Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017

Οικογενειακή εκδρομή.

Kostas Vostantzoglou


Ο καλός πατήρ, σηκώθηκε με σθένος και ακατάβλητη ορμή νωρίς νωρίς. Σχεδόν χαράματα. Η ώρα ήταν δώδεκα παρά τέταρτο το μεσημέρι του Σαββάτου. Παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες της κόρης του την νύχτα της Παρασκευής να τον απομακρύνει από την συζυγική κλίνη, διότι καταπατούσε την ιδιοκτησία της και ηνοχλείτο, (εκεί αναπαυόταν αυτή με την λατρευτή μαμά της), οι προσπάθειές της είχαν αποβεί άκαρπες.

(Ο πατήρ ήτο μεγαλύτερος, ογκωδέστερος και δυνατότερος). Δεδομένου δε ότι την έσπρωξε σκαιότατα και την εκτόπισε από την βολή της λέγοντάς της ακατονομάστους φράσεις όπως: άει σιχτίρ κοπρόσκυλο που θες όλο το κρεβάτι δικό σου, αποφάσισε πως είχε προσβληθεί και δεν του μίλησε όλη νύχτα. (Αυτό το να του μιλάει, το συνήθιζε εσχάτως, όταν έβλεπε εφιάλτες με υπερμεγέθεις γάτες, αλυχτώντας στ’ αυτί του σε τακτά διαστήματα.

Αυτό το έκανε ως τρυφερή κόρη για καλό του πατρός. Οι υπερμεγέθεις γάτες μπορεί να του ριχνόντουσαν αιφνιδιαστικά στον ύπνο του όταν ήταν χαλαρός και να τον τρώγανε. Δεν ήθελε να συμβεί κάτι τέτοιο στον μπαμπά της, γιατί τον έβγαζε βόλτες. Έτσι γάβγιζε για να τον κρατά σε εγρήγορση). Αυτός όμως ο χοντρόπετσος δεν εκτιμούσε τίποτα απ’ όσα του πρόσφερε. Ας είναι. Αυτή τον αγαπούσε -παρόλον που ήταν βάρβαρος- και θα τον αγαπούσε για πάντα. Έτσι ήταν η φύση της. Ως όλων των γυναικών. Ανιδιοτελής.

Έτσι, ο στοργικός πατέρας είχε δυνηθεί να κοιμηθεί επιτέλους, κλείνων τους αυστηρούς πράσινους οφθαλμούς του και είχε χαλαρώσει το θείο του κορμί σε οριζόντια στάση, πράγμα λίαν σπάνιον και αξιοπερίεργον, διότι συνήθως εκοιμάτο όρθιος και με τους οφθαλμούς ορθάνοιχτους. Συνάμα, δια καταλλήλων ασκήσεων που συναντώνται μόνον εις τας Ινδίας παρά των Γιόγκι, είχε χαλυβδώσει το πνεύμα του και τη θέλησή του για να νικήσει όλες τις αντιξοότητες που θα παρουσιάζονταν στο διάβα του την επομένη.

Η ημέρα της επομένης (Σαββάτου) είχε ξημερώσει λαμπρά. Ο ήλιος εφεγγοβόλει ως χρυσός 999 καρατίων στον καταγάλανο ασυννεφή ουρανό του ιοστεφούς κλεινού άστεως και εσαϊτευε τις φλογερές ακτίνες του Απόλλωνος ίσα κατεπάνω του, με τον αήθη σκοπό να σκουρήνει το ευαίσθητο δέρμα του άρχοντος και να γίνει τοιουτοτρόπως έτι θελκτικότερος στους οφθαλμούς των γυναικών της Τροίας.

Στην Τροία κατοικούσε από ετών ως άλλος Έκτωρ με την Ανδρομάχη του, την περιώνυμον και θρυλική Μαρίνα και την σεμνή τους κόρη. Ήτο δηλαδή εις άθλιος μετανάστης, διότι στην πραγματικότητα είχε γεννηθεί και ανδρωθεί υπό την σκιάν της Ακροπόλεως. Ο ίδιος επιθυμούσε να αποκτήσει υιόν, και να τον ονομάσει Αστυάνακτα, για να του τον σκοτώσουν οι καρηκομόωντες Αχαιοί και οι λοιποί πολιτισμένοι Έλληνες πετώντας τον από το παράθυρο, αλλά η σύνευνός του ήθελε διακαώς κόρη και αυτός ως αδύναμος χαρακτήρ που ήτο, είχε υποχωρήσει στην θέλησή της επειδή την αγαπούσε, λέγων την ιστορική φράση: τι γιός, τι κόρη. Υγιές να είναι το κτήνος.

Έτσι, απέκτησε κόρη, παινεμένη για την έκπαγλον ομορφιά της, εφάμιλλη της ωραίας Ελένης, που πρότεινε να ονομαστεί Κασσάνδρα για να ταιριάζει στην περιοχή της Τροίας. Η γυναίκα του όμως που δεν ήθελε μια μάντισσα στο ανάκτορό τους, πάτησε πόδι και τελικώς η κόρη ονομάστηκε - προς μέγα κακοφανισμόν του - Χαρά ως φέρουσα την χαρά στο τεθλιμμένον ιερόν πτολίεθρον.

Έβαλε λοιπόν ο πατήρ τας παντούφλας του, ετεντώθη δια να ακουστούν οι τριγμοί των οστών που επιβεβαίωναν πως ήτο γέρων χουφταλοειδής και εσύρθη χασμώμενος και βρυχώμενος ως λέων εις την τουαλέτα δια να νίφθεί και να απολαύσει καθαρός την ημέρα. Ενίφθη δια σάπωνος αρωματικού, έπλυνε προσεκτικά το έρκος των οδόντων του ώστε να είναι λευκά και να αστραποβολούν κυκλικώς και εχτένισε με επιμέλεια τα αραιά λευκά μαλλάκια του. Φευ, επαρήλθον οι χρόνοι που τα μαλλιά του ξεκινούσαν ατίθασα από τα φρύδια του και επιβεβαίωναν την θεωρία του Δαρβίνου περί καταγωγής των ειδών. Το νεανικό του τρίχωμά αναδείκνυε το πάλαι ποτέ, πασιφανώς την Νεατερντάλειο πιθηκοειδή καταγωγή του. Τώρα πλέον υπήρχε μέτωπον εις την κεφαλή του. Ευρύτατον ως του Πλάτωνος, διανοουμενέ και συνεχώς αποψιλούμενον.

Παρένθεσις δια χρηστικήν πληροφορία. Πάντοτε να πλένεστε με κρύον ύδωρ. Συσφίγγει το δέρμα, κλείνει τους πόρους και τοιουτοτρόπως φαίνεστε υγιείς και νεότεροι πράγμα χρήσιμον δι’ άγνωστον λόγον. Κλείνει η παρένθεσις.

Είτα, ο πατήρ έσυρε το κορμί του και το έριψε ανέμελα στον καναπέ του καθιστικού έμπροσθεν ευμεγέθους κούπας με αχνιστό καφέ που του ετοίμαζε η προσφιλής του σύζυγος καθημερινώς δια να τον ευχαριστεί. Με τέτοιες μικρές πράξεις στοργής, εδήλωνε διακριτικώς πως τον ηγάπα ακόμη μετά εικοσιτέσσερα έτη γάμου. Την ευχαρίστησε με εν θερμόν βλέμμα. (Δεν εχρειάζοντο λόγοι μεταξύ τους. Οι πολλοί λόγοι ήσαν φτώχεια. Η σύζυγός του ήτο ολιγαρκής και διέθετε ασύλληπτον κατανόησιν. Εν βλέμμα του αρκούσε να την κάνει ευτυχή).

Αυτή η καθημερινή ιεροτελεστία του καφέ ήτο η απόλαυσίς του και το σημείον εφόδου της κόρης του η οποία περίμενε αδημονούσα. Ήτο η ώρα που θα του έλειχε το πρόσωπο, θα τον εδάγκωνε χαϊδευτικώ τω τρόπω στην μύτη του, θα τον γραντζουνούσε, θα επιχειρούσε να του ρουφήξει το μάτι, να του φάει το αυτί και θα ήθελε εναγκαλιζόμενη το πόδι του να σκαρφαλώσει στο κεφάλι του ως στέμα. Ήτο η ώρα που αυτός θα την εμάλωνε και θα της έλεγε πικρές κουβέντες που ανάλγητα τις εκτόξευε χωρίς να λαμβάνει υπόψη του πόσον επληγώνετο η ψυχή της ευαίσθητου και τρυφεράς ως μανόλια κορασίδος. (Δεν τις αναφέρω αναλυτικώς στο φβ λόγω εμφύτου συστολής και δι’ αποφυγήν προκλήσεως πανικού στα γυναικόπαιδα αλλά τις έλεγε. Υπάρχουν μαρτυρίες. Η σεμνοτέρα φράσις που κατεγράφη προς την αθώαν παιδίσκην ήταν: ti thes mori kavlopyresousa roufiana, gamo ton patera sou).

Επί ικανόν διάστημα επιδαψίλευσε θωπείας και παίγνια εις την αχόρταγον μικράν σκεπτόμενος εκ παραλλήλου και οργανώνων την εξόρμησιν ήτις θα ακολουθούσε.

Θα υπάγωμεν, εσκέφθη ο προνοητικός πρώην γραμματεύς της τοπικής οργανώσεως περιοχής Μακρυγιάννη, εις εν περιπετειώδες ταξίδιον εις ανεξερεύνητα μέρη. Άρα χρειαζόμεθα:

  • α. Ξηράν τροφήν δύο ημερών τουλάχιστον.
  • β. Αντίσκηνον
  • γ. Καραμπίνας (2)
  • δ. Στολές παραλλαγής, άρβυλα, σακκίδια και είδη καμουφλάζ
  • ε. Πυρομαχικά εις επαρκή ποσότητα
  • ζ. Νάρκες κατά προσωπικού
  • η. Συρματόπλεγμα για περίφραξιν της κατασκηνώσεως
  • θ. Βαστάζους (12)
  • ι. Συστοιχία πυραύλων Πάτριοτ (1)
  • κ. Στελθ (3) (Να μιλήσω στον Πάνο. Θα καταλάβει).
  • λ. Κρεβατάκι Χαράς και κόκκαλα
  • μ. Κομάντος ή λοκατζήδες ή S.E.A.L λόχος (1) (Επαρκεί).
  • ν. Αεροπλανοφόρον (1)
  • ξ. Πυρηνικόν υποβρύχιον (1)
  • o. Tεθωρακισμένα (2) Ένα ‘μπρός , ένα πίσω για ασφάλεια.
  • π. Ματσέτες για τις κληματαριές
  • ρ. Άδεια οδήγησης και ταυτότητα.
  • σ. Παγούρια (Να τα γεμίσω πριν φύγουμε. Στον δρόμο μπορεί να έχουν δηλητηριάσει τα πηγάδια και το ύδωρ να μην είναι πόσιμο).
  • τ. Νοσοκομειακόν με πλήρες χειρουργείο
  • υ. Κάλτσες (4) ζεύγη

Όταν ρώτησε την πολυφίλητο σύνευνό του αν αυτά επαρκούν, αυτή που εφημίζετο δια το πρακτικόν της πνεύμα, αφού εσκέφθη, του είπε να προσθέσει μανόν, κρέμα νυκτός, ομβρέλλα θαλάσσης, μαγιώ ολόσωμα δια να μην σκανδαλισθούν τα πλήθη, σεσουάρ και απαραιτήτως νυχοκόπτη. Με αυτά θα ήσαν πλήρεις.

Γι αυτό την αγαπούσε. Ήταν το άλλο του μισό. Ο εις συμπλήρωνε τον άλλο.


Τα παπαγαλάκια μου ρώτησε τότε εκείνη αγωνιώσα, που θα τα αφήσω; Στην αδερφή σου απάντησε ο ετοιμόλογος ανήρ. Εκαθησυχάσθη πάραυτα η πανικόβλητος γυνή. Τότε ο πατήρ εσηκώθη, ενεδύθη, έβαλε το ερυθρόν επαναστατικόν λουρί στην κόρη του και κατήλθε την κλίμακα προς το ισόγειον όπου εις την πυλωτήν ήτο εν τεθωρακισμένον ακαθορίστου χρώματος λόγω απλυσιάς, δεκαπενταετές μόλις, του οίκου Toyota. Άνοιξε την θύραν, τακτοποίησε την κόρην στο ευρύ πίσω κάθισμα (δεν την άφηνε να οδηγεί), την σύζυγον στο διπλανό κάθισμα, προσεδέθησαν, (ασφάλεια πρωτίστως) και εξεκίνησαν.

Επέρασαν άφθονα φανάρια, έστριψαν αρκετές φορές και κατέληξαν να παρκάρουν στο όπισθεν μέρος του πάρκου Τρίτση που ρημάζει από υπερβολική φροντίδα και τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. (Απόστασις από την οικείαν εις ευθείαν γραμμήν, περίπου 1.500.000 χιλιοστά. (Για να μην κουράζεστε με πράξεις 1.500 μέτρα).

Ο πατήρ, αφού επάρκαρε κατήλθε με τα κυάλια του προς κατόπτευσιν. Εις τον ορίζοντα δεν εφαίνοντο ανθρωποφάγοι, άγρια γκνου, ελέφαντες, αιμοδιψείς κροκόδειλοι και ανωφελείς κώνωπες, οπότε έδωσε το καλώς έχει για να κατέλθουν τα γυναικόπαιδα. Η κόρη κατήλθε περιχαρής και άρχισε να κυλίεται εις τα γρασίδια, εις το χώμα, εις σημεία που είχαν ουρήσει άλλοι σκύλοι, εις αγριόχορτα, εις τσουκνίδες και γενικώς. Παραχρήμα γέμισε αγκάθια, τρυποσάκηδες, μπίλιες αγκαθωτές που δεν γνωρίζει ο πατήρ Λίβινγκστον πως λέγονται, αλλά δεν βγαίνουν όταν μπλέξουν με το τρίχωμα των κόκκερ σπάνιελ και λευκή σκόνη πουδροειδούς μορφής. Η μανούλα παρέλαβε την κόρη για να κάνει την συνήθη βόλτα της στα πέριξ (ήτο η σειρά της της μητρός να συρθεί κάνοντας σκι όπισθεν της κόρης) και εδήλωσε στον πατέρα πως θα έψαχνε μόλις ετελείωνε η βόλτα να τον βρεί. Ο πατήρ συγκατένευσε.

Επήγε βαδίζων προσεκτικά (για να μην πέσει εις παγίδα για μαμούθ κεκοσμημένη με μυτερά παλούκια) εις παρακείμενον περίπτερον, αγόρασε εφημερίδαν τινά δια να μάθει τα τεκταινόμενα (όχι την Αυγήν), σιγαρέττα με φίλτρον, αναπτήρα μάρκας Bic που φημίζεται ως αξιόπιστος για να μην παιδεύεται να ανάψει φωτιά τρίβοντας ξύλα μεταξύ τους και φθάνων μετά κόπου εις μαγαζί που επώλει καφέδες και λοιπά εποχιακά είδη, επονομαζόμενον του “Φλόκα” εκάθησε κατάκοπος εις πολυθρόνα χρώματος μπεζ. Εκανε προσεκτικόν έλεγχον εις τας τιμάς, τα χρήματα του έφταναν, επαράγγειλε με άνεση ευπατρίδου μακιάτο δια να νοιώσει Ιταλός και απερροφήθη διαβάζων τας ειδήσεις που δεν εγνώριζε.

Τα νέα παγκοσμίως ήσαν ανησυχητικά. Εν Ελλάδι (που είναι μάρκα σαλαμιών), ήσαν απλώς απελπιστικά. Εσημείωσε στον νου του να γράψει αυστηρά στο φέϊς μπουκ για την κατάστασιν της πατρίδος. (Γνώριζε ότι τον εδιάβαζε η κυβέρνησις και η αντιπολίτευσις διότι ενδιαφέρονταν δια τας απόψεις του). Κατόπιν εσκέφθη πως η κόρη του θα πεινούσε όταν ερχόταν με την μητέρα της. Έλειπε ήδη 15 λεπτά. Θα είχε ξενηστικωθεί το δυστυχές ζώο. Κάλεσε την ευειδή μικράν η οποία τον εξυπηρετούσε και της παράγγειλε ένα τόστ με ζαμπόν. (Η κόρη του σιχαινόταν την γαλοπούλα).

Άνοιξε κατόπιν τις αθλητικές σελίδες για να μάθει αν οι βαζέλες, οι γάβροι, τα χανούμια, οι Βούλγαροι, οι Πανθηρώνιοι και οι γριές ήσαν καλά στην υγεία τους. Ήσαν. Ήρθε η καρδιά του στον τόπο της. Αυτά τα συγκλονιστικά και αισιόδοξα νέα τον έκαναν να έχει βάσιμες υποψίες πως και η οικονομική κατάστασις θα διορθωνόταν και πως σε 99 χρόνια η πατρίς του δεν θα είχε πλέον επιτήρηση. Τα σημάδια ήσαν ολοκάθαρα. Αρκεί να ήταν κανένας ειδικός -όπως αυτός- και θα μπορούσε να τα διακρίνει να έρχονται από το βάθος του τούνελ.

Το τόστ ήρθε, η κόρη του όχι. Ήτο όμως σίγουρος ότι δεν θα αργούσε. Εφώναξε πάλι την μικράν με τον ενδιαφέροντα πωπό που δεν είχε προσέξει αρχικώς γιατί αδιαφορούσε για τα απίσθια θέλγητρα των γυναικών, (τον απασχολούσαν μόνο τα ψυχικά τους χαρίσματα και η πνευματική τους συγκρότησις) και της παράγγειλε καφέ για την σύζυγον. Η μικρά τσακίστηκε να τρέξει για να τον εξυπηρετήσει. (Φαίνεται ότι της άρεσε της μικράς, διότι ήτο ώριμος προς το σάπιο και ακαταμάχητα γοητευτικός. Εσκέφθη πως θα της έφερνε μαλακά και με τρόπο το νέο πως ήτο ύπανδρος και δεν σκόπευε να αφήσει την σύζυγό του για πρόσκαιρες περιπέτειες. Η μικρά θα απογοητευόταν φρικτά. Μπορεί να έκλαιγε σπαρακτικά και να έπρεπε να παρηγορηθεί. Να έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. ...Ας έκανε. Δεν τον αφορούσε το τι θα έκανε. Ας μάθαινε - όπως όλοι - πως δεν μπορούμε να έχουμε όσα ποθούμε. Αυτό το σημαντικό μάθημα θα της χρησίμευε στην κατοπινή ζωή της).

Από μακριά είδε την σύζυγον. Εσήκωσε το χέρι και έδωσε σήμα πως εδώ ήτο. Η συνευνος περί άλλων ετύρβαζε. Δεν τον είδε. Έψαχνε αλλού. Αίφνης τον είδε εκ του μακρόθεν. Ήρθε και τον ερώτησε για να βεβαιωθεί: Dr Livingston, i suppose? Yes της είπε. You suppose ορθώς. Ηρέμησε αμέσως η γυναίκα, γιατί μια ανησυχία την είχε. Έκατσε αναπαυτικά και τον ρώτησε για το τι είχε συμβεί από την ώρα που εχωρίσθησαν. Της έδωσε μια συνοπτική αναφορά χωρίς να της αναφέρει την πρόσκαιρον περιπέτειά του με την μικράν διότι δεν ήθελε να την κάνει να ζηλέψει. Γενικώς αποφεύγει να δίνει λαβήν για οξύνσεις στην γυναίκα που μοιράστηκε μαζί της ότι πολυτιμότερο είχε. Το κορμί του. Το θεωρούσε άσκοπο.

Η κόρη του ήθελε τοστ. Το μοιράστηκε μαζί της ακριβοδίκαια. Αυτή τα 3/4, αυτός το 1/4. (Πάντα θυσιαζόταν για το κορίτσι του). Ο καφές της συνεύνου ήρθε. Ο πατήρ ετελείωσε τον δικό του, εχάϊδεψε την κόρη του και περίμενε υπομονετικά να πιεί και η αγαπημένη του τον δικό της. Τον ήπιε. Διάβασε την εφημερίδα σου, του είπε μεγαλόψυχα. Εγώ θα πεταχτώ δύο λεπτά στα Jumbo. Πρόσεχε το παιδί ε; Μη δαγκώσει κανένα παιδί και λυσσάξει...

Μείνε ήσυχη γλυκειά μου είπε ο πατήρ της κόρης. Η σύζυγος έφυγε, η μικρά ήρθε. Τι ωραίο σκυλάκι, είπε. Ήτο φανερόν ότι τον φλέρταρε διακριτικά. Θέλετε τίποτα άλλο; Όχι καλή μου της είπε ο πατήρ ενώ της έδειχνε δήθεν αδιάφορα την βέρα που κοσμούσε το δάχτυλό του. Η μικρά αντελήφθη ότι ο φέρων την βέρα δεν ήτο διαθέσιμος και έστρεψε την προσοχήν της σε κάποιον άλλον ο οποίος της εφώναζε και εφαίνετο ελεύθερος υποχρεώσεων.

Η εφημερίς τελείωσε. Η κόρη πεινούσε ακόμα, η λατρευτή του συζύγου δεν εφαίνετο. Μετά τρία τέταρτα, το ζώον είχε εξαντληθεί γαβγίζοντας σε οτιδήποτε εκινείτο και είχε πέσει ημιαναίσθητον χαμαί. Ο πατήρ ήτο σε κατάστασιν ζαβλακώσεως ημικωματώδη και η σύνευνος άφαντη. Επάνω που ο πατήρ εσκέπτετο πως έπρεπε να δώσει κοινοποίησιν στο silver alert, ενεφανίσθη περιχαρής με διάφορα χρήσιμα πράγματα που χωρίς αυτά ο βίος τους θα ήτο δυσχερής. Πιατάκια για γλάστρες, χαρτοπετσέτες, οδοντογλυφίδες, σαγιονάρες, ένα πλαστικό φυτό, πλαστικά πιάτα, έγχρωμα μανταλάκια, σακκούλες για τα σκατά της κόρης, πετσέτες για την κουζίνα, συρματάκι για τρίψιμο στις κατσαρόλες, μπαταρίες για το ποντίκι του κομπιούτερ, ρολό χαρτί κουζίνας και μπουκάλια γυάλινα για νερό. Κουράστηκα του είπε. Την εκοίταξε σιωπηλός με συμπάθεια.

Μπρος αυτός με την κόρη που ήθελε να δοκιμάσει ένα παιδάκι που της εφάνη τρυφερόν και ορεκτικότατο, ουραγός η σύνευνός του σέρνοντας μιά σακκούλα μεγαλύτερη από την ίδια, αποχώρησαν από τον τόπο της απωλείας της ψυχραιμίας του. Τις επιβίβασε στο αυτοκίνητο, χαιρέτησε νοερώς την ευειδή μικράν και ακολουθών την καθορισθήσαν διαδρομή επέστρεψε ασφαλώς τα γυναικόπαιδα σπίτι. Ανέβηκε στην οικίαν μετά χιλίων κόπων, ( η εξόρμησις σε ανεξερεύνητα εδάφη του Αμαζονίου τον είχε εξαντλήσει) έβαλε να ζεσταθεί το φαγητό του και αποφάσισε να περιγράψει τα καθέκαστα αυτής της οικογενειακής περιπέτειας για να μείνουν στην αιωνιότητα ξέροντας πως χωρίς να τα διαβάσετε θα δυσκολευτείτε να συνεχίσετε να ζείτε.



Kostas Vostantzoglou: Σχετικά με τον συντάκτη




1 σχόλιο: