Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Κρύο νερό

Αρχοντία Κάτσουρα 


Ούτε που τολμούσε να κοιτάξει το θερμόμετρο στο αυτοκίνητο. Το κλιματιστικό δούλευε, αλλά η δροσιά του ήταν ανεπαρκής – μπορεί και ενοχλητική. Είχε κάτι το αφύσικο, δροσιά μεν, αλλά και όχι…

Από νωρίς φαινόταν ότι η μέρα θα ήταν ζεστή. Όταν άνοιξε την μπαλκονόπορτα, εκεί κατά τις οκτώ, ακόμη και η όσφρησή της τσίνησε. Θα έκανε ζέστη.

Δεν πολυκατάλαβε πώς πέρασε η μέρα στη δουλειά, μόνο τους τόνους νερού που είχε πιει και ότι δεν ένιωσε ούτε μια στιγμή χαλαρή. Το μόνο που αισθάνθηκε όταν έφευγε το βράδυ, μόλις είχε πέσει ο ήλιος, ήταν οι δρόμοι του κέντρου που άχνιζαν.

Οι πόροι της ασφάλτου είχαν ανοίξει και άφηναν να αναδυθεί ένα μείγμα ταλαιπωρημένης πίσσας, μαζί με σκόνη και υπολείμματα τριβής από λάστιχα αυτοκινήτων και ίσως και μυρωδιά από τον ιδρώτα των περαστικών.

Ολων αυτών που αγκομαχούσαν να πάνε και να έρθουν, να τρέξουν στη δουλειά, στο μάθημα, στις εξετάσεις, με την ελπίδα να φτάσουν κάποτε σε ένα πιο δροσερό σπίτι.

Μέτραγε μέρες πια για τις διακοπές, αλλά μέσα σε αυτή την κατάσταση ούτε να τις ονειρευτεί δεν μπορούσε.

«Τι κατάντια κι αυτή», μονολογούσε. «Θα φτάσει εκείνο το ευλογημένο Σάββατο, κι εγώ θα πρέπει να ξενυχτήσω για να φτιάξω βαλίτσα».

Ήθελε να τρέξει στον σταθμό του ηλεκτρικού, αλλά τα πόδια της δεν βοηθούσαν. Βάδιζε και αυτά κινούνταν βαριά, σαν να μετέφερε κάτω από τα παπούτσια της κομμάτια από κολλώδη άσφαλτο.

Γύρω ο κόσμος σε ανάλογη κατάσταση. Μόνο οι τουρίστες έμοιαζαν πιο χαλαροί, με σορτσάκια, σανδάλια και μπουκάλια με νερό στα χέρια, είχαν αρχίσει να κάθονται στις καφετέριες της Ερμού, σαν να μην καταλάβαιναν τη θερμοκρασία.

Αλλά εκείνοι έκαναν διακοπές, και όταν ταξιδεύεις ακόμη και η ζέστη μπορεί να είναι λιγότερο ενοχλητική.

Εσερνε τα βήματά της ώς τον σταθμό. Πέρασε φανάρια και δρόμους σαν ρομπότ, μια μηχανή με αυτόματο οδηγό, που ξέρει όλα τα κατατόπια.

Ο χρόνος δεν περιγραφόταν, βαρύς, διεσταλμένος, σαν οι δείκτες του ρολογιού του κόσμου να είχαν χαλάσει. Ο μηχανισμός είχε ξεκουρδιστεί και δεν τους άφηνε να κάνουν τη δουλειά τους.

Μπήκε στον σταθμό, μπήκε χωρίς να το καταλάβει και στο τρένο. Ήπιε δυο γουλιές νερό από το μπουκάλι που είχε μαζί. Χλιαρό, στο όριο της αηδίας. Πότε πρόλαβε; Σχεδόν παγωμένο το είχε βάλει στην τσάντα.

Οι φωνές των ανθρώπων γύρω έμοιαζαν να έρχονταν από μακριά, μιλούσαν βαριά και αργά. Μια απροσδιόριστη ενόχληση την είχε κατακλύσει, όλα έφταιγαν και τίποτα.

Έβαλε τα ακουστικά του ραδιοφώνου στα αυτιά. Μια θέση άδειασε και κάθισε. Πήρε μια βαθιά ανάσα, δυσάρεστη κι αυτή. Κλειστά παράθυρα λόγω κλιματιστικού, υπόγειο συναίσθημα δυσφορίας, απότοκο τόσης ταλαιπωρίας.

Χαλάρωσε κάπως με τη μουσική, έκλεισε τα μάτια λίγο, τα ξανάνοιξε, λιγόστευαν οι σταθμοί ώς το τέρμα.

Βγήκε με το ίδιο βαρύ βήμα στον σταθμό. Προχωρώντας προς το αυτοκίνητο, δοκίμασε να πιει άλλη μια γουλιά νερό. Το μετάνιωσε.

Μπήκε μέσα και άνοιξε το κλιματιστικό. Ευτυχώς, το σπίτι ήταν πια κοντά.

Στην είσοδο της πολυκατοικίας η ατμόσφαιρα ήταν πιο δροσερή. Ανέβηκε με τη σκάλα στον πρώτο όροφο, μπήκε μέσα.

Αρχισε να πετάει αριστερά και δεξιά πράγματα με μια ενάργεια που δεν δικαιολογούνταν από την κούρασή της. Αλλού κλειδιά, αλλού η τσάντα, αλλού τα παπούτσια με τους τόνους πίσσα. Όταν έφτασε στο μπάνιο, δεν φορούσε τίποτα.

Μπήκε κατευθείαν στο ντους και άνοιξε τη βρύση τέρμα στο κρύο. Στάθηκε από κάτω. Έμεινε εκεί να βρέχεται από την κορυφή ώς τα νύχια ώσπου τη διαπέρασε ένα ρίγος. Σαν σοκ από την ακραία αλλαγή της έξω θερμοκρασίας.

Τυλίχτηκε με μια πετσέτα και πήγε ξυπόλυτη στην κουζίνα. Γέμισε ένα μεγάλο ποτήρι με κρύο νερό και άρχισε να πίνει. Γουλιά-γουλιά στην αρχή, με μεγαλύτερη λαχτάρα στη συνέχεια. Ευτυχία ή ανακούφιση δεν ήξερε. Κρύο νερό σίγουρα.

Πηγή: efsyn.gr



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου