Σπύρος Μανουσέλης
Πώς εξηγείται η σχεδόν ψυχωτική εμμονή μας με την εικόνα του σώματός μας, η οποία, στις πιο ακραίες περιπτώσεις, εκδηλώνεται ως ανορεξία, πλήρης δηλαδή και «οικειοθελής» στέρηση τροφής;
Αραγε, η ανορεξία και η βουλιμία είναι μόνο «εξωγενείς» και κοινωνικά επιβεβλημένες διατροφικές διαταραχές ή, αντίθετα, σχετίζονται με «εγγενή» εγκεφαλικά και άρα νευροψυχολογικά αίτια;
Στις σημερινές κοινωνίες της αφθονίας οι άνθρωποι δεν αρρωσταίνουν μόνο εξαιτίας της υπερβολικής κατανάλωσης τροφής (παχυσαρκία) αλλά και από την «εκούσια» στέρησή της (ανορεξία).
Ανεξαρτήτως αν πρόκειται για παιδί, έφηβο ή ενήλικο, το να διαθέτει κάποιος ή κάποια ένα λεπτό και καλογυμνασμένο σώμα έχει αναχθεί, στις μέρες μας, σε κυρίαρχη κοινωνική και αισθητική επιταγή, τεκμήριο καλής υγείας και φροντίδας για τον εαυτό μας.
Δυστυχώς, όσοι ή όσες υιοθετούν άκριτα αυτό το κυρίαρχο πολιτισμικό πρότυπο καταλήγουν πολύ συχνά να ταυτίζουν την «ομορφιά» με τα υπερβολικά αδύνατα σώματα, διατρέχοντας έτσι τον κίνδυνο να αποκτήσουν είτε μια ανορεκτική είτε, από αντίδραση, μια βουλιμική διατροφική συμπεριφορά.
Oσοι έχουν ακολουθήσει πιστά κάποια δίαιτα γνωρίζουν πολύ καλά ότι, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές τους, οι αποκλειστικά «θερμιδικές προσεγγίσεις» της Διαιτολογίας παρουσιάζουν κάποια εγγενή και συχνά ανυπέρβλητα όρια: μελετούν στατιστικά τα ορατά αποτελέσματα της λήψης ορισμένων τροφών από τον «μέσο» άνθρωπο, συνυπολογίζοντας απλώς σε αυτά και κάποια ατομικά πρότυπα ζωής (π.χ. άθληση, κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλ κ.ά.).
Το αποτέλεσμα είναι συνήθως μια απρόσωπη και αφαιρετική προσέγγιση του διατροφικού προβλήματος κάθε μεμονωμένου ανθρώπου.
Γιατί, όμως, δεν αντιδρούν όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο σε μια αυστηρά τηρούμενη «θαυματουργή» δίαιτα; Αυτό το πολλαπλώς και καλά επιβεβαιωμένο γεγονός υποδεικνύει ότι, παρά τα κοινά τους γνωρίσματα, οι ανθρώπινοι οργανισμοί δεν είναι ποτέ ίδιοι, ούτε καν από βιολογική άποψη.
Μολονότι μοιραζόμαστε από κοινού το 99,9% των γονιδίων μας, το υπόλοιπο 0,1% των γονιδιακών παραλλαγών είναι, απ’ ό,τι φαίνεται, υπεραρκετό για την εμφάνιση σημαντικών ατομικών διαφορών· ακόμη και όσον αφορά τις εξατομικευμένες αντιδράσεις σε μια συγκεκριμένη δίαιτα.
Επί σειρά ετών υπήρξε σφοδρή διαμάχη μεταξύ των ειδικών για το αν η διατροφική συμπεριφορά μας καθορίζεται κυρίως από τα γονίδια ή το περιβάλλον. Σήμερα, αυτή η διένεξη θεωρείται εντελώς στείρα και παραπλανητική.
Για τη σύγχρονη βιοϊατρική σκέψη και πρακτική, το δίλημμα «είμαστε ό,τι τρώμε ή τρώμε ό,τι είμαστε;» δεν υφίσταται καν, αφού οι περισσότερες σχετικές έρευνες έχουν δείξει ότι η υγεία ενός ατόμου εξαρτάται από τη διαρκή και στενή αλληλεπίδραση των γενετικών προδιαγραφών του αφενός με τα διατροφικά ήθη της εποχής και αφετέρου με την ποιότητα των τροφών που υπάρχουν στο περιβάλλον του.
Πράγματι, η βιοϊατρική του 21ου αιώνα, και ειδικότερα οι σύγχρονες επιστήμες της διατροφής, εστιάζουν πλέον τις έρευνές τους τόσο στους «εξωγενείς» πολιτισμικούς όσο και στους «ενδογενείς» βιολογικούς παράγοντες που συνδιαμορφώνουν τα διατροφικά μας ήθη.
Από αυτές τις έρευνες προκύπτει ότι τα άτομα που υποφέρουν από «βουλιμία» ή «αδηφαγία» δεν μπορούν ούτε να συγκρατήσουν αλλά ούτε και να ικανοποιήσουν την ακόρεστη επιθυμία τους για κατανάλωση τροφής.
Το περίεργο είναι ότι τα ίδια εγκεφαλικά κυκλώματα που ευθύνονται για τη βουλιμία εμπλέκονται και στις ακριβώς αντίθετες εκδηλώσεις της ανορεξίας.
Πάντως, σήμερα, είναι σαφές ότι η επιστημονική έρευνα για τα «αφύσικα» διατροφικά μας ήθη δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά στον ρόλο των γονιδίων ή του περιβάλλοντος, αλλά στις εγκεφαλικές δυσλειτουργίες.
Αυτές οι εγκεφαλικές δυσλειτουργίες επιβάλλουν στα βουλιμικά άτομα να συνεχίζουν να τρώνε ενώ έχουν χορτάσει και επιτρέπουν στα ανορεκτικά άτομα όχι μόνο να κατανικούν το αίσθημα της πείνας αλλά, επιπλέον, να αισθάνονται πραγματική ηδονή και ευφορία από αυτήν την εντελώς αφύσικη όσο και μάταιη νίκη τους.
Γιατί ένας πολύ μεγάλος αριθμός ατόμων, κυρίως νεαρών κοριτσιών, στην προσπάθειά τους να ταυτιστούν με τα εντελώς αφύσικα πρότυπα «εξαϋλωμένης» ομορφιάς που τους επιβάλλει η μόδα, ζουν κυριολεκτικά τρομοκρατημένα από την ιδέα του πάχους και ακολουθούν εξαντλητικές δίαιτες με καταστροφικές επιπτώσεις για την υγεία και την ανάπτυξή τους;
Στη ζωή των μεταμοντέρνων ανορεκτικών «ασκητών», η έλλειψη τροφής δεν είναι παρά ένα μόνο από τα πολυάριθμα προβλήματα που αντιμετωπίζουν.
Συνήθως πρόκειται για άτομα που αδυνατούν να ζήσουν, πόσο μάλλον να απολαύσουν, το παρόν, αφού διαρκώς είναι προσανατολισμένα σε ένα απροσδιόριστο μέλλον.
Γεγονός που με τη σειρά του τους δημιουργεί μια διαρκή και ανεπίλυτη κατάσταση άγχους και αγωνίας (περίπου το 80% με 90% των ανορεκτικών παρουσιάζουν αυτά τα συναισθήματα προτού εκδηλωθεί η ασθένεια).
Η συνεχής αγωνία για την εξωτερική τους εμφάνιση σε συνδυασμό με την τελειομανή διάθεση και την ακραία εσωστρέφειά τους καθιστούν τη ζωή αυτών των ατόμων (και όσων ζουν μαζί τους) ανυπόφορη.
Η ανορεκτική συμπεριφορά είναι μια πολύ σοβαρή, αν και σχετικά περιορισμένη, ψυχοπαθολογική κατάσταση που πλήττει κυρίως τις γυναίκες που βρίσκονται σε ηλικία υψηλού κινδύνου (από 12 έως 35 ετών).
Οπως και η βουλιμία, η ανορεξία είναι μια ψυχοσωματική διαταραχή που δεν σχετίζεται τόσο με την πρόσληψη τροφής όσο με μια εντελώς παραπλανητική και ελάχιστα ικανοποιητική εικόνα του σώματός μας (αυτο-εικόνα).
Πράγματι, οι πρωτοποριακές μελέτες του Μάικλ Πίτερσον, στο Πανεπιστήμιο του Ντελαγουέαρ των ΗΠΑ, έδειξαν ότι πολλές νεαρές κοπέλες που παρουσίαζαν προβλήματα ανορεξίας ήταν πεπεισμένες ότι είναι υπέρβαρες, μολονότι δεν ήταν!
Αυτή η σχεδόν παρανοϊκή εμμονή με την εξωτερική τους εμφάνιση σε συνδυασμό με τη συστηματική προπαγάνδα υπέρ των υπερβολικά αδύνατων σωμάτων υπέβαλε σε αυτές τις εφήβους μια ολότελα ψευδή, δήθεν υπέρβαρη, εικόνα του εαυτού τους.
Μετέπειτα έρευνες επιβεβαίωσαν ότι η ανορεξία εκδηλώνεται συνήθως είτε ως «εκούσια» και παρατεταμένη αποχή από τη λήψη τροφής είτε ως εναλλαγή βουλιμικών και ανορεκτικών κρίσεων.
Γι’ αυτό, πολύ συχνά, οι ανορεξικοί, υποκύπτοντας στους πειρασμούς της καταναλωτικής κοινωνίας, καταβροχθίζουν τεράστιες ποσότητες τροφής τις οποίες αμέσως μετά φροντίζουν να αποβάλλουν προκαλώντας τεχνητά εμετό ή παίρνοντας μεγάλες ποσότητες καθαρτικών και διουρητικών ουσιών.
Τα αίτια αυτής της διαταραχής αναζητούνται συνήθως σε εξωγενείς παράγοντες: παραπλανητική προπαγάνδα, αφύσικα πρότυπα ομορφιάς κ.ο.κ. Και είναι γεγονός ότι για τους περισσότερους δημιουργούς της μόδας και του χολιγουντιανού κινηματογράφου τα αδύνατα, σχεδόν εξαϋλωμένα, σώματα αποτελούν σχεδόν μια ιδεοληψία.
Υπάρχει, ωστόσο, ή μάλλον θα έπρεπε να υπάρχει μια εξόφθαλμη διαφορά ανάμεσα σε ένα υγιές, λεπτό σώμα από ένα κάτισχνο, αδύναμο και ασθενικό. Και η υπέρβαση αυτού του ορίου, που οδηγεί από ένα λεπτό και υγιές σε ένα κοκαλιάρικο και εξασθενημένο σώμα, προϋποθέτει την απώλεια του θεμελιώδους ενστίκτου επιβίωσης, το οποίο επιτάσσει να τρώμε όταν πεινάμε.
Ενα τόσο θεμελιώδες βιολογικό ένστικτο που καμία μόδα ή πολιτισμική επιταγή δεν θα έπρεπε να είναι σε θέση να το θίξει.
Ενα άλλο ιδιαιτέρως προβληματικό ζήτημα για τις αποκλειστικά εξωγενείς κοινωνιολογικές εξηγήσεις είναι ότι τα άτομα που υποφέρουν από αυτή την ψυχοσωματική πάθηση, μολονότι έχουν αδυνατίσει υπερβολικά, εξακολουθούν να βλέπουν το σώμα τους αποκρουστικά χοντρό.
Και εξίσου παράδοξο είναι το γεγονός ότι τα θύματα της ανορεξίας αισθάνονται πιο δυνατά και διαυγή όταν δεν τρώνε τίποτα, ενώ συνήθως συμβαίνει το αντίθετο: αν δεν φάει κανείς για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, νιώθει πολύ αδύναμος και κάθε άλλο παρά διαυγής.
Για να εξηγήσουν τέτοια παράδοξα φαινόμενα, πολλοί ερευνητές έχουν σταδιακά μεταθέσει το ενδιαφέρον τους από τη δήθεν «ανώμαλη» ψυχοδομή και τις εξωγενείς επιρροές της μόδας στις νευρολογικές και βιοχημικές αιτίες αυτών των φαινομένων. Από αυτές τις πιο πρόσφατες έρευνες προκύπτει μια διαφορετική εικόνα της ανορεξίας, η οποία θεωρείται πλέον «ασθένεια» με σαφή νευρολογικά αίτια.
Οι εκδηλώσεις της ανορεκτικής όσο και της βουλιμικής συμπεριφοράς συσχετίζονται πλέον με συγκεκριμένες εγκεφαλικές δυσλειτουργίες. Και στα συμπτώματά τους εμπλέκονται τα ίδια ακριβώς νευρωνικά κοιλώματα του εγκεφάλου μας που καθορίζουν τα αισθήματα ηδονής και ικανοποίησης που βιώνει κάθε άνθρωπος.
Οι δυσλειτουργίες αυτών των εγκεφαλικών κυκλωμάτων εκδηλώνονται ως απώλεια της ικανότητας να απολαμβάνει κανείς τις χαρές της ζωής: είτε πρόκειται για το φαγητό, είτε για το σεξ, είτε πάλι για κάποιες προσωπικές επιτυχίες.
Στις μέρες μας, ένας υψηλός Δείκτης Μάζας Σώματος (Body Mass Index) δεν αποτελεί απλώς μια αθώα παρέκκλιση από τα πρόσκαιρα πρότυπα ομορφιάς, αλλά θεωρείται και η κύρια αιτία για την εμφάνιση διάφορων σοβαρών παθήσεων.
Πράγματι, το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία, που αναπόφευκτα προκύπτουν από την υπερκατανάλωση «ανθυγιεινών» τροφών, θεωρούνται οι βασικοί υπαίτιοι των εγκεφαλικών επεισοδίων, της υπέρτασης, του διαβήτη, ακόμη και κάποιων μορφών καρκίνου.
Η επιδημία παχυσαρκίας, που τα τελευταία χρόνια πλήττει ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού των οικονομικά αναπτυγμένων κοινωνιών, έχει οδηγήσει τους ερευνητές στην αναζήτηση του πώς ακριβώς ο εγκέφαλός μας ρυθμίζει τις διατροφικές μας συνήθειες. Οι πλούσιες σε θερμίδες τροφές αυξάνουν την ανάγκη μας για φαγητό, με συνέπειες που γίνονται άμεσα ορατές στη… ζυγαριά.
Μέσω ποιας δόλιας στρατηγικής οι παχυντικές τροφές προσεταιρίζονται τους εγκεφαλικούς μηχανισμούς που ρυθμίζουν τις διατροφικές μας συνήθειες και μας ωθούν στο να καταναλώνουμε περισσότερη τροφή από όση χρειαζόμαστε;
Το σύνθετο παιχνίδι της επιθυμίας και της πρόσληψης τροφής καθορίζεται κυρίως από δύο βασικούς νευροβιολογικούς μηχανισμούς: ο πρώτος ελέγχει την ανάγκη για τροφή, ενώ ο δεύτερος ρυθμίζει την επιθυμία μας για συγκεκριμένες τροφές.
Από καιρό είναι γνωστό ότι ο ομοιοστατικός μηχανισμός που ρυθμίζει καθημερινά τη δίαιτά μας βρίσκεται στα βάθη του εγκεφάλου και συγκεκριμένα στον υποθάλαμο. Αυτή η εγκεφαλική δομή του διάμεσου εγκεφάλου –βρίσκεται κάτω ακριβώς από τον θάλαμο– ρυθμίζει τις βασικές ενδοκρινικές και σπλαχνικές λειτουργίες του οργανισμού.
Στον υποθάλαμο φτάνουν τα σήματα που μεταφέρουν πληροφορίες από το πεπτικό σύστημα (ως μεταβολικές ενδείξεις) και αυτός, αφού αξιολογήσει και συσχετίσει αυτές τις πληροφορίες, αποφασίζει και στέλνει εντολή για το αν πρέπει ή όχι να φάμε, ώστε να διατηρηθεί σταθερό το βάρος του σώματός μας.
Ωστόσο, πολύ σύντομα διαπίστωσαν ότι στην επιλογή και την κατανάλωση τροφών εμπλέκονται και άλλοι «ανώτεροι» μηχανισμοί του εγκεφάλου. Αυτοί επηρεάζουν σημαντικά και τελικά καθορίζουν τις ιδιαίτερες διατροφικές μας συνήθειες και προτιμήσεις. Ενα τέτοιο ανώτερο κέντρο αποφάσεων είναι το λεγόμενο «σύστημα ικανοποίησης και ανταμοιβής της ντοπαμίνης».
Το σύστημα αυτό ενεργοποιείται, για παράδειγμα, όταν νιώθουμε έντονη επιθυμία για ένα γλυκό ενώ μόλις έχουμε φάει. Προφανώς, η σφοδρή επιθυμία μας για ένα γλυκό δεν προκύπτει από πείνα αλλά από το σύστημα ανταμοιβής της ντοπαμίνης.
Σε πολλές περιπτώσεις, η επιθυμία για ένα συγκεκριμένο είδος τροφής υπερτερεί και κυριαρχεί πάνω στην πιο στοιχειώδη ανάγκη μας για τροφή: αυτό ακριβώς συμβαίνει όταν, ενώ δεν πεινάμε, νιώθουμε την «ανεξήγητη» επιθυμία για μια εύγευστη τροφή.
Η αδυναμία μας να τιθασεύσουμε, για μεγάλο χρονικό διάστημα, τη λήψη τροφής για λόγους ψυχολογικής ανταμοιβής ή ικανοποίησης και όχι απλώς για την ικανοποίηση των διατροφικών μας αναγκών έχει ως συνέπεια την απορρύθμιση του ομοιοστατικού μηχανισμού του υποθαλάμου. Απορρύθμιση που έχει συνέπεια την αύξηση του σωματικού βάρους ή και την παχυσαρκία.
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Πώς εξηγείται η σχεδόν ψυχωτική εμμονή μας με την εικόνα του σώματός μας, η οποία, στις πιο ακραίες περιπτώσεις, εκδηλώνεται ως ανορεξία, πλήρης δηλαδή και «οικειοθελής» στέρηση τροφής;
Αραγε, η ανορεξία και η βουλιμία είναι μόνο «εξωγενείς» και κοινωνικά επιβεβλημένες διατροφικές διαταραχές ή, αντίθετα, σχετίζονται με «εγγενή» εγκεφαλικά και άρα νευροψυχολογικά αίτια;
Στις σημερινές κοινωνίες της αφθονίας οι άνθρωποι δεν αρρωσταίνουν μόνο εξαιτίας της υπερβολικής κατανάλωσης τροφής (παχυσαρκία) αλλά και από την «εκούσια» στέρησή της (ανορεξία).
Ανεξαρτήτως αν πρόκειται για παιδί, έφηβο ή ενήλικο, το να διαθέτει κάποιος ή κάποια ένα λεπτό και καλογυμνασμένο σώμα έχει αναχθεί, στις μέρες μας, σε κυρίαρχη κοινωνική και αισθητική επιταγή, τεκμήριο καλής υγείας και φροντίδας για τον εαυτό μας.
Δυστυχώς, όσοι ή όσες υιοθετούν άκριτα αυτό το κυρίαρχο πολιτισμικό πρότυπο καταλήγουν πολύ συχνά να ταυτίζουν την «ομορφιά» με τα υπερβολικά αδύνατα σώματα, διατρέχοντας έτσι τον κίνδυνο να αποκτήσουν είτε μια ανορεκτική είτε, από αντίδραση, μια βουλιμική διατροφική συμπεριφορά.
Oσοι έχουν ακολουθήσει πιστά κάποια δίαιτα γνωρίζουν πολύ καλά ότι, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές τους, οι αποκλειστικά «θερμιδικές προσεγγίσεις» της Διαιτολογίας παρουσιάζουν κάποια εγγενή και συχνά ανυπέρβλητα όρια: μελετούν στατιστικά τα ορατά αποτελέσματα της λήψης ορισμένων τροφών από τον «μέσο» άνθρωπο, συνυπολογίζοντας απλώς σε αυτά και κάποια ατομικά πρότυπα ζωής (π.χ. άθληση, κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλ κ.ά.).
Το αποτέλεσμα είναι συνήθως μια απρόσωπη και αφαιρετική προσέγγιση του διατροφικού προβλήματος κάθε μεμονωμένου ανθρώπου.
Είμαστε ό,τι τρώμε ή τρώμε ό,τι είμαστε;
Γιατί, όμως, δεν αντιδρούν όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο σε μια αυστηρά τηρούμενη «θαυματουργή» δίαιτα; Αυτό το πολλαπλώς και καλά επιβεβαιωμένο γεγονός υποδεικνύει ότι, παρά τα κοινά τους γνωρίσματα, οι ανθρώπινοι οργανισμοί δεν είναι ποτέ ίδιοι, ούτε καν από βιολογική άποψη.
Μολονότι μοιραζόμαστε από κοινού το 99,9% των γονιδίων μας, το υπόλοιπο 0,1% των γονιδιακών παραλλαγών είναι, απ’ ό,τι φαίνεται, υπεραρκετό για την εμφάνιση σημαντικών ατομικών διαφορών· ακόμη και όσον αφορά τις εξατομικευμένες αντιδράσεις σε μια συγκεκριμένη δίαιτα.
Επί σειρά ετών υπήρξε σφοδρή διαμάχη μεταξύ των ειδικών για το αν η διατροφική συμπεριφορά μας καθορίζεται κυρίως από τα γονίδια ή το περιβάλλον. Σήμερα, αυτή η διένεξη θεωρείται εντελώς στείρα και παραπλανητική.
Για τη σύγχρονη βιοϊατρική σκέψη και πρακτική, το δίλημμα «είμαστε ό,τι τρώμε ή τρώμε ό,τι είμαστε;» δεν υφίσταται καν, αφού οι περισσότερες σχετικές έρευνες έχουν δείξει ότι η υγεία ενός ατόμου εξαρτάται από τη διαρκή και στενή αλληλεπίδραση των γενετικών προδιαγραφών του αφενός με τα διατροφικά ήθη της εποχής και αφετέρου με την ποιότητα των τροφών που υπάρχουν στο περιβάλλον του.
Πράγματι, η βιοϊατρική του 21ου αιώνα, και ειδικότερα οι σύγχρονες επιστήμες της διατροφής, εστιάζουν πλέον τις έρευνές τους τόσο στους «εξωγενείς» πολιτισμικούς όσο και στους «ενδογενείς» βιολογικούς παράγοντες που συνδιαμορφώνουν τα διατροφικά μας ήθη.
Από αυτές τις έρευνες προκύπτει ότι τα άτομα που υποφέρουν από «βουλιμία» ή «αδηφαγία» δεν μπορούν ούτε να συγκρατήσουν αλλά ούτε και να ικανοποιήσουν την ακόρεστη επιθυμία τους για κατανάλωση τροφής.
Το περίεργο είναι ότι τα ίδια εγκεφαλικά κυκλώματα που ευθύνονται για τη βουλιμία εμπλέκονται και στις ακριβώς αντίθετες εκδηλώσεις της ανορεξίας.
Πάντως, σήμερα, είναι σαφές ότι η επιστημονική έρευνα για τα «αφύσικα» διατροφικά μας ήθη δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά στον ρόλο των γονιδίων ή του περιβάλλοντος, αλλά στις εγκεφαλικές δυσλειτουργίες.
Αυτές οι εγκεφαλικές δυσλειτουργίες επιβάλλουν στα βουλιμικά άτομα να συνεχίζουν να τρώνε ενώ έχουν χορτάσει και επιτρέπουν στα ανορεκτικά άτομα όχι μόνο να κατανικούν το αίσθημα της πείνας αλλά, επιπλέον, να αισθάνονται πραγματική ηδονή και ευφορία από αυτήν την εντελώς αφύσικη όσο και μάταιη νίκη τους.
Βουλιμικοί ή ανορεκτικοί; Υπαίτιος είναι ο εγκέφαλος
Γιατί ένας πολύ μεγάλος αριθμός ατόμων, κυρίως νεαρών κοριτσιών, στην προσπάθειά τους να ταυτιστούν με τα εντελώς αφύσικα πρότυπα «εξαϋλωμένης» ομορφιάς που τους επιβάλλει η μόδα, ζουν κυριολεκτικά τρομοκρατημένα από την ιδέα του πάχους και ακολουθούν εξαντλητικές δίαιτες με καταστροφικές επιπτώσεις για την υγεία και την ανάπτυξή τους;
Στη ζωή των μεταμοντέρνων ανορεκτικών «ασκητών», η έλλειψη τροφής δεν είναι παρά ένα μόνο από τα πολυάριθμα προβλήματα που αντιμετωπίζουν.
Συνήθως πρόκειται για άτομα που αδυνατούν να ζήσουν, πόσο μάλλον να απολαύσουν, το παρόν, αφού διαρκώς είναι προσανατολισμένα σε ένα απροσδιόριστο μέλλον.
Γεγονός που με τη σειρά του τους δημιουργεί μια διαρκή και ανεπίλυτη κατάσταση άγχους και αγωνίας (περίπου το 80% με 90% των ανορεκτικών παρουσιάζουν αυτά τα συναισθήματα προτού εκδηλωθεί η ασθένεια).
Η συνεχής αγωνία για την εξωτερική τους εμφάνιση σε συνδυασμό με την τελειομανή διάθεση και την ακραία εσωστρέφειά τους καθιστούν τη ζωή αυτών των ατόμων (και όσων ζουν μαζί τους) ανυπόφορη.
Η ανορεκτική συμπεριφορά είναι μια πολύ σοβαρή, αν και σχετικά περιορισμένη, ψυχοπαθολογική κατάσταση που πλήττει κυρίως τις γυναίκες που βρίσκονται σε ηλικία υψηλού κινδύνου (από 12 έως 35 ετών).
Οπως και η βουλιμία, η ανορεξία είναι μια ψυχοσωματική διαταραχή που δεν σχετίζεται τόσο με την πρόσληψη τροφής όσο με μια εντελώς παραπλανητική και ελάχιστα ικανοποιητική εικόνα του σώματός μας (αυτο-εικόνα).
Πράγματι, οι πρωτοποριακές μελέτες του Μάικλ Πίτερσον, στο Πανεπιστήμιο του Ντελαγουέαρ των ΗΠΑ, έδειξαν ότι πολλές νεαρές κοπέλες που παρουσίαζαν προβλήματα ανορεξίας ήταν πεπεισμένες ότι είναι υπέρβαρες, μολονότι δεν ήταν!
Αυτή η σχεδόν παρανοϊκή εμμονή με την εξωτερική τους εμφάνιση σε συνδυασμό με τη συστηματική προπαγάνδα υπέρ των υπερβολικά αδύνατων σωμάτων υπέβαλε σε αυτές τις εφήβους μια ολότελα ψευδή, δήθεν υπέρβαρη, εικόνα του εαυτού τους.
Μετέπειτα έρευνες επιβεβαίωσαν ότι η ανορεξία εκδηλώνεται συνήθως είτε ως «εκούσια» και παρατεταμένη αποχή από τη λήψη τροφής είτε ως εναλλαγή βουλιμικών και ανορεκτικών κρίσεων.
Γι’ αυτό, πολύ συχνά, οι ανορεξικοί, υποκύπτοντας στους πειρασμούς της καταναλωτικής κοινωνίας, καταβροχθίζουν τεράστιες ποσότητες τροφής τις οποίες αμέσως μετά φροντίζουν να αποβάλλουν προκαλώντας τεχνητά εμετό ή παίρνοντας μεγάλες ποσότητες καθαρτικών και διουρητικών ουσιών.
Τα αίτια αυτής της διαταραχής αναζητούνται συνήθως σε εξωγενείς παράγοντες: παραπλανητική προπαγάνδα, αφύσικα πρότυπα ομορφιάς κ.ο.κ. Και είναι γεγονός ότι για τους περισσότερους δημιουργούς της μόδας και του χολιγουντιανού κινηματογράφου τα αδύνατα, σχεδόν εξαϋλωμένα, σώματα αποτελούν σχεδόν μια ιδεοληψία.
Υπάρχει, ωστόσο, ή μάλλον θα έπρεπε να υπάρχει μια εξόφθαλμη διαφορά ανάμεσα σε ένα υγιές, λεπτό σώμα από ένα κάτισχνο, αδύναμο και ασθενικό. Και η υπέρβαση αυτού του ορίου, που οδηγεί από ένα λεπτό και υγιές σε ένα κοκαλιάρικο και εξασθενημένο σώμα, προϋποθέτει την απώλεια του θεμελιώδους ενστίκτου επιβίωσης, το οποίο επιτάσσει να τρώμε όταν πεινάμε.
Ενα τόσο θεμελιώδες βιολογικό ένστικτο που καμία μόδα ή πολιτισμική επιταγή δεν θα έπρεπε να είναι σε θέση να το θίξει.
Ενα άλλο ιδιαιτέρως προβληματικό ζήτημα για τις αποκλειστικά εξωγενείς κοινωνιολογικές εξηγήσεις είναι ότι τα άτομα που υποφέρουν από αυτή την ψυχοσωματική πάθηση, μολονότι έχουν αδυνατίσει υπερβολικά, εξακολουθούν να βλέπουν το σώμα τους αποκρουστικά χοντρό.
Και εξίσου παράδοξο είναι το γεγονός ότι τα θύματα της ανορεξίας αισθάνονται πιο δυνατά και διαυγή όταν δεν τρώνε τίποτα, ενώ συνήθως συμβαίνει το αντίθετο: αν δεν φάει κανείς για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, νιώθει πολύ αδύναμος και κάθε άλλο παρά διαυγής.
Για να εξηγήσουν τέτοια παράδοξα φαινόμενα, πολλοί ερευνητές έχουν σταδιακά μεταθέσει το ενδιαφέρον τους από τη δήθεν «ανώμαλη» ψυχοδομή και τις εξωγενείς επιρροές της μόδας στις νευρολογικές και βιοχημικές αιτίες αυτών των φαινομένων. Από αυτές τις πιο πρόσφατες έρευνες προκύπτει μια διαφορετική εικόνα της ανορεξίας, η οποία θεωρείται πλέον «ασθένεια» με σαφή νευρολογικά αίτια.
Οι εκδηλώσεις της ανορεκτικής όσο και της βουλιμικής συμπεριφοράς συσχετίζονται πλέον με συγκεκριμένες εγκεφαλικές δυσλειτουργίες. Και στα συμπτώματά τους εμπλέκονται τα ίδια ακριβώς νευρωνικά κοιλώματα του εγκεφάλου μας που καθορίζουν τα αισθήματα ηδονής και ικανοποίησης που βιώνει κάθε άνθρωπος.
Οι δυσλειτουργίες αυτών των εγκεφαλικών κυκλωμάτων εκδηλώνονται ως απώλεια της ικανότητας να απολαμβάνει κανείς τις χαρές της ζωής: είτε πρόκειται για το φαγητό, είτε για το σεξ, είτε πάλι για κάποιες προσωπικές επιτυχίες.
Πώς οι υπερθερμιδικές τροφές γοητεύουν τον εγκέφαλο;
Στις μέρες μας, ένας υψηλός Δείκτης Μάζας Σώματος (Body Mass Index) δεν αποτελεί απλώς μια αθώα παρέκκλιση από τα πρόσκαιρα πρότυπα ομορφιάς, αλλά θεωρείται και η κύρια αιτία για την εμφάνιση διάφορων σοβαρών παθήσεων.
Πράγματι, το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία, που αναπόφευκτα προκύπτουν από την υπερκατανάλωση «ανθυγιεινών» τροφών, θεωρούνται οι βασικοί υπαίτιοι των εγκεφαλικών επεισοδίων, της υπέρτασης, του διαβήτη, ακόμη και κάποιων μορφών καρκίνου.
Η επιδημία παχυσαρκίας, που τα τελευταία χρόνια πλήττει ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού των οικονομικά αναπτυγμένων κοινωνιών, έχει οδηγήσει τους ερευνητές στην αναζήτηση του πώς ακριβώς ο εγκέφαλός μας ρυθμίζει τις διατροφικές μας συνήθειες. Οι πλούσιες σε θερμίδες τροφές αυξάνουν την ανάγκη μας για φαγητό, με συνέπειες που γίνονται άμεσα ορατές στη… ζυγαριά.
Ο αδηφάγος εγκέφαλος
Μέσω ποιας δόλιας στρατηγικής οι παχυντικές τροφές προσεταιρίζονται τους εγκεφαλικούς μηχανισμούς που ρυθμίζουν τις διατροφικές μας συνήθειες και μας ωθούν στο να καταναλώνουμε περισσότερη τροφή από όση χρειαζόμαστε;
Το σύνθετο παιχνίδι της επιθυμίας και της πρόσληψης τροφής καθορίζεται κυρίως από δύο βασικούς νευροβιολογικούς μηχανισμούς: ο πρώτος ελέγχει την ανάγκη για τροφή, ενώ ο δεύτερος ρυθμίζει την επιθυμία μας για συγκεκριμένες τροφές.
Από καιρό είναι γνωστό ότι ο ομοιοστατικός μηχανισμός που ρυθμίζει καθημερινά τη δίαιτά μας βρίσκεται στα βάθη του εγκεφάλου και συγκεκριμένα στον υποθάλαμο. Αυτή η εγκεφαλική δομή του διάμεσου εγκεφάλου –βρίσκεται κάτω ακριβώς από τον θάλαμο– ρυθμίζει τις βασικές ενδοκρινικές και σπλαχνικές λειτουργίες του οργανισμού.
Στον υποθάλαμο φτάνουν τα σήματα που μεταφέρουν πληροφορίες από το πεπτικό σύστημα (ως μεταβολικές ενδείξεις) και αυτός, αφού αξιολογήσει και συσχετίσει αυτές τις πληροφορίες, αποφασίζει και στέλνει εντολή για το αν πρέπει ή όχι να φάμε, ώστε να διατηρηθεί σταθερό το βάρος του σώματός μας.
Ωστόσο, πολύ σύντομα διαπίστωσαν ότι στην επιλογή και την κατανάλωση τροφών εμπλέκονται και άλλοι «ανώτεροι» μηχανισμοί του εγκεφάλου. Αυτοί επηρεάζουν σημαντικά και τελικά καθορίζουν τις ιδιαίτερες διατροφικές μας συνήθειες και προτιμήσεις. Ενα τέτοιο ανώτερο κέντρο αποφάσεων είναι το λεγόμενο «σύστημα ικανοποίησης και ανταμοιβής της ντοπαμίνης».
Το σύστημα αυτό ενεργοποιείται, για παράδειγμα, όταν νιώθουμε έντονη επιθυμία για ένα γλυκό ενώ μόλις έχουμε φάει. Προφανώς, η σφοδρή επιθυμία μας για ένα γλυκό δεν προκύπτει από πείνα αλλά από το σύστημα ανταμοιβής της ντοπαμίνης.
Σε πολλές περιπτώσεις, η επιθυμία για ένα συγκεκριμένο είδος τροφής υπερτερεί και κυριαρχεί πάνω στην πιο στοιχειώδη ανάγκη μας για τροφή: αυτό ακριβώς συμβαίνει όταν, ενώ δεν πεινάμε, νιώθουμε την «ανεξήγητη» επιθυμία για μια εύγευστη τροφή.
Η αδυναμία μας να τιθασεύσουμε, για μεγάλο χρονικό διάστημα, τη λήψη τροφής για λόγους ψυχολογικής ανταμοιβής ή ικανοποίησης και όχι απλώς για την ικανοποίηση των διατροφικών μας αναγκών έχει ως συνέπεια την απορρύθμιση του ομοιοστατικού μηχανισμού του υποθαλάμου. Απορρύθμιση που έχει συνέπεια την αύξηση του σωματικού βάρους ή και την παχυσαρκία.
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου