Κυριακή Μπεϊόγλου
Το πλήθος στην προκυμαία κινείται σαν παλιρροϊκό κύμα. Αδειάζει και γεμίζει το λιμάνι. Εκείνος περπατάει ανάμεσά τους και όσο πλησιάζει ο κόσμος τού ανοίγει τον δρόμο. Μοιάζει να πλέει, ανεμπόδιστος, σαν τον κύκνο του Λόενγκριν, στα αιφνιδίως εξημερωμένα νερά της Μαύρης Θάλασσας.
Ποιος είναι; ρωτάω μια κυρία. «Ο Ινδιάνος», μου λέει με νόημα. Φτάνει κοντά μας, σε ένα μικρό στρογγυλό πλάτωμα. Τότε έχω την ευκαιρία να τον κοιτάξω καλύτερα. Απροσδιόριστης ηλικίας, φοράει πολύχρωμη κελεμπία με κρόσσια πάνω από το τζιν του κι ένα μεγάλο πλατύγυρο καπέλο. Αφησε κάτω έναν σάκο.
Οι άνθρωποι γύρω άνοιξαν έναν μεγάλο κύκλο, αφήνοντάς τον μόνο στο κέντρο. Γονάτισε, έσκυψε μπροστά στον σάκο και με το καπέλο ακόμα πιο χαμηλά, σχεδόν σαν παραβάν, μας απέκλεισε από την προετοιμασία του καλλιτέχνη που βρίσκεται στα άδυτα του καμαρινιού.
Στην αρχή, ήρθαν διστακτικοί οι ήχοι μια φυσαρμόνικας, σκόρπιοι, με ασύνδετα χτυπήματα από κάποιο κρουστό. Τα πουλιά στα δέντρα άρχισαν να κελαηδούν. Θα τον συνοδεύσουν; αναρωτιέμαι. Τον αναγνώρισαν σαν αρχικελαηδιστή τους; Το δειλινό σκουραίνει και το κοινό μεγαλώνει. Πιτσιρικάδες με ποδήλατα σαν άτια διεκδικούν την πρώτη θέση. Οι μεγαλύτεροι δυσανασχετούν με αυτήν την ορμητική επίθεση.
Η πρώτη μελωδία ηρεμεί τα πνεύματα. Δεν υπάρχουν λόγια, μουσική που έλεγε μόνο: άκου, άκουσέ με. Στο δεύτερο τραγούδι, τα λόγια -που δεν καταλαβαίνουμε- φανερώνουν όλη την αγωνία του να μας μεταφέρει σ’ έναν άλλο τόπο, στην πατρίδα του ίσως, και αυτή η αγωνία μεγαλώνει, από λέξη σε λέξη, από νότα σε νότα.
Τα χέρια του κινούνται ρυθμικά καθώς τραγουδάει, τρεμοπαίζουν πάνω σε ένα καχόν. Το ζωηρό του βλέμμα λάμπει, το σώμα του είναι εξίσου εκφραστικό με τη φωνή του. Αλλά ενώ το τραγούδι του σε κάνει να φαντάζεσαι έναν αποχωρισμό ή μια απώλεια, η κίνησή του σού θυμίζει το περήφανο παρελθόν ενός μεγάλου λαού.
Νομίζω πως το τραγούδι του μίλησε στον καθένα μας προσωπικά. Σαν να είχαμε κατανοήσει μια γλώσσα που δεν γνωρίζαμε. Χειροκροτούμε ενθουσιασμένοι, οι πιτσιρικάδες ακόμα πιο πολύ. Τον πλησιάζουν. «Κολλάνε πέντε» με τον Ινδιάνο, κάνουν δυο βόλτες γύρω του με δυνατές ιαχές και εξαφανίζονται φουριόζοι.
Κι αυτός γελάει, ανέμελα. Να ένιωσε άραγε καλοδεχούμενος, τόσο μακριά από τα εδάφη και τους ανθρώπους του; Στο επόμενο τραγούδι το κοινό χορεύει μαζί του κι εκείνος δείχνει ακόμα πιο ευχαριστημένος. Η μουσική του ταξιδεύει μαζί με το μελτέμι. Ενας Θεός ξέρει πού μπορεί να έφτασε.
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Το πλήθος στην προκυμαία κινείται σαν παλιρροϊκό κύμα. Αδειάζει και γεμίζει το λιμάνι. Εκείνος περπατάει ανάμεσά τους και όσο πλησιάζει ο κόσμος τού ανοίγει τον δρόμο. Μοιάζει να πλέει, ανεμπόδιστος, σαν τον κύκνο του Λόενγκριν, στα αιφνιδίως εξημερωμένα νερά της Μαύρης Θάλασσας.
Ποιος είναι; ρωτάω μια κυρία. «Ο Ινδιάνος», μου λέει με νόημα. Φτάνει κοντά μας, σε ένα μικρό στρογγυλό πλάτωμα. Τότε έχω την ευκαιρία να τον κοιτάξω καλύτερα. Απροσδιόριστης ηλικίας, φοράει πολύχρωμη κελεμπία με κρόσσια πάνω από το τζιν του κι ένα μεγάλο πλατύγυρο καπέλο. Αφησε κάτω έναν σάκο.
Οι άνθρωποι γύρω άνοιξαν έναν μεγάλο κύκλο, αφήνοντάς τον μόνο στο κέντρο. Γονάτισε, έσκυψε μπροστά στον σάκο και με το καπέλο ακόμα πιο χαμηλά, σχεδόν σαν παραβάν, μας απέκλεισε από την προετοιμασία του καλλιτέχνη που βρίσκεται στα άδυτα του καμαρινιού.
Στην αρχή, ήρθαν διστακτικοί οι ήχοι μια φυσαρμόνικας, σκόρπιοι, με ασύνδετα χτυπήματα από κάποιο κρουστό. Τα πουλιά στα δέντρα άρχισαν να κελαηδούν. Θα τον συνοδεύσουν; αναρωτιέμαι. Τον αναγνώρισαν σαν αρχικελαηδιστή τους; Το δειλινό σκουραίνει και το κοινό μεγαλώνει. Πιτσιρικάδες με ποδήλατα σαν άτια διεκδικούν την πρώτη θέση. Οι μεγαλύτεροι δυσανασχετούν με αυτήν την ορμητική επίθεση.
Η πρώτη μελωδία ηρεμεί τα πνεύματα. Δεν υπάρχουν λόγια, μουσική που έλεγε μόνο: άκου, άκουσέ με. Στο δεύτερο τραγούδι, τα λόγια -που δεν καταλαβαίνουμε- φανερώνουν όλη την αγωνία του να μας μεταφέρει σ’ έναν άλλο τόπο, στην πατρίδα του ίσως, και αυτή η αγωνία μεγαλώνει, από λέξη σε λέξη, από νότα σε νότα.
Τα χέρια του κινούνται ρυθμικά καθώς τραγουδάει, τρεμοπαίζουν πάνω σε ένα καχόν. Το ζωηρό του βλέμμα λάμπει, το σώμα του είναι εξίσου εκφραστικό με τη φωνή του. Αλλά ενώ το τραγούδι του σε κάνει να φαντάζεσαι έναν αποχωρισμό ή μια απώλεια, η κίνησή του σού θυμίζει το περήφανο παρελθόν ενός μεγάλου λαού.
Νομίζω πως το τραγούδι του μίλησε στον καθένα μας προσωπικά. Σαν να είχαμε κατανοήσει μια γλώσσα που δεν γνωρίζαμε. Χειροκροτούμε ενθουσιασμένοι, οι πιτσιρικάδες ακόμα πιο πολύ. Τον πλησιάζουν. «Κολλάνε πέντε» με τον Ινδιάνο, κάνουν δυο βόλτες γύρω του με δυνατές ιαχές και εξαφανίζονται φουριόζοι.
Κι αυτός γελάει, ανέμελα. Να ένιωσε άραγε καλοδεχούμενος, τόσο μακριά από τα εδάφη και τους ανθρώπους του; Στο επόμενο τραγούδι το κοινό χορεύει μαζί του κι εκείνος δείχνει ακόμα πιο ευχαριστημένος. Η μουσική του ταξιδεύει μαζί με το μελτέμι. Ενας Θεός ξέρει πού μπορεί να έφτασε.
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου