Του Χάρη Γαντζούδη*
Το αχνό φως που έφτανε στο διάδρομο από το παράθυρο του μπάνιου τον έκανε να σηκωθεί από τη θέση του. Πλησίασε την μπαλκονόπορτα και σήκωσε τα στόρια. Μικρές αχτίδες φωτός έλουσαν το δωμάτιο από άκρη σε άκρη. Κοίταξε το ρολόι στον απέναντι τοίχο. Οι δείκτες τον ενημέρωσαν πως είχαν περάσει έξι ώρες από τη στιγμή που κάθισε στο γραφείο. Τέντωσε τα χέρια του και τα κόκαλα του έτριξαν σπάζοντας τη σιωπή. Έκατσε ξανά στη δερμάτινη πολυθρόνα και κοίταξε την επιφάνεια του κειμενογράφου. Παρέμενε λευκή, άδεια. Ούτε μια λέξη δεν κατάφερε να γράψει λες και σε μια στιγμή αφηρημάδας κάποιος εχθρός είχε εισβάλει στο μυαλό του και τους τις είχε κλέψει όλες.
«Δε θα γράψω ποτέ αυτό το γαμημένο μυθιστόρημα» είπε και έσκισε τις σημειώσεις που είχε μπροστά του σε μικρά κομματάκια. Κι έτσι όπως τα πέταξε στον κάδο σκουπιδιών κάποια στροβιλίστηκαν για λίγο στον αέρα σα χαρτοπόλεμος. Παρακολούθησε τη σύντομη πορεία τους και καθώς τα είδε να πέφτουν στο πάτωμα ένιωσε και τη ζωή του να κυλιέται μαζί τους.
Δύο μήνες προσπαθούσε να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη και να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα. Κάθε βράδυ εδώ και δυο μήνες – από την στιγμή που τον παράτησε η ‘Έλλη, καθόταν στο γραφείο του, με τα στόρια κατεβασμένα και το κινητό κλειστό και προσπαθούσε να κάνει την αρχή μα μέχρι σήμερα δεν τα είχε καταφέρει.
Το μόνο που ήξερε ήταν ότι ήθελε να γράψει μια ιστορία για τον έρωτα, τη δύναμη του και ναι… στη δική του ιστορία θα κρατούσε για πάντα. Τίποτα δε θα μπορούσε να τον νικήσει. Οι χαρακτήρες του θα τσάκιζαν την καθημερινότητα και τη ρουτίνα της και θα έμεναν μαζί μέχρι το τέλος όπου ο θάνατος θα τους χώριζε για λίγο ώσπου να βρεθούν ξανά στην επόμενη ζωή, σε όλες τις επόμενες ζωές. Η ιστορία του θα ήταν η διάψευση όσων η Έλλη του φώναξε στα μούτρα εκείνο το βράδυ που του ζήτησε να χωρίσουν γιατί «Βαρέθηκα… Πνίγομαι… Βουλιάζω…». Και όταν θα διέψευδε εκείνη σειρά θα έπαιρναν όλοι αυτοί που ισχυρίζονται ότι οι έρωτες ξεβάφουν, σβήνουν, εξατμίζονται… Το βιβλίο του θα τους έδινε ένα καλό μάθημα.
Χαμογέλασε και άφησε το σώμα του να βουλιάξει στην πολυθρόνα. Στο μυαλό του η μια εικόνα διαδεχόταν την άλλη: παρουσιάσεις σε μεγάλα βιβλιοπωλεία, ο κόσμος να τον ακούει μαγεμένος, ο εκδότης να τον παρακαλά για αποκλειστική συνεργασία και κάπου στο βάθος η Έλλη μετανιωμένη…
Ο ήχος του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου διέκοψε απότομα την ονειροπόληση του.
«Κύριε Χρήστου, με χαρά να σας παραχωρήσω τη συνέντευξη που μου ζητάτε. Στείλτε μου λεπτομέρειες. Φιλικά Άννα Αργυρίου».
Ο Δημήτρης πήρε μια βαθιά ανάσα καθώς διάβασε το όνομα του αποστολέα. Φυλάκισε για μερικά δευτερόλεπτα τον αέρα μέσα του κι ύστερα τον φύσηξε με δύναμη σα να ήθελε μαζί του να διώξει όλη τη θλίψη που τον βάραινε. Αυτός ήταν για άλλα πράγματα. Τι δουλειά είχε να παρακαλά για συνέντευξη μια ατάλαντη ηθοποιό που κάποιος κουλτουριάρης σκηνοθέτης, ο οποίος θαύμασε το πλούσιο μπούστο και την ξανθιά της μπούκλα, την έπεισε πως ήταν το λιγότερο Κατίνα Παξινού; Αλλά ήταν και η ριμάδα η επιβίωση στη μέση και λίγο το παραμύθι του σκηνοθέτη, λίγο η συμμετοχή της σε καθημερινή σειρά, κάνα δυο σέξι φωτογραφήσεις και ο φημολογούμενος δεσμός της με γνωστό επιχειρηματία των Αθηνών, έκαναν την Αννούλα από το Μεσολόγγι πρώτο όνομα για κατανάλωση και για το Δημήτρη το επόμενο μεροκάματο.
Είχε περάσει σχεδόν μια δεκαετία από τη στιγμή που ο Δημήτρης πήρε την απόφαση να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Πάντα έγραφε ιστορίες, στιχάκια στα περιθώρια των βιβλίων που έσβηνε από ντροπή μη τύχη και τα δει ο διπλανός του. Ακόμη θυμάται τη φιλόλογο στο Λύκειο να του δίνει συγχαρητήρια για τις εκθέσεις του. Το γεγονός όμως, το οποίο οριστικοποίησε την απόφαση μέσα του ήταν ένας έπαινος σε ένα διαγωνισμό διηγήματος. Τότε ήταν που άφησε το Μαθηματικό στο δεύτερο έτος. Τη μέρα έκανε δουλειές του ποδαριού για να ζήσει και το βράδυ σκάρωνε μικρές ιστορίες. Κι όταν οι μικρές του ιστορίες βρήκαν στέγη σε ένα μικρό εκδοτικό του Κέντρου εκείνος πήρε σβάρνα εφημερίδες και περιοδικά. Μα ο δρόμος δεν ήταν εύκολος. Κάποιοι εργοδότες του έκλεισαν την πόρτα με το καλημέρα. Κάποιοι, αφού τον άφησαν να πει την καλημέρα, του είπαν «… αφήστε τα στοιχεία σας και θα σας ειδοποιήσουμε» ενώ κάποιοι άλλοι «… με χαρά να φιλοξενήσουμε τα κείμενα σας αλλά η εργασία σας θα είναι εθελοντική». Ο Δημήτρης όμως δεν το έβαλε κάτω. Συνέχισε να γράφει, να ψάχνει, να στέλνει βιογραφικά ώσπου η θετική απάντηση ενός κοινωνικού περιεχομένου περιοδικού – κοινός: ποιος χώρισε, ποιος παντρεύτηκε, που πήγε διακοπές ο τάδε, τι τρώει η πασίγνωστη τραγουδίστρια και διατηρεί αυτό το κορμί – του άνοιξε την πόρτα και εκείνος διστακτικά την πέρασε. «Είναι κι αυτό μια αρχή» ψέλλισε καθώς έβγαινε από το γραφείο του διευθυντή του ο οποίος το μόνο που του είχε ζητήσει ήταν αποκλειστικότητες. Έτσι, αυτή τη φορά ήταν η σειρά της Άννας Αργυρίου να είναι η αποκλειστικότητα του με την οποία θα πλήρωνε ΔΕΗ και κοινόχρηστα. Να γλυτώσει κι από την γκρίνια της Μερόπης, της διαχειρίστριας, η οποία κάθε φορά που τον τράκαρε στο ασανσέρ ή στην είσοδο της πολυκατοικίας και πριν τον αποχαιρετήσει, φρόντιζε να του θυμίζει την εκκρεμότητα «… Είναι κι εκείνα τα κοινόχρηστα… Όποτε μπορείς…».
Έγραψε το όνομα της ηθοποιού στο Google. Συνεντεύξεις, φωτογραφίες, βιντεάκια στο YouTube από τη συμμετοχή της στην καθημερινή σειρά, φήμες και βαρύγδουπες δηλώσεις τύπου «Σήμερα, δεν υπάρχουν πραγματικοί άνδρες…», περνούσαν μπροστά από τα μάτια του.
«Πότε θα πάρω το καπελάκι μου και θα φύγω» βγήκαν τα λόγια του Γιώργου Κωνσταντίνου από το στόμα του μαζί με τον καπνό του τσιγάρου.
Τριάντα δύο χρόνια ζούσε στην Αθήνα. Τα πρώτα είκοσι στο πατρικό του, στην Κυψέλη. Τα τελευταία δώδεκα στο μικρό δυάρι στην Καλλιδρομίου, στα Εξάρχεια. Βαρέθηκε. Πολλές φορές είχε σκεφτεί να εγκαταλείψει την Πρωτεύουσα και να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ύδρα, στο πατρικό της μητέρας του. Ένα διώροφο πέτρινο αρχοντικό που περνούσαν όλα τα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων και στο οποίο είχε εγκατασταθεί μόνιμα ο πατέρας του από τη στιγμή που εκείνη χάθηκε. Κι όλο περισσότερο τον τελευταίο καιρό αυτή η σκέψη περνούσε από το μυαλό του καθώς το μικρό δυάρι έμοιαζε άδειο μετά κι από το χαμό της Έλλης από τη ζωή του. Τέσσερα χρόνια μοιράζονταν το πρωινό στην κουζίνα, ταινίες στο σαλόνι, τη θέα του Λυκαβηττού τα βράδια από το μπαλκόνι… Ίσως να έφταιγε και η παρουσία του πατέρα του που δεν έπαιρνε απόφαση να κάνει το βήμα και να αφήσει πίσω του την Αθήνα.
Δεν είχαν ποτέ ιδιαίτερες σχέσης. «Είστε τόσο διαφορετικοί…» έλεγε συχνά η μητέρα του κι από τη στιγμή που χάθηκε κι εκείνη, ο συνδετικός του κρίκος, η σχέση τους έγινε ακόμη πιο τυπική: τρεις μέρες τα Χριστούγεννα, πέντε το Πάσχα, μια βδομάδα τον Δεκαπενταύγουστο. Πού και πού και κάποιο τηλέφωνο: σε γιορτές, σε γενέθλια και κάποιες φορές χωρίς λόγο λες και το αίμα ξυπνούσε και ζητούσε την επαφή.
Άνοιξε το word κι άρχισε να πληκτρολογεί τις ερωτήσεις που θα έκανε στην Άννα Αργυρίου. Πάνω που ήταν έτοιμος να συντάξει την ερώτηση για το φημολογούμενο δεσμό της με τον επιχειρηματία – και στην οποία βασιζόταν ώστε να πληρωθούν κοινόχρηστα και ΔΕΗ, η Λούνα, η μικρή του σκυλίτσα άρχισε να γλύφει τις γυμνές πατούσες του.
«Όχι τώρα Λούνα, έχει δουλειά ο μπαμπάς» είπε μα το μικρόσωμο κανίς δε συμμερίστηκε τα λόγια του. Μόνο άφησε δυο γαβγίσματα στον αέρα και έτρεξε αμέσως στο σαλόνι για να επιστρέψει αμέσως με το λουρί στο στόμα.
«Δε μου φτάνουν τα προβλήματα μου έχω κι εσένα» φώναξε ο Δημήτρης μα αμέσως μετάνιωσε και την πήρε στην αγκαλιά του. Τρεις βδομάδες είχαν περάσει από τη στιγμή που την είχε βρει στο πάρκο κοντά στο σπίτι του, βρώμικη, εξασθενημένη και με το σώμα της γεμάτο τσιμπούρια και ψύλλους. Στην αρχή σκέφτηκε να απευθυνθεί σε κάποια φιλοζωική μα από τις πρώτες ώρες την αγάπησε τόσο που του ήταν αδύνατον να την αποχωριστεί. Ήταν και η απουσία της Έλλης που συνέβαλε στην απόφαση του να την κρατήσει. Λίγες μέρες αργότερα, ένα απόγευμα που γυρνούσαν από τον κτηνίατρο, συνάντησε την Μερόπη στην είσοδο. Είδε τα μάτια της να γεμίζουν από την έκπληξη. Μετά από ένα μισοφαγωμένο «Καλημέρα…» κι ενώ ο Δημήτρης ήταν έτοιμος να μπει στο ασανσέρ, η διαχειρίστρια άφησε στην άκρη τα κοινόχρηστα και άλλαξε τροπάριο.
«Ξέρεις, σύμφωνα με τον κανονισμό τα ζώα δεν επιτρέπονται στην πολυκατοικία».
«Αρχίστε τις εξώσεις τότε» της απάντησε ο Δημήτρης και είδε για ακόμη μια φορά την έκπληξη στα μάτια της καθώς έκλεινε την πόρτα του ασανσέρ.
Κοίταξε ξανά το ρολόι. Κόντευε εφτά. Ώρα να βγουν την πρωινή τους βόλτα. Μπήκε στο μπάνιο κι έριξε κρύο νερό στο πρόσωπο του. οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του τον έκαναν να πάρει γρήγορα το βλέμμα του από τον καθρέφτη. Έστριψε ένα τσιγάρο για το δρόμο, φόρεσε το μπουφάν του και το λουρί στο λαιμό της Λούνα και βγήκαν από το σπίτι.
Το πάρκο ήταν έρημο. Το φθινόπωρο είχε καλύψει με κιτρινισμένα φύλλα το μεγαλύτερο μέρος του. Ο Δημήτρης απελευθέρωσε τη Λούνα από το λουρί της και κάθισε σε ένα παγκάκι. Άναψε το τσιγάρο του ενώ στο μυαλό του η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος του πάλευε να νικήσει την εικόνα της Άννας Αργυρίου και την απουσία της Έλλης, που σε κάτι τέτοιες ώρες απραξίας έβρισκε την ευκαιρία να τρυπώνει μέσα του και να γίνεται ανυπόφορη. Το κεφάλι του έμοιαζε με βόμβα που από στιγμή σε στιγμή θα έσκαγε. Την έκρηξη όμως πρόλαβε το κλάμα της Λούνα που έφθασε στα αφτιά του κι ύστερα μια γυναικεία τσιριχτή φωνή.
«Όχι… Σταμάτα Μπίλλυ… Τι σε έπιασε;»
Ο Δημήτρης πετάχτηκε από το παγκάκι κι έτρεξε κοντά στη Λούνα η οποία ήταν πεσμένη στο τσιμέντο. Τα ματάκια της ήταν κλειστά ενώ καθώς την κρατούσε στην αγκαλιά του, ένιωσε το σώμα της να τρέμει. Δίπλα του η κοπέλα προσπαθούσε να ηρεμήσει τον μεγαλόσωμο σκύλο της.
«Είναι καλά;» τον ρώτησε. Ο Δημήτρης δεν απάντησε και συνέχισε να κοιτάξει σπιθαμή προς σπιθαμή το σώμα της Λούνα. Όταν είδε μια πληγή στο ποδαράκι της γύρισε προς την κοπέλα και της έριξε ένα αυστηρό βλέμμα.
«Συγγνώμη, δεν ξέρω τι τον έπιασε» προσπάθησε να δικαιολογηθεί εκείνη μα ο Δημήτρης δε μπόρεσε να συγκρατήσει το θυμό του.
«Αν δε μπορείς να τον ελέγξεις…» ούρλιαξε μα ένα ξεψυχισμένο γάβγισμα της Λούνα τον σταμάτησε.
Ο Δημήτρης με γρήγορο βήμα πήρε το δρόμο για τον κτηνίατρο χωρίς να ρίξει δεύτερη ματιά στην κοπέλα. Για αυτό και ξαφνιάστηκε όταν την είδε να τον περιμένει έξω από το ιατρείο.
«Όλα καλά;» τον ρώτησε όταν τον είδε να πλησιάζει κρατώντας τη Λούνα στην αγκαλιά του.
«Ναι, ευτυχώς δεν ήταν κάτι σοβαρό» απάντησε και τις έδειξε το δεμένο πόδι της σκυλίτσας του που ακόμη έτρεμε.
Κάθισαν στο παγκάκι της στάσης του λεωφορείου. Ο Μπίλλυ λούφαξε με τα αφτιά κατεβασμένα, δίπλα στα πόδια της κοπέλας.
«Ό,τι χρειαστεί θα το αναλάβω εγώ» είπε εκείνη και ο Δημήτρης για πρώτη φορά αντίκρισε το χλωμό πρόσωπο της.
«Δε χρειάζεται να αναλάβεις τίποτα» της είπε και χαμογέλασε θέλοντας να την κάνει να αισθανθεί καλύτερα.
«Συγγνώμη, μήπως θα μπορούσα να έχω κάποιο τηλέφωνο σας ώστε να σας καλέσω να μάθω πως πάει τις επόμενες μέρες;».
Ο Δημήτρης έβγαλε μια κάρτα που του είχαν δώσει από το περιοδικό. Την έδωσε στην κοπέλα και εκείνη έβαλε στο χέρι του τη δική της. Δικηγόρος, πρόλαβε να διαβάσει και την έβαλε γρήγορα στην τσέπη του.
Κόντευε μεσημέρι. Ο Δημήτρης ξαπλωμένος στον καναπέ του σαλονιού έχοντας τη Λούνα στην αγκαλιά του είχε ξεχάσει το μυθιστόρημα, τη συνέντευξη με την Άννα Αργυρίου, τη Μερόπη, την Έλλη… Στο μυαλό του υπήρχε μόνο η Ελπίδα, η νεαρή δικηγόρος την οποία γνώρισε εξαιτίας των δοντιών του σκύλου της. Το βλέμμα του έχει βυθιστεί στην κάρτα της ενώ στο μυαλό του μια φωνή ψιθύριζε συνέχεια το όνομα της. Όταν είδε τον αριθμό της στην οθόνη του κινητού του σάστισε για μερικά δευτερόλεπτα.
«Πήρα να ρωτήσω για τη Λούνα, ελπίζω να μην ενοχλώ».
«Όχι, δεν ενοχλείς…» άλλαξε τον χαζοχαρούμενο τόνο στη φωνή του με έναν πιο σοβαρό και συνέχισε εκείνος «Μια χαρά είναι η Λούνα, ξεκουράζεται».
«Υπέροχα! Θα μπορούσα κάποια στιγμή να περάσω να τη δω;» ρώτησε η Ελπίδα.
«Όποτε θες…» απάντησε ο Δημήτρης χωρίς αυτή τη φορά να μπορέσει να συγκρατήσει το χαζοχαρούμενο τόνο στη φωνή του.
Το ραντεβού ορίστηκε για το επόμενο πρωί στις έντεκα στο σπίτι του. Με το που έκλεισε το τηλέφωνο ο Δημήτρης άρχισε να μαζεύει το αχούρι, όπως συνήθιζε να αποκαλεί το σπίτι του. Σε μια σακούλα σκουπιδιών συγκέντρωσε τα πράγματα που είχε ξεχάσει η Έλλη και που εκείνος εδώ και δυο μήνες δεν τα είχε πειράξει: την οδοντόβουρτσα της από το μπάνιο, το άρωμα της από τη βιβλιοθήκη, μαζί και κάποια περιοδικά, δίσκους, βιβλία, τις φωτογραφίες από τις διακοπές του καλοκαιριού και μια ευχετήρια κάρτα που του είχε γράψει στα γενέθλια του και που ακόμα βρισκόταν στην πόρτα του ψυγείου κάτω από το μαγνητάκι που έγραφε Σ’ αγαπώ σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Αφού ξεμπέρδεψε με το σπίτι, την Έλλη σειρά είχε η Άννα Αργυρίου. Έκαστε στο γραφείο του. Προσπάθησε να συντάξει ξανά τις ερωτήσεις μα πάλι οι λέξεις τον είχαν προδώσει. Χωρίς να χάσει χρόνο μπήκε στο email του και έστειλε μήνυμα στην ηθοποιό «Η συνέντευξη ακυρώνεται» και αμέσως μετά στον διευθυντή του περιοδικού «Σας υποβάλλω την παραίτηση μου…».
Χαμογέλασε. Αν και θα δυσκολευόταν τους επόμενους μήνες με μόνο έσοδο το ενοίκιο από το πατρικό του, μέσα του ήξερε πως είχε πάρει τη σωστή απόφαση. Αποθήκευσε τα πρώτα κεφάλαια του μυθιστορήματος του στην επιφάνεια εργασίας σε ένα φάκελο που ονόμασε «Ημιτελές». Ίσως η Ελπίδα να ήταν αυτή που θα τον ενέπνεε να γράψει τη συνέχεια. Μα πως είσαι τόσο σίγουρος; Δεν την ξέρεις καθόλου. Δεν ξέρεις πως είναι η ζωή της, τι σκέφτεται… Αν είναι παντρεμένη, αν έχει παιδιά, φίλο… Βιάζεσαι… , ακούστηκε μια φωνή μέσα του.
«Κάθε νέα αρχή έχει και ρίσκο…» ψέλλισε και μπήκε κάτω από το ντους σφυρίζοντας έναν χαρούμενο σκοπό.
Όταν βγήκε από το μπάνιο ένιωθε ανάλαφρος ενώ η μορφή της Ελπίδας κέρδιζε όλο και περισσότερο έδαφος στο μυαλό του. Το τηλέφωνο ακούστηκε. Έτρεξε μήπως είναι εκείνη. Στην οθόνη είδε το όνομα του Σταυρού, ο μοναδικός φίλος από την περίοδο του στρατού.
«Βγήκαν τα αποτελέσματα» είπε και ο Δημήτρης θυμήθηκε τις εξετάσεις που είχε κάνει πριν μια βδομάδα στο μικροβιολογικό ιατρείο που δούλευε ο φίλος του.
«Και; Όλα καλά;» ρώτησε ο Δημήτρης χαμογελώντας στη Λούνα που είχε σηκώσει το κεφαλάκι της και τον κοιτούσε.
«Δυστυχώς… Πρέπει άμεσα να κάνουμε κι άλλες εξετάσεις» είπε ο Σταύρος και από τη φωνή του ο Δημήτρης κατάλαβε πως δεν ήταν κάποια από τις συνηθισμένες πλάκες του.
«Μ’ ακούς;» φώναξε ο Σταύρος καθώς ο Δημήτρης όλη αυτή την ώρα είχε μείνει σιωπηλός.
«Είναι αυτό που υποψιάζομαι;» ρώτησε μόνο. Η λέξη καρκίνος δεν βγήκε από το στόμα κανενός.
«Κοίτα Δημήτρη δε μπορώ να σου πω ψέματα. Τα πράγματα είναι σοβαρά…».
Ο Δημήτρης έκλεισε το τηλέφωνο και βούλιαξε στον καναπέ. Από τον καρκίνο είχε χάσει και τη μητέρα του. Μέσα σε ένα μήνα. Από τότε με κάθε ενόχληση έτρεχε για εξετάσεις και τώρα ο φόβος του επιβεβαιώθηκε.
Κάποιος του έκανε πλάκα. Σίγουρα δε μπορούσε να συμβαίνει αυτό και μάλιστα τώρα που ήταν έτοιμος να κάνει μια νέα αρχή. Άρχισε να κλαίει σα μικρό παιδί ενώ στο μυαλό του όσα είχε περάσει η μητέρα του τον τελευταίο μήνα της ζωής της παλεύοντας με την αρρώστια, έκαναν τον πόνο του αβάσταχτο. Όχι, δεν ήθελε να περάσει τα ίδια. Δεν είχε το κουράγιο να σηκώσει αυτό το σταυρό.
Σηκώθηκε από τον καναπέ. Η κάρτα της Ελπίδας έπεσε στο πάτωμα. Στην πίσω όψη της είδε τη διεύθυνση του γραφείου και του σπιτιού της. Κάθισε στο γραφείο του και σε ένα λευκό χαρτί έγραψε: Να μου την προσέχεις.
Μισή ώρα αργότερα βρισκόταν έξω από το σπίτι της, μια μικρή μονοκατοικία με αυλή στα Πετράλωνα. Άνοιξε τη σιδερένια πόρτα. Εκείνη έτριξε και ο θόρυβος της τον έκανε να σταματήσει για μερικά δευτερόλεφτα. Όταν κατάλαβε πως η παρουσία του δεν είχε γίνει αντιληπτή έφτασε ως την είσοδο του σπιτιού. Άφησε το καλάθι της Λούνα στο χαλάκι και έφυγε τρέχοντας.
Το επόμενο πρωί η είδηση του θανάτου του ήταν σε όλα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων ενώ οι παρουσιαστές των ειδήσεων ξεκινούσαν το δελτίο τους με την ίδια φράση:
«Τα ξημερώματα σαραντάχρονος άντρας έβαλε τέλος στη ζωή του κάνοντας βουτιά στο κενό από τον πέμπτο όροφο του διαμερίσματος του στο Κέντρο της Αθήνας».
*Ο Χάρης Γαντζούδης γεννήθηκε το Μάιο του 1985 στο Αγρίνιο και ζει στην Αθήνα. Το πρώτο του διήγημα «Το ταξίδι» δημοσιεύτηκε το Μάιο του 2012 στο Deity.gr και από τότε πολλά κείμενα του έχουν φιλοξενηθεί σε διάφορα blogs και περιοδικά. Διατηρεί μόνιμες στήλες στο BOOKTOUR (Ταξιδεύοντας με τα βιβλία) και στο MUSEEKart (Συναντήσεις Στη Πόλη).
Πηγή: fractalart.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Το αχνό φως που έφτανε στο διάδρομο από το παράθυρο του μπάνιου τον έκανε να σηκωθεί από τη θέση του. Πλησίασε την μπαλκονόπορτα και σήκωσε τα στόρια. Μικρές αχτίδες φωτός έλουσαν το δωμάτιο από άκρη σε άκρη. Κοίταξε το ρολόι στον απέναντι τοίχο. Οι δείκτες τον ενημέρωσαν πως είχαν περάσει έξι ώρες από τη στιγμή που κάθισε στο γραφείο. Τέντωσε τα χέρια του και τα κόκαλα του έτριξαν σπάζοντας τη σιωπή. Έκατσε ξανά στη δερμάτινη πολυθρόνα και κοίταξε την επιφάνεια του κειμενογράφου. Παρέμενε λευκή, άδεια. Ούτε μια λέξη δεν κατάφερε να γράψει λες και σε μια στιγμή αφηρημάδας κάποιος εχθρός είχε εισβάλει στο μυαλό του και τους τις είχε κλέψει όλες.
«Δε θα γράψω ποτέ αυτό το γαμημένο μυθιστόρημα» είπε και έσκισε τις σημειώσεις που είχε μπροστά του σε μικρά κομματάκια. Κι έτσι όπως τα πέταξε στον κάδο σκουπιδιών κάποια στροβιλίστηκαν για λίγο στον αέρα σα χαρτοπόλεμος. Παρακολούθησε τη σύντομη πορεία τους και καθώς τα είδε να πέφτουν στο πάτωμα ένιωσε και τη ζωή του να κυλιέται μαζί τους.
Δύο μήνες προσπαθούσε να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη και να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα. Κάθε βράδυ εδώ και δυο μήνες – από την στιγμή που τον παράτησε η ‘Έλλη, καθόταν στο γραφείο του, με τα στόρια κατεβασμένα και το κινητό κλειστό και προσπαθούσε να κάνει την αρχή μα μέχρι σήμερα δεν τα είχε καταφέρει.
Το μόνο που ήξερε ήταν ότι ήθελε να γράψει μια ιστορία για τον έρωτα, τη δύναμη του και ναι… στη δική του ιστορία θα κρατούσε για πάντα. Τίποτα δε θα μπορούσε να τον νικήσει. Οι χαρακτήρες του θα τσάκιζαν την καθημερινότητα και τη ρουτίνα της και θα έμεναν μαζί μέχρι το τέλος όπου ο θάνατος θα τους χώριζε για λίγο ώσπου να βρεθούν ξανά στην επόμενη ζωή, σε όλες τις επόμενες ζωές. Η ιστορία του θα ήταν η διάψευση όσων η Έλλη του φώναξε στα μούτρα εκείνο το βράδυ που του ζήτησε να χωρίσουν γιατί «Βαρέθηκα… Πνίγομαι… Βουλιάζω…». Και όταν θα διέψευδε εκείνη σειρά θα έπαιρναν όλοι αυτοί που ισχυρίζονται ότι οι έρωτες ξεβάφουν, σβήνουν, εξατμίζονται… Το βιβλίο του θα τους έδινε ένα καλό μάθημα.
Χαμογέλασε και άφησε το σώμα του να βουλιάξει στην πολυθρόνα. Στο μυαλό του η μια εικόνα διαδεχόταν την άλλη: παρουσιάσεις σε μεγάλα βιβλιοπωλεία, ο κόσμος να τον ακούει μαγεμένος, ο εκδότης να τον παρακαλά για αποκλειστική συνεργασία και κάπου στο βάθος η Έλλη μετανιωμένη…
Ο ήχος του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου διέκοψε απότομα την ονειροπόληση του.
«Κύριε Χρήστου, με χαρά να σας παραχωρήσω τη συνέντευξη που μου ζητάτε. Στείλτε μου λεπτομέρειες. Φιλικά Άννα Αργυρίου».
Ο Δημήτρης πήρε μια βαθιά ανάσα καθώς διάβασε το όνομα του αποστολέα. Φυλάκισε για μερικά δευτερόλεπτα τον αέρα μέσα του κι ύστερα τον φύσηξε με δύναμη σα να ήθελε μαζί του να διώξει όλη τη θλίψη που τον βάραινε. Αυτός ήταν για άλλα πράγματα. Τι δουλειά είχε να παρακαλά για συνέντευξη μια ατάλαντη ηθοποιό που κάποιος κουλτουριάρης σκηνοθέτης, ο οποίος θαύμασε το πλούσιο μπούστο και την ξανθιά της μπούκλα, την έπεισε πως ήταν το λιγότερο Κατίνα Παξινού; Αλλά ήταν και η ριμάδα η επιβίωση στη μέση και λίγο το παραμύθι του σκηνοθέτη, λίγο η συμμετοχή της σε καθημερινή σειρά, κάνα δυο σέξι φωτογραφήσεις και ο φημολογούμενος δεσμός της με γνωστό επιχειρηματία των Αθηνών, έκαναν την Αννούλα από το Μεσολόγγι πρώτο όνομα για κατανάλωση και για το Δημήτρη το επόμενο μεροκάματο.
Είχε περάσει σχεδόν μια δεκαετία από τη στιγμή που ο Δημήτρης πήρε την απόφαση να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Πάντα έγραφε ιστορίες, στιχάκια στα περιθώρια των βιβλίων που έσβηνε από ντροπή μη τύχη και τα δει ο διπλανός του. Ακόμη θυμάται τη φιλόλογο στο Λύκειο να του δίνει συγχαρητήρια για τις εκθέσεις του. Το γεγονός όμως, το οποίο οριστικοποίησε την απόφαση μέσα του ήταν ένας έπαινος σε ένα διαγωνισμό διηγήματος. Τότε ήταν που άφησε το Μαθηματικό στο δεύτερο έτος. Τη μέρα έκανε δουλειές του ποδαριού για να ζήσει και το βράδυ σκάρωνε μικρές ιστορίες. Κι όταν οι μικρές του ιστορίες βρήκαν στέγη σε ένα μικρό εκδοτικό του Κέντρου εκείνος πήρε σβάρνα εφημερίδες και περιοδικά. Μα ο δρόμος δεν ήταν εύκολος. Κάποιοι εργοδότες του έκλεισαν την πόρτα με το καλημέρα. Κάποιοι, αφού τον άφησαν να πει την καλημέρα, του είπαν «… αφήστε τα στοιχεία σας και θα σας ειδοποιήσουμε» ενώ κάποιοι άλλοι «… με χαρά να φιλοξενήσουμε τα κείμενα σας αλλά η εργασία σας θα είναι εθελοντική». Ο Δημήτρης όμως δεν το έβαλε κάτω. Συνέχισε να γράφει, να ψάχνει, να στέλνει βιογραφικά ώσπου η θετική απάντηση ενός κοινωνικού περιεχομένου περιοδικού – κοινός: ποιος χώρισε, ποιος παντρεύτηκε, που πήγε διακοπές ο τάδε, τι τρώει η πασίγνωστη τραγουδίστρια και διατηρεί αυτό το κορμί – του άνοιξε την πόρτα και εκείνος διστακτικά την πέρασε. «Είναι κι αυτό μια αρχή» ψέλλισε καθώς έβγαινε από το γραφείο του διευθυντή του ο οποίος το μόνο που του είχε ζητήσει ήταν αποκλειστικότητες. Έτσι, αυτή τη φορά ήταν η σειρά της Άννας Αργυρίου να είναι η αποκλειστικότητα του με την οποία θα πλήρωνε ΔΕΗ και κοινόχρηστα. Να γλυτώσει κι από την γκρίνια της Μερόπης, της διαχειρίστριας, η οποία κάθε φορά που τον τράκαρε στο ασανσέρ ή στην είσοδο της πολυκατοικίας και πριν τον αποχαιρετήσει, φρόντιζε να του θυμίζει την εκκρεμότητα «… Είναι κι εκείνα τα κοινόχρηστα… Όποτε μπορείς…».
Έγραψε το όνομα της ηθοποιού στο Google. Συνεντεύξεις, φωτογραφίες, βιντεάκια στο YouTube από τη συμμετοχή της στην καθημερινή σειρά, φήμες και βαρύγδουπες δηλώσεις τύπου «Σήμερα, δεν υπάρχουν πραγματικοί άνδρες…», περνούσαν μπροστά από τα μάτια του.
«Πότε θα πάρω το καπελάκι μου και θα φύγω» βγήκαν τα λόγια του Γιώργου Κωνσταντίνου από το στόμα του μαζί με τον καπνό του τσιγάρου.
Τριάντα δύο χρόνια ζούσε στην Αθήνα. Τα πρώτα είκοσι στο πατρικό του, στην Κυψέλη. Τα τελευταία δώδεκα στο μικρό δυάρι στην Καλλιδρομίου, στα Εξάρχεια. Βαρέθηκε. Πολλές φορές είχε σκεφτεί να εγκαταλείψει την Πρωτεύουσα και να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ύδρα, στο πατρικό της μητέρας του. Ένα διώροφο πέτρινο αρχοντικό που περνούσαν όλα τα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων και στο οποίο είχε εγκατασταθεί μόνιμα ο πατέρας του από τη στιγμή που εκείνη χάθηκε. Κι όλο περισσότερο τον τελευταίο καιρό αυτή η σκέψη περνούσε από το μυαλό του καθώς το μικρό δυάρι έμοιαζε άδειο μετά κι από το χαμό της Έλλης από τη ζωή του. Τέσσερα χρόνια μοιράζονταν το πρωινό στην κουζίνα, ταινίες στο σαλόνι, τη θέα του Λυκαβηττού τα βράδια από το μπαλκόνι… Ίσως να έφταιγε και η παρουσία του πατέρα του που δεν έπαιρνε απόφαση να κάνει το βήμα και να αφήσει πίσω του την Αθήνα.
Δεν είχαν ποτέ ιδιαίτερες σχέσης. «Είστε τόσο διαφορετικοί…» έλεγε συχνά η μητέρα του κι από τη στιγμή που χάθηκε κι εκείνη, ο συνδετικός του κρίκος, η σχέση τους έγινε ακόμη πιο τυπική: τρεις μέρες τα Χριστούγεννα, πέντε το Πάσχα, μια βδομάδα τον Δεκαπενταύγουστο. Πού και πού και κάποιο τηλέφωνο: σε γιορτές, σε γενέθλια και κάποιες φορές χωρίς λόγο λες και το αίμα ξυπνούσε και ζητούσε την επαφή.
Άνοιξε το word κι άρχισε να πληκτρολογεί τις ερωτήσεις που θα έκανε στην Άννα Αργυρίου. Πάνω που ήταν έτοιμος να συντάξει την ερώτηση για το φημολογούμενο δεσμό της με τον επιχειρηματία – και στην οποία βασιζόταν ώστε να πληρωθούν κοινόχρηστα και ΔΕΗ, η Λούνα, η μικρή του σκυλίτσα άρχισε να γλύφει τις γυμνές πατούσες του.
«Όχι τώρα Λούνα, έχει δουλειά ο μπαμπάς» είπε μα το μικρόσωμο κανίς δε συμμερίστηκε τα λόγια του. Μόνο άφησε δυο γαβγίσματα στον αέρα και έτρεξε αμέσως στο σαλόνι για να επιστρέψει αμέσως με το λουρί στο στόμα.
«Δε μου φτάνουν τα προβλήματα μου έχω κι εσένα» φώναξε ο Δημήτρης μα αμέσως μετάνιωσε και την πήρε στην αγκαλιά του. Τρεις βδομάδες είχαν περάσει από τη στιγμή που την είχε βρει στο πάρκο κοντά στο σπίτι του, βρώμικη, εξασθενημένη και με το σώμα της γεμάτο τσιμπούρια και ψύλλους. Στην αρχή σκέφτηκε να απευθυνθεί σε κάποια φιλοζωική μα από τις πρώτες ώρες την αγάπησε τόσο που του ήταν αδύνατον να την αποχωριστεί. Ήταν και η απουσία της Έλλης που συνέβαλε στην απόφαση του να την κρατήσει. Λίγες μέρες αργότερα, ένα απόγευμα που γυρνούσαν από τον κτηνίατρο, συνάντησε την Μερόπη στην είσοδο. Είδε τα μάτια της να γεμίζουν από την έκπληξη. Μετά από ένα μισοφαγωμένο «Καλημέρα…» κι ενώ ο Δημήτρης ήταν έτοιμος να μπει στο ασανσέρ, η διαχειρίστρια άφησε στην άκρη τα κοινόχρηστα και άλλαξε τροπάριο.
«Ξέρεις, σύμφωνα με τον κανονισμό τα ζώα δεν επιτρέπονται στην πολυκατοικία».
«Αρχίστε τις εξώσεις τότε» της απάντησε ο Δημήτρης και είδε για ακόμη μια φορά την έκπληξη στα μάτια της καθώς έκλεινε την πόρτα του ασανσέρ.
Κοίταξε ξανά το ρολόι. Κόντευε εφτά. Ώρα να βγουν την πρωινή τους βόλτα. Μπήκε στο μπάνιο κι έριξε κρύο νερό στο πρόσωπο του. οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του τον έκαναν να πάρει γρήγορα το βλέμμα του από τον καθρέφτη. Έστριψε ένα τσιγάρο για το δρόμο, φόρεσε το μπουφάν του και το λουρί στο λαιμό της Λούνα και βγήκαν από το σπίτι.
Το πάρκο ήταν έρημο. Το φθινόπωρο είχε καλύψει με κιτρινισμένα φύλλα το μεγαλύτερο μέρος του. Ο Δημήτρης απελευθέρωσε τη Λούνα από το λουρί της και κάθισε σε ένα παγκάκι. Άναψε το τσιγάρο του ενώ στο μυαλό του η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος του πάλευε να νικήσει την εικόνα της Άννας Αργυρίου και την απουσία της Έλλης, που σε κάτι τέτοιες ώρες απραξίας έβρισκε την ευκαιρία να τρυπώνει μέσα του και να γίνεται ανυπόφορη. Το κεφάλι του έμοιαζε με βόμβα που από στιγμή σε στιγμή θα έσκαγε. Την έκρηξη όμως πρόλαβε το κλάμα της Λούνα που έφθασε στα αφτιά του κι ύστερα μια γυναικεία τσιριχτή φωνή.
«Όχι… Σταμάτα Μπίλλυ… Τι σε έπιασε;»
Ο Δημήτρης πετάχτηκε από το παγκάκι κι έτρεξε κοντά στη Λούνα η οποία ήταν πεσμένη στο τσιμέντο. Τα ματάκια της ήταν κλειστά ενώ καθώς την κρατούσε στην αγκαλιά του, ένιωσε το σώμα της να τρέμει. Δίπλα του η κοπέλα προσπαθούσε να ηρεμήσει τον μεγαλόσωμο σκύλο της.
«Είναι καλά;» τον ρώτησε. Ο Δημήτρης δεν απάντησε και συνέχισε να κοιτάξει σπιθαμή προς σπιθαμή το σώμα της Λούνα. Όταν είδε μια πληγή στο ποδαράκι της γύρισε προς την κοπέλα και της έριξε ένα αυστηρό βλέμμα.
«Συγγνώμη, δεν ξέρω τι τον έπιασε» προσπάθησε να δικαιολογηθεί εκείνη μα ο Δημήτρης δε μπόρεσε να συγκρατήσει το θυμό του.
«Αν δε μπορείς να τον ελέγξεις…» ούρλιαξε μα ένα ξεψυχισμένο γάβγισμα της Λούνα τον σταμάτησε.
Ο Δημήτρης με γρήγορο βήμα πήρε το δρόμο για τον κτηνίατρο χωρίς να ρίξει δεύτερη ματιά στην κοπέλα. Για αυτό και ξαφνιάστηκε όταν την είδε να τον περιμένει έξω από το ιατρείο.
«Όλα καλά;» τον ρώτησε όταν τον είδε να πλησιάζει κρατώντας τη Λούνα στην αγκαλιά του.
«Ναι, ευτυχώς δεν ήταν κάτι σοβαρό» απάντησε και τις έδειξε το δεμένο πόδι της σκυλίτσας του που ακόμη έτρεμε.
Κάθισαν στο παγκάκι της στάσης του λεωφορείου. Ο Μπίλλυ λούφαξε με τα αφτιά κατεβασμένα, δίπλα στα πόδια της κοπέλας.
«Ό,τι χρειαστεί θα το αναλάβω εγώ» είπε εκείνη και ο Δημήτρης για πρώτη φορά αντίκρισε το χλωμό πρόσωπο της.
«Δε χρειάζεται να αναλάβεις τίποτα» της είπε και χαμογέλασε θέλοντας να την κάνει να αισθανθεί καλύτερα.
«Συγγνώμη, μήπως θα μπορούσα να έχω κάποιο τηλέφωνο σας ώστε να σας καλέσω να μάθω πως πάει τις επόμενες μέρες;».
Ο Δημήτρης έβγαλε μια κάρτα που του είχαν δώσει από το περιοδικό. Την έδωσε στην κοπέλα και εκείνη έβαλε στο χέρι του τη δική της. Δικηγόρος, πρόλαβε να διαβάσει και την έβαλε γρήγορα στην τσέπη του.
Κόντευε μεσημέρι. Ο Δημήτρης ξαπλωμένος στον καναπέ του σαλονιού έχοντας τη Λούνα στην αγκαλιά του είχε ξεχάσει το μυθιστόρημα, τη συνέντευξη με την Άννα Αργυρίου, τη Μερόπη, την Έλλη… Στο μυαλό του υπήρχε μόνο η Ελπίδα, η νεαρή δικηγόρος την οποία γνώρισε εξαιτίας των δοντιών του σκύλου της. Το βλέμμα του έχει βυθιστεί στην κάρτα της ενώ στο μυαλό του μια φωνή ψιθύριζε συνέχεια το όνομα της. Όταν είδε τον αριθμό της στην οθόνη του κινητού του σάστισε για μερικά δευτερόλεπτα.
«Πήρα να ρωτήσω για τη Λούνα, ελπίζω να μην ενοχλώ».
«Όχι, δεν ενοχλείς…» άλλαξε τον χαζοχαρούμενο τόνο στη φωνή του με έναν πιο σοβαρό και συνέχισε εκείνος «Μια χαρά είναι η Λούνα, ξεκουράζεται».
«Υπέροχα! Θα μπορούσα κάποια στιγμή να περάσω να τη δω;» ρώτησε η Ελπίδα.
«Όποτε θες…» απάντησε ο Δημήτρης χωρίς αυτή τη φορά να μπορέσει να συγκρατήσει το χαζοχαρούμενο τόνο στη φωνή του.
Το ραντεβού ορίστηκε για το επόμενο πρωί στις έντεκα στο σπίτι του. Με το που έκλεισε το τηλέφωνο ο Δημήτρης άρχισε να μαζεύει το αχούρι, όπως συνήθιζε να αποκαλεί το σπίτι του. Σε μια σακούλα σκουπιδιών συγκέντρωσε τα πράγματα που είχε ξεχάσει η Έλλη και που εκείνος εδώ και δυο μήνες δεν τα είχε πειράξει: την οδοντόβουρτσα της από το μπάνιο, το άρωμα της από τη βιβλιοθήκη, μαζί και κάποια περιοδικά, δίσκους, βιβλία, τις φωτογραφίες από τις διακοπές του καλοκαιριού και μια ευχετήρια κάρτα που του είχε γράψει στα γενέθλια του και που ακόμα βρισκόταν στην πόρτα του ψυγείου κάτω από το μαγνητάκι που έγραφε Σ’ αγαπώ σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Αφού ξεμπέρδεψε με το σπίτι, την Έλλη σειρά είχε η Άννα Αργυρίου. Έκαστε στο γραφείο του. Προσπάθησε να συντάξει ξανά τις ερωτήσεις μα πάλι οι λέξεις τον είχαν προδώσει. Χωρίς να χάσει χρόνο μπήκε στο email του και έστειλε μήνυμα στην ηθοποιό «Η συνέντευξη ακυρώνεται» και αμέσως μετά στον διευθυντή του περιοδικού «Σας υποβάλλω την παραίτηση μου…».
Χαμογέλασε. Αν και θα δυσκολευόταν τους επόμενους μήνες με μόνο έσοδο το ενοίκιο από το πατρικό του, μέσα του ήξερε πως είχε πάρει τη σωστή απόφαση. Αποθήκευσε τα πρώτα κεφάλαια του μυθιστορήματος του στην επιφάνεια εργασίας σε ένα φάκελο που ονόμασε «Ημιτελές». Ίσως η Ελπίδα να ήταν αυτή που θα τον ενέπνεε να γράψει τη συνέχεια. Μα πως είσαι τόσο σίγουρος; Δεν την ξέρεις καθόλου. Δεν ξέρεις πως είναι η ζωή της, τι σκέφτεται… Αν είναι παντρεμένη, αν έχει παιδιά, φίλο… Βιάζεσαι… , ακούστηκε μια φωνή μέσα του.
«Κάθε νέα αρχή έχει και ρίσκο…» ψέλλισε και μπήκε κάτω από το ντους σφυρίζοντας έναν χαρούμενο σκοπό.
Όταν βγήκε από το μπάνιο ένιωθε ανάλαφρος ενώ η μορφή της Ελπίδας κέρδιζε όλο και περισσότερο έδαφος στο μυαλό του. Το τηλέφωνο ακούστηκε. Έτρεξε μήπως είναι εκείνη. Στην οθόνη είδε το όνομα του Σταυρού, ο μοναδικός φίλος από την περίοδο του στρατού.
«Βγήκαν τα αποτελέσματα» είπε και ο Δημήτρης θυμήθηκε τις εξετάσεις που είχε κάνει πριν μια βδομάδα στο μικροβιολογικό ιατρείο που δούλευε ο φίλος του.
«Και; Όλα καλά;» ρώτησε ο Δημήτρης χαμογελώντας στη Λούνα που είχε σηκώσει το κεφαλάκι της και τον κοιτούσε.
«Δυστυχώς… Πρέπει άμεσα να κάνουμε κι άλλες εξετάσεις» είπε ο Σταύρος και από τη φωνή του ο Δημήτρης κατάλαβε πως δεν ήταν κάποια από τις συνηθισμένες πλάκες του.
«Μ’ ακούς;» φώναξε ο Σταύρος καθώς ο Δημήτρης όλη αυτή την ώρα είχε μείνει σιωπηλός.
«Είναι αυτό που υποψιάζομαι;» ρώτησε μόνο. Η λέξη καρκίνος δεν βγήκε από το στόμα κανενός.
«Κοίτα Δημήτρη δε μπορώ να σου πω ψέματα. Τα πράγματα είναι σοβαρά…».
Ο Δημήτρης έκλεισε το τηλέφωνο και βούλιαξε στον καναπέ. Από τον καρκίνο είχε χάσει και τη μητέρα του. Μέσα σε ένα μήνα. Από τότε με κάθε ενόχληση έτρεχε για εξετάσεις και τώρα ο φόβος του επιβεβαιώθηκε.
Κάποιος του έκανε πλάκα. Σίγουρα δε μπορούσε να συμβαίνει αυτό και μάλιστα τώρα που ήταν έτοιμος να κάνει μια νέα αρχή. Άρχισε να κλαίει σα μικρό παιδί ενώ στο μυαλό του όσα είχε περάσει η μητέρα του τον τελευταίο μήνα της ζωής της παλεύοντας με την αρρώστια, έκαναν τον πόνο του αβάσταχτο. Όχι, δεν ήθελε να περάσει τα ίδια. Δεν είχε το κουράγιο να σηκώσει αυτό το σταυρό.
Σηκώθηκε από τον καναπέ. Η κάρτα της Ελπίδας έπεσε στο πάτωμα. Στην πίσω όψη της είδε τη διεύθυνση του γραφείου και του σπιτιού της. Κάθισε στο γραφείο του και σε ένα λευκό χαρτί έγραψε: Να μου την προσέχεις.
Μισή ώρα αργότερα βρισκόταν έξω από το σπίτι της, μια μικρή μονοκατοικία με αυλή στα Πετράλωνα. Άνοιξε τη σιδερένια πόρτα. Εκείνη έτριξε και ο θόρυβος της τον έκανε να σταματήσει για μερικά δευτερόλεφτα. Όταν κατάλαβε πως η παρουσία του δεν είχε γίνει αντιληπτή έφτασε ως την είσοδο του σπιτιού. Άφησε το καλάθι της Λούνα στο χαλάκι και έφυγε τρέχοντας.
Το επόμενο πρωί η είδηση του θανάτου του ήταν σε όλα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων ενώ οι παρουσιαστές των ειδήσεων ξεκινούσαν το δελτίο τους με την ίδια φράση:
«Τα ξημερώματα σαραντάχρονος άντρας έβαλε τέλος στη ζωή του κάνοντας βουτιά στο κενό από τον πέμπτο όροφο του διαμερίσματος του στο Κέντρο της Αθήνας».
*Ο Χάρης Γαντζούδης γεννήθηκε το Μάιο του 1985 στο Αγρίνιο και ζει στην Αθήνα. Το πρώτο του διήγημα «Το ταξίδι» δημοσιεύτηκε το Μάιο του 2012 στο Deity.gr και από τότε πολλά κείμενα του έχουν φιλοξενηθεί σε διάφορα blogs και περιοδικά. Διατηρεί μόνιμες στήλες στο BOOKTOUR (Ταξιδεύοντας με τα βιβλία) και στο MUSEEKart (Συναντήσεις Στη Πόλη).
Πηγή: fractalart.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου