Άρης Χατζηστεφάνου
Τo 2007 μια νεαρή αστυνομικός στη Γερμανία έπεφτε νεκρή από τις σφαίρες ενόπλου ο οποίος, αφού πυροβόλησε αυτήν και έναν συνάδελφό της, τους έκλεψε τα όπλα και εξαφανίστηκε.
Οι γερμανικές αρχές ξεκίνησαν ανθρωποκυνηγητό και τα εγκληματολογικά εργαστήριά τους πιστοποίησαν ότι ο δράστης είχε αφήσει γενετικό υλικό σε ακόμη δύο δολοφονίες.
Οσο ερευνούσαν την υπόθεση, άρχισαν να πιστεύουν ότι βρίσκονται μπροστά στον μεγαλύτερο serial killer της ανθρώπινης ιστορίας, ο οποίος εκτελούσε τα θύματά του χωρίς κανένα προφανές κίνητρο, αλλά και με εντελώς διαφορετικό τρόπο.
Σύντομα διαπιστώθηκε ότι το DNA ανήκε σε γυναίκα από την Ανατολική Ευρώπη ή τη Ρωσία, η οποία φαινόταν να εμπλέκεται σε στυγερές δολοφονίες που ξεκινούσαν από τα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Η υπόθεση έλαβε πανευρωπαϊκές διαστάσεις, καθώς η γυναίκα άφηνε το γενετικό της αποτύπωμα σε ένοπλες ληστείες και δολοφονίες και στη Γαλλία και στην Αυστρία.
Παρά τη διεθνή κινητοποίηση όμως και την επικήρυξη προς 300.000 ευρώ, καμία πληροφορία δεν μπορούσε να βοηθήσει τις Αρχές, οι οποίες έδωσαν στην άγνωστη τον τίτλο «Φάντασμα του Χέιλμπρον» και «Γυναίκα χωρίς πρόσωπο».
Χρειάστηκαν 15 χρόνια ερευνών ώστε οι Αρχές να εντοπίσουν το «Φάντασμα» σε ένα γερμανικό εργοστάσιο που παρασκεύαζε… τις μπατονέτες που χρησιμοποιούν τα εγκληματολογικά εργαστήρια για τη συλλογή δειγμάτων DNA.
Η γυναίκα δεν είχε σκοτώσει φυσικά κανέναν, απλώς είχε επιμολύνει, άθελά της, τα εργαλεία των ιατροδικαστών σε τουλάχιστον 40 υποθέσεις.
Η ιστορική γκάφα των διωκτικών αρχών έρχεται όλο και συχνότερα στο προσκήνιο, καθώς εγκληματολόγοι και δημοσιογράφοι προσπαθούν να περιγράψουν το περίφημο «φαινόμενο CSI», που παίρνει το όνομά του από τη γνωστή αμερικανική τηλεοπτική σειρά.
Σύμφωνα με την εγκληματολόγο Μόνικα Ρόμπερτς, πρόκειται για «φαινόμενο κατά το οποίο οι πολίτες (και στην περίπτωση των ΗΠΑ οι ένορκοι των δικαστηρίων) έχουν παράλογες προσδοκίες από τα στοιχεία που συλλέγονται στον τόπο του εγκλήματος και εμφανίζουν αυξημένο ενδιαφέρον για την επιστήμη της εγκληματολογίας».
Παραδόξως το φαινόμενο φάνηκε να «επιμολύνει» για χρόνια και αρκετούς επιστήμονες και δικαστές, οι οποίοι αντιμετώπιζαν τα τεστ DNA ως τον αλάθητο μάρτυρα που θα έδινε λύση σε όλα τα εγκλήματα.
Την ίδια στιγμή, όμως, αυξάνονταν με δραματικούς ρυθμούς οι καταδίκες αθώων ανθρώπων σε υποθέσεις όπου χρησιμοποιούνταν στοιχεία DNA.
Πρόσφατη έρευνα στην Αυστραλία απέδειξε ότι σε περιπτώσεις που γινόταν αναφορά σε γενετικό υλικό, οι πιθανότητες καταδικαστικής απόφασης αυξάνονταν κατά 33 φορές – παρά το γεγονός ότι άλλα στοιχεία μπορεί να συνηγορούσαν στην αθωότητα του κατηγορούμενου.
Οι κατήγοροι το γνώριζαν και φρόντιζαν να παρουσιάζουν στο δικαστήριο ακόμη και αμφισβητούμενα στοιχεία (που προέρχονταν από μερικό ή αλλοιωμένο δείγμα, όπως στην περίπτωση της Ηριάννας, ή στα οποία μπορεί να υπήρχε ανθρώπινο λάθος κατά τη συλλογή ή την επεξεργασία).
Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να μπορούν να εκφωνήσουν τα τρία μαγικά γράμματα: D-N-A.
Το φαινόμενο CSI οδήγησε σε τραγελαφικά περιστατικά, όπως η περίπτωση του Λούκις Αντερσον, ο οποίος κατηγορήθηκε το 2012 για τον φόνο του πολυεκατομμυριούχου Ραβές Κούμρα στην Καλιφόρνια, παρά το γεγονός ότι τη στιγμή τη δολοφονίας ο «δράστης» βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση σε νοσοκομείο.
Οπως αποδείχθηκε, το DNA είχε μεταφερθεί στον τόπο του εγκλήματος από έναν τραυματιοφορέα – γεγονός που αποδεικνύει πόσο εύκολα μπορεί να μεταφερθεί γενετικό υλικό μέσω τρίτων σε αντικείμενα σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων.
Το φαινόμενο CSI έχει βέβαια πολύ βαθιές πολιτικές και οικονομικές ρίζες.
Η εξάπλωση ιδιωτικών εργαστηρίων ελέγχου DNA αλλά και η γιγάντωση των ιδιωτικών φυλακών που ζητούν όλο και περισσότερους «πελάτες» αυξάνουν την ανάγκη γενετικών τεστ και μαζί τα ποσοστά των λανθασμένων αποτελεσμάτων που μπορούν να οδηγήσουν αθώους ακόμη και στην θανατική ποινή.
Θα πρέπει άλλωστε να σημειωθεί ότι -με ή χωρίς τα ανθρώπινα λάθη στους ελέγχους γενετικού υλικού- η αλματώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας δεν άλλαξε τη γενικότερη εικόνα των μηχανισμών καταστολής και απονομής δικαιοσύνης.
Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν τον μεγαλύτερο αριθμό κρατουμένων στον πλανήτη (και σε απόλυτους αριθμούς), ενώ οι μαύροι και οι ισπανόφωνοι οδηγούνται στη φυλακή σε δυσανάλογα μεγαλύτερους αριθμούς σε σχέση με τον αριθμό των εγκλημάτων που πραγματοποιούν.
Πολύ απλά η τεχνολογία δεν μπορεί να αλλάξει τον ρατσιστικό και ταξικό χαρακτήρα ενός συστήματος απονομής δικαιοσύνης που έλκει την καταγωγή του από τα χρόνια της δουλείας.
Και αν αυτά συμβαίνουν στην πιο προηγμένη τεχνολογικά χώρα του κόσμου, εύκολα καταλαβαίνει κανείς τι μπορεί να συμβεί στην Ελλάδα.
Τη χώρα με τα υποστελεχωμένα εγκληματολογικά εργαστήρια, τα τρομολαγνικά ΜΜΕ και τους δικαστές που λατρεύουν τις φρονηματικές καταδίκες.
Inside the Cell: The Dark Side of Forensic DNA (εκδόσεις Nation Books)
Η καθηγήτρια εγκληματολογίας Εριν Μέρφι παρουσιάζει δεκάδες περιστατικά λανθασμένων τεστ DNA που οδήγησαν σε καταδικαστικές αποφάσεις και βαριές ποινές κάθειρξης αθώων.
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Οι δικαστές δεν είναι σε καμία περίπτωση οι καλύτερα καταρτισμένοι για να καταλάβουν την επιστήμη. (Μαρκ Ντουάιερ, δικαστής)
Τo 2007 μια νεαρή αστυνομικός στη Γερμανία έπεφτε νεκρή από τις σφαίρες ενόπλου ο οποίος, αφού πυροβόλησε αυτήν και έναν συνάδελφό της, τους έκλεψε τα όπλα και εξαφανίστηκε.
Οι γερμανικές αρχές ξεκίνησαν ανθρωποκυνηγητό και τα εγκληματολογικά εργαστήριά τους πιστοποίησαν ότι ο δράστης είχε αφήσει γενετικό υλικό σε ακόμη δύο δολοφονίες.
Οσο ερευνούσαν την υπόθεση, άρχισαν να πιστεύουν ότι βρίσκονται μπροστά στον μεγαλύτερο serial killer της ανθρώπινης ιστορίας, ο οποίος εκτελούσε τα θύματά του χωρίς κανένα προφανές κίνητρο, αλλά και με εντελώς διαφορετικό τρόπο.
Σύντομα διαπιστώθηκε ότι το DNA ανήκε σε γυναίκα από την Ανατολική Ευρώπη ή τη Ρωσία, η οποία φαινόταν να εμπλέκεται σε στυγερές δολοφονίες που ξεκινούσαν από τα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Η υπόθεση έλαβε πανευρωπαϊκές διαστάσεις, καθώς η γυναίκα άφηνε το γενετικό της αποτύπωμα σε ένοπλες ληστείες και δολοφονίες και στη Γαλλία και στην Αυστρία.
Παρά τη διεθνή κινητοποίηση όμως και την επικήρυξη προς 300.000 ευρώ, καμία πληροφορία δεν μπορούσε να βοηθήσει τις Αρχές, οι οποίες έδωσαν στην άγνωστη τον τίτλο «Φάντασμα του Χέιλμπρον» και «Γυναίκα χωρίς πρόσωπο».
Χρειάστηκαν 15 χρόνια ερευνών ώστε οι Αρχές να εντοπίσουν το «Φάντασμα» σε ένα γερμανικό εργοστάσιο που παρασκεύαζε… τις μπατονέτες που χρησιμοποιούν τα εγκληματολογικά εργαστήρια για τη συλλογή δειγμάτων DNA.
Η γυναίκα δεν είχε σκοτώσει φυσικά κανέναν, απλώς είχε επιμολύνει, άθελά της, τα εργαλεία των ιατροδικαστών σε τουλάχιστον 40 υποθέσεις.
Η ιστορική γκάφα των διωκτικών αρχών έρχεται όλο και συχνότερα στο προσκήνιο, καθώς εγκληματολόγοι και δημοσιογράφοι προσπαθούν να περιγράψουν το περίφημο «φαινόμενο CSI», που παίρνει το όνομά του από τη γνωστή αμερικανική τηλεοπτική σειρά.
Σύμφωνα με την εγκληματολόγο Μόνικα Ρόμπερτς, πρόκειται για «φαινόμενο κατά το οποίο οι πολίτες (και στην περίπτωση των ΗΠΑ οι ένορκοι των δικαστηρίων) έχουν παράλογες προσδοκίες από τα στοιχεία που συλλέγονται στον τόπο του εγκλήματος και εμφανίζουν αυξημένο ενδιαφέρον για την επιστήμη της εγκληματολογίας».
Παραδόξως το φαινόμενο φάνηκε να «επιμολύνει» για χρόνια και αρκετούς επιστήμονες και δικαστές, οι οποίοι αντιμετώπιζαν τα τεστ DNA ως τον αλάθητο μάρτυρα που θα έδινε λύση σε όλα τα εγκλήματα.
Την ίδια στιγμή, όμως, αυξάνονταν με δραματικούς ρυθμούς οι καταδίκες αθώων ανθρώπων σε υποθέσεις όπου χρησιμοποιούνταν στοιχεία DNA.
Πρόσφατη έρευνα στην Αυστραλία απέδειξε ότι σε περιπτώσεις που γινόταν αναφορά σε γενετικό υλικό, οι πιθανότητες καταδικαστικής απόφασης αυξάνονταν κατά 33 φορές – παρά το γεγονός ότι άλλα στοιχεία μπορεί να συνηγορούσαν στην αθωότητα του κατηγορούμενου.
Οι κατήγοροι το γνώριζαν και φρόντιζαν να παρουσιάζουν στο δικαστήριο ακόμη και αμφισβητούμενα στοιχεία (που προέρχονταν από μερικό ή αλλοιωμένο δείγμα, όπως στην περίπτωση της Ηριάννας, ή στα οποία μπορεί να υπήρχε ανθρώπινο λάθος κατά τη συλλογή ή την επεξεργασία).
Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να μπορούν να εκφωνήσουν τα τρία μαγικά γράμματα: D-N-A.
Το φαινόμενο CSI οδήγησε σε τραγελαφικά περιστατικά, όπως η περίπτωση του Λούκις Αντερσον, ο οποίος κατηγορήθηκε το 2012 για τον φόνο του πολυεκατομμυριούχου Ραβές Κούμρα στην Καλιφόρνια, παρά το γεγονός ότι τη στιγμή τη δολοφονίας ο «δράστης» βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση σε νοσοκομείο.
Οπως αποδείχθηκε, το DNA είχε μεταφερθεί στον τόπο του εγκλήματος από έναν τραυματιοφορέα – γεγονός που αποδεικνύει πόσο εύκολα μπορεί να μεταφερθεί γενετικό υλικό μέσω τρίτων σε αντικείμενα σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων.
Το φαινόμενο CSI έχει βέβαια πολύ βαθιές πολιτικές και οικονομικές ρίζες.
Η εξάπλωση ιδιωτικών εργαστηρίων ελέγχου DNA αλλά και η γιγάντωση των ιδιωτικών φυλακών που ζητούν όλο και περισσότερους «πελάτες» αυξάνουν την ανάγκη γενετικών τεστ και μαζί τα ποσοστά των λανθασμένων αποτελεσμάτων που μπορούν να οδηγήσουν αθώους ακόμη και στην θανατική ποινή.
Θα πρέπει άλλωστε να σημειωθεί ότι -με ή χωρίς τα ανθρώπινα λάθη στους ελέγχους γενετικού υλικού- η αλματώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας δεν άλλαξε τη γενικότερη εικόνα των μηχανισμών καταστολής και απονομής δικαιοσύνης.
Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν τον μεγαλύτερο αριθμό κρατουμένων στον πλανήτη (και σε απόλυτους αριθμούς), ενώ οι μαύροι και οι ισπανόφωνοι οδηγούνται στη φυλακή σε δυσανάλογα μεγαλύτερους αριθμούς σε σχέση με τον αριθμό των εγκλημάτων που πραγματοποιούν.
Πολύ απλά η τεχνολογία δεν μπορεί να αλλάξει τον ρατσιστικό και ταξικό χαρακτήρα ενός συστήματος απονομής δικαιοσύνης που έλκει την καταγωγή του από τα χρόνια της δουλείας.
Και αν αυτά συμβαίνουν στην πιο προηγμένη τεχνολογικά χώρα του κόσμου, εύκολα καταλαβαίνει κανείς τι μπορεί να συμβεί στην Ελλάδα.
Τη χώρα με τα υποστελεχωμένα εγκληματολογικά εργαστήρια, τα τρομολαγνικά ΜΜΕ και τους δικαστές που λατρεύουν τις φρονηματικές καταδίκες.
► Διαβάστε
Inside the Cell: The Dark Side of Forensic DNA (εκδόσεις Nation Books)
Η καθηγήτρια εγκληματολογίας Εριν Μέρφι παρουσιάζει δεκάδες περιστατικά λανθασμένων τεστ DNA που οδήγησαν σε καταδικαστικές αποφάσεις και βαριές ποινές κάθειρξης αθώων.
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου