Γελωτοποιός
(Ένα κείμενο σε 10 σκηνές)
Σε όλους μας έχει συμβεί. Μόλις μαθαίνεις ότι το αγαπημένο σου βιβλίο έγινε ταινία τρέχεις στον κινηματογράφο για να δεις αν ο σκηνοθέτης κατάφερε να αποδώσει το όραμα του συγγραφέα. Και σχεδόν πάντα απογοητεύεσαι.
Το βιβλίο, έτσι όπως το είχες φανταστεί, ήταν πολύ καλύτερο.
Και πολλοί συγγραφείς που είδαν το έργο τους στην οθόνη εξοργίζονται με το αποτέλεσμα (εκτός κι αν πρόκειται για βιβλία-σενάρια, που γράφτηκαν για να γίνουν ταινίες, όπως εκείνα του Νταν Μπράουν και του Τζορτζ Μάρτιν).
Ο Μίλαν Κούντερα δεν ήθελε ν’ ακούει για την Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Κάουφμαν, τόσο που απαγόρευσε κάθε κινηματογραφική μεταφορά των βιβλίων του μετά απ’ αυτό.
Ο Κεν Κέσσεϋ δούλεψε μαζί με τον σκηνοθέτη Φόρμαν τη Φωλιά του Κούκου, αλλά είχε τόσες αντιρρήσεις για το έργο που δεν ήθελε καν να πάει να το δει όταν προβλήθηκε.
Ο Winston Groom θύμωσε τόσο με το Φόρεστ Γκαμπ του Ζεμέκις που ξεκίνησε τη συνέχεια του βιβλίου με τη φράση: «Μην αφήσετε κανέναν να κάνει ταινία την ιστορία της ζωής σας».
Όσο για την P.L. Travers και τον τρόπο που χειρίστηκε ο Γουόλτ Ντίσνεϋ τη Μαίρη Πόπινς… Η Τράβερς έκλαιγε καθόλη τη διάρκεια της ταινίας και απαγόρευσε στην Ντίσνεϋ ν’ αγγίξει τα επόμενα βιβλία της.
Ο Anthony Burgess θεώρησε τόσο αποτυχημένο το Κουρδιστό Πορτοκάλι του Κιούμπρικ, που αργότερα έγραψε ότι θα προτιμούσε να μην είχε γράψει ποτέ το βιβλίο!
Και προσέξτε! Όλες οι παραπάνω ταινίες θεωρούνται αριστουργήματα. Γιατί, λοιπόν, οι συγγραφείς και οι αναγνώστες απογοητεύονται απ’ τις κινηματογραφικές μεταφορές των βιβλίων;
Ίσως μπορούμε να το καταλάβουμε αν συγκρίνουμε ένα άλλο βιβλίο και τη κινηματογραφική του μεταφορά (που μίσησε ο συγγραφέας), τη Λάμψη του Στήβεν Κινγκ και τη Λάμψη του Στάνλεϋ Κιούμπρικ.
Ας ξεκινήσουμε απ’ το βιβλίο, γιατί αν υπήρχε αυτό δεν θα υπήρχε και η ταινία.
Το ποιος είναι ο Κινγκ και πώς έγραψε τη Λάμψη μπορείτε να διαβάσετε στο διαδίκτυο. Εγώ θα σας μεταφέρω τη δική μου εμπειρία απ’ αυτό, απ’ το μόνο βιβλίο που κατάφερε να με κάνει πραγματικά να τρομάξω και μ’ έκανε να βιώσω μια αληθινή -κινηματογραφική πραγματικά- σκηνή τρόμου.
Φυσικά ήταν τέτοιες οι συνθήκες ανάγνωσης, που με έκαναν τον ιδανικό αναγνώστη του Κινγκ.
Διάβασα τη Λάμψη στο μαγειρείο του ναυστάθμου Σούδας. Το βράδυ, όταν κλειδώναμε τον χώρο, έφευγα απ’ τη φασαρία του θαλάμου και κατέβαινα εκεί, για να έχω ησυχία.
Ήταν ένας τεράστιος χώρος, περίπου όπως και η κουζίνα του ξενοδοχείου που φρόντιζε ο Τζακ Τόρανς. Μαγειρεύαμε για 1000 άτομα κάθε μέρα.
Η τραπεζαρία ήταν εξίσου μεγάλη, αφού εκεί έτρωγαν 500 άτομα κάθε μέρα (τις υπόλοιπες 500 μερίδες τις πετούσαμε στα σκουπίδια, σύμφωνα με την παράλογη λογική του στρατού).
Παντού πλακάκια. Πλαστικές καρέκλες κι ούτε ένας πίνακας στον τοίχο. Πολλά αρχαία θέατρα θα ζήλευαν την ακουστική του χώρου.
Καθόμουν στο γραφείο κι άναβα μόνο μια μικρή λάμπα, για να μην καταλάβει η περίπολος ότι κάποιος ήταν μέσα.
Τη δεύτερη κιόλας νύχτα κόντευα να τελειώσω τις 500 σελίδες του μυθιστορήματος που είναι αδύνατον ν’ αφήσεις απ’ τα χέρια σου. Ήταν πολύ αργά, μετά τις δύο το πρωί, κι απέξω δεν ακουγόταν τίποτα. Βρισκόμουν στο σημείο όπου ο Τζακ έχει πλέον τρελαθεί για τα καλά και κυνηγάει το παιδί του και τη γυναίκα του με το τσεκούρι.
Ο τρόπος γραφής του Κινγκ είναι επιβλητικός. Οι σκέψεις του μικρού Ντάνυ γραμμένες σε παρενθέσεις, σε διαφορετική σειρά (redrum redrum redrum murder) σ’ έκαναν να μπαίνεις στο μυαλό του.
Είχα τρομάξει ούτως ή άλλως, αλλά δεν μπορούσα ν’ αφήσω το βιβλίο, όταν άκουσα θόρυβο στο μαγειρείο (κλινγκ κλανγκ κλινγκ γκρουφ).
Πάγωσα. Για λίγο αφουγκράστηκα.
«Ποιος είναι;» φώναξα μετά. «Κώστα, εσύ είσαι; Κώστα;»
Καμία απάντηση.
«Είναι κάποιος εκεί;»
Τίποτα. Κράτησα την ανάσα μου. Δεν ακουγόταν τίποτα. Σκέφτηκα ότι μπορεί να ήταν της φαντασίας μου, αλλά τότε ξανακούστηκε. (σκρατ κλινγκ κλανγκ ταφ γκρουφ)
Σηκώθηκα τρέμοντας κι έπιασα το κουπί. (Αυτό είναι ένα τεράστιο ξύλο, πιο μεγάλο απ’ το ρόπαλο του μπέιζμπολ που κράδαινε η Γουέντι, με το οποίο ανακατεύαμε το φαγητό στα καζάνια).
Βγήκα απ’ το γραφείο αργά, κρατώντας το κουπί με τα δύο χέρια, έτοιμος να χτυπήσω. Σίγουρα, αν μ’ έβλεπε ο Κινγκ εκείνη τη στιγμή θα χειροκροτούσε τον εαυτό του.
Τώρα κι εμένα μου φαίνεται αστείο, αλλά εκείνη τη στιγμή κανείς δεν γελούσε, σας βεβαιώνω γι’ αυτό.
Περπατούσα στην κουζίνα αθόρυβα, ετοιμοπόλεμος όσο ποτέ στη στρατιωτική μου σταδιοδρομία. Το μόνο φως ήταν εκείνο που ερχόταν απ’ το γραφείο και αντανακλούσε πάνω στα σιδερένια σκεύη της κουζίνας απειλητικά.
Ο μόνος ήχος ήταν ο χτύπος του ρολογιού.
Και τότε πετάχτηκε!
Όπως συμβαίνει σε όλες τις ταινίες τρόμου ήταν… μια γάτα. Είχε μπει στο μαγειρείο απ’ το ψηλό παράθυρο, για να φάει τα υπολείμματα ή τους ποντικούς που έτρωγαν τα υπολείμματα.
Μόλις με είδε τρόμαξε περισσότερο από μένα, τέντωσε τη ράχη της, έκανε εκείνον τον συριγμό που κάνουν οι γάτες, και πήδηξε πάνω στο καζάνι, έριξε μερικές κουτάλες, χτύπησε σ’ ένα κλειστό τζάμι, έπεσε πίσω, ξανασηκώθηκε τεντώθηκε απειλητικά κι έδειξε τα δόντια της, έπειτα βρήκε το ανοιχτό παράθυρο και χάθηκε στο σκοτάδι.
Δεν γέλασα. Υπήρχε τόση αδρεναλίνη που άκουγα τα δόντια μου να τρίζουν. Δεν γέλασα ούτε είπα «μια γάτα ήταν, τι αστείο». Γιατί ήξερα ότι αυτό συμβαίνει σ’ όλες τις ταινίες τρόμου.
Ο αθώος νεανίας ακούει έναν θόρυβο, τρομάζει, βγαίνει να δει τι είναι και βρίσκει μια γάτα. Μετά, ανακουφισμένος, επιστρέφει στο σκοτεινό δωμάτιο, κι όπως ανάβει τσιγάρο βλέπει στη λάμψη του αναπτήρα (του σπίρτου καλύτερα) τον μανιακό δολοφόνο να στέκεται μπρος του (ή λίγο πιο δεξιά) μ’ ένα τσεκούρι στο χέρι -που σίγουρα δεν το θέλει για να κόψει ξύλα.
Όχι, δεν γέλασα, ούτε κι επέστρεψα στο γραφείο για να διαβάσω. Ούτε καν πήγα να πάρω το βιβλίο. Βγήκα έξω πιο γρήγορα κι απ’ τη γάτα, κλείδωσα (να μείνει μέσα το Κακό) και πήγα τρέχοντας στην ασφάλεια του θαλάμου, όπου οι υπόλοιποι της σειράς μου μιλούσαν για τον Ολυμπιακό και τις αγγαρείες.
Διάβασα τις τελευταίες σελίδες της Λάμψης στη σιγουριά της μέρας, δημοσίως.
Δεν έφταιγαν μόνο οι συνθήκες και η καλπάζουσα φαντασία μου για όσα πέρασα εκείνο το βράδυ. Το βιβλίο του Κινγκ είναι πραγματικά ένα αριστούργημα τρόμου. Ίσως γιατί ο Κακός είναι οικείος. Δεν είναι κάποιο πλάσμα απ’ τα έγκατα της Γης ούτε κάποιος μεγαλοφυής κανιβαλος, σαν τον Λέκτερ. Είναι ο πατέρας. Και τι χειρότερο απ’ το να σε κυνηγάει για να σε σκοτώσει ο πατέρας σου; (να σε κυνηγάει η μητέρα σου μάλλον ή -ακόμα χειρότερα- το παιδί σου)
Μετά απ’ αυτή την εμπειρία -κι αφού απολύθηκα σώος απ’ το ναυτικό- με την πρώτη ευκαιρία πήρα να δω τη Λάμψη του Κιούμπρικ.
Ήμουν είκοσι χρονών, δεν είχα δει άλλη ταινία του Κιούμπρικ, πέρα απ’ τον Σπάρτακο -που δεν ήξερα καν ποιανού είναι. Περίμενα να δω τ’ αγάλματα του κήπου να ζωντανεύουν, περίμενα να δω όλα όσα συνέβαιναν στο βιβλίο. Και απογοητεύτηκα.
Χρειάστηκαν να περάσουν κάμποσα χρόνια, να δω κι άλλες ταινίες (του Κιούμπρικ ή άλλων), να διαβάσω περισσότερα βιβλία για να μπορέσω να εκτιμήσω τη διαφορά.
Μόλις χθες πήρα για να ξαναδώ τη Λάμψη του Κιούμπρικ (ενώ πλέον έχω δει από δυο φορές όλες του τις ταινίες).
Και κατάλαβα ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο όραμα του συγγραφέα και στο όραμα του σκηνοθέτη που μεταφέρει κάποιο βιβλίο.
Πρόκειται για διαφορετικό έργο. Όταν ο σκηνοθέτης είναι σπουδαίος (όπως ο Κιούμπρικ) δεν κάνει μεταφορά του βιβλίου. Φτιάχνει κάτι καινούριο. Τα δύο έργα (βιβλίο και ταινία) δεν είναι συγκρίσιμα.
Δεν πρέπει, όταν βλέπεις την ταινία, να σκέφτεσαι το βιβλίο απ’ όπου προήλθε η έμπνευση. Μόνο τότε είναι αριστουργηματική. Όταν είναι αυτόνομη.
Άλλωστε υπάρχουν κάποιες βασικές διαφορές ανάμεσα στον συγγραφέα και στον σκηνοθέτη.
Ο συγγραφέας είναι μοναχικό ζώο. Κλείνεται στο δωμάτιο του ή σ’ ένα ξενοδοχείο (όπως έκανε ο Κινγκ) και γράφει το όραμα του. Κανείς άλλος δεν συμμετέχει σ’ αυτό μέχρι να τελειώσει.
Ο σκηνοθέτης είναι χολερικό ζώο, ηγετικό. Πρέπει να καταφέρει τόσους ανθρώπους να υπηρετήσουν το όραμα του. Πρέπει να τους εξαναγκάσει με κάθε τρόπο, όσο αντιδεοντολογικός και να είναι.
Κι ο Κιούμπρικ (που θα πρέπει να παραδεχτώ ότι είναι ο αγαπημένος μου σκηνοθέτης) το έκανε αυτό με κάθε τρόπο.
Ο Κιούμπρικ ήταν γνωστός (περιβόητος μάλλον) για την τελειομανία του και τον τρόπο που χειριζόταν τους ηθοποιούς του.
Τη σκηνή όπου ο Τζακ Νίκολσον σπάει τη πόρτα με το τσεκούρι (Here’s Johnny!) χρειάστηκαν τρεις μέρες για να τη γυρίσουν -και 60 πόρτες!
Η άλλη, όπου η Σέλλεϋ Ντυβάλ κραδαίνει το ρόπαλο του μπέιζμπολ στις σκάλες θεωρείται η σκηνή με τα περισσότερα γυρίσματα στην ιστορία του κινηματογράφου.
Ο Κιούμπρικ άλλαξε τόσες πολλές φορές το σενάριο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, που ο Νίκολσον -από κάποια στιγμή και μετά- σταμάτησε να το διαβάζει πριν το γύρισμα κάθε σκηνής.
Όμως ο σκηνοθέτης πειθανάγκασε τους ηθοποιούς να υπηρετήσουν το όραμα του, με τρόπους που ίσως (;) φαίνονται τυρρανικοί.
Για να έχει τον Νίκολσον σε άσχημη διάθεση του έδιναν να τρώει, όσο καιρό διήρκεσαν τα γυρίσματα, μόνο σάντουιτς με τυρί, το φαγητό που απεχθανόταν περισσότερο απ’ όλα ο ηθοποιός. Η Αντζέλικα Χιούστον, που ζούσε με τον Νίκολσον εκείνη την εποχή, είχε πει ότι ο σύντροφος της ήταν τόσο ξεθεωμένος απ’ τα γυρίσματα της ταινίας, που όταν γυρνούσε σπίτι έπεφτε στο κρεβάτι και κοιμόταν αμέσως, πολλές φορές χωρίς να της μιλήσει.
Ο μικρός Ντάνυ Λόιντ δεν ήξερε τι είδος ταινίας γύριζαν. Για να τον προστατέψει ο Κιούμπρικ (και οι γονείς του μικρού) του είχαν πει ότι ήταν ένα κοινωνικό δράμα. Αυτό εξυπηρέτησε το όραμα του Κιούμπρικ. Ο μικρός ηθοποιός δεν είδε ποτέ τον «πατέρα» του με το τσεκούρι, διατηρώντας την παιδική του αθωότητα που τόσο σημαντική είναι για να φανεί η αντίθεση. (Σημείωση: Μόνο όταν έγινε δεκαεφτά χρονών ο Λόιντ είδε την ταινία όπου πρωταγωνιστούσε).
Το χειρότερο το έκανε στην πρωταγωνίστρια. Με εντολή του Κιούμπρικ όλοι (ηθοποιοί και τεχνικοί) φέρονταν στην Ντυβάλ εχθρικά ή αδιάφορα, έτσι ώστε να νιώσει πραγματικά αβοήθητη. Υπάρχει ένα βίντεο απ’ τα γυρίσματα, όπου πραγματικά φαίνεται πόσο «ασήμαντη», πόσο μόνη, ήταν η Ντυβάλ.
Ο μόνος που δεν της φερόταν εχθρικά, γιατί δεν μπορούσε να έχει τέτοια εντολή, ήταν ο μικρός Λόιντ, ο γιος της στην ταινία.
Οπότε ασυνείδητα η Ντυβάλ έκανε αυτό που ήθελε ο Κιούμπρικ: Φοβόταν, δεν καταλάβαινε γιατί συμβαίνει ό,τι συνέβαινε, και ένιωθε απεριόριστη τρυφερότητα για τον μόνο σύμμαχο, τον Ντάνυ.
Η Ντυβάλ απέδωσε τον ρόλο της άψογα (ο ίδιος ο Τζακ Νίκολσον είχε πει ότι ήταν η πιο δύσκολη ερμηνεία που είχε δει), αλλά κατά τα γυρίσματα υπέφερε από κρίσεις άγχους, αρρώσταινε και της έπεφταν τα μαλλιά.
Ο Κιούμπρικ αρχικά είχε σκεφτεί για τον ρόλο του Τζακ Τόρανς τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο και τον Ρόμπιν Γουίλιαμς.
Όμως, αφού ξαναείδε τον Ταξιτζή βρήκε ότι ο Ντε Νίρο δεν ήταν αρκετά ψυχωτικός (!) για να παίξει στη Λάμψη. Ενώ ο Ρόμπιν Γουίλιαμς του φάνηκε υπερβολικά ψυχωτικός (!!)
Μια άλλη του σκέψη για τον ρόλο του Τόρανς ήταν ο Χάρισον Φορντ.
Και τώρα μπορείτε να σκεφτείτε μόνοι σας πόσο διαφορετική θα ήταν η ταινία, αν την πόρτα του μπάνιου την έσπαζε με το τσεκούρι κι έβαζε το κεφάλι του για να πει «Here’s Johnny!», ο Ντε Νίρο, ο Γουίλιαμς ή ο Φορντ.
Προσωπικά θα διάλεγα τον Ρόμπιν Γουίλιαμς, γιατί ποτέ δεν θ’ άντεχα, ποτέ δεν θα μπορούσα να πιστέψω ότι θα με κυνηγούσε με το τσεκούρι αυτός ο καλός άνθρωπος (σκεφτείτε τον Θανάση Βέγγο σε ρόλο παρανοϊκού δολοφόνου, είναι ανατριχιαστικό).
Πέρα απ’ τις ερμηνείες, έτσι όπως τις εκμαίευσε ο Κιούμπρικ κι όπως τις έδωσαν οι σπουδαίοι ηθοποιοί, η φωτογραφία, η σκηνογραφία, η οικονομία χρόνου, όλα αγγίζουν την τελειότητα σ’ αυτή την ταινία.
Για να πετύχει η σκηνή με το αίμα που χύνεται απ’ το ασανσέρ, ο Κιούμπρικ και οι τεχνικοί του προετοιμάστηκαν για εννιά μέρες και το κατάφεραν σε μόλις τρία γυρίσματα. Πολύ εύκολο; Τελικά για τη σκηνή των δύο δευτερολέπτων (;) δούλεψαν έναν χρόνο, προκειμένου να καταφέρουν να μοιάζει αρκετά (όσο αρκετά ήθελε ο Κιούμπρικ) με αίμα.
Σκηνογραφία: Υπάρχει κάτι κόκκινο σε κάθε σκηνή της ταινίας (red rοοm red rum murder).
Οι ταμπέλες αφήγησης (Καλοκαίρι – Ιούλιος – Σάββατο – 4μμ κλπ) σφίγγουν τον κλοιό χρονικά. Από την εποχή περναμε στον μήνα, στη μέρα και τελικά στην ώρα.
Ακόμα κι ο ήχος (επηρεασμένος απ’ το πρωτοποριακό Eraserhead του Λιντς), εκείνο το μονότονο κι αδιάφορο μουσικά υπόβαθρο, σε υποβάλλει στον τρόμο της ταινίας που θεωρήθηκε ως μία απ’ τις καλύτερες ταινίες τρόμου όλων των εποχών (οι περισσότεροι κριτικοί την κατατάσσουν δεύτερη, μετά το Ψυχώ του Χίτσκοκ, που επίσης βασίστηκε πολύ στη μουσική, ειδικά στη σκηνή του ντους).
Ο Κιούμπρικ, μετά το Μπάρι Λίντον, διάβαζε διαρκώς μυθιστορήματα για να βρει την επόμενη ταινία του. (Όλες οι ταινίες του, εκτός απ’ τις δύο πρώτες και το «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος» που έγραψε μαζί με τον Άρθουρ Κλαρκ, είναι εμπνευσμένες από μυθιστορήματα).
Η γραμματέας του λέει ότι καταλάβαινε αν δεν του άρεσε κάποιο απ’ το χτύπημα που άκουγε, όταν ο Κιούμπρικ το πετούσε στον τοίχο του γραφείου του. Σαν πέρασαν τέσσερις ώρες διαβάζοντας τη Λάμψη του Κινγκ, χωρίς ν’ ακουστεί πέταγμα βιβλίου, η γραμματέας κατάλαβε ότι αυτό θα γινόταν η επόμενη ταινία.
Ο Κιούμπρικ τηλεφώνησε στον Κινγκ μες στα άγρια χαράματα (το Μέην απ’ την Αγγλία έχουν πέντε ώρες διαφορά). Ο Κινγκ είχε χανγκόβερ απ’ το μεθύσι της προηγούμενης νύχτας. Ο Κιούμπρικ ξεκίνησε να του λέει πόσο αισιόδοξες του φαίνονται οι ιστορίες φαντασμάτων, γιατί δείχνουν ότι οι άνθρωποι νικάνε τον θάνατο.
«Όχι όμως την Κόλαση», του είπε ο μισομεθυσμένος Κινγκ.
Ο Κιούμπρικ έκανε μια παύση και μετά είπε:
«Δεν πιστεύω στην Κόλαση».
«Κι όμως», του είπε ο Κινγκ. «Υπάρχουν άλλοι που την πιστεύουν. Και τη φοβούνται πιο πολύ κι απ’ τον θάνατο.»
Αυτή η πρώτη συζήτηση, ανάμεσα στον συγγραφέα και τον σκηνοθέτη, βοήθησε πάρα πολύ τον Κιούμπρικ, για να καταλάβει το νόημα του βιβλίου.
Αργότερα, μετά την προβολή της ταινίας, ο Κινγκ δήλωσε ότι ήταν (η ταινία) «σαν μια πανέμορφη Κάντιλακ, αλλά χωρίς μηχανή».
Ο Κιούμπρικ, υποστήριξε ο συγγραφέας, δεν είχε καταφέρει να μεταδώσει το «Κακό» που φώλιαζε στο ξενοδοχείο και μπόλιαζε τους πάντες με την κακοσύνη. Είπε ότι η ταινία ήταν ένα ψυχολογικό δράμα με στοιχεία υπερφυσικού, παραμερίζοντας το πραγματικά μεταφυσικό κομμάτι που ήταν η βάση του βιβλίου του.
Ακόμα κι ο Τζακ Νίκολσον του είχε φανεί εντελώς ακατάλληλος ως πρωταγωνιστής.
Χρόνια μετά ο συγγραφέας προχώρησε στην παραγωγή μιας τηλεοπτικής σειράς όπου ήθελε να μεταφέρει «πιστά» το βιβλίο του, και την οποία κανείς δεν είδε ή κανείς δεν θυμάται.
Οι συγγραφείς, όπως κάθε καλλιτέχνης, έχουν εμμονές και ψυχώσεις. Για να καταφέρουν να δημιουργήσουν έναν νέο κόσμο, όπως εκείνον της Λάμψης, πρέπει να πιστέψουν βαθιά στην Κόλαση (ή στον Παράδεισο), ακόμα κι αν χρειαστεί να θυσιάσουν τη ζωή τους.
Οπότε τους φαίνεται δύσκολο ν’ αποδεχτούν τη μετατροπή της πίστης τους σε κάτι διαφορετικό.
Απ’ την άλλη, οι σκηνοθέτες, δεν νοιάζονται για την Κόλαση/Παράδεισο του συγγραφέα. Φτιάχνουν κάτι δικό τους, εξίσου ψυχωτικό.
Όταν προσπαθούμε να συγκρίνουμε μια ταινία με το βιβλίο που ήταν έμπνευση για τον σκηνοθέτη, είναι σαν να συγκρίνεις έναν πίνακα ζωγραφικής μ’ ένα μουσικό κομμάτι, σαν να συγκρίνεις το φεγγάρι με τη Σονάτα του Σεληνόφωτος.
Η πιστή μεταφορά κάθε βιβλίου είναι εκ των προτέρων αποτυχία. Γιατί κάθε καλλιτεχνικό έργο είναι σημαντικό όταν ο δημιουργός βάζει μέσα τον εαυτό του (τάδε έφη Ταρκόφσκι) κι όταν ο αναγνώστης καταφέρνει να δει μέσα στο έργο ένα δικό του κομμάτι.
Αυτή είναι η επιτυχία της Λάμψης του Κινγκ και της Λάμψης του Κιούμπρικ. Και τα δύο γίνονται μέρος της ζωής μας, του θανάτου μας -ίσως και της Κόλασης μας.
Αυτή είναι η επιτυχία κάθε έργου τέχνης: Είναι τόσο προσωπικό που γίνεται οικουμενικό.
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Επιλογές
(Ένα κείμενο σε 10 σκηνές)
1η σκηνή: Πρελούδιο της απογοήτευσης
Σε όλους μας έχει συμβεί. Μόλις μαθαίνεις ότι το αγαπημένο σου βιβλίο έγινε ταινία τρέχεις στον κινηματογράφο για να δεις αν ο σκηνοθέτης κατάφερε να αποδώσει το όραμα του συγγραφέα. Και σχεδόν πάντα απογοητεύεσαι.
Το βιβλίο, έτσι όπως το είχες φανταστεί, ήταν πολύ καλύτερο.
Και πολλοί συγγραφείς που είδαν το έργο τους στην οθόνη εξοργίζονται με το αποτέλεσμα (εκτός κι αν πρόκειται για βιβλία-σενάρια, που γράφτηκαν για να γίνουν ταινίες, όπως εκείνα του Νταν Μπράουν και του Τζορτζ Μάρτιν).
~~
2η σκηνή: Οι πιο γνωστές ιστορίες συγγραφέων που μίσησαν τις ταινίες
Ο Μίλαν Κούντερα δεν ήθελε ν’ ακούει για την Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Κάουφμαν, τόσο που απαγόρευσε κάθε κινηματογραφική μεταφορά των βιβλίων του μετά απ’ αυτό.
Ο Κεν Κέσσεϋ δούλεψε μαζί με τον σκηνοθέτη Φόρμαν τη Φωλιά του Κούκου, αλλά είχε τόσες αντιρρήσεις για το έργο που δεν ήθελε καν να πάει να το δει όταν προβλήθηκε.
Ο Winston Groom θύμωσε τόσο με το Φόρεστ Γκαμπ του Ζεμέκις που ξεκίνησε τη συνέχεια του βιβλίου με τη φράση: «Μην αφήσετε κανέναν να κάνει ταινία την ιστορία της ζωής σας».
Όσο για την P.L. Travers και τον τρόπο που χειρίστηκε ο Γουόλτ Ντίσνεϋ τη Μαίρη Πόπινς… Η Τράβερς έκλαιγε καθόλη τη διάρκεια της ταινίας και απαγόρευσε στην Ντίσνεϋ ν’ αγγίξει τα επόμενα βιβλία της.
Ο Anthony Burgess θεώρησε τόσο αποτυχημένο το Κουρδιστό Πορτοκάλι του Κιούμπρικ, που αργότερα έγραψε ότι θα προτιμούσε να μην είχε γράψει ποτέ το βιβλίο!
Και προσέξτε! Όλες οι παραπάνω ταινίες θεωρούνται αριστουργήματα. Γιατί, λοιπόν, οι συγγραφείς και οι αναγνώστες απογοητεύονται απ’ τις κινηματογραφικές μεταφορές των βιβλίων;
Ίσως μπορούμε να το καταλάβουμε αν συγκρίνουμε ένα άλλο βιβλίο και τη κινηματογραφική του μεταφορά (που μίσησε ο συγγραφέας), τη Λάμψη του Στήβεν Κινγκ και τη Λάμψη του Στάνλεϋ Κιούμπρικ.
Ας ξεκινήσουμε απ’ το βιβλίο, γιατί αν υπήρχε αυτό δεν θα υπήρχε και η ταινία.
~~
3η σκηνή: Η Λάμψη του Στήβεν Κινγκ μέσα απ’ τα μάτια ενός αναγνώστη
Το ποιος είναι ο Κινγκ και πώς έγραψε τη Λάμψη μπορείτε να διαβάσετε στο διαδίκτυο. Εγώ θα σας μεταφέρω τη δική μου εμπειρία απ’ αυτό, απ’ το μόνο βιβλίο που κατάφερε να με κάνει πραγματικά να τρομάξω και μ’ έκανε να βιώσω μια αληθινή -κινηματογραφική πραγματικά- σκηνή τρόμου.
Φυσικά ήταν τέτοιες οι συνθήκες ανάγνωσης, που με έκαναν τον ιδανικό αναγνώστη του Κινγκ.
Διάβασα τη Λάμψη στο μαγειρείο του ναυστάθμου Σούδας. Το βράδυ, όταν κλειδώναμε τον χώρο, έφευγα απ’ τη φασαρία του θαλάμου και κατέβαινα εκεί, για να έχω ησυχία.
Ήταν ένας τεράστιος χώρος, περίπου όπως και η κουζίνα του ξενοδοχείου που φρόντιζε ο Τζακ Τόρανς. Μαγειρεύαμε για 1000 άτομα κάθε μέρα.
Η τραπεζαρία ήταν εξίσου μεγάλη, αφού εκεί έτρωγαν 500 άτομα κάθε μέρα (τις υπόλοιπες 500 μερίδες τις πετούσαμε στα σκουπίδια, σύμφωνα με την παράλογη λογική του στρατού).
Παντού πλακάκια. Πλαστικές καρέκλες κι ούτε ένας πίνακας στον τοίχο. Πολλά αρχαία θέατρα θα ζήλευαν την ακουστική του χώρου.
Καθόμουν στο γραφείο κι άναβα μόνο μια μικρή λάμπα, για να μην καταλάβει η περίπολος ότι κάποιος ήταν μέσα.
Τη δεύτερη κιόλας νύχτα κόντευα να τελειώσω τις 500 σελίδες του μυθιστορήματος που είναι αδύνατον ν’ αφήσεις απ’ τα χέρια σου. Ήταν πολύ αργά, μετά τις δύο το πρωί, κι απέξω δεν ακουγόταν τίποτα. Βρισκόμουν στο σημείο όπου ο Τζακ έχει πλέον τρελαθεί για τα καλά και κυνηγάει το παιδί του και τη γυναίκα του με το τσεκούρι.
Ο τρόπος γραφής του Κινγκ είναι επιβλητικός. Οι σκέψεις του μικρού Ντάνυ γραμμένες σε παρενθέσεις, σε διαφορετική σειρά (redrum redrum redrum murder) σ’ έκαναν να μπαίνεις στο μυαλό του.
Είχα τρομάξει ούτως ή άλλως, αλλά δεν μπορούσα ν’ αφήσω το βιβλίο, όταν άκουσα θόρυβο στο μαγειρείο (κλινγκ κλανγκ κλινγκ γκρουφ).
Πάγωσα. Για λίγο αφουγκράστηκα.
«Ποιος είναι;» φώναξα μετά. «Κώστα, εσύ είσαι; Κώστα;»
Καμία απάντηση.
«Είναι κάποιος εκεί;»
Τίποτα. Κράτησα την ανάσα μου. Δεν ακουγόταν τίποτα. Σκέφτηκα ότι μπορεί να ήταν της φαντασίας μου, αλλά τότε ξανακούστηκε. (σκρατ κλινγκ κλανγκ ταφ γκρουφ)
Σηκώθηκα τρέμοντας κι έπιασα το κουπί. (Αυτό είναι ένα τεράστιο ξύλο, πιο μεγάλο απ’ το ρόπαλο του μπέιζμπολ που κράδαινε η Γουέντι, με το οποίο ανακατεύαμε το φαγητό στα καζάνια).
Βγήκα απ’ το γραφείο αργά, κρατώντας το κουπί με τα δύο χέρια, έτοιμος να χτυπήσω. Σίγουρα, αν μ’ έβλεπε ο Κινγκ εκείνη τη στιγμή θα χειροκροτούσε τον εαυτό του.
Τώρα κι εμένα μου φαίνεται αστείο, αλλά εκείνη τη στιγμή κανείς δεν γελούσε, σας βεβαιώνω γι’ αυτό.
Περπατούσα στην κουζίνα αθόρυβα, ετοιμοπόλεμος όσο ποτέ στη στρατιωτική μου σταδιοδρομία. Το μόνο φως ήταν εκείνο που ερχόταν απ’ το γραφείο και αντανακλούσε πάνω στα σιδερένια σκεύη της κουζίνας απειλητικά.
Ο μόνος ήχος ήταν ο χτύπος του ρολογιού.
Και τότε πετάχτηκε!
Όπως συμβαίνει σε όλες τις ταινίες τρόμου ήταν… μια γάτα. Είχε μπει στο μαγειρείο απ’ το ψηλό παράθυρο, για να φάει τα υπολείμματα ή τους ποντικούς που έτρωγαν τα υπολείμματα.
Μόλις με είδε τρόμαξε περισσότερο από μένα, τέντωσε τη ράχη της, έκανε εκείνον τον συριγμό που κάνουν οι γάτες, και πήδηξε πάνω στο καζάνι, έριξε μερικές κουτάλες, χτύπησε σ’ ένα κλειστό τζάμι, έπεσε πίσω, ξανασηκώθηκε τεντώθηκε απειλητικά κι έδειξε τα δόντια της, έπειτα βρήκε το ανοιχτό παράθυρο και χάθηκε στο σκοτάδι.
Δεν γέλασα. Υπήρχε τόση αδρεναλίνη που άκουγα τα δόντια μου να τρίζουν. Δεν γέλασα ούτε είπα «μια γάτα ήταν, τι αστείο». Γιατί ήξερα ότι αυτό συμβαίνει σ’ όλες τις ταινίες τρόμου.
Ο αθώος νεανίας ακούει έναν θόρυβο, τρομάζει, βγαίνει να δει τι είναι και βρίσκει μια γάτα. Μετά, ανακουφισμένος, επιστρέφει στο σκοτεινό δωμάτιο, κι όπως ανάβει τσιγάρο βλέπει στη λάμψη του αναπτήρα (του σπίρτου καλύτερα) τον μανιακό δολοφόνο να στέκεται μπρος του (ή λίγο πιο δεξιά) μ’ ένα τσεκούρι στο χέρι -που σίγουρα δεν το θέλει για να κόψει ξύλα.
Όχι, δεν γέλασα, ούτε κι επέστρεψα στο γραφείο για να διαβάσω. Ούτε καν πήγα να πάρω το βιβλίο. Βγήκα έξω πιο γρήγορα κι απ’ τη γάτα, κλείδωσα (να μείνει μέσα το Κακό) και πήγα τρέχοντας στην ασφάλεια του θαλάμου, όπου οι υπόλοιποι της σειράς μου μιλούσαν για τον Ολυμπιακό και τις αγγαρείες.
Διάβασα τις τελευταίες σελίδες της Λάμψης στη σιγουριά της μέρας, δημοσίως.
~~
4η σκηνή: Ιντερμέδιο – Μοναχικά και χολερικά ζώα
Δεν έφταιγαν μόνο οι συνθήκες και η καλπάζουσα φαντασία μου για όσα πέρασα εκείνο το βράδυ. Το βιβλίο του Κινγκ είναι πραγματικά ένα αριστούργημα τρόμου. Ίσως γιατί ο Κακός είναι οικείος. Δεν είναι κάποιο πλάσμα απ’ τα έγκατα της Γης ούτε κάποιος μεγαλοφυής κανιβαλος, σαν τον Λέκτερ. Είναι ο πατέρας. Και τι χειρότερο απ’ το να σε κυνηγάει για να σε σκοτώσει ο πατέρας σου; (να σε κυνηγάει η μητέρα σου μάλλον ή -ακόμα χειρότερα- το παιδί σου)
Μετά απ’ αυτή την εμπειρία -κι αφού απολύθηκα σώος απ’ το ναυτικό- με την πρώτη ευκαιρία πήρα να δω τη Λάμψη του Κιούμπρικ.
Ήμουν είκοσι χρονών, δεν είχα δει άλλη ταινία του Κιούμπρικ, πέρα απ’ τον Σπάρτακο -που δεν ήξερα καν ποιανού είναι. Περίμενα να δω τ’ αγάλματα του κήπου να ζωντανεύουν, περίμενα να δω όλα όσα συνέβαιναν στο βιβλίο. Και απογοητεύτηκα.
Χρειάστηκαν να περάσουν κάμποσα χρόνια, να δω κι άλλες ταινίες (του Κιούμπρικ ή άλλων), να διαβάσω περισσότερα βιβλία για να μπορέσω να εκτιμήσω τη διαφορά.
Μόλις χθες πήρα για να ξαναδώ τη Λάμψη του Κιούμπρικ (ενώ πλέον έχω δει από δυο φορές όλες του τις ταινίες).
Και κατάλαβα ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο όραμα του συγγραφέα και στο όραμα του σκηνοθέτη που μεταφέρει κάποιο βιβλίο.
Πρόκειται για διαφορετικό έργο. Όταν ο σκηνοθέτης είναι σπουδαίος (όπως ο Κιούμπρικ) δεν κάνει μεταφορά του βιβλίου. Φτιάχνει κάτι καινούριο. Τα δύο έργα (βιβλίο και ταινία) δεν είναι συγκρίσιμα.
Δεν πρέπει, όταν βλέπεις την ταινία, να σκέφτεσαι το βιβλίο απ’ όπου προήλθε η έμπνευση. Μόνο τότε είναι αριστουργηματική. Όταν είναι αυτόνομη.
Άλλωστε υπάρχουν κάποιες βασικές διαφορές ανάμεσα στον συγγραφέα και στον σκηνοθέτη.
Ο συγγραφέας είναι μοναχικό ζώο. Κλείνεται στο δωμάτιο του ή σ’ ένα ξενοδοχείο (όπως έκανε ο Κινγκ) και γράφει το όραμα του. Κανείς άλλος δεν συμμετέχει σ’ αυτό μέχρι να τελειώσει.
Ο σκηνοθέτης είναι χολερικό ζώο, ηγετικό. Πρέπει να καταφέρει τόσους ανθρώπους να υπηρετήσουν το όραμα του. Πρέπει να τους εξαναγκάσει με κάθε τρόπο, όσο αντιδεοντολογικός και να είναι.
Κι ο Κιούμπρικ (που θα πρέπει να παραδεχτώ ότι είναι ο αγαπημένος μου σκηνοθέτης) το έκανε αυτό με κάθε τρόπο.
~~
5η σκηνή: Η λάμψη του ψυχωτικού Στάνλεϋ Κιούμπρικ:
Ο Κιούμπρικ ήταν γνωστός (περιβόητος μάλλον) για την τελειομανία του και τον τρόπο που χειριζόταν τους ηθοποιούς του.
Τη σκηνή όπου ο Τζακ Νίκολσον σπάει τη πόρτα με το τσεκούρι (Here’s Johnny!) χρειάστηκαν τρεις μέρες για να τη γυρίσουν -και 60 πόρτες!
Η άλλη, όπου η Σέλλεϋ Ντυβάλ κραδαίνει το ρόπαλο του μπέιζμπολ στις σκάλες θεωρείται η σκηνή με τα περισσότερα γυρίσματα στην ιστορία του κινηματογράφου.
Ο Κιούμπρικ άλλαξε τόσες πολλές φορές το σενάριο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, που ο Νίκολσον -από κάποια στιγμή και μετά- σταμάτησε να το διαβάζει πριν το γύρισμα κάθε σκηνής.
Όμως ο σκηνοθέτης πειθανάγκασε τους ηθοποιούς να υπηρετήσουν το όραμα του, με τρόπους που ίσως (;) φαίνονται τυρρανικοί.
Για να έχει τον Νίκολσον σε άσχημη διάθεση του έδιναν να τρώει, όσο καιρό διήρκεσαν τα γυρίσματα, μόνο σάντουιτς με τυρί, το φαγητό που απεχθανόταν περισσότερο απ’ όλα ο ηθοποιός. Η Αντζέλικα Χιούστον, που ζούσε με τον Νίκολσον εκείνη την εποχή, είχε πει ότι ο σύντροφος της ήταν τόσο ξεθεωμένος απ’ τα γυρίσματα της ταινίας, που όταν γυρνούσε σπίτι έπεφτε στο κρεβάτι και κοιμόταν αμέσως, πολλές φορές χωρίς να της μιλήσει.
Ο μικρός Ντάνυ Λόιντ δεν ήξερε τι είδος ταινίας γύριζαν. Για να τον προστατέψει ο Κιούμπρικ (και οι γονείς του μικρού) του είχαν πει ότι ήταν ένα κοινωνικό δράμα. Αυτό εξυπηρέτησε το όραμα του Κιούμπρικ. Ο μικρός ηθοποιός δεν είδε ποτέ τον «πατέρα» του με το τσεκούρι, διατηρώντας την παιδική του αθωότητα που τόσο σημαντική είναι για να φανεί η αντίθεση. (Σημείωση: Μόνο όταν έγινε δεκαεφτά χρονών ο Λόιντ είδε την ταινία όπου πρωταγωνιστούσε).
Το χειρότερο το έκανε στην πρωταγωνίστρια. Με εντολή του Κιούμπρικ όλοι (ηθοποιοί και τεχνικοί) φέρονταν στην Ντυβάλ εχθρικά ή αδιάφορα, έτσι ώστε να νιώσει πραγματικά αβοήθητη. Υπάρχει ένα βίντεο απ’ τα γυρίσματα, όπου πραγματικά φαίνεται πόσο «ασήμαντη», πόσο μόνη, ήταν η Ντυβάλ.
Ο μόνος που δεν της φερόταν εχθρικά, γιατί δεν μπορούσε να έχει τέτοια εντολή, ήταν ο μικρός Λόιντ, ο γιος της στην ταινία.
Οπότε ασυνείδητα η Ντυβάλ έκανε αυτό που ήθελε ο Κιούμπρικ: Φοβόταν, δεν καταλάβαινε γιατί συμβαίνει ό,τι συνέβαινε, και ένιωθε απεριόριστη τρυφερότητα για τον μόνο σύμμαχο, τον Ντάνυ.
Η Ντυβάλ απέδωσε τον ρόλο της άψογα (ο ίδιος ο Τζακ Νίκολσον είχε πει ότι ήταν η πιο δύσκολη ερμηνεία που είχε δει), αλλά κατά τα γυρίσματα υπέφερε από κρίσεις άγχους, αρρώσταινε και της έπεφταν τα μαλλιά.
~~
6η σκηνή: Κωμικό διάλειμμα υποκριτικής και τρόμου
Ο Κιούμπρικ αρχικά είχε σκεφτεί για τον ρόλο του Τζακ Τόρανς τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο και τον Ρόμπιν Γουίλιαμς.
Όμως, αφού ξαναείδε τον Ταξιτζή βρήκε ότι ο Ντε Νίρο δεν ήταν αρκετά ψυχωτικός (!) για να παίξει στη Λάμψη. Ενώ ο Ρόμπιν Γουίλιαμς του φάνηκε υπερβολικά ψυχωτικός (!!)
Μια άλλη του σκέψη για τον ρόλο του Τόρανς ήταν ο Χάρισον Φορντ.
Και τώρα μπορείτε να σκεφτείτε μόνοι σας πόσο διαφορετική θα ήταν η ταινία, αν την πόρτα του μπάνιου την έσπαζε με το τσεκούρι κι έβαζε το κεφάλι του για να πει «Here’s Johnny!», ο Ντε Νίρο, ο Γουίλιαμς ή ο Φορντ.
Προσωπικά θα διάλεγα τον Ρόμπιν Γουίλιαμς, γιατί ποτέ δεν θ’ άντεχα, ποτέ δεν θα μπορούσα να πιστέψω ότι θα με κυνηγούσε με το τσεκούρι αυτός ο καλός άνθρωπος (σκεφτείτε τον Θανάση Βέγγο σε ρόλο παρανοϊκού δολοφόνου, είναι ανατριχιαστικό).
~~
7η σκηνή: Επιτυγχάνοντας την τελειότητα της λάμψης
Πέρα απ’ τις ερμηνείες, έτσι όπως τις εκμαίευσε ο Κιούμπρικ κι όπως τις έδωσαν οι σπουδαίοι ηθοποιοί, η φωτογραφία, η σκηνογραφία, η οικονομία χρόνου, όλα αγγίζουν την τελειότητα σ’ αυτή την ταινία.
Για να πετύχει η σκηνή με το αίμα που χύνεται απ’ το ασανσέρ, ο Κιούμπρικ και οι τεχνικοί του προετοιμάστηκαν για εννιά μέρες και το κατάφεραν σε μόλις τρία γυρίσματα. Πολύ εύκολο; Τελικά για τη σκηνή των δύο δευτερολέπτων (;) δούλεψαν έναν χρόνο, προκειμένου να καταφέρουν να μοιάζει αρκετά (όσο αρκετά ήθελε ο Κιούμπρικ) με αίμα.
Σκηνογραφία: Υπάρχει κάτι κόκκινο σε κάθε σκηνή της ταινίας (red rοοm red rum murder).
Οι ταμπέλες αφήγησης (Καλοκαίρι – Ιούλιος – Σάββατο – 4μμ κλπ) σφίγγουν τον κλοιό χρονικά. Από την εποχή περναμε στον μήνα, στη μέρα και τελικά στην ώρα.
Ακόμα κι ο ήχος (επηρεασμένος απ’ το πρωτοποριακό Eraserhead του Λιντς), εκείνο το μονότονο κι αδιάφορο μουσικά υπόβαθρο, σε υποβάλλει στον τρόμο της ταινίας που θεωρήθηκε ως μία απ’ τις καλύτερες ταινίες τρόμου όλων των εποχών (οι περισσότεροι κριτικοί την κατατάσσουν δεύτερη, μετά το Ψυχώ του Χίτσκοκ, που επίσης βασίστηκε πολύ στη μουσική, ειδικά στη σκηνή του ντους).
~~
8η σκηνή: Κωμικό διάλειμμα Κόλασης
Ο Κιούμπρικ, μετά το Μπάρι Λίντον, διάβαζε διαρκώς μυθιστορήματα για να βρει την επόμενη ταινία του. (Όλες οι ταινίες του, εκτός απ’ τις δύο πρώτες και το «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος» που έγραψε μαζί με τον Άρθουρ Κλαρκ, είναι εμπνευσμένες από μυθιστορήματα).
Η γραμματέας του λέει ότι καταλάβαινε αν δεν του άρεσε κάποιο απ’ το χτύπημα που άκουγε, όταν ο Κιούμπρικ το πετούσε στον τοίχο του γραφείου του. Σαν πέρασαν τέσσερις ώρες διαβάζοντας τη Λάμψη του Κινγκ, χωρίς ν’ ακουστεί πέταγμα βιβλίου, η γραμματέας κατάλαβε ότι αυτό θα γινόταν η επόμενη ταινία.
Ο Κιούμπρικ τηλεφώνησε στον Κινγκ μες στα άγρια χαράματα (το Μέην απ’ την Αγγλία έχουν πέντε ώρες διαφορά). Ο Κινγκ είχε χανγκόβερ απ’ το μεθύσι της προηγούμενης νύχτας. Ο Κιούμπρικ ξεκίνησε να του λέει πόσο αισιόδοξες του φαίνονται οι ιστορίες φαντασμάτων, γιατί δείχνουν ότι οι άνθρωποι νικάνε τον θάνατο.
«Όχι όμως την Κόλαση», του είπε ο μισομεθυσμένος Κινγκ.
Ο Κιούμπρικ έκανε μια παύση και μετά είπε:
«Δεν πιστεύω στην Κόλαση».
«Κι όμως», του είπε ο Κινγκ. «Υπάρχουν άλλοι που την πιστεύουν. Και τη φοβούνται πιο πολύ κι απ’ τον θάνατο.»
Αυτή η πρώτη συζήτηση, ανάμεσα στον συγγραφέα και τον σκηνοθέτη, βοήθησε πάρα πολύ τον Κιούμπρικ, για να καταλάβει το νόημα του βιβλίου.
~~
9η σκηνή: Οι αντιρρήσεις του συγγραφέα για την ταινία
Αργότερα, μετά την προβολή της ταινίας, ο Κινγκ δήλωσε ότι ήταν (η ταινία) «σαν μια πανέμορφη Κάντιλακ, αλλά χωρίς μηχανή».
Ο Κιούμπρικ, υποστήριξε ο συγγραφέας, δεν είχε καταφέρει να μεταδώσει το «Κακό» που φώλιαζε στο ξενοδοχείο και μπόλιαζε τους πάντες με την κακοσύνη. Είπε ότι η ταινία ήταν ένα ψυχολογικό δράμα με στοιχεία υπερφυσικού, παραμερίζοντας το πραγματικά μεταφυσικό κομμάτι που ήταν η βάση του βιβλίου του.
Ακόμα κι ο Τζακ Νίκολσον του είχε φανεί εντελώς ακατάλληλος ως πρωταγωνιστής.
Χρόνια μετά ο συγγραφέας προχώρησε στην παραγωγή μιας τηλεοπτικής σειράς όπου ήθελε να μεταφέρει «πιστά» το βιβλίο του, και την οποία κανείς δεν είδε ή κανείς δεν θυμάται.
~~
10η σκηνή : Φούγκα (=Απόδραση)
Οι συγγραφείς, όπως κάθε καλλιτέχνης, έχουν εμμονές και ψυχώσεις. Για να καταφέρουν να δημιουργήσουν έναν νέο κόσμο, όπως εκείνον της Λάμψης, πρέπει να πιστέψουν βαθιά στην Κόλαση (ή στον Παράδεισο), ακόμα κι αν χρειαστεί να θυσιάσουν τη ζωή τους.
Οπότε τους φαίνεται δύσκολο ν’ αποδεχτούν τη μετατροπή της πίστης τους σε κάτι διαφορετικό.
Απ’ την άλλη, οι σκηνοθέτες, δεν νοιάζονται για την Κόλαση/Παράδεισο του συγγραφέα. Φτιάχνουν κάτι δικό τους, εξίσου ψυχωτικό.
Όταν προσπαθούμε να συγκρίνουμε μια ταινία με το βιβλίο που ήταν έμπνευση για τον σκηνοθέτη, είναι σαν να συγκρίνεις έναν πίνακα ζωγραφικής μ’ ένα μουσικό κομμάτι, σαν να συγκρίνεις το φεγγάρι με τη Σονάτα του Σεληνόφωτος.
Η πιστή μεταφορά κάθε βιβλίου είναι εκ των προτέρων αποτυχία. Γιατί κάθε καλλιτεχνικό έργο είναι σημαντικό όταν ο δημιουργός βάζει μέσα τον εαυτό του (τάδε έφη Ταρκόφσκι) κι όταν ο αναγνώστης καταφέρνει να δει μέσα στο έργο ένα δικό του κομμάτι.
Αυτή είναι η επιτυχία της Λάμψης του Κινγκ και της Λάμψης του Κιούμπρικ. Και τα δύο γίνονται μέρος της ζωής μας, του θανάτου μας -ίσως και της Κόλασης μας.
Αυτή είναι η επιτυχία κάθε έργου τέχνης: Είναι τόσο προσωπικό που γίνεται οικουμενικό.
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου