Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου
Τι να θυμηθώ, τι να ξεχάσω…
Μετά το τυπικό ‘’γεια’’ στην αυλή, άντε και καμιά σπρωξιά απ’ τα αγόρια στα κορίτσια, έτσι για το καλωσόρισμα, ο καθένας χανόταν στον δικό του μικρόκοσμο. Ο καθένας δεμένος με τις δικές τους σκέψεις στα πόδια, ανέβαινε αργά αργά τη σκάλα που οδηγούσε στην αίθουσα για την παραλαβή των βιβλίων.
Μια αίθουσα ίδια κι απαράλλακτη. Οι μπλε κουρτίνες στα παράθυρα να μας κοιτούν με βλέφαρα θολά, θες απ’ τη σκόνη χρόνων, θες απ’ τη βαρεμάρα αιώνων; Ποιος να ξέρει! Τα θρανία όπως τα αφήσαμε, δαρμένα και χτυπημένα αλύπητα,, ίσα που είχαν πάψει οι πληγές τους να αιμορραγούν, ίσα που είχαν ξεθωριάσει οι ακίδες του θυμού μας, τα σκαψίματα απ’ τις εξορύξεις της ψυχής μας πάνω τους.
Ο πίνακας μαύρος, μαύρος κι άραχνος να καρτεράει σαδιστικά το τρέμουλο στο χέρι μας, τον ιδρώτα στο μέτωπο μας, το χτυποκάρδι μας… μπρος στην άλυτη άσκηση που είχε απλωθεί σαν ανυπόμονη και απαιτητική γυναίκα που γυρεύει χάδια. Άραγε ηδονιζόταν, ή εκνευριζόταν απ’ το χαμένο ύφος όποιου δεν την ‘’ξέντυνε’’ σωστά… (Ποτέ δεν έμαθα πώς ένιωθε, η αλήθεια είναι…)
Κι ο σπόγγος ολοκαίνουργιος πάντα, με ένα κουτί παχιές, άσπρες κιμωλίες στα δίπλα, να καρτερούν να λιώσουν στα δάχτυλα μας.
Αχ ο σπόγγος, ο πονετικός και λυπησιάρης διώκτης των λαθών, να καιροφυλακτεί, να τρέχει να πάψει τα ίχνη των ενοχών μας, πριν τα δικάσει με φωνές και προσβολές η φωνή του μαθηματικού.
«Αχ, έλα βρε Λάμπρο, πες μου τη λύση», ικέτευαν τα μάτια μου τον καλό μαθητή του πρώτου θρανίου, που πάντα ανταποκρινόταν.
Χάρη σ’ αυτόν στολίστηκα με επαίνους απ’ τον μαθηματικό, για πρώτη και τελευταία φορά... «Μπράβο παιδί μου! Είδατε τι κάνει η μελέτη; Μια μαθήτρια που είναι αδύναμη στο μάθημα μου, κατάφερε να λύσει αυτή την άσκηση!! Παράδειγμα προς μίμηση!»
Η σιωπή και η ντροπή των αμνών στο μεγαλείο της όμως την επομένη, όταν ανακουφισμένη και νιώθοντας στο απυρόβλητο της εξέτασης, άκουσα το όνομα μου…’’Σταθακοπούλου στον πίνακα’’.
Στην τρεμάμενη φωνή του Λάμπρου, που βρήκε τη δύναμη να ψιθυρίσει ‘’Κύριε την εξετάσατε χθες’’, ξέσπασε ο αντίλαλος της οργής του… ‘’Πέρασε έξω’’.
Η πρώτη μέρα στο σχολείο μετά τις διακοπές, ήταν για μένα ένα μόνιμα μπερδεμένο κουβάρι.
Απ’ τη μια οι θύμησες της ξεγνοιασιάς του καλοκαιριού, κι απ’ την άλλη μια αγωνιώδης πραγματικότητα που σκάλωνε ανάμεσα τους, για το αν θα έχουμε πάλι τους ίδιους δασκάλους, την φιλόλογο που μ’ αγαπούσε, τον αγαθό φυσικό, τον μύωπα της βιολογίας που δεν έβλεπε τα ανοιχτά βιβλία στα διαγωνίσματα…
Κάθε τέτοια μέρα προσπαθώ να συγυρίσω τις μνήμες μου.
Μα πάντα κάτι μου ξεφεύγει.
Πάνε τόσα χρόνια κι ακόμη δεν μπορώ να δεσμεύσω αυτό το ‘’ναι’’ στο ερώτημα, αν ήθελα να νιώσω πάλι αυτό το ακίνδυνο χτυποκάρδι μπρος στον ανοιχτό κατάλογο…
Καλή σχολική χρονιά
Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου: Σχετικά με τον συντάκτη
Τι να θυμηθώ, τι να ξεχάσω…
Μετά το τυπικό ‘’γεια’’ στην αυλή, άντε και καμιά σπρωξιά απ’ τα αγόρια στα κορίτσια, έτσι για το καλωσόρισμα, ο καθένας χανόταν στον δικό του μικρόκοσμο. Ο καθένας δεμένος με τις δικές τους σκέψεις στα πόδια, ανέβαινε αργά αργά τη σκάλα που οδηγούσε στην αίθουσα για την παραλαβή των βιβλίων.
Μια αίθουσα ίδια κι απαράλλακτη. Οι μπλε κουρτίνες στα παράθυρα να μας κοιτούν με βλέφαρα θολά, θες απ’ τη σκόνη χρόνων, θες απ’ τη βαρεμάρα αιώνων; Ποιος να ξέρει! Τα θρανία όπως τα αφήσαμε, δαρμένα και χτυπημένα αλύπητα,, ίσα που είχαν πάψει οι πληγές τους να αιμορραγούν, ίσα που είχαν ξεθωριάσει οι ακίδες του θυμού μας, τα σκαψίματα απ’ τις εξορύξεις της ψυχής μας πάνω τους.
Ο πίνακας μαύρος, μαύρος κι άραχνος να καρτεράει σαδιστικά το τρέμουλο στο χέρι μας, τον ιδρώτα στο μέτωπο μας, το χτυποκάρδι μας… μπρος στην άλυτη άσκηση που είχε απλωθεί σαν ανυπόμονη και απαιτητική γυναίκα που γυρεύει χάδια. Άραγε ηδονιζόταν, ή εκνευριζόταν απ’ το χαμένο ύφος όποιου δεν την ‘’ξέντυνε’’ σωστά… (Ποτέ δεν έμαθα πώς ένιωθε, η αλήθεια είναι…)
Κι ο σπόγγος ολοκαίνουργιος πάντα, με ένα κουτί παχιές, άσπρες κιμωλίες στα δίπλα, να καρτερούν να λιώσουν στα δάχτυλα μας.
Αχ ο σπόγγος, ο πονετικός και λυπησιάρης διώκτης των λαθών, να καιροφυλακτεί, να τρέχει να πάψει τα ίχνη των ενοχών μας, πριν τα δικάσει με φωνές και προσβολές η φωνή του μαθηματικού.
«Αχ, έλα βρε Λάμπρο, πες μου τη λύση», ικέτευαν τα μάτια μου τον καλό μαθητή του πρώτου θρανίου, που πάντα ανταποκρινόταν.
Χάρη σ’ αυτόν στολίστηκα με επαίνους απ’ τον μαθηματικό, για πρώτη και τελευταία φορά... «Μπράβο παιδί μου! Είδατε τι κάνει η μελέτη; Μια μαθήτρια που είναι αδύναμη στο μάθημα μου, κατάφερε να λύσει αυτή την άσκηση!! Παράδειγμα προς μίμηση!»
Η σιωπή και η ντροπή των αμνών στο μεγαλείο της όμως την επομένη, όταν ανακουφισμένη και νιώθοντας στο απυρόβλητο της εξέτασης, άκουσα το όνομα μου…’’Σταθακοπούλου στον πίνακα’’.
Στην τρεμάμενη φωνή του Λάμπρου, που βρήκε τη δύναμη να ψιθυρίσει ‘’Κύριε την εξετάσατε χθες’’, ξέσπασε ο αντίλαλος της οργής του… ‘’Πέρασε έξω’’.
Η πρώτη μέρα στο σχολείο μετά τις διακοπές, ήταν για μένα ένα μόνιμα μπερδεμένο κουβάρι.
Απ’ τη μια οι θύμησες της ξεγνοιασιάς του καλοκαιριού, κι απ’ την άλλη μια αγωνιώδης πραγματικότητα που σκάλωνε ανάμεσα τους, για το αν θα έχουμε πάλι τους ίδιους δασκάλους, την φιλόλογο που μ’ αγαπούσε, τον αγαθό φυσικό, τον μύωπα της βιολογίας που δεν έβλεπε τα ανοιχτά βιβλία στα διαγωνίσματα…
Κάθε τέτοια μέρα προσπαθώ να συγυρίσω τις μνήμες μου.
Μα πάντα κάτι μου ξεφεύγει.
Πάνε τόσα χρόνια κι ακόμη δεν μπορώ να δεσμεύσω αυτό το ‘’ναι’’ στο ερώτημα, αν ήθελα να νιώσω πάλι αυτό το ακίνδυνο χτυποκάρδι μπρος στον ανοιχτό κατάλογο…
Καλή σχολική χρονιά
Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου