Σπύρος Μανουσέλης
Αναμφίβολα, το οξύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες του νέου ψηφιακού γαλαξία είναι η περιφρούρηση της όποιας «ιδιωτικής ζωής» ή «προσωπικής αυτονομίας» έχει απομείνει στην εποχή του Διαδικτύου.
Γιατί, όπως θα δούμε, το σενάριο της ψηφιακής μας ζωής αλλάζει διαρκώς και ταχύτατα πιάνοντάς μας στον ύπνο, κυρίως όσον αφορά την απώλεια της ιδιωτικότητας (privacy).
Πράγματι, ουδείς αμφισβητεί σήμερα οτι η ψηφιακή μας ταυτότητα και το διαδικτυακό μας προφίλ, ό,τι συνήθως συνοψίζουμε με τη μαγική λέξη «Αβαταρ», συγκροτούν τη διαρκώς επιτηρούμενη διαδικτυακή μας ζωή.
Μέσω του Ιντερνετ, η νεωτερική ουτοπία για μια ελεύθερη και ισότιμη επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων -ανεξαρτήτως φύλου, φυλής και κοινωνικής τάξης- φαίνεται πως έχει υλοποιηθεί, τουλάχιστον ψηφιακά.
Δυστυχώς όμως, όπως μας αποκαλύπτουν πολλές μελέτες, αλλά και οι καθημερινές διαδικτυακές εμπειρίες μας, δεν είναι όλα ρόδινα στον νέο διαδικτυακό παράδεισο. Και οι επισκέπτες των μέσων ψηφιακής δικτύωσης εκτίθενται καθημερινά σε κάθε άλλο παρά... «εικονικούς» κινδύνους.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 15 χρόνων έχει αυξηθεί εντυπωσιακά η χρήση του Διαδικτύου ως προνομιακού τόπου για τις εξ αποστάσεως ανθρώπινες διασυνδέσεις, τις επαγγελματικές ή χρηματικές συναλλαγές μας, αλλά και για την έκφραση ή τη δημοσιοποίηση των, συνήθως, ανομολόγητων ψυχολογικών ή κοινωνικών απωθημένων μας.
Υπό μία ακριβή έννοια, λοιπόν, η υπολογιστική και η διαδικτυακή τεχνολογία είναι η υλοποίηση (έστω και εικονικά!) της ανάγκης ή, μάλλον, του ονείρου της ανθρωπότητας να υπάρχει και να επικοινωνεί πέρα από τους φυσικούς χωροχρονικούς περιορισμούς.
Η επινόηση των νέων υπολογιστικών επικοινωνιακών μηχανών και πιο πρόσφατα, η μαζική χρήση του Διαδικτύου κατέστησαν εφικτή την άμεση πρόσβαση σε ποικίλες μορφές πληροφορίας. Γεγονός που με τη σειρά του επέφερε ριζικές αλλαγές στον τρόπο που ζουν, σκέφτονται και διασυνδέονται μεταξύ τους οι άνθρωποι σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Δικαίως λοιπόν οι υπολογιστές, τα κινητά τηλέφωνα και ο Παγκόσμιος Ιστός που σχηματίζεται από τις μεταξύ τους διασυνδέσεις, θεωρούνται τα πιο ανατρεπτικά επιτεύγματα όχι μόνο της σύγχρονης τεχνοεπιστήμης αλλά, ευρύτερα, του δυτικού πολιτισμού.
Ωστόσο, σχεδόν από την πρώτη στιγμή, τις νέες δυνατότητες ελεύθερης πρόσβασης των ανθρώπων στο Διαδίκτυο συνοδεύουν, σαν σκιές, οι εξίσου πρωτόγνωρες διαδικτυακές καταχρήσεις: σωρεία παραβατικών συμπεριφορών και εγκλημάτων, που εκδηλώνονται μαζικά χάρη στην «ανωνυμία» των κακόβουλων χρηστών.
Οποτε μπαίνουμε στον Παγκόσμιο Ιστό, όποτε παίρνουμε μαζί το κινητό μας τηλέφωνο, όποτε επισκεπτόμαστε μια ιστοσελίδα, όποτε αγοράζουμε οτιδήποτε διαδικτυακά χρησιμοποιώντας την πιστωτική μας κάρτα, όποτε στέλνουμε ένα πολύ προσωπικό ή «βρόμικο» μήνυμα, όλες αυτές οι διαδικτυακές μας ενέργειες καταγράφονται αυτομάτως και αναλύονται λεπτομερώς από ειδικές ανιχνευτικές μηχανές.
Η καθημερινή μας πλοήγηση στο Διαδίκτυο δεν είναι ποτέ ένας ξέγνοιαστος ή αθώος περίπατος, αφού αφήνει ένα ανεξίτηλο ίχνος όλων των ενεργειών μας -οικονομικών συναλλαγών και αγορών, γνωστικών, πολιτικών ή σεξουαλικών προτιμήσεων, επικοινωνιακών επαφών κ.ά.-, ένα ψηφιακό ίχνος της προσωπικότητάς μας και των ιδιαίτερων προτιμήσεων ή επιλογών μας, που επειδή αποτυπώνονται για πάντα στο Διαδίκτυο μπορούν σχετικά εύκολα -και παρά τη θέλησή μας!- να εντοπιστούν, να ανακληθούν και να χρησιμοποιηθούν για εντελώς διαφορετικούς ή και εχθρικούς προς το συμφέρον μας λόγους.
Μελετώντας λεπτομερώς και αναλύοντας στατιστικά, επί σειρά ετών, τη συμπεριφορά των χρηστών του Διαδικτύου ο Alan Westin, καθηγητής στο Columbia University της Νέας Υόρκης και ο πιο επιφανής ερευνητής της ιδιωτικότητας στις διαδικτυακές επαφές, κατέληξε στο να διακρίνει τρεις βασικές κατηγορίες ή «ανθρωποτύπους» χρηστών στις ΗΠΑ:
Οι «θεμελιωτιστές» είναι πολύ προσεκτικοί στην παραχώρηση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και εξαιρετικά δύσπιστοι στις διαδικτυακές επαφές τους.
Οι «πραγματιστές» είναι επίσης ευαίσθητοι σε ζητήματα ιδιωτικών πληροφοριών, αλλά παραχωρούν ευκολότερα προσωπικά δεδομένα όταν κρίνουν ότι υπάρχει ένας καλός λόγος για να το κάνουν ή κάποιο ιδιαίτερα ικανοποιητικό αντάλλαγμα.
Τέλος, υπάρχουν και οι «αδιάφοροι», οι οποίοι με περισσή ευκολία δίνουν προσωπικά δεδομένα, αδιαφορώντας ή, συχνότερα, αγνοώντας τις αρνητικές, ενδεχομένως, συνέπειες.
Το ενδιαφέρον είναι ότι πιο πρόσφατες στατιστικές έρευνες, τόσο στις ΗΠΑ όσο και αλλού (κυρίως σε Ευρώπη, Ιαπωνία και Κίνα), έδειξαν ότι αυτές οι τρεις κατηγορίες χρηστών εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη και σήμερα, όμως έχουν αλλάξει σημαντικά τα ποσοστά όσων κατατάσσονται σε κάποια από αυτές τις κατηγορίες.
Για παράδειγμα, οι έρευνες του Humphrey Taylor έδειξαν ότι στις ΗΠΑ ο αριθμός των «αδιάφορων» μειώθηκε αισθητά από 22% στο 10%, ενώ και οι «πραγματιστές» μειώθηκαν επίσης από 64% σε 54%, όσο για τους δύσπιστους «θεμελιωτιστές» ο αριθμός τους τείνει να αυξάνεται σταθερά!
Αν, παρά τις υποκειμενικές και εθνικές διαφοροποιήσεις, θα έπρεπε να εξαγάγουμε έναν γενικό κανόνα για τη συμπεριφορά των περισσότερων επισκεπτών του Διαδικτύου, αυτός θα ήταν: Ως προς την ασφάλεια των διαδικτυακών επαφών μας, οι περισσότεροι τείνουμε να υποτιμάμε τα μελλοντικά πλεονεκτήματα μιας επιφυλακτικής στάσης, σε σχέση με τα άμεσα πλεονεκτήματα που αποκομίζουμε από την παραχώρηση κάποιων προσωπικών δεδομένων.
Μπορεί να ακούγεται ως παράδοξο, όμως την ίδια στιγμή που σχεδόν οι πάντες προαγγέλλουν ή θρηνούν υποκριτικά για το τέλος της «ιδιωτικής ζωής» των ανθρώπων εξαιτίας των νέων μέσων κοινωνικής δικτύωσης, δισεκατομμύρια άνθρωποι καταφεύγουν σ’ αυτά ακριβώς τα ψηφιακά μέσα για να δημιουργήσουν έναν προσωπικό ιστότοπο, μια εναλλακτική -όπως πιστεύουν- ψηφιακή ζωή.
Το φαινομενικό παράδοξο, ωστόσο, εξηγείται ικανοποιητικά μόλις αναλογιστεί κανείς ότι, στις πιο ανεπτυγμένες οικονομικά και τεχνολογικά κοινωνίες, η επιβολή της «κοινωνίας του θεάματος» βασίζεται στη σύγχυση του εικονικού με το πραγματικό. Σύγχυση που, με τη σειρά της, ενισχύει τη βιοπολιτική της διάζευξης της ιδιωτικής από τη δημόσια ζωή των ανθρώπων.
«Η σημερινή κρίση της ιδιωτικότητας είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την αποδυνάμωση και τη φθορά όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπινων δεσμών», όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο μεγάλος κοινωνιολόγος Zygmunt Bauman στο βιβλίο του «Παράπλευρες Απώλειες» (ελλ. μετάφραση «Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου», κεφάλαιο 6) .
Και ως ιδιαίτερα οξυδερκής αναλυτής των νέων διαδικτυακών σχέσεων ο Bauman δεν παραλείπει να τονίσει στο ίδιο κείμενο: « Η υποκατάσταση των παλιάς κοπής κοινοτήτων από τα διαδικτυακά δίκτυα καλωσορίστηκε από πολλούς ως μεγάλο άλμα προς τα μπρος... Κι όμως τα ίδια χαρακτηριστικά των διαδικτύων που τα κάνουν επιθυμητά απαιτούν ένα πολύ υψηλό τίμημα... που πληρώνεται με το νόμισμα της ασφάλειας».
Ενα διαφορετικό, αλλά εξίσου παράδοξο φαινόμενο, έχει να κάνει με το αναπάντητο, μέχρι σήμερα, ερώτημα: Αν είναι το Διαδίκτυο που κάνει τους ανθρώπους τόσο ναρκισσιστές και εγωκεντρικούς ή, αντίθετα, είναι ο ναρκισσισμός και η εγωπάθειά μας που μας κάνουν να παραδιδόμαστε, αμαχητί και αδιαπραγμάτευτα, στη γοητεία της δήθεν νέας διαδικτυακής ζωής μας.
Τα ερωτήματα και οι σοβαρές ανησυχίες που εύλογα προκύπτουν από τις πολυάριθμες και, μέχρι σήμερα, αδιαφανείς εφαρμογές της ψηφιακής τεχνολογίας δεν θα έπρεπε να εκλαμβάνονται ως τεχνοφοβικές ή σκοταδιστικές αντιδράσεις όσων επιθυμούν (μάταια) να γυρίσουμε πίσω τον τροχό της Ιστορίας και, ως διά μαγείας, να επιστρέψουμε στη δήθεν πολύ πιο αθώα «προδικτυακή εποχή».
Εξάλλου, σήμερα σχεδόν οι πάντες αναγνωρίζουν ότι το Διαδίκτυο αποτελεί όχι μόνο μια «νέα πραγματικότητα» αλλά και ένα πολύτιμο εργαλείο για την επιβίωση του είδους μας στις ακραίες -κοινωνικές, οικολογικές και πολυπολιτισμικές- συνθήκες ζωής της παγκοσμιοποιημένης ανθρωπότητας.
Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι η κατάργηση ή η καταστροφή του Διαδικτύου, αλλά το να αποφασίσουμε συνειδητά και από κοινού σχετικά με τα επιθυμητά όρια των ατομικών και συλλογικών εφαρμογών του.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι, λόγω των ταχύτατων εξελίξεων σ’ αυτόν τον τεχνολογικό τομέα, οι όποιες συνειδητές αποφάσεις μας και οι νομικές ρυθμίσεις που τις συνοδεύουν είναι πολύ πιθανό να αποδειχτούν άκαιρες, ξεπερασμένες ή αναποτελεσματικές μόλις διατυπωθούν.
Πράγματι, οι ρυθμοί εμφάνισης νέων διαδικτυακών συστημάτων και τεχνολογιών είναι τέτοιοι ώστε καθιστούν ξεπερασμένη και πρακτικά ανεφάρμοστη κάθε προσπάθεια ελέγχου ή κοινωνικής διαχείρισης των εφαρμογών τους!
Παρ’ όλα αυτά, οι προσπάθειες ελέγχου και κοινωνικής αυτορύθμισης -και όχι βέβαια καταστολής!- αυτών των τεχνολογικών εξελίξεων δεν είναι διόλου μάταιες ή περιττές.
Αντίθετα με την ηττοπαθή προπαγάνδα των εταιρειών, μόνο όταν οι επαρκώς ενημερωμένοι πολίτες αποφασίζουν και ελέγχουν τις εφαρμογές της νέας πληροφορικής τεχνολογίας μπορούν να αναδείξουν τις ανεπάρκειές της ή τις αόρατες, μέχρι τότε, δυνατότητές της.
Τις εναλλακτικές δηλαδή τεχνολογικές δυνατότητες και εφαρμογές που ενδεχομένως παραβλέφθηκαν ή υποβαθμίστηκαν σκοπίμως από τα κοντόφθαλμα συμφέροντα των διεθνών εταιρειών. Οι οποίες, ως γνωστόν, αποφασίζουν με κριτήριο, πρωτίστως, το κέρδος και, δευτερευόντως, τη χρησιμότητα των εφαρμογων και των μελλοντικών κατευθύνσεων της ψηφιακής τεχνολογίας.
Πολύ πρόσφατα, η διεθνής κοινή γνώμη συγκλονίστηκε από την είδηση ότι ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ, επιχείρησε -ευτυχώς ανεπιτυχώς- να εξαναγκάσει έναν γνωστό πάροχο υπηρεσιών του Διαδικτύου στις ΗΠΑ να του παραδώσει τα προσωπικά δεδομένα 1,3 εκατ. χρηστών από όλο τον κόσμο, οι οποίοι, κατά καιρούς, είχαν επισκεφτεί μια ιστοσελίδα που του ασκούσε δριμύτατη κριτική.
Οπως ανέκαθεν συνέβαινε με κάθε πραγματικά ρηξικέλευθη και επαναστατική τεχνολογία, έτσι και η σκοτεινή πλευρά του Διαδικτύου αντανακλά και αναπαράγει το «σκότος» τόσο των δημιουργών και των διαχειριστών της όσο και της κοινωνίας που την υιοθετεί.
Ετσι, εκτός από την αποσάθρωση των παραδοσιακών ανθρώπινων σχέσεων, εξίσου ανησυχητικές πρέπει να θεωρούνται και οι αλλαγές που τα τελευταία χρόνια έχουν επιφέρει οι τεχνολογικές καινοτομίες στην ανάδυση του «κυβερνοεγκλήματος».
Αν και νομοτυπικά παράνομη, η πλανητική δράση των χάκερ αναδεικνύεται πλέον σε κυρίαρχη στρατηγική στον αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ των εταιρειών και στον ακήρυχτο πόλεμο μεταξύ των εθνών.
Οι μέχρι πρόσφατα περιθωριακοί και ρομαντικοί «πειρατές του Διαδικτύου», οι χάκερ, έχουν πλέον μεταλλαχθεί σε πραγματικούς επαγγελματίες του ψηφιακού εγκλήματος.
Από μοναχικοί παραβάτες και ανιδιοτελείς δολιοφθορείς των διαδικτυακών «στεγανών» και των ψηφιακών εμποδίων που υψώνουν οι μεγάλες εταιρείες και τα κράτη-έθνη έχουν μετατραπεί σε καλοπληρωμένους υπαλλήλους του οργανωμένου εγκλήματος.
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Αναμφίβολα, το οξύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες του νέου ψηφιακού γαλαξία είναι η περιφρούρηση της όποιας «ιδιωτικής ζωής» ή «προσωπικής αυτονομίας» έχει απομείνει στην εποχή του Διαδικτύου.
Γιατί, όπως θα δούμε, το σενάριο της ψηφιακής μας ζωής αλλάζει διαρκώς και ταχύτατα πιάνοντάς μας στον ύπνο, κυρίως όσον αφορά την απώλεια της ιδιωτικότητας (privacy).
Πράγματι, ουδείς αμφισβητεί σήμερα οτι η ψηφιακή μας ταυτότητα και το διαδικτυακό μας προφίλ, ό,τι συνήθως συνοψίζουμε με τη μαγική λέξη «Αβαταρ», συγκροτούν τη διαρκώς επιτηρούμενη διαδικτυακή μας ζωή.
Μέσω του Ιντερνετ, η νεωτερική ουτοπία για μια ελεύθερη και ισότιμη επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων -ανεξαρτήτως φύλου, φυλής και κοινωνικής τάξης- φαίνεται πως έχει υλοποιηθεί, τουλάχιστον ψηφιακά.
Δυστυχώς όμως, όπως μας αποκαλύπτουν πολλές μελέτες, αλλά και οι καθημερινές διαδικτυακές εμπειρίες μας, δεν είναι όλα ρόδινα στον νέο διαδικτυακό παράδεισο. Και οι επισκέπτες των μέσων ψηφιακής δικτύωσης εκτίθενται καθημερινά σε κάθε άλλο παρά... «εικονικούς» κινδύνους.
Διερευνώντας τη σκοτεινή πλευρά του διαδικτυακού παραδείσου
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 15 χρόνων έχει αυξηθεί εντυπωσιακά η χρήση του Διαδικτύου ως προνομιακού τόπου για τις εξ αποστάσεως ανθρώπινες διασυνδέσεις, τις επαγγελματικές ή χρηματικές συναλλαγές μας, αλλά και για την έκφραση ή τη δημοσιοποίηση των, συνήθως, ανομολόγητων ψυχολογικών ή κοινωνικών απωθημένων μας.
Υπό μία ακριβή έννοια, λοιπόν, η υπολογιστική και η διαδικτυακή τεχνολογία είναι η υλοποίηση (έστω και εικονικά!) της ανάγκης ή, μάλλον, του ονείρου της ανθρωπότητας να υπάρχει και να επικοινωνεί πέρα από τους φυσικούς χωροχρονικούς περιορισμούς.
Η επινόηση των νέων υπολογιστικών επικοινωνιακών μηχανών και πιο πρόσφατα, η μαζική χρήση του Διαδικτύου κατέστησαν εφικτή την άμεση πρόσβαση σε ποικίλες μορφές πληροφορίας. Γεγονός που με τη σειρά του επέφερε ριζικές αλλαγές στον τρόπο που ζουν, σκέφτονται και διασυνδέονται μεταξύ τους οι άνθρωποι σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Δικαίως λοιπόν οι υπολογιστές, τα κινητά τηλέφωνα και ο Παγκόσμιος Ιστός που σχηματίζεται από τις μεταξύ τους διασυνδέσεις, θεωρούνται τα πιο ανατρεπτικά επιτεύγματα όχι μόνο της σύγχρονης τεχνοεπιστήμης αλλά, ευρύτερα, του δυτικού πολιτισμού.
Ωστόσο, σχεδόν από την πρώτη στιγμή, τις νέες δυνατότητες ελεύθερης πρόσβασης των ανθρώπων στο Διαδίκτυο συνοδεύουν, σαν σκιές, οι εξίσου πρωτόγνωρες διαδικτυακές καταχρήσεις: σωρεία παραβατικών συμπεριφορών και εγκλημάτων, που εκδηλώνονται μαζικά χάρη στην «ανωνυμία» των κακόβουλων χρηστών.
Το νέο επισφαλές ψηφιακό περιβάλλον
Οποτε μπαίνουμε στον Παγκόσμιο Ιστό, όποτε παίρνουμε μαζί το κινητό μας τηλέφωνο, όποτε επισκεπτόμαστε μια ιστοσελίδα, όποτε αγοράζουμε οτιδήποτε διαδικτυακά χρησιμοποιώντας την πιστωτική μας κάρτα, όποτε στέλνουμε ένα πολύ προσωπικό ή «βρόμικο» μήνυμα, όλες αυτές οι διαδικτυακές μας ενέργειες καταγράφονται αυτομάτως και αναλύονται λεπτομερώς από ειδικές ανιχνευτικές μηχανές.
Η καθημερινή μας πλοήγηση στο Διαδίκτυο δεν είναι ποτέ ένας ξέγνοιαστος ή αθώος περίπατος, αφού αφήνει ένα ανεξίτηλο ίχνος όλων των ενεργειών μας -οικονομικών συναλλαγών και αγορών, γνωστικών, πολιτικών ή σεξουαλικών προτιμήσεων, επικοινωνιακών επαφών κ.ά.-, ένα ψηφιακό ίχνος της προσωπικότητάς μας και των ιδιαίτερων προτιμήσεων ή επιλογών μας, που επειδή αποτυπώνονται για πάντα στο Διαδίκτυο μπορούν σχετικά εύκολα -και παρά τη θέλησή μας!- να εντοπιστούν, να ανακληθούν και να χρησιμοποιηθούν για εντελώς διαφορετικούς ή και εχθρικούς προς το συμφέρον μας λόγους.
Μελετώντας λεπτομερώς και αναλύοντας στατιστικά, επί σειρά ετών, τη συμπεριφορά των χρηστών του Διαδικτύου ο Alan Westin, καθηγητής στο Columbia University της Νέας Υόρκης και ο πιο επιφανής ερευνητής της ιδιωτικότητας στις διαδικτυακές επαφές, κατέληξε στο να διακρίνει τρεις βασικές κατηγορίες ή «ανθρωποτύπους» χρηστών στις ΗΠΑ:
Οι «θεμελιωτιστές» είναι πολύ προσεκτικοί στην παραχώρηση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και εξαιρετικά δύσπιστοι στις διαδικτυακές επαφές τους.
Οι «πραγματιστές» είναι επίσης ευαίσθητοι σε ζητήματα ιδιωτικών πληροφοριών, αλλά παραχωρούν ευκολότερα προσωπικά δεδομένα όταν κρίνουν ότι υπάρχει ένας καλός λόγος για να το κάνουν ή κάποιο ιδιαίτερα ικανοποιητικό αντάλλαγμα.
Τέλος, υπάρχουν και οι «αδιάφοροι», οι οποίοι με περισσή ευκολία δίνουν προσωπικά δεδομένα, αδιαφορώντας ή, συχνότερα, αγνοώντας τις αρνητικές, ενδεχομένως, συνέπειες.
Το ενδιαφέρον είναι ότι πιο πρόσφατες στατιστικές έρευνες, τόσο στις ΗΠΑ όσο και αλλού (κυρίως σε Ευρώπη, Ιαπωνία και Κίνα), έδειξαν ότι αυτές οι τρεις κατηγορίες χρηστών εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη και σήμερα, όμως έχουν αλλάξει σημαντικά τα ποσοστά όσων κατατάσσονται σε κάποια από αυτές τις κατηγορίες.
Για παράδειγμα, οι έρευνες του Humphrey Taylor έδειξαν ότι στις ΗΠΑ ο αριθμός των «αδιάφορων» μειώθηκε αισθητά από 22% στο 10%, ενώ και οι «πραγματιστές» μειώθηκαν επίσης από 64% σε 54%, όσο για τους δύσπιστους «θεμελιωτιστές» ο αριθμός τους τείνει να αυξάνεται σταθερά!
Η «ιδιωτικότητα», ένα διαδικτυακό παράδοξο
Αν, παρά τις υποκειμενικές και εθνικές διαφοροποιήσεις, θα έπρεπε να εξαγάγουμε έναν γενικό κανόνα για τη συμπεριφορά των περισσότερων επισκεπτών του Διαδικτύου, αυτός θα ήταν: Ως προς την ασφάλεια των διαδικτυακών επαφών μας, οι περισσότεροι τείνουμε να υποτιμάμε τα μελλοντικά πλεονεκτήματα μιας επιφυλακτικής στάσης, σε σχέση με τα άμεσα πλεονεκτήματα που αποκομίζουμε από την παραχώρηση κάποιων προσωπικών δεδομένων.
Μπορεί να ακούγεται ως παράδοξο, όμως την ίδια στιγμή που σχεδόν οι πάντες προαγγέλλουν ή θρηνούν υποκριτικά για το τέλος της «ιδιωτικής ζωής» των ανθρώπων εξαιτίας των νέων μέσων κοινωνικής δικτύωσης, δισεκατομμύρια άνθρωποι καταφεύγουν σ’ αυτά ακριβώς τα ψηφιακά μέσα για να δημιουργήσουν έναν προσωπικό ιστότοπο, μια εναλλακτική -όπως πιστεύουν- ψηφιακή ζωή.
Το φαινομενικό παράδοξο, ωστόσο, εξηγείται ικανοποιητικά μόλις αναλογιστεί κανείς ότι, στις πιο ανεπτυγμένες οικονομικά και τεχνολογικά κοινωνίες, η επιβολή της «κοινωνίας του θεάματος» βασίζεται στη σύγχυση του εικονικού με το πραγματικό. Σύγχυση που, με τη σειρά της, ενισχύει τη βιοπολιτική της διάζευξης της ιδιωτικής από τη δημόσια ζωή των ανθρώπων.
«Η σημερινή κρίση της ιδιωτικότητας είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την αποδυνάμωση και τη φθορά όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπινων δεσμών», όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο μεγάλος κοινωνιολόγος Zygmunt Bauman στο βιβλίο του «Παράπλευρες Απώλειες» (ελλ. μετάφραση «Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου», κεφάλαιο 6) .
Και ως ιδιαίτερα οξυδερκής αναλυτής των νέων διαδικτυακών σχέσεων ο Bauman δεν παραλείπει να τονίσει στο ίδιο κείμενο: « Η υποκατάσταση των παλιάς κοπής κοινοτήτων από τα διαδικτυακά δίκτυα καλωσορίστηκε από πολλούς ως μεγάλο άλμα προς τα μπρος... Κι όμως τα ίδια χαρακτηριστικά των διαδικτύων που τα κάνουν επιθυμητά απαιτούν ένα πολύ υψηλό τίμημα... που πληρώνεται με το νόμισμα της ασφάλειας».
Ενα διαφορετικό, αλλά εξίσου παράδοξο φαινόμενο, έχει να κάνει με το αναπάντητο, μέχρι σήμερα, ερώτημα: Αν είναι το Διαδίκτυο που κάνει τους ανθρώπους τόσο ναρκισσιστές και εγωκεντρικούς ή, αντίθετα, είναι ο ναρκισσισμός και η εγωπάθειά μας που μας κάνουν να παραδιδόμαστε, αμαχητί και αδιαπραγμάτευτα, στη γοητεία της δήθεν νέας διαδικτυακής ζωής μας.
Ο κοινωνικός έλεγχος της τεχνολογίας είναι μάταιος;
Τα ερωτήματα και οι σοβαρές ανησυχίες που εύλογα προκύπτουν από τις πολυάριθμες και, μέχρι σήμερα, αδιαφανείς εφαρμογές της ψηφιακής τεχνολογίας δεν θα έπρεπε να εκλαμβάνονται ως τεχνοφοβικές ή σκοταδιστικές αντιδράσεις όσων επιθυμούν (μάταια) να γυρίσουμε πίσω τον τροχό της Ιστορίας και, ως διά μαγείας, να επιστρέψουμε στη δήθεν πολύ πιο αθώα «προδικτυακή εποχή».
Εξάλλου, σήμερα σχεδόν οι πάντες αναγνωρίζουν ότι το Διαδίκτυο αποτελεί όχι μόνο μια «νέα πραγματικότητα» αλλά και ένα πολύτιμο εργαλείο για την επιβίωση του είδους μας στις ακραίες -κοινωνικές, οικολογικές και πολυπολιτισμικές- συνθήκες ζωής της παγκοσμιοποιημένης ανθρωπότητας.
Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι η κατάργηση ή η καταστροφή του Διαδικτύου, αλλά το να αποφασίσουμε συνειδητά και από κοινού σχετικά με τα επιθυμητά όρια των ατομικών και συλλογικών εφαρμογών του.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι, λόγω των ταχύτατων εξελίξεων σ’ αυτόν τον τεχνολογικό τομέα, οι όποιες συνειδητές αποφάσεις μας και οι νομικές ρυθμίσεις που τις συνοδεύουν είναι πολύ πιθανό να αποδειχτούν άκαιρες, ξεπερασμένες ή αναποτελεσματικές μόλις διατυπωθούν.
Πράγματι, οι ρυθμοί εμφάνισης νέων διαδικτυακών συστημάτων και τεχνολογιών είναι τέτοιοι ώστε καθιστούν ξεπερασμένη και πρακτικά ανεφάρμοστη κάθε προσπάθεια ελέγχου ή κοινωνικής διαχείρισης των εφαρμογών τους!
Παρ’ όλα αυτά, οι προσπάθειες ελέγχου και κοινωνικής αυτορύθμισης -και όχι βέβαια καταστολής!- αυτών των τεχνολογικών εξελίξεων δεν είναι διόλου μάταιες ή περιττές.
Αντίθετα με την ηττοπαθή προπαγάνδα των εταιρειών, μόνο όταν οι επαρκώς ενημερωμένοι πολίτες αποφασίζουν και ελέγχουν τις εφαρμογές της νέας πληροφορικής τεχνολογίας μπορούν να αναδείξουν τις ανεπάρκειές της ή τις αόρατες, μέχρι τότε, δυνατότητές της.
Τις εναλλακτικές δηλαδή τεχνολογικές δυνατότητες και εφαρμογές που ενδεχομένως παραβλέφθηκαν ή υποβαθμίστηκαν σκοπίμως από τα κοντόφθαλμα συμφέροντα των διεθνών εταιρειών. Οι οποίες, ως γνωστόν, αποφασίζουν με κριτήριο, πρωτίστως, το κέρδος και, δευτερευόντως, τη χρησιμότητα των εφαρμογων και των μελλοντικών κατευθύνσεων της ψηφιακής τεχνολογίας.
Η βιοπολιτική της διαδικτυακής κατασκοπείας και τρομοκρατίας
Πολύ πρόσφατα, η διεθνής κοινή γνώμη συγκλονίστηκε από την είδηση ότι ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ, επιχείρησε -ευτυχώς ανεπιτυχώς- να εξαναγκάσει έναν γνωστό πάροχο υπηρεσιών του Διαδικτύου στις ΗΠΑ να του παραδώσει τα προσωπικά δεδομένα 1,3 εκατ. χρηστών από όλο τον κόσμο, οι οποίοι, κατά καιρούς, είχαν επισκεφτεί μια ιστοσελίδα που του ασκούσε δριμύτατη κριτική.
Οπως ανέκαθεν συνέβαινε με κάθε πραγματικά ρηξικέλευθη και επαναστατική τεχνολογία, έτσι και η σκοτεινή πλευρά του Διαδικτύου αντανακλά και αναπαράγει το «σκότος» τόσο των δημιουργών και των διαχειριστών της όσο και της κοινωνίας που την υιοθετεί.
Ετσι, εκτός από την αποσάθρωση των παραδοσιακών ανθρώπινων σχέσεων, εξίσου ανησυχητικές πρέπει να θεωρούνται και οι αλλαγές που τα τελευταία χρόνια έχουν επιφέρει οι τεχνολογικές καινοτομίες στην ανάδυση του «κυβερνοεγκλήματος».
Αν και νομοτυπικά παράνομη, η πλανητική δράση των χάκερ αναδεικνύεται πλέον σε κυρίαρχη στρατηγική στον αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ των εταιρειών και στον ακήρυχτο πόλεμο μεταξύ των εθνών.
Οι μέχρι πρόσφατα περιθωριακοί και ρομαντικοί «πειρατές του Διαδικτύου», οι χάκερ, έχουν πλέον μεταλλαχθεί σε πραγματικούς επαγγελματίες του ψηφιακού εγκλήματος.
Από μοναχικοί παραβάτες και ανιδιοτελείς δολιοφθορείς των διαδικτυακών «στεγανών» και των ψηφιακών εμποδίων που υψώνουν οι μεγάλες εταιρείες και τα κράτη-έθνη έχουν μετατραπεί σε καλοπληρωμένους υπαλλήλους του οργανωμένου εγκλήματος.
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου