλία του, έπαιρνε το σπαθί του και ετοιμαζόταν για μια νέα μάχη. Με τους δικούς του ανεμόμυλους για χάρη της Δουλτσινέας-Ελένης. Κι ας μην θυμόταν πού ακριβώς ήταν η ελιά στο μάγουλό της ή πώς ήταν χτενισμένα τα μαλλιά και τι χρώμα είχανε τα μάτια της. Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν η Δουλτσινέα-Ελένη το κύριό του θέμα. Τον κόσμο του ήθελε να σώσει. Τον πιο παιδικό του κόσμο ήθελε να σώσει από τους κακούς που τον κυκλώναν.

Πηγή: artinews.gr



Arti News: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου