Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

Αργεί πολύ να ξημερώσει

Της Μαργαρίτας Μανώλη


Από τότε που καλοδέχτηκε το σούρουπο στη ζωή της, επέστρεψε στο πατρικό της, μισοβυθισμένο κι αυτό, πεθαμένοι όλοι από καιρό, κι αφού τριγύρισε κάμποσο στην Ευρώπη, ανάμεσα σε εραστές και άλλες απολαύσεις, τώρα ζει συντροφιά με δυο γάτες και το Ευαγγέλιο, παράθυρα δεν άνοιγε ποτέ, οι γείτονες δεν ήξεραν καν ότι το σπίτι κατοικούνταν, το τηλέφωνο χτυπούσε μόνο κατά λάθος, τρέφονταν με κονσέρβες και προσευχές, όλη μέρα στο σπίτι με κουφωμένα παντζούρια, και τα βράδια έβγαιναν δύσκολα, ειδικά τα καλοκαίρια, δεν το άντεχε το καλοκαίρι με τίποτα, εκείνη ήταν του χειμώνα, της άρεσε η σκοτεινιά, ίσως γιατί ταίριαζε το μέσα της με το έξω, πάντα προτιμούσε τη νύχτα, στον αρκτικό κύκλο θα ζούσε με χαρά, την ενοχλούσαν τα ορθάνοιχτα παράθυρα, τα γέλια στα μπαλκόνια, οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν στους δρόμους, τα ανοιχτά φορέματα των κοριτσιών, η επίπλαστη ελαφρότητα, η βεβιασμένη χαρά, όλη μέρα κλεισμένη στο σπίτι με κουφωμένα παντζούρια, ξεμύτιζε αργά το βράδυ, μια ψηλή, ακατοίκητη μορφή, εκείνη και τα αδέσποτα της γειτονιάς, γυρνούσε με τις ώρες στους δρόμους, στεκόταν στις σκιές και καμιά φορά ξεμύτιζε δειλά, μια ψηλή ακατοίκητη μορφή με μια μαύρη κουκούλα στο κεφάλι, σκέψου να με περάσουν για τρομοκράτη, γελούσε αυτοσαρκαζόμενη, καθώς κάτι από τον παλιό της εαυτό έβγαινε στην επιφάνεια, γυρνούσε με τις ώρες στους δρόμους, στεκόταν στις σκιές έξω από φωτισμένα σπίτια, όλη νύχτα βάδιζε άσκοπα, ψυχανεμίζονταν τα σκοτάδια, «στις τσέπες του πανωφοριού της μπαινόβγαινε ο θάνατος», επέστρεφε χαράματα πια ένα σχεδόν άδειο κέλυφος και βυθίζονταν όλο και πιο πολύ, κάθε μέρα, κάθε νύχτα….

Κι ήταν χαράματα κι ήταν σούρουπο…

Κι αργότερα αγρυπνώντας στην μισοέρημη Αθήνα, αργά το βράδυ στο μπαλκόνι, πιάνει ήχους μακρινούς, γέλια, τσουγκρίσματα ποτηριών, ένα σκυλί που «κλαίει» παρατημένο, μια παρέα εφήβων διασχίζει το δρόμο με βαριεστημένο πλην αυτάρεσκο ύφος, τα τζιτζίκια συνεχίζουν αμείλικτα, μυρίζει σκουπίδια και γιασεμιά, κλειστό και το μαγαζάκι της γωνίας και πώς να βγάλει τη νύχτα χωρίς τσιγάρα κι εφημερίδα, κι ο βραδινός καφές πικρός κι αυτός, η ψυχρούλα την περονιάζει, μια ξαφνική ανατριχίλα, οι σκιές της νύχτας μεγαλώνουν, παιχνίδι της φαντασίας της είναι άραγε το μαύρο πουλί στο στύλο-ίδιο το Κοράκι του Poe, κλειστά παράθυρα παντού, κλειστές ζωές, λειψή, διαταραγμένη η ανθρωπογεωγραφία της πόλης …αργεί πολύ να ξημερώσει…

Πηγή: artinews.gr



Arti News: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου