Κυριακή 6 Αυγούστου 2017

Όλα είχαν τελειώσει...

Γιώργος Αλεξάτος


Ξύπνησε μέσα στη νύχτα ταραγμένος και μούσκεμα στον ιδρώτα, που ‘χε ποτίσει για τα καλά το μαξιλάρι.

Θυμάται που ανέβαιναν με την Αφροδίτη και την Τόνια τις σκάλες του μετρό, μαζί με το πλήθος που βγήκε από το τρένο και φώναζαν κι αυτοί, όπως όλοι, με τις φωνές τους να σμίγουν μ’ αυτές των δεκάδων χιλιάδων που ήδη είχαν πλημμυρίσει την πλατεία Συντάγματος και όλους τους γύρω δρόμους. Πάνω στα σκαλιά που οδηγούσαν από την κάτω στην πάνω πλατεία, οι συγκεντρωμένοι, σχεδόν κολλημένοι ο ένας στον άλλον, χειροκροτούσαν αυτούς που μόλις έφταναν και που με πολύ κόπο προσπαθούσαν να βρουν χώρο να σταθούν.

Κι εκείνα τα συνθήματα, που έβγαιναν από το τεράστιο πλήθος με τα ξαναμμένα πρόσωπα: «Το Όχι ανήκει στον λαό!», «Ούτε βήμα πίσω!», «Όχι! Όχι! Όχι!». Κι ανάμεσά τους, αυτό που το θυμόνταν κι οι τρεις τους από τις μέρες του Νοέμβρη του ’73: «Ένας είν’ ο αρχηγός, ο κυρίαρχος λαός!».

Κατάφεραν με πολύ κόπο να φτάσουν από την κάτω στην πάνω πλατεία, αλλά ίσα που μπόρεσαν να προχωρήσουν μέχρις εκεί απ’ όπου έβλεπαν τα πλήθη που ‘χαν περικυκλώσει το κτίριο της Βουλής, ενώ από την ορθάνοιχτη κεντρική είσοδο πάνω από τον Άγνωστο Στρατιώτη φαίνονταν και κάποιοι από εκείνους που είχαν εισβάλει στο εσωτερικό του.

Αστυνομία πουθενά, ούτε για δείγμα. Στόμα με στόμα κυκλοφορούσε η φήμη πως τα ΜΑΤ είχαν κλειστεί στο στρατόπεδό τους στην Καισαριανή, ενώ κλειστά ήταν και όλα σχεδόν τα αστυνομικά τμήματα του λεκανοπεδίου, με τους αστυνομικούς να έχουν εκφράσει την άρνησή τους να βγουν στον δρόμο, σε περίπτωση που έπαιρναν διαταγή να διαλύσουν το πλήθος. Η φήμη επιβεβαιωνόταν και από κόσμο που έμενε κοντά σ' αυτά και διαβεβαίωνε με μηνύματα στα κινητά και μέσα από το Facebook, πως πράγματι ήταν θεόκλειστα. Ούτε σκοποί δεν υπήρχαν στις εισόδους τους.

Ποιο πλήθος θα διέλυαν, που όλο και διογκωνόταν, φτάνοντας κάποιες ώρες πριν τα μεσάνυχτα να έχει κατακλύσει όλο το κέντρο της πόλης! Από το Μοναστηράκι και την Ομόνοια, μέχρι τους Στύλους του Ολυμπίου Διός και τη Βασιλίσσης Σοφίας ως το ύψος της Ρηγίλης. Και όλο και κατέβαινε κόσμος στους σταθμούς του ηλεκτρικού και του μετρό, στο Μοναστηράκι, την Ομόνοια, το Πανεπιστήμιο, το Σύνταγμα, τον Ευαγγελισμό. Και τα λεωφορεία συνέχιζαν επί ώρες να έρχονται γεμάτα και να σταματάνε στην Πειραιώς, στη Λιοσίων, στη Συγγρού και στην περιοχή του Χίλτον. Κι ο κόσμος να ‘χει ζητήσει από τους μηχανοδηγούς των τρένων και τους οδηγούς των λεωφορείων να συνεχίσουν τα δρομολόγια όλη τη νύχτα. Κι αυτοί ανταποκρίθηκαν. Και συνέχισαν να ‘ρχονται νέα πλήθη μέχρι και πολύ μετά τα μεσάνυχτα.

Φώναζαν συνθήματα και ανά παρέα, γνωστοί και άγνωστοι μεταξύ τους, μάθαιναν από κινητά και από τάμπλετ πως τα ίδια ακριβώς γίνονταν σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας. Αυτοί είχαν το τάμπλετ της Αφροδίτης.

Από την Αλεξανδρούπολη και την Καστοριά μέχρι την Καλαμάτα και τα Χανιά, και από τα Γιάννενα και την Κέρκυρα μέχρι το Ηράκλειο και τη Ρόδο, όλη η Ελλάδα βρισκόταν στους δρόμους. Κι ο ενθουσιασμός γινόταν ξέφρενος, όταν έφταναν οι ειδήσεις για τις μεγάλες συγκεντρώσεις αλληλεγγύης που πραγματοποιούνταν την ίδια ώρα στη Λευκωσία και τη Λεμεσό. Αλλά και στο Βερολίνο και στο Μόναχο και στο Παρίσι και στο Λονδίνο, ακόμη και στη Νέα Υόρκη, το Τορόντο, το Μόντρεαλ και τη Μελβούρνη. Όπου μαζί με τους Έλληνες μετανάστες διαδήλωναν, έξω από τις ελληνικές πρεσβείες και τα προξενεία, και χιλιάδες ξένοι αλληλέγγυοι.

Κι ο ξέφρενος ενθουσιασμός εξελίχθηκε σε παραλήρημα χαράς, όταν έγινε γνωστό ότι χιλιάδες Έλληνες, Βέλγοι, Ολλανδοί, Γάλλοι και Γερμανοί, διαδήλωναν έξω από το κτίριο των Βρυξελλών όπου γινόταν η διαπραγμάτευση. Με δεκάδες ελληνικές σημαίες και ένα σύνθημα στα ελληνικά:

«Όχι! Όχι! Όχι!».

Ακόμη κι η Τόνια, παρά τον σκεπτικισμό της, είχε ενθουσιαστεί. Όπως έρχονταν με το μετρό, τους έλεγε ότι ο άλλος είχε πάει στις Βρυξέλλες για να ξεπουλήσει το Όχι του δημοψηφίσματος και να προχωρήσει σε συμβιβασμό. Τώρα ήταν βέβαιη πως, αν έκανε κάτι τέτοιο, δύσκολα θα μπορούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα.

«Αν δεν έχει το θάρρος να κάνει αυτό που πρέπει, είναι αναγκασμένος να παραιτηθεί. Τι θα ‘ρθει να πει σ’ όλον αυτόν τον κόσμο; Πήγα εκεί και σας πούλησα; Κι αν παραιτηθεί, τον λόγο τον έχει αυτός ακριβώς ο κόσμος».

«Τίποτα, πια, δεν είναι ίδιο με το χθες!», φώναξε η Αφροδίτη, αγκαλιάζοντάς τους και τους δύο. Αυτό σκεφτόταν κι αυτός. Τίποτα πια δεν θα ήταν ίδιο μ’ αυτό που επιχειρούσαν να επιβάλλουν σ’ ετούτο τον λαό.

Τα βλέμματα όλων όσοι είχαν οπτική επαφή με το κτίριο, στράφηκαν προς την κεντρική του είσοδο πάνω από τον Άγνωστο, όπου έκανε την εμφάνισή της η πρόεδρος της Βουλής, μαζί με υπουργούς που ήταν γνωστό πως είχαν τοποθετηθεί ενάντια σε οποιονδήποτε συμβιβασμό που θα παραβίαζε την εκφρασμένη λαϊκή βούληση. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή που το έδαφος κάτω από τα πόδια του πλήθους άρχισε να τρέμει και να πηγαινοέρχεται πέρα δώθε.

Με τρόμο έβλεπαν το περιστύλιο της εισόδου της Βουλής να σωριάζεται και το κτίριο ολόκληρο να μετατρέπεται μέσα σε δευτερόλεπτα σε σωρό ερειπίων. Σε σωρούς ερειπίων μετατράπηκαν και όλες οι πολυκατοικίες γύρω από την πλατεία και έπεφταν πάνω στο πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο στους δρόμους κάτω απ’ αυτά. Κραυγές πόνου και απόγνωσης, ρόγχος θανάτου, που σε λίγο ούτε που ακούγονταν, καθώς άρχισε να φυσάει ένας άνεμος δαιμονισμένος, τόσο ισχυρός που έκανε αδύνατη τη φυγή του πλήθους των επιζώντων από τα σημεία της καταστροφής και του θανάτου. Και η καταιγίδα από τα πυκνά σύννεφα, που ούτε που κατάλαβε κανείς το πώς μαζεύτηκαν μέσα σε τόσο λίγη ώρα, σκεπάζοντας τον ουρανό της Αθήνας.

Ξαφνικά, έχασε από δίπλα του την Αφροδίτη και την Τόνια. Με τα φώτα της πλατείας να ‘χουν σβήσει, προσπαθούσε να τρέξει, αλλά ο δυνατός αέρας τον κρατούσε καθηλωμένο. Μάταια πάσχιζε να φωνάξει τα ονόματά τους. Η φωνή δεν έβγαινε. Ούτε και τη στιγμή που τις είδε και τις δύο να έχουν πέσει αγκαλιασμένες στο έδαφος, ακριβώς μπροστά του, και ο αέρας να τις ανασηκώνει και να χάνονται και πάλι. Έκλεισε τα μάτια, μπας και ανοίγοντάς τα ξανά διέκρινε καλύτερα μέσα στο σκοτάδι.

Ένιωσε μούσκεμα όταν τα άνοιξε, μ’ εκείνη την κραυγή: «Όχι! Όχι! Όχι!». Πετάχτηκε αλαφιασμένος και πάτησε τον διακόπτη του φωτιστικού, προσπαθώντας να ξανάρθει στην πραγματικότητα, μετά από το όνειρο που εξελίχθηκε σε εφιάλτη.

Σηκώθηκε και όπως ήταν γυμνός μπήκε κάτω από τη ντουζιέρα. Πόση ανάγκη το ‘χε το κρύο νερό!

Χωρίς να σκουπιστεί, κάθισε έτσι βρεγμένος μπροστά στο λάπτοπ και είδε πάλι την είδηση, που την ήξερε ήδη πριν πέσει για ύπνο. Όλα είχαν τελειώσει! Το Όχι είχε προδοθεί. Το ημερολόγιο έγραφε 14 Ιουλίου 2015.



Γιώργος Αλεξάτος: Σχετικά με τον Συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου