Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
Στα πολύ ντουζένια μου. Δεκαοχτώ, δεκαεννιά, είκοσι χρονών. Είχα το αυτοκίνητο του πατέρα μου. Δίπλωμα. Και πήγαινα όπου ήθελα. Πού και πού με αγγάρευαν να μεταφέρω τη γιαγιά μου στην πόλη. Για τα ραντεβού με τους γιατρούς ή τη λαϊκή της Πέμπτης.
Αγαθή γυναίκα. Άβγαλτη κι αγράμματη. Δεκατεσσάρων χρονών κλέφτηκε με τον παππού μου. Έξι παιδιά του έκανε, τους έζησαν τα πέντε. Όλη της τη ζωή στα καπνοχώραφα. Πέθανε μετά ο παππούς μου, έμεινε μονάχη της. Πήγαινα εγώ και πάρκαρα απέξω. Από τις τέσσερις ξύπνια, στεκόταν δίπλα στην εξώπορτα και περίμενε. Φορώντας την καλή της ρόμπα και τσεμπέρι.
Διπλοκλείδωνε το σπίτι. Έκανε το σταυρό της και καθόταν πλάι μου. Σε όλη τη διαδρομή κρατούσε σφιχτά την τσάντα της στα πόδια. Και κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Σιτάρια, βαμβάκια και καπνά. Άνοιγα εγώ τη μουσική στη διαπασών. Τότε μου άρεσε πολύ το χέβιμέταλ. Οδηγούσα κουνώντας τον κορμό και το κεφάλι σαν σπαστικό. Με το που φτάναμε στην πόλη την παρέδιδα στην παντρεμένη κόρη της.
Την άλλη μέρα θα πήγαινα για να την πάρω. Μια επανάληψη τα προηγούμενα. Στις ίδιες ακριβώς συνθήκες. Μιλιά δεν έβγαζε από το στόμα. Το τσεμπέρι σφιχτά δεμένο. Πήγαινε-ερχόταν με το ίδιο βλέμμα τρομαγμένου ζώου.
Και αν τώρα γράφω για τη γιαγιά μου είναι γιατί θέλω να σταματήσω αυτές τις ηλίθιες μουσικές από το κασετόφωνο του αυτοκινήτου, να στρέψω το κεφάλι μου στα δεξιά και να της απευθύνω τον λόγο, όπως δεν έκανα τότε που μπορούσα. Είναι δίπλα μου, στη θέση του συνοδηγού, με την τσάντα στα χέρια και το φοβισμένο βλέμμα στα σπαρτά.
Λοιπόν, γιαγιάκα, πες μου, σε παρακαλώ, για τα ξωτικά, τους δράκους, τις μάγισσες και τις νεράιδες του παλιού καιρού…
Πηγή: artinews.gr
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης: Σχετικά με τον συντάκτη
Στα πολύ ντουζένια μου. Δεκαοχτώ, δεκαεννιά, είκοσι χρονών. Είχα το αυτοκίνητο του πατέρα μου. Δίπλωμα. Και πήγαινα όπου ήθελα. Πού και πού με αγγάρευαν να μεταφέρω τη γιαγιά μου στην πόλη. Για τα ραντεβού με τους γιατρούς ή τη λαϊκή της Πέμπτης.
Αγαθή γυναίκα. Άβγαλτη κι αγράμματη. Δεκατεσσάρων χρονών κλέφτηκε με τον παππού μου. Έξι παιδιά του έκανε, τους έζησαν τα πέντε. Όλη της τη ζωή στα καπνοχώραφα. Πέθανε μετά ο παππούς μου, έμεινε μονάχη της. Πήγαινα εγώ και πάρκαρα απέξω. Από τις τέσσερις ξύπνια, στεκόταν δίπλα στην εξώπορτα και περίμενε. Φορώντας την καλή της ρόμπα και τσεμπέρι.
Διπλοκλείδωνε το σπίτι. Έκανε το σταυρό της και καθόταν πλάι μου. Σε όλη τη διαδρομή κρατούσε σφιχτά την τσάντα της στα πόδια. Και κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Σιτάρια, βαμβάκια και καπνά. Άνοιγα εγώ τη μουσική στη διαπασών. Τότε μου άρεσε πολύ το χέβιμέταλ. Οδηγούσα κουνώντας τον κορμό και το κεφάλι σαν σπαστικό. Με το που φτάναμε στην πόλη την παρέδιδα στην παντρεμένη κόρη της.
Την άλλη μέρα θα πήγαινα για να την πάρω. Μια επανάληψη τα προηγούμενα. Στις ίδιες ακριβώς συνθήκες. Μιλιά δεν έβγαζε από το στόμα. Το τσεμπέρι σφιχτά δεμένο. Πήγαινε-ερχόταν με το ίδιο βλέμμα τρομαγμένου ζώου.
Και αν τώρα γράφω για τη γιαγιά μου είναι γιατί θέλω να σταματήσω αυτές τις ηλίθιες μουσικές από το κασετόφωνο του αυτοκινήτου, να στρέψω το κεφάλι μου στα δεξιά και να της απευθύνω τον λόγο, όπως δεν έκανα τότε που μπορούσα. Είναι δίπλα μου, στη θέση του συνοδηγού, με την τσάντα στα χέρια και το φοβισμένο βλέμμα στα σπαρτά.
Λοιπόν, γιαγιάκα, πες μου, σε παρακαλώ, για τα ξωτικά, τους δράκους, τις μάγισσες και τις νεράιδες του παλιού καιρού…
Πηγή: artinews.gr
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου