Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
Δεν μπορεί παρά να την ξέρω. Ίσως κιόλας να τη φλέρταρα κάποτε. Σε κάποια ντίσκο ή σε κάποια καφετέρια ή στα ζαχαροπλαστεία της εποχής με τα υποβρύχια και τις πάστες ή ακόμη και στον δρόμο. Μπορεί μάλιστα και να την έχω χειροκροτήσει σε μια σχολική εκδήλωση καθώς απήγγειλε το ποίημά της, έκανε παρέλαση ή συμμετείχε σε κάποιο θεατρικό σκετσάκι. Θέλοντας και μη, όταν μεγαλώνεις σε μια επαρχιακή πόλη του ’80 όλους τους συνομήλικούς σου λίγο πολύ τους ξέρεις.
Διαβάζω ότι είναι δυο χρόνια μόλις μικρότερή μου. Πάει να πει, ότι εγώ είμαι στην δευτέρα λυκείου και αυτή στην τρίτη γυμνασίου ή ακόμη καλύτερα ότι εγώ είμαι στην τρίτη λυκείου και αυτή στην πρώτη λυκείου. Τη φαντάζομαι σε μια μονοήμερη σχολική εκδρομή, από αυτές που τότε συνηθίζαμε, στην Άγιο Νικόλαο Ναούσης να βαδίζουμε κάτω από τα πλατάνια. Αυτή με την παρέα της να περνάει από δίπλα μας ανάμεσα σε κοριτσίστικους ψιθύρους και χαχανητά, ενόσω φροντίζει να ρίχνει προς το μέρος μου κάποια δειλά βλέμματα κι εγώ βεβαίως δεν είμαι κανένας αφελής για να μην ανταποκριθώ αμέσως. Αργότερα την ίδια μέρα, της κρατώ το χέρι, βαδίζουμε αμέριμνοι δίπλα στο ρυάκι, δίνουμε όρκους αιώνιας αγάπης και σχεδιάζουμε από κοινού το μέλλον μας.
Αλλά δεν αποκλείω την περίπτωση να την αγνοούσα στο σχολείο. Μπορεί να μην ήταν από τις δημοφιλείς αλλά από τις άλλες. Τις συνεσταλμένες ή αυτές με τα σπυράκια της ακμής ή τις παχουλούλες ή τα κοράκια που ’χαν μάτια μόνο για τα βιβλία ή τις πρόωρα γερασμένες του κατηχητικού. Ακόμη όμως και αν είναι έτσι τα πράγματα δεν μπορεί παρά να την πέτυχα κάπου αλλού στα κατοπινά χρόνια, έτσι όπως θα διασκέδασα την επαρχιακή μου ανία επαναλαμβάνοντας, όπως και όλοι οι άλλοι το απογευματινό πέρα-δώθε στον πεζόδρομο για να καταλήξουμε νωρίς το βράδυ σε μια από τις πάμπολλες καφετέριες και τα τσιπουράδικα της πόλης. Δεν είναι δα παραπάνω οι επιλογές που έχουμε.
Το πιο πιθανό βέβαια θα ήταν να συναντηθήκαμε κάποια στιγμή στη δουλειά της. Από όσο άλλωστε μπορώ να ανακαλέσω στο μυαλό μου πήγαινα αρκετά συχνά από εκεί. Αυτή είναι στο ταμείο κι εγώ αραδιάζω μπροστά της τα είδη από το καλάθι ή την πετυχαίνω κάπου στον διάδρομο να τακτοποιεί ένα ράφι και σπεύδω να τη ρωτήσω σε ποιο ψυγείο έχουνε το παστεριωμένο γιαούρτι και το γάλα με τα χαμηλά τα λιπαρά. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση δεν πιστεύω ότι θα την είχα προσέξει παραπάνω. Εννοώ με τον λίγο διαφορετικό τρόπο με τον οποίο σχεδόν πάντα κοιτάει ένας άντρας μια γυναίκα ή μια γυναίκα έναν άντρα. Για κάποιον πολύ περίεργο λόγο όλες οι εργαζόμενες των σούπερ μάρκετ, ακόμη και οι πιο χαριτωμένες, λες και έχουν εξαναγκαστεί να αποποιηθούν τη θηλυκότητά τους και σαν να έχουν βγει από το ίδιο ακριβώς βιομηχανικό καλούπι παραγωγής των προϊόντων που είναι εκτεθειμένα εκεί μέσα.
Πάντως το όνομά της δεν μου έλεγε τίποτα. Και δεν διστάζω να παραδεχτώ ότι μέσα στον κοινωνικό μου μιθριδατισμό ούτε κι η είδηση ότι αυτοκτόνησε θα μου ’λεγε τίποτα. Αν κάτι με τσίγκλησε είναι η ηλικία και ο τόπος, που αθροισμένα παραπέμπουν σε κοινές με τις δικές μου αναφορές, μαζί με τον τρόπο της αυτοκτονίας, αφού το να κόψει κανείς τις φλέβες του είναι από τους πιο επώδυνους και αργούς θανάτους, και τον λόγο της αυτοκτονίας, ότι την είχαν απλήρωτη για δεκαπέντε ολόκληρους μήνες, όπως και κάτι χιλιάδες συναδέλφους της.
Και να ’μαι εδώ. Να προσπαθώ να διαχειριστώ λογοτεχνικά το θέμα που από το πρωί με καίει. Με καίει και με ζεματάει. Εφαρμόζοντας την καβαφική αντίληψη του «Καισαρίωνα», μιας τέχνης δηλαδή που αποκαθιστά ιστορικές αδικίες δίνοντας υπόσταση, όγκο και βάρος σε όσους αδίκως αγνόησε η ιστορία. Μόνο που ο Καισαρίων ήταν ο Καισαρίων, θέλω να πω γόνος της αρχοντικής γενιάς των Πτολεμαίων, και όχι απλήρωτος υπάλληλος σε ένα σούπερ μάρκετ της κακιάς ώρας σε μια κοινωνία της κακιάς ώρας σε ένα πολιτικό σύστημα της κακιάς ώρας σε μια δικαστική εξουσία της κακιάς ώρας.
Γνωστό βέβαια το πρόβλημα με τα τέτοιου είδους θέματα, εννοώ τα πολύ γειωμένα κοινωνικά, που κατά κανόνα δεν παράγουν λογοτεχνικό κεφάλαιο και συνηθέστερα υστερούν ως προς την αισθητική τους υπεραξία, κουβαλώντας εξ υπαρχής τον ψόγο ενός στρατευμένου νατουραλισμού, που στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να δώσει ένα ενδιαφέρον χρονογράφημα και σχεδόν ποτέ ένα πεζογράφημα αξιώσεων.
Δηλώνω ευθαρσώς ότι καθόλου δεν με ενδιαφέρει. Το ξαναλέω: δεν με ενδιαφέρει. Και το ξανα-ξανάλέω: δεν με ενδιαφέρει. Δεν με ενδιαφέρει ούτε ο ψόφος της στράτευσης ούτε η γραμματειακή ταξινόμηση έξω από τα όρια της λογοτεχνίας. Ποτέ δεν διεκδίκησα με την γραφή μου κάτι παραπάνω από το να εκφράσω αισθητικά όσες αμίλητες κραυγές τυχαίνει να βοούν και να οδύρονται μες στο κεφάλι μου ή σε έναν πεζόδρομο μιας επαρχιακής πόλης ή σε μια μπανιέρα ενός διαμερίσματος του δεύτερου ορόφου.
Είπα «σε μια μπανιέρα». Με το ζεστό νερό της. Κι όλα τα σύνεργα της καθημερινής υγιεινής από δίπλα. Τα σαμπουάν. Το σφουγγάρι. Το σαπούνι. Τα ξυραφάκια.
Στην κουζίνα το τραπέζι είναι στρωμένο. Ένας σιγανός σύζυγος. Και δυο πεινασμένα παιδιά. Να διαχειρίζονται τις απορίες, τις ματαιώσεις, τα σχέδια που ναυάγησαν, τις διακοπές που δεν θα γίνουν. Και ανάμεσά τους μια τέταρτη καρέκλα κενή. Η δική της. Γιατί μόλις έχει σηκωθεί από το μεσημεριανό. Και βιάζεται να πάει στην τουαλέτα. Πετάει τα ρούχα της με μια σχεδόν ερωτική κίνηση. Μπαίνει στην μπανιέρα. Και ξαπλώνει.
Νιώθει το νερό να την αναζωογονεί. Να την τονώνει. Και μια νοσταλγική εικόνα έρχεται στο μυαλό της. Ότι είναι τάχα δεκάξι χρονών. Με τον φίλο της. Που τον γνώρισε σε κείνη την εκδρομή στον Άγιο Νικόλαο Ναούσης. Οι γονείς της λείπουν ευτυχώς από το σπίτι. Και οι δυο τους εξερευνούν τα σώματά τους στην μπανιέρα. Από όπου το αίμα που χρωμάτισε το νερό.
Όχι, όχι, όχι δεν είναι από τις κομμένες φλέβες της. Δεν μπορεί, δεν πρέπει να είναι από τις κομμένες φλέβες της.
Πηγή: artinews.gr
Arti News: Επιλογές
Δεν μπορεί παρά να την ξέρω. Ίσως κιόλας να τη φλέρταρα κάποτε. Σε κάποια ντίσκο ή σε κάποια καφετέρια ή στα ζαχαροπλαστεία της εποχής με τα υποβρύχια και τις πάστες ή ακόμη και στον δρόμο. Μπορεί μάλιστα και να την έχω χειροκροτήσει σε μια σχολική εκδήλωση καθώς απήγγειλε το ποίημά της, έκανε παρέλαση ή συμμετείχε σε κάποιο θεατρικό σκετσάκι. Θέλοντας και μη, όταν μεγαλώνεις σε μια επαρχιακή πόλη του ’80 όλους τους συνομήλικούς σου λίγο πολύ τους ξέρεις.
Διαβάζω ότι είναι δυο χρόνια μόλις μικρότερή μου. Πάει να πει, ότι εγώ είμαι στην δευτέρα λυκείου και αυτή στην τρίτη γυμνασίου ή ακόμη καλύτερα ότι εγώ είμαι στην τρίτη λυκείου και αυτή στην πρώτη λυκείου. Τη φαντάζομαι σε μια μονοήμερη σχολική εκδρομή, από αυτές που τότε συνηθίζαμε, στην Άγιο Νικόλαο Ναούσης να βαδίζουμε κάτω από τα πλατάνια. Αυτή με την παρέα της να περνάει από δίπλα μας ανάμεσα σε κοριτσίστικους ψιθύρους και χαχανητά, ενόσω φροντίζει να ρίχνει προς το μέρος μου κάποια δειλά βλέμματα κι εγώ βεβαίως δεν είμαι κανένας αφελής για να μην ανταποκριθώ αμέσως. Αργότερα την ίδια μέρα, της κρατώ το χέρι, βαδίζουμε αμέριμνοι δίπλα στο ρυάκι, δίνουμε όρκους αιώνιας αγάπης και σχεδιάζουμε από κοινού το μέλλον μας.
Αλλά δεν αποκλείω την περίπτωση να την αγνοούσα στο σχολείο. Μπορεί να μην ήταν από τις δημοφιλείς αλλά από τις άλλες. Τις συνεσταλμένες ή αυτές με τα σπυράκια της ακμής ή τις παχουλούλες ή τα κοράκια που ’χαν μάτια μόνο για τα βιβλία ή τις πρόωρα γερασμένες του κατηχητικού. Ακόμη όμως και αν είναι έτσι τα πράγματα δεν μπορεί παρά να την πέτυχα κάπου αλλού στα κατοπινά χρόνια, έτσι όπως θα διασκέδασα την επαρχιακή μου ανία επαναλαμβάνοντας, όπως και όλοι οι άλλοι το απογευματινό πέρα-δώθε στον πεζόδρομο για να καταλήξουμε νωρίς το βράδυ σε μια από τις πάμπολλες καφετέριες και τα τσιπουράδικα της πόλης. Δεν είναι δα παραπάνω οι επιλογές που έχουμε.
Το πιο πιθανό βέβαια θα ήταν να συναντηθήκαμε κάποια στιγμή στη δουλειά της. Από όσο άλλωστε μπορώ να ανακαλέσω στο μυαλό μου πήγαινα αρκετά συχνά από εκεί. Αυτή είναι στο ταμείο κι εγώ αραδιάζω μπροστά της τα είδη από το καλάθι ή την πετυχαίνω κάπου στον διάδρομο να τακτοποιεί ένα ράφι και σπεύδω να τη ρωτήσω σε ποιο ψυγείο έχουνε το παστεριωμένο γιαούρτι και το γάλα με τα χαμηλά τα λιπαρά. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση δεν πιστεύω ότι θα την είχα προσέξει παραπάνω. Εννοώ με τον λίγο διαφορετικό τρόπο με τον οποίο σχεδόν πάντα κοιτάει ένας άντρας μια γυναίκα ή μια γυναίκα έναν άντρα. Για κάποιον πολύ περίεργο λόγο όλες οι εργαζόμενες των σούπερ μάρκετ, ακόμη και οι πιο χαριτωμένες, λες και έχουν εξαναγκαστεί να αποποιηθούν τη θηλυκότητά τους και σαν να έχουν βγει από το ίδιο ακριβώς βιομηχανικό καλούπι παραγωγής των προϊόντων που είναι εκτεθειμένα εκεί μέσα.
Πάντως το όνομά της δεν μου έλεγε τίποτα. Και δεν διστάζω να παραδεχτώ ότι μέσα στον κοινωνικό μου μιθριδατισμό ούτε κι η είδηση ότι αυτοκτόνησε θα μου ’λεγε τίποτα. Αν κάτι με τσίγκλησε είναι η ηλικία και ο τόπος, που αθροισμένα παραπέμπουν σε κοινές με τις δικές μου αναφορές, μαζί με τον τρόπο της αυτοκτονίας, αφού το να κόψει κανείς τις φλέβες του είναι από τους πιο επώδυνους και αργούς θανάτους, και τον λόγο της αυτοκτονίας, ότι την είχαν απλήρωτη για δεκαπέντε ολόκληρους μήνες, όπως και κάτι χιλιάδες συναδέλφους της.
Και να ’μαι εδώ. Να προσπαθώ να διαχειριστώ λογοτεχνικά το θέμα που από το πρωί με καίει. Με καίει και με ζεματάει. Εφαρμόζοντας την καβαφική αντίληψη του «Καισαρίωνα», μιας τέχνης δηλαδή που αποκαθιστά ιστορικές αδικίες δίνοντας υπόσταση, όγκο και βάρος σε όσους αδίκως αγνόησε η ιστορία. Μόνο που ο Καισαρίων ήταν ο Καισαρίων, θέλω να πω γόνος της αρχοντικής γενιάς των Πτολεμαίων, και όχι απλήρωτος υπάλληλος σε ένα σούπερ μάρκετ της κακιάς ώρας σε μια κοινωνία της κακιάς ώρας σε ένα πολιτικό σύστημα της κακιάς ώρας σε μια δικαστική εξουσία της κακιάς ώρας.
Γνωστό βέβαια το πρόβλημα με τα τέτοιου είδους θέματα, εννοώ τα πολύ γειωμένα κοινωνικά, που κατά κανόνα δεν παράγουν λογοτεχνικό κεφάλαιο και συνηθέστερα υστερούν ως προς την αισθητική τους υπεραξία, κουβαλώντας εξ υπαρχής τον ψόγο ενός στρατευμένου νατουραλισμού, που στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να δώσει ένα ενδιαφέρον χρονογράφημα και σχεδόν ποτέ ένα πεζογράφημα αξιώσεων.
Δηλώνω ευθαρσώς ότι καθόλου δεν με ενδιαφέρει. Το ξαναλέω: δεν με ενδιαφέρει. Και το ξανα-ξανάλέω: δεν με ενδιαφέρει. Δεν με ενδιαφέρει ούτε ο ψόφος της στράτευσης ούτε η γραμματειακή ταξινόμηση έξω από τα όρια της λογοτεχνίας. Ποτέ δεν διεκδίκησα με την γραφή μου κάτι παραπάνω από το να εκφράσω αισθητικά όσες αμίλητες κραυγές τυχαίνει να βοούν και να οδύρονται μες στο κεφάλι μου ή σε έναν πεζόδρομο μιας επαρχιακής πόλης ή σε μια μπανιέρα ενός διαμερίσματος του δεύτερου ορόφου.
Είπα «σε μια μπανιέρα». Με το ζεστό νερό της. Κι όλα τα σύνεργα της καθημερινής υγιεινής από δίπλα. Τα σαμπουάν. Το σφουγγάρι. Το σαπούνι. Τα ξυραφάκια.
Στην κουζίνα το τραπέζι είναι στρωμένο. Ένας σιγανός σύζυγος. Και δυο πεινασμένα παιδιά. Να διαχειρίζονται τις απορίες, τις ματαιώσεις, τα σχέδια που ναυάγησαν, τις διακοπές που δεν θα γίνουν. Και ανάμεσά τους μια τέταρτη καρέκλα κενή. Η δική της. Γιατί μόλις έχει σηκωθεί από το μεσημεριανό. Και βιάζεται να πάει στην τουαλέτα. Πετάει τα ρούχα της με μια σχεδόν ερωτική κίνηση. Μπαίνει στην μπανιέρα. Και ξαπλώνει.
Νιώθει το νερό να την αναζωογονεί. Να την τονώνει. Και μια νοσταλγική εικόνα έρχεται στο μυαλό της. Ότι είναι τάχα δεκάξι χρονών. Με τον φίλο της. Που τον γνώρισε σε κείνη την εκδρομή στον Άγιο Νικόλαο Ναούσης. Οι γονείς της λείπουν ευτυχώς από το σπίτι. Και οι δυο τους εξερευνούν τα σώματά τους στην μπανιέρα. Από όπου το αίμα που χρωμάτισε το νερό.
Όχι, όχι, όχι δεν είναι από τις κομμένες φλέβες της. Δεν μπορεί, δεν πρέπει να είναι από τις κομμένες φλέβες της.
Πηγή: artinews.gr
Arti News: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου