Δημήτρης Χριστόπουλος
Είναι τελικά δύσκολο άθλημα να διδάσκεις «Νεοελληνική Γλώσσα». Έχει όμως και τα καλά του. Αποφασίζεις, για πολλοστή φορά, να ασχοληθείς, ας πούμε, με το «Περιβάλλον». Και θέτεις μεγαλεπήβολους στόχους, σχεδιάζεις, όπως ξέρεις, και στην παραμικρή λεπτομέρεια το μάθημά σου, επιλέγεις διδακτικές μεθόδους, φωτοτυπείς τόνους χαρτί, χρησιμοποιείς και τις ΤΠΕ για να μην σε πουν παρωχημένο και στο τέλος νιώθεις περήφανος που κι αυτή τη φορά τα κατάφερες. Ειδικά φέτος που συμπεριέλαβες το ποίημα του Μιχάλη Γκανά Στα καμένα, που φυσικά κανένα από τα παιδιά δεν το γνωρίζει, αλλά ένας μάγκας που όλη την ώρα με τ’ ακουστικά μέσα στην τάξη, πετάγεται και λέει, αυτό το έχω ακούσει στο ράδιο.
Μετά, γυρνάς ξεθεωμένος σπίτι σου να διορθώσεις τα γραπτά. Και σου φαίνονται όλα τα ίδια και αναρωτιέσαι τι πέτυχες τελικά. Και αν δεν πρέπει πλέον να διδάσκεις «Γλώσσα», όπως τόσα χρόνια έκανες από αυταρέσκεια κι εγωισμό, αλλά μαθητές και μαθήτριες μέσω της γλώσσας. Και στο τέλος την πικρή γεύση στο στόμα απρόσμενα έρχονται να την γλυκάνουν δύο γραπτά δεκαεξάχρονων κοριτσιών, που μιλούν με έναν ολοδικό τους τρόπο για το θέμα. Και λες, αξίζει ρε γαμώτο. Μόνο όταν σμιλεύεις ψυχές. Ναι, τότε μπορεί να υπάρχει ελπίδα. Και το δέντρο να ξανανθίσει. Στα καμένα.
Της Α.Α.
ΦΛΕΒΑΡΗΣ. Σούρουπο. Ψιλοβρέχει. Ο ήλιος έχει να μας δει τρεις μήνες. Στη σιωπή και το ημίφως το μόνο που ακούω είναι οι σταγόνες που κυλούν στη στέρνα. Ήταν μια μεγάλη στέρνα, βαθιά, που την είχανε χτίσει κάτω απ’ τις ρίζες μου –ή σάμπως κι εγώ είχα ριζώσει πάνω της- δεν ξεχώριζα, πάντως έτσι ήμασταν πάντα εγώ κι αυτή. Οι ρίζες μου φτάναν σχεδόν στο μισό του βάθους της κι έτσι τα καλοκαίρια που ξεραινόμουν, έπρεπε να τεντωθώ για να φτάσω το νερό της. Ήταν γλυφό, της βροχής, μα εμένα μ’ άρεσε.
Το φθινόπωρο ξεκινούσαν οι βροχές και μαζί τα μήλα και τα φύλλα μου σκάζαν στον πάτο της σαν σάπιες αδικοχαμένες χειροβομβίδες. Την άνοιξη ανασταινόμουν. Ερχόταν κι ένας κηπουρός μια-δυο φορές, με πότιζε, καθάριζε και τη στέρνα και μετά μέναμε πάλι μόνες. Όμως το προηγούμενο καλοκαίρι ήταν αλλιώτικο απ’ όσα μας έχουν βρει.
Μια μέρα ήρθαν στο έρημο το χωράφι μας κάτι τσιγγάνοι. Ήταν ολόκληρη φαμίλια. Χτίσανε πρόχειρο σπίτι. Άδειο. Ξέσκεπο. Κάθε μεσημέρι η μάνα έλουζε τη μικρή τους στη στέρνα. Τρώγανε απ’ τα φρούτα μου. Ξαπόσταιναν στη σκιά μου. Κι ήταν, σκέφτηκα, η πρώτη φορά που δεν έπεφταν σάπιοι οι καρποί μου στη στέρνα. Η πρώτη φορά.
Το φθινόπωρο μάς δυσκόλεψε όλους. Τον χειμώνα εκείνο έκανε κρύο. Η γυναίκα και ο άντρας της προσπάθησαν να φτιάξουν το σπίτι καλύτερο για τα μικρά. Κάποιες λαμαρίνες απ’ το δίπλα χτήμα, βαλμένες όπως να ’ναι. Την άλλη μέρα ξύπνησα κι ήμουν λευκή. Το χιόνι είχε καλύψει τη στέρνα και είχε σκοτώσει τα μικρά. Οι γύφτοι δαγκώθηκαν, μάζεψαν τα πολλά και φύγανε. Ο κηπουρός ξανάρθε μετά από κανένα μήνα με τους ιδιοκτήτες. Πέταξαν τις λαμαρίνες στο διπλανό χωράφι, κι όταν το χιόνι έλιωσε, αφού τράβηξαν το νερό της στέρνας, την έχτισαν με τσιμέντο κι έκοψαν κι εμένα χαμηλά απ’ τον κορμό. Πάει ένας μήνας από τότε.
Φλεβάρης. Σούρουπο. Ψιλοβρέχει. Ο ήλιος έχει να με δει τρεις μήνες. Οι διαδρομές των σταγόνων διαβρώνουν σιγά σιγά το μπετόν.
Της Φ.Α.
ΤΟ ΧΩΡΙΟ ήταν μικρό, αποκομμένο από θάλασσα, οι κάτοικοι λιγοστοί, μαδαρό και άγονο. Τα διπλανά χωριά, πυκνοκατοικημένα και πλούσια.
- Αμνογώ, καταραμένο το χωριό μας θα ’ναι, είπε ο άρχοντας στην πρεμάζωξη. Η Κρήτη μας είναι βαλίδικος τόπος… χωριό χωρίς καρπούς…
- Αυτός ο πίσσης φταίει! είπε μια γριά μαυροφορεμένη, άδικο να του λάχει του καταραμένου που ήρθε στο χωριό μας με το χτικιό του και ποθάναν τα κοπέλια μας, και γιομίσανε τα σπαρτά μας ξεράδια. Φαρμάκι τού πρέπει του άτιμου!
Μήνες μετά ήρθε στον κόσμο ένα κορίτσι. Ρούσα με μπλάβα μάτια. Ταχιά εφύτρωσε μια ροδιά ζερβά της παράγκας του αμαρτωλού και η κόρη βαφτίστηκε Ροδούλα. Μεγάλωσε η Ροδούλα, επλήθιανε το δέντρο, κι ήβγανε καρπούς γλυκούς, παχιούς που όταν τους έκοβες το κόκκινο έρρεε ποτάμι κι εγλύκαινε το χωριό ούλο. Ο πίσσης έκοβε καρπούς με ένα μαχαίρι με μια λαβή από λαφοπόδαρο, κι έτρωγε από κει καθημερνά.
Απόκειας, ήρθε το ψιμοκαίρι, ήρθε κι εκείνη η καταραμένη μέρα. Η γριά πήρε τη μαχαίρα ετούτη και την βούτηξε στο φαρμάκι.
- Γκρούβομαι στα λαιμοτράχηλα, είπε ψαλιμουδιστά, κι άφησε το μαχαίρι κάτω από την Ροδιά.
Και η κακιά η ώρα, στέλνει τη Ροδούλα στο δέντρο. Πιάνει το μαχαίρι η κοπελιά, κόβει και τρώει το ρόδι. Και το ’νιωσε το γκρούβομα στα λαιμοτράχηλα και σωριάστηκε στις ρίζες. Κι ο άντρας βγαίνει και βλέπει τη Ροδούλα χαμαί. Και μάζωξη μεγάλη εγίνηκε γύρω από το δέντρο. Και κατηγορούν τον πίσση για δολοφόνο. Κι ο καντηλανάφτης φέρνει το μαντάτο πως γκρεμίστηκε η γριά από τον βράχο. Κι ο παπάς κόβει ένα ρόδι από το δέντρο και κυλά αίμα με νερό, το δίνει στον αμαρτωλό και παγούδιανε από το χτικιό που τον εβασάνιζε.
Κρητικό γλωσσάρι:
ψακί: πικρό φαρμάκι, δηλητήριο
μαδαρό: πετρώδες, ορεινό
βαλίδικος: εύφορος
πίσσης, ο: καταραμένος, αυτός που η ψυχή του βασανίζεται στην πίσσα της Κόλασης
αμνογώ: πιστεύω, είμαι σίγουρος ότι
πρεμάζωξη: σύναξη, συνάθροιση ατόμων
χτικιό: ανίατη ασθένεια, κυρίως η φυματίωση
επλήθιανε: πρόκοβε, μεγάλωνε
λαφοπόδαρο: Στην Κρήτη συνηθίζεται η κατασκευή μαχαιριών με λαβή από οστά και πόδια ζώων, εδώ μαχαίρι με λαβή από κάτω άκρο ελαφιού
απόκειας: μετά, στην συνέχεια
ψιμοκαίρι: αδυνάτισμα, σκοτείνιασμα, εδώ όμως Φθινόπωρο
γκρούβομαι: πνίγομαι // γκρούβομα = πνίξιμο
λαιμοτράχηλα: ο λαιμός και ο τράχηλος (αλλού συναντάται και σαν «πανωμπέτι» ή «πανωμπέτης»)
ψαλιμουδιστά: μουρμουριστά
παγούδιανε: έγιανε, ανακουφίστηκε.
Πηγή: artinews.gr
Δημήτρης Χριστόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη
Είναι τελικά δύσκολο άθλημα να διδάσκεις «Νεοελληνική Γλώσσα». Έχει όμως και τα καλά του. Αποφασίζεις, για πολλοστή φορά, να ασχοληθείς, ας πούμε, με το «Περιβάλλον». Και θέτεις μεγαλεπήβολους στόχους, σχεδιάζεις, όπως ξέρεις, και στην παραμικρή λεπτομέρεια το μάθημά σου, επιλέγεις διδακτικές μεθόδους, φωτοτυπείς τόνους χαρτί, χρησιμοποιείς και τις ΤΠΕ για να μην σε πουν παρωχημένο και στο τέλος νιώθεις περήφανος που κι αυτή τη φορά τα κατάφερες. Ειδικά φέτος που συμπεριέλαβες το ποίημα του Μιχάλη Γκανά Στα καμένα, που φυσικά κανένα από τα παιδιά δεν το γνωρίζει, αλλά ένας μάγκας που όλη την ώρα με τ’ ακουστικά μέσα στην τάξη, πετάγεται και λέει, αυτό το έχω ακούσει στο ράδιο.
Μετά, γυρνάς ξεθεωμένος σπίτι σου να διορθώσεις τα γραπτά. Και σου φαίνονται όλα τα ίδια και αναρωτιέσαι τι πέτυχες τελικά. Και αν δεν πρέπει πλέον να διδάσκεις «Γλώσσα», όπως τόσα χρόνια έκανες από αυταρέσκεια κι εγωισμό, αλλά μαθητές και μαθήτριες μέσω της γλώσσας. Και στο τέλος την πικρή γεύση στο στόμα απρόσμενα έρχονται να την γλυκάνουν δύο γραπτά δεκαεξάχρονων κοριτσιών, που μιλούν με έναν ολοδικό τους τρόπο για το θέμα. Και λες, αξίζει ρε γαμώτο. Μόνο όταν σμιλεύεις ψυχές. Ναι, τότε μπορεί να υπάρχει ελπίδα. Και το δέντρο να ξανανθίσει. Στα καμένα.
(I) Στέρνα. Οι διαδρομές των σταγόνων
Της Α.Α.
ΦΛΕΒΑΡΗΣ. Σούρουπο. Ψιλοβρέχει. Ο ήλιος έχει να μας δει τρεις μήνες. Στη σιωπή και το ημίφως το μόνο που ακούω είναι οι σταγόνες που κυλούν στη στέρνα. Ήταν μια μεγάλη στέρνα, βαθιά, που την είχανε χτίσει κάτω απ’ τις ρίζες μου –ή σάμπως κι εγώ είχα ριζώσει πάνω της- δεν ξεχώριζα, πάντως έτσι ήμασταν πάντα εγώ κι αυτή. Οι ρίζες μου φτάναν σχεδόν στο μισό του βάθους της κι έτσι τα καλοκαίρια που ξεραινόμουν, έπρεπε να τεντωθώ για να φτάσω το νερό της. Ήταν γλυφό, της βροχής, μα εμένα μ’ άρεσε.
Το φθινόπωρο ξεκινούσαν οι βροχές και μαζί τα μήλα και τα φύλλα μου σκάζαν στον πάτο της σαν σάπιες αδικοχαμένες χειροβομβίδες. Την άνοιξη ανασταινόμουν. Ερχόταν κι ένας κηπουρός μια-δυο φορές, με πότιζε, καθάριζε και τη στέρνα και μετά μέναμε πάλι μόνες. Όμως το προηγούμενο καλοκαίρι ήταν αλλιώτικο απ’ όσα μας έχουν βρει.
Μια μέρα ήρθαν στο έρημο το χωράφι μας κάτι τσιγγάνοι. Ήταν ολόκληρη φαμίλια. Χτίσανε πρόχειρο σπίτι. Άδειο. Ξέσκεπο. Κάθε μεσημέρι η μάνα έλουζε τη μικρή τους στη στέρνα. Τρώγανε απ’ τα φρούτα μου. Ξαπόσταιναν στη σκιά μου. Κι ήταν, σκέφτηκα, η πρώτη φορά που δεν έπεφταν σάπιοι οι καρποί μου στη στέρνα. Η πρώτη φορά.
Το φθινόπωρο μάς δυσκόλεψε όλους. Τον χειμώνα εκείνο έκανε κρύο. Η γυναίκα και ο άντρας της προσπάθησαν να φτιάξουν το σπίτι καλύτερο για τα μικρά. Κάποιες λαμαρίνες απ’ το δίπλα χτήμα, βαλμένες όπως να ’ναι. Την άλλη μέρα ξύπνησα κι ήμουν λευκή. Το χιόνι είχε καλύψει τη στέρνα και είχε σκοτώσει τα μικρά. Οι γύφτοι δαγκώθηκαν, μάζεψαν τα πολλά και φύγανε. Ο κηπουρός ξανάρθε μετά από κανένα μήνα με τους ιδιοκτήτες. Πέταξαν τις λαμαρίνες στο διπλανό χωράφι, κι όταν το χιόνι έλιωσε, αφού τράβηξαν το νερό της στέρνας, την έχτισαν με τσιμέντο κι έκοψαν κι εμένα χαμηλά απ’ τον κορμό. Πάει ένας μήνας από τότε.
Φλεβάρης. Σούρουπο. Ψιλοβρέχει. Ο ήλιος έχει να με δει τρεις μήνες. Οι διαδρομές των σταγόνων διαβρώνουν σιγά σιγά το μπετόν.
(II) Ψακί
Της Φ.Α.
ΤΟ ΧΩΡΙΟ ήταν μικρό, αποκομμένο από θάλασσα, οι κάτοικοι λιγοστοί, μαδαρό και άγονο. Τα διπλανά χωριά, πυκνοκατοικημένα και πλούσια.
- Αμνογώ, καταραμένο το χωριό μας θα ’ναι, είπε ο άρχοντας στην πρεμάζωξη. Η Κρήτη μας είναι βαλίδικος τόπος… χωριό χωρίς καρπούς…
- Αυτός ο πίσσης φταίει! είπε μια γριά μαυροφορεμένη, άδικο να του λάχει του καταραμένου που ήρθε στο χωριό μας με το χτικιό του και ποθάναν τα κοπέλια μας, και γιομίσανε τα σπαρτά μας ξεράδια. Φαρμάκι τού πρέπει του άτιμου!
Μήνες μετά ήρθε στον κόσμο ένα κορίτσι. Ρούσα με μπλάβα μάτια. Ταχιά εφύτρωσε μια ροδιά ζερβά της παράγκας του αμαρτωλού και η κόρη βαφτίστηκε Ροδούλα. Μεγάλωσε η Ροδούλα, επλήθιανε το δέντρο, κι ήβγανε καρπούς γλυκούς, παχιούς που όταν τους έκοβες το κόκκινο έρρεε ποτάμι κι εγλύκαινε το χωριό ούλο. Ο πίσσης έκοβε καρπούς με ένα μαχαίρι με μια λαβή από λαφοπόδαρο, κι έτρωγε από κει καθημερνά.
Απόκειας, ήρθε το ψιμοκαίρι, ήρθε κι εκείνη η καταραμένη μέρα. Η γριά πήρε τη μαχαίρα ετούτη και την βούτηξε στο φαρμάκι.
- Γκρούβομαι στα λαιμοτράχηλα, είπε ψαλιμουδιστά, κι άφησε το μαχαίρι κάτω από την Ροδιά.
Και η κακιά η ώρα, στέλνει τη Ροδούλα στο δέντρο. Πιάνει το μαχαίρι η κοπελιά, κόβει και τρώει το ρόδι. Και το ’νιωσε το γκρούβομα στα λαιμοτράχηλα και σωριάστηκε στις ρίζες. Κι ο άντρας βγαίνει και βλέπει τη Ροδούλα χαμαί. Και μάζωξη μεγάλη εγίνηκε γύρω από το δέντρο. Και κατηγορούν τον πίσση για δολοφόνο. Κι ο καντηλανάφτης φέρνει το μαντάτο πως γκρεμίστηκε η γριά από τον βράχο. Κι ο παπάς κόβει ένα ρόδι από το δέντρο και κυλά αίμα με νερό, το δίνει στον αμαρτωλό και παγούδιανε από το χτικιό που τον εβασάνιζε.
Κρητικό γλωσσάρι:
ψακί: πικρό φαρμάκι, δηλητήριο
μαδαρό: πετρώδες, ορεινό
βαλίδικος: εύφορος
πίσσης, ο: καταραμένος, αυτός που η ψυχή του βασανίζεται στην πίσσα της Κόλασης
αμνογώ: πιστεύω, είμαι σίγουρος ότι
πρεμάζωξη: σύναξη, συνάθροιση ατόμων
χτικιό: ανίατη ασθένεια, κυρίως η φυματίωση
επλήθιανε: πρόκοβε, μεγάλωνε
λαφοπόδαρο: Στην Κρήτη συνηθίζεται η κατασκευή μαχαιριών με λαβή από οστά και πόδια ζώων, εδώ μαχαίρι με λαβή από κάτω άκρο ελαφιού
απόκειας: μετά, στην συνέχεια
ψιμοκαίρι: αδυνάτισμα, σκοτείνιασμα, εδώ όμως Φθινόπωρο
γκρούβομαι: πνίγομαι // γκρούβομα = πνίξιμο
λαιμοτράχηλα: ο λαιμός και ο τράχηλος (αλλού συναντάται και σαν «πανωμπέτι» ή «πανωμπέτης»)
ψαλιμουδιστά: μουρμουριστά
παγούδιανε: έγιανε, ανακουφίστηκε.
Πηγή: artinews.gr
Δημήτρης Χριστόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου