Δημήτρης Μηλάκας
Επιχειρώντας κάποιος να έχει μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα για την πράγματι σημαντική επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στην αμερικανική πρωτεύουσα την ερχόμενη εβδομάδα θα πρέπει να ανιχνεύσει τις απαντήσεις σε τρία ερωτήματα:
Οι κυβερνητικοί επιτελείς που προετοιμάζουν τη συνάντηση του πρωθυπουργού με τον πλανητάρχη υιοθετούν μια αισιόδοξη, αλλά «λειψή» διατύπωση για να περιγράψουν την επικείμενη συνάντησή του με τον πλανητάρχη Ντόναλντ Τραμπ: «Η κρίση δημιουργεί ευκαιρίες». Περισσότερο κοντά στην πραγματικότητα, ωστόσο, η εν λόγω διατύπωση θα μπορούσε να είναι ότι «η κρίση δημιουργεί (για κάποιους) ευκαιρίες εις βάρος των κατεστραμμένων ή αυτών που πρόκειται να καταστραφούν».
Πράγματι η πρόσκληση του Λευκού Οίκου στον πρωθυπουργό συμπίπτει με την κλιμάκωση της γεωπολιτικής κρίσης και αστάθειας στην ευρύτερη περιοχή, γεγονός που υποχρεώνει την υπερδύναμη να αναδιατάξει τις δυνάμεις της και να αναδιατυπώσει τους σχεδιασμούς της.
Ταυτόχρονα, από ελληνικής σκοπιάς, η επίσκεψη Τσίπρα στην Ουάσιγκτον συμπίπτει με την προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να διατυπώσει μια νέα πολιτική ρητορική που θα ισχυρίζεται ότι περιγράφει την έξοδο της χώρας από την κρίση, το τέλος των μνημονίων, της ξένης εποπτείας και θα υπόσχεται θετικές προοπτικές για την Ελλάδα, αλλά και για το κυβερνών κόμμα.
Προφανώς αυτοί που έχουν την πρωτοβουλία της συνάντησης είναι οι Αμερικανοί. Ο Τραμπ – και ο εκάστοτε πλανητάρχης – δεν σπαταλά ούτε προσφέρει τον χρόνο του για να φωτογραφηθεί μαζί με τους «υποτελείς» του. Και όταν ο πλανητάρχης προσφέρει μια φωτογραφία στο πολιτικό προσωπικό των «επαρχιών», το κάνει αφού εξασφαλίσει τα ανταλλάγματα.
Από την πλευρά των «επαρχιωτών» που σπεύδουν στην Ουάσιγκτον, τις περισσότερες φορές μια φωτογραφία στο Οβάλ Γραφείο είναι ικανοποιητικό –ή και το μόνο– αντάλλαγμα με το οποίο επιστρέφουν για να επιδείξουν στους ψηφοφόρους τους την υποτιθέμενη στενή σχέση και προστασία που έχουν εξασφαλίσει με την υπερδύναμη. Τα όσα έχουν αφήσει ως προσφορά στην Ουάσιγκτον κατά κανόνα κρύβονται από το επικοινωνιακό κάδρο.
Ας κάνουμε, λοιπόν, την προσπάθεια να δούμε την επίσκεψη του πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο με τη δέουσα προσοχή –καθώς, όπως είπαμε, ο πλανητάρχης δεν φωτογραφίζεται «τζάμπα»– τοποθετώντας την στο κάδρο των ευρύτερων (γεωπολιτικών) εξελίξεων στην περιοχή.
Στην Ουάσιγκτον εδώ και χρόνια προετοιμάζονται για να αντιμετωπίσουν την αποσύνδεση της Τουρκίας από το δυτικό (αμερικανικό) άρμα. Άλλωστε, κοιτάζοντας την πορεία της Τουρκίας μέσα στον χρόνο, διαπιστώνει κανείς ότι μόλις για έναν αιώνα (τον εικοστό) προσπάθησε να κινηθεί προς –και να διασυνδεθεί με– τη Δύση. Επί αιώνες η Τουρκία στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρξε χώρα - πυρήνας (ηγέτιδα δύναμη) του Ισλάμ. Οι προσπάθειες εκδυτικισμού της που έκανε ο Κεμάλ Ατατούρκ άλλαξαν για έναν αιώνα τη φυσιογνωμία της Τουρκίας, ωστόσο ουδέποτε τη μετέτρεψαν σε μια χώρα της Δύσης.
Τελικά, όπως παρατήρησε από το 1996 ο καθηγητής (και ταυτόχρονα ένας από τους επιτελείς για τη διαμόρφωση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής) Σάμουελ Χάντινγκτον στο σπουδαίο βιβλίο του «Η σύγκρουση των πολιτισμών», το αποτέλεσμα της προσπάθειας του Ατατούρκ για τον δυτικό εκσυγχρονισμό της μετέτρεψε την Τουρκία σε μια διχασμένη χώρα. Γράφει ο Χάντινγκτον:
«Εδώ και πολλά χρόνια η Τουρκία ικανοποιεί δύο από τις τρεις προϋποθέσεις που χρειάζεται μια διχασμένη χώρα για να αλλάξει την πολιτισμική της ταυτότητα (να γίνει δηλαδή δυτική). Οι ελίτ της Τουρκίας υποστηρίζουν (τη δεκαετία που έγραφε ο Χάντινγκτον) συντριπτικά αυτήν την αλλαγή και ο λαός συναινεί. Ωστόσο οι ελίτ του αποδέκτη πολιτισμού, δηλαδή του δυτικού, δεν είναι συγκαταβατικές. Όσο το ζήτημα εκκρεμεί, η αναβίωση του Ισλάμ στην Τουρκία γεννά αντιδυτικά αισθήματα στον λαό και αρχίζει να υπονομεύει την κοσμική φιλοδυτική ελίτ.
Τα εμπόδια που αντιμετωπίζει η Τουρκία στην πορεία του εξευρωπαϊσμού της, η περιορισμένη δυνατότητά της να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στις τουρκικές πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, καθώς και η εμφάνιση του ισλαμισμού, που διαβρώνει την κληρονομιά του Ατατούρκ, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Τουρκία θα παραμείνει μια διχασμένη χώρα».
Αυτό, πάντως, που σήμερα αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ σε σχέση με τις επιλογές της Τουρκίας δεν είναι το ότι παραμένει μια διχασμένη χώρα. Το πρόβλημα για την Ουάσιγκτον προέκυψε από τη στιγμή που έγινε σαφές ότι η Τουρκία αποφάσισε να κλείσει την παρένθεση του ενός αιώνα προσπαθειών να εκδυτικιστεί και να επιστρέψει σε αυτό που υπήρξε επί αιώνες.
Ο Χάντινγκτον στη «Σύγκρουση των πολιτισμών» είχε διατυπώσει ένα σχετικό ερώτημα που μοιάζει μάλλον με σενάριο προσομοίωσης πάνω στο οποίο δούλεψαν και προετοιμάστηκαν οι αμερικανικές διπλωματικές (και άλλες) υπηρεσίες:
«Τι θα συνέβαινε όμως (γράφει το 1996 ο Χάντινγκτον) αν η Τουρκία αποφάσιζε να επαναπροσδιορίσει τη θέση της; Κάποια στιγμή η Τουρκία θα μπορέσει να εγκαταλείψει τον κουραστικό και εξευτελιστικό ρόλο του ζητιάνου, που ικετεύει να γίνει μέλος της Δύσης, και να συνεχίσει τον εντυπωσιακό και σοβαρό ιστορικό της ρόλο ως του σημαντικότερου ισλαμικού συνομιλητή και ανταγωνιστή της Δύσης. (...)
Όμως, για να το πετύχει (έγραφε ο Χάντινγκτον το 1996), θα πρέπει να απορρίψει την κληρονομιά του Ατατούρκ. Επιπλέον θα χρειαστεί ένας ηγέτης της εμβέλειας του Ατατούρκ που θα συνδύαζε την πολιτική με τη θρησκευτική νομιμοποίηση για να μετατρέψει την Τουρκία από διχασμένη χώρα σε κράτος πυρήνα» του Ισλάμ...
Μέσα από αυτό το αμερικανικό αναλυτικό πρίσμα η Τουρκία εμφανίζεται ως ασταθής κρίκος του διπλωματικού και (κατά κύριο λόγο) στρατιωτικού οικοδομήματος που είχε διαμορφωθεί για την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων και ταυτόχρονα τη διαιώνιση της αμερικανικής παρουσίας στην περιοχή.
Πάνω απ’ όλα, αυτή η οπτική μάς βοηθά να κατανοήσουμε τον «έρωτα» των Αμερικανών για την Ελλάδα και να αντιληφθούμε τι ακριβώς ζητούν προσκαλώντας τον Έλληνα πρωθυπουργό στον Λευκό Οίκο.
Ως «αυτοκράτορες» οι Αμερικανοί προφανώς θέλουν τα πάντα από τα κράτη - υπηκόους που είναι προσδεδεμένα στο άρμα τους. Μάλιστα, όσο πιο ανίσχυρη είναι μια χώρα, τόσο περισσότερο η αμερικανική επιθυμία ακούγεται ως διαταγή.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η Ελλάδα, αν και κατεστραμμένη οικονομικά από την κρίση, η οποία βαδίζει τώρα στον όγδοο χρόνο, ουδέποτε αμφισβήτησε τις συμβατικές υποχρεώσεις της (που συνεπάγονται οικονομικό κόστος) προς το «αμερικανικό ταμείο της Δήλου», δηλαδή τη ΝΑΤΟϊκή στρατιωτική συμμαχία. Εκεί οι ελληνικές κυβερνήσεις (συμπεριλαμβανομένης και της σημερινής αριστερής), που κόβουν μισθούς, συντάξεις και ξεχειλώνουν το δίχτυ κοινωνικής προστασίας και ασφάλειας, καταβάλλουν αδιαμαρτύρητα το 2% του ΑΕΠ, όπως ορίζει το καταστατικό του ΝΑΤΟ.
Δεδομένης και αποδεδειγμένης της «υποταγής» της ελληνικής κυβέρνησης στις δεσμεύσεις και στις συμβατικές υποχρεώσεις της χώρας απέναντι στη ΝΑΤΟϊκή συμμαχία, η Ουάσιγκτον έχει ήδη ετοιμάσει τον κατάλογο των νέων αιτημάτων της γνωρίζοντας ότι αυτά, λίγο - πολύ, ακούγονται από τους Έλληνες κυβερνώντες ως εντολές.
Στην προκειμένη περίπτωση οι εξελίξεις στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και κυρίως η εκτίμηση της Ουάσιγκτον ότι τελικά η Τουρκία οδεύει προς απαγκίστρωση από τη Δύση υποχρεώνουν τις ΗΠΑ να αναδιοργανώσουν τη στρατιωτική τους παρουσία στην περιοχή. Ζητούν λοιπόν:
Για την ελληνική κυβέρνηση η ιεράρχηση των ανταλλαγμάτων που θα μπορούσε να ζητήσει από την Ουάσιγκτον φαίνεται ότι γίνεται με γνώμονα τις τρέχουσες πολιτικές της ανάγκες. Η επικοινωνιακή αξιοποίηση του ραντεβού του πρωθυπουργού με τον πλανητάρχη αποτελεί το πρώτιστο μέλημα.
Υπ’ αυτήν την έννοια οι Αμερικανοί γνωρίζουν ότι οι θετικές δηλώσεις για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, οι υποσχέσεις υποστήριξης για την απομείωση του χρέους και οι διακηρύξεις για την πατροπαράδοτη ελληνοαμερικανική φιλία θα ικανοποιήσουν με μηδαμινό γι’ αυτούς κόστος την ελληνική κυβέρνηση.
Αυτά είναι τα μόνα δεδομένα κέρδη –σημαντικά σε επικοινωνιακό επίπεδο– που θα εισπράξει –αφού έχει ικανοποιήσει τα αμερικανικά αιτήματα– ο πρωθυπουργός στην Ουάσιγκτον. Από εκεί και πέρα τα πράγματα, δηλαδή για ελληνικά αιτήματα που συνεπάγονται κόστος για την Ουάσιγκτον, δυσκολεύουν. Η ελληνική κυβέρνηση θα ήθελε:
Κάποια από τα πιο πάνω ελληνικά αιτήματα (το θέμα της ΑΟΖ για παράδειγμα) έχουν ήδη απαγορευτεί (ως μη ώριμα να μπουν στην τρέχουσα ατζέντα σε αυτήν τη φάση) από τους Αμερικανούς. Κάποια άλλα είναι απλώς εκτός αμερικανικών δυνατοτήτων, όπως για παράδειγμα η αμερικανική πίεση προς τους Ευρωπαίους (Γερμανούς) να απομειώσουν το ελληνικό χρέος.
Όσο για τα αμερικανικά κεφάλαια, αυτά κινούνται ακόμα και παρά τις οδηγίες των Αμερικανών προέδρων όπου υπάρχει ευκαιρία να πολλαπλασιαστούν.
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, όπως παρατηρούν έμπειροι διπλωμάτες στην Αθήνα, ο κίνδυνος που προκύπτει είναι τα κέρδη που προσδοκά η ελληνική πλευρά να περιοριστούν μόνο στα ωραία λόγια, τα οποία οι Αμερικανοί εύκολα μπορούν να προσφέρουν αφού δεν τους κοστίζουν τίποτε.
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, τα αμερικανικά αιτήματα που καλείται να ικανοποιήσει η ελληνική κυβέρνηση είναι κάτι παραπάνω από χειροπιαστά...
Πηγή: topontiki.gr
Δημήτρης Μηλάκας: Σχετικά με το Συντάκτη
Τα ανταλλάγματα του πλανητάρχη και η φωτογραφία στο Οβάλ Γραφείο
Επιχειρώντας κάποιος να έχει μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα για την πράγματι σημαντική επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στην αμερικανική πρωτεύουσα την ερχόμενη εβδομάδα θα πρέπει να ανιχνεύσει τις απαντήσεις σε τρία ερωτήματα:
- Σε ποιο ευρύτερο πλαίσιο (γεωπολιτικών) εξελίξεων γίνεται η συνάντηση;
- Τι θέλουν οι Αμερικανοί;
- Τι θέλει η ελληνική πλευρά;
Οι κυβερνητικοί επιτελείς που προετοιμάζουν τη συνάντηση του πρωθυπουργού με τον πλανητάρχη υιοθετούν μια αισιόδοξη, αλλά «λειψή» διατύπωση για να περιγράψουν την επικείμενη συνάντησή του με τον πλανητάρχη Ντόναλντ Τραμπ: «Η κρίση δημιουργεί ευκαιρίες». Περισσότερο κοντά στην πραγματικότητα, ωστόσο, η εν λόγω διατύπωση θα μπορούσε να είναι ότι «η κρίση δημιουργεί (για κάποιους) ευκαιρίες εις βάρος των κατεστραμμένων ή αυτών που πρόκειται να καταστραφούν».
Πράγματι η πρόσκληση του Λευκού Οίκου στον πρωθυπουργό συμπίπτει με την κλιμάκωση της γεωπολιτικής κρίσης και αστάθειας στην ευρύτερη περιοχή, γεγονός που υποχρεώνει την υπερδύναμη να αναδιατάξει τις δυνάμεις της και να αναδιατυπώσει τους σχεδιασμούς της.
Ταυτόχρονα, από ελληνικής σκοπιάς, η επίσκεψη Τσίπρα στην Ουάσιγκτον συμπίπτει με την προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να διατυπώσει μια νέα πολιτική ρητορική που θα ισχυρίζεται ότι περιγράφει την έξοδο της χώρας από την κρίση, το τέλος των μνημονίων, της ξένης εποπτείας και θα υπόσχεται θετικές προοπτικές για την Ελλάδα, αλλά και για το κυβερνών κόμμα.
Προφανώς αυτοί που έχουν την πρωτοβουλία της συνάντησης είναι οι Αμερικανοί. Ο Τραμπ – και ο εκάστοτε πλανητάρχης – δεν σπαταλά ούτε προσφέρει τον χρόνο του για να φωτογραφηθεί μαζί με τους «υποτελείς» του. Και όταν ο πλανητάρχης προσφέρει μια φωτογραφία στο πολιτικό προσωπικό των «επαρχιών», το κάνει αφού εξασφαλίσει τα ανταλλάγματα.
Από την πλευρά των «επαρχιωτών» που σπεύδουν στην Ουάσιγκτον, τις περισσότερες φορές μια φωτογραφία στο Οβάλ Γραφείο είναι ικανοποιητικό –ή και το μόνο– αντάλλαγμα με το οποίο επιστρέφουν για να επιδείξουν στους ψηφοφόρους τους την υποτιθέμενη στενή σχέση και προστασία που έχουν εξασφαλίσει με την υπερδύναμη. Τα όσα έχουν αφήσει ως προσφορά στην Ουάσιγκτον κατά κανόνα κρύβονται από το επικοινωνιακό κάδρο.
Ας κάνουμε, λοιπόν, την προσπάθεια να δούμε την επίσκεψη του πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο με τη δέουσα προσοχή –καθώς, όπως είπαμε, ο πλανητάρχης δεν φωτογραφίζεται «τζάμπα»– τοποθετώντας την στο κάδρο των ευρύτερων (γεωπολιτικών) εξελίξεων στην περιοχή.
Η Τουρκία «φεύγει»
Στην Ουάσιγκτον εδώ και χρόνια προετοιμάζονται για να αντιμετωπίσουν την αποσύνδεση της Τουρκίας από το δυτικό (αμερικανικό) άρμα. Άλλωστε, κοιτάζοντας την πορεία της Τουρκίας μέσα στον χρόνο, διαπιστώνει κανείς ότι μόλις για έναν αιώνα (τον εικοστό) προσπάθησε να κινηθεί προς –και να διασυνδεθεί με– τη Δύση. Επί αιώνες η Τουρκία στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρξε χώρα - πυρήνας (ηγέτιδα δύναμη) του Ισλάμ. Οι προσπάθειες εκδυτικισμού της που έκανε ο Κεμάλ Ατατούρκ άλλαξαν για έναν αιώνα τη φυσιογνωμία της Τουρκίας, ωστόσο ουδέποτε τη μετέτρεψαν σε μια χώρα της Δύσης.
Τελικά, όπως παρατήρησε από το 1996 ο καθηγητής (και ταυτόχρονα ένας από τους επιτελείς για τη διαμόρφωση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής) Σάμουελ Χάντινγκτον στο σπουδαίο βιβλίο του «Η σύγκρουση των πολιτισμών», το αποτέλεσμα της προσπάθειας του Ατατούρκ για τον δυτικό εκσυγχρονισμό της μετέτρεψε την Τουρκία σε μια διχασμένη χώρα. Γράφει ο Χάντινγκτον:
«Εδώ και πολλά χρόνια η Τουρκία ικανοποιεί δύο από τις τρεις προϋποθέσεις που χρειάζεται μια διχασμένη χώρα για να αλλάξει την πολιτισμική της ταυτότητα (να γίνει δηλαδή δυτική). Οι ελίτ της Τουρκίας υποστηρίζουν (τη δεκαετία που έγραφε ο Χάντινγκτον) συντριπτικά αυτήν την αλλαγή και ο λαός συναινεί. Ωστόσο οι ελίτ του αποδέκτη πολιτισμού, δηλαδή του δυτικού, δεν είναι συγκαταβατικές. Όσο το ζήτημα εκκρεμεί, η αναβίωση του Ισλάμ στην Τουρκία γεννά αντιδυτικά αισθήματα στον λαό και αρχίζει να υπονομεύει την κοσμική φιλοδυτική ελίτ.
Τα εμπόδια που αντιμετωπίζει η Τουρκία στην πορεία του εξευρωπαϊσμού της, η περιορισμένη δυνατότητά της να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στις τουρκικές πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, καθώς και η εμφάνιση του ισλαμισμού, που διαβρώνει την κληρονομιά του Ατατούρκ, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Τουρκία θα παραμείνει μια διχασμένη χώρα».
Αυτό, πάντως, που σήμερα αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ σε σχέση με τις επιλογές της Τουρκίας δεν είναι το ότι παραμένει μια διχασμένη χώρα. Το πρόβλημα για την Ουάσιγκτον προέκυψε από τη στιγμή που έγινε σαφές ότι η Τουρκία αποφάσισε να κλείσει την παρένθεση του ενός αιώνα προσπαθειών να εκδυτικιστεί και να επιστρέψει σε αυτό που υπήρξε επί αιώνες.
Ο Χάντινγκτον στη «Σύγκρουση των πολιτισμών» είχε διατυπώσει ένα σχετικό ερώτημα που μοιάζει μάλλον με σενάριο προσομοίωσης πάνω στο οποίο δούλεψαν και προετοιμάστηκαν οι αμερικανικές διπλωματικές (και άλλες) υπηρεσίες:
«Τι θα συνέβαινε όμως (γράφει το 1996 ο Χάντινγκτον) αν η Τουρκία αποφάσιζε να επαναπροσδιορίσει τη θέση της; Κάποια στιγμή η Τουρκία θα μπορέσει να εγκαταλείψει τον κουραστικό και εξευτελιστικό ρόλο του ζητιάνου, που ικετεύει να γίνει μέλος της Δύσης, και να συνεχίσει τον εντυπωσιακό και σοβαρό ιστορικό της ρόλο ως του σημαντικότερου ισλαμικού συνομιλητή και ανταγωνιστή της Δύσης. (...)
Όμως, για να το πετύχει (έγραφε ο Χάντινγκτον το 1996), θα πρέπει να απορρίψει την κληρονομιά του Ατατούρκ. Επιπλέον θα χρειαστεί ένας ηγέτης της εμβέλειας του Ατατούρκ που θα συνδύαζε την πολιτική με τη θρησκευτική νομιμοποίηση για να μετατρέψει την Τουρκία από διχασμένη χώρα σε κράτος πυρήνα» του Ισλάμ...
Μέσα από αυτό το αμερικανικό αναλυτικό πρίσμα η Τουρκία εμφανίζεται ως ασταθής κρίκος του διπλωματικού και (κατά κύριο λόγο) στρατιωτικού οικοδομήματος που είχε διαμορφωθεί για την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων και ταυτόχρονα τη διαιώνιση της αμερικανικής παρουσίας στην περιοχή.
- Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα εξηγούνται τόσο οι συνεχιζόμενες με πολλαπλασιαζόμενη ένταση τουρκο-δυτικές (αμερικανικές) κόντρες. Εξηγείται επίσης η επιμονή των Αμερικανών να δημιουργήσουν κουρδικό κράτος - προτεκτοράτο (τους) στα νότια της Τουρκίας.
- Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, τέλος, εξηγείται το πραξικόπημα που στόχο είχε την ανατροπή - θάνατο του Ερντογάν ως η τελευταία προσπάθεια ανάσχεσης της απομάκρυνσης της Τουρκίας από τη Δύση.
Πάνω απ’ όλα, αυτή η οπτική μάς βοηθά να κατανοήσουμε τον «έρωτα» των Αμερικανών για την Ελλάδα και να αντιληφθούμε τι ακριβώς ζητούν προσκαλώντας τον Έλληνα πρωθυπουργό στον Λευκό Οίκο.
Τι θέλουν οι Αμερικανοί
Ως «αυτοκράτορες» οι Αμερικανοί προφανώς θέλουν τα πάντα από τα κράτη - υπηκόους που είναι προσδεδεμένα στο άρμα τους. Μάλιστα, όσο πιο ανίσχυρη είναι μια χώρα, τόσο περισσότερο η αμερικανική επιθυμία ακούγεται ως διαταγή.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η Ελλάδα, αν και κατεστραμμένη οικονομικά από την κρίση, η οποία βαδίζει τώρα στον όγδοο χρόνο, ουδέποτε αμφισβήτησε τις συμβατικές υποχρεώσεις της (που συνεπάγονται οικονομικό κόστος) προς το «αμερικανικό ταμείο της Δήλου», δηλαδή τη ΝΑΤΟϊκή στρατιωτική συμμαχία. Εκεί οι ελληνικές κυβερνήσεις (συμπεριλαμβανομένης και της σημερινής αριστερής), που κόβουν μισθούς, συντάξεις και ξεχειλώνουν το δίχτυ κοινωνικής προστασίας και ασφάλειας, καταβάλλουν αδιαμαρτύρητα το 2% του ΑΕΠ, όπως ορίζει το καταστατικό του ΝΑΤΟ.
Δεδομένης και αποδεδειγμένης της «υποταγής» της ελληνικής κυβέρνησης στις δεσμεύσεις και στις συμβατικές υποχρεώσεις της χώρας απέναντι στη ΝΑΤΟϊκή συμμαχία, η Ουάσιγκτον έχει ήδη ετοιμάσει τον κατάλογο των νέων αιτημάτων της γνωρίζοντας ότι αυτά, λίγο - πολύ, ακούγονται από τους Έλληνες κυβερνώντες ως εντολές.
Στην προκειμένη περίπτωση οι εξελίξεις στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και κυρίως η εκτίμηση της Ουάσιγκτον ότι τελικά η Τουρκία οδεύει προς απαγκίστρωση από τη Δύση υποχρεώνουν τις ΗΠΑ να αναδιοργανώσουν τη στρατιωτική τους παρουσία στην περιοχή. Ζητούν λοιπόν:
- Εξοπλιστικά προγράμματα προς χάριν των θέσεων εργασίας των αμερικανικών πολεμικών βιομηχανιών.
- Νέα πενταετή συμφωνία χρήσης της βάσης της Σούδας.
- Νέες ναυτικές διευκολύνσεις (λιμάνια) για απαραίτητους ελλιμενισμούς των πολεμικών πλοίων τους.
- Νεώριο Σύρου προσαρμοσμένο για τις επισκευαστικές ανάγκες του αμερικανικού στόλου.
- Δυνατότητα χρήσης από αμερικανικές αεροπορικές δυνάμεις κάποιων στρατιωτικών αεροδρομίων της χώρας.
- Απόλυτη προσαρμογή στους αμερικανικούς ενεργειακούς σχεδιασμούς που αποκλείουν τους Ρώσους από το παιχνίδι των νότιων δρόμων μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Τι θέλει η ελληνική κυβέρνηση
Για την ελληνική κυβέρνηση η ιεράρχηση των ανταλλαγμάτων που θα μπορούσε να ζητήσει από την Ουάσιγκτον φαίνεται ότι γίνεται με γνώμονα τις τρέχουσες πολιτικές της ανάγκες. Η επικοινωνιακή αξιοποίηση του ραντεβού του πρωθυπουργού με τον πλανητάρχη αποτελεί το πρώτιστο μέλημα.
Υπ’ αυτήν την έννοια οι Αμερικανοί γνωρίζουν ότι οι θετικές δηλώσεις για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, οι υποσχέσεις υποστήριξης για την απομείωση του χρέους και οι διακηρύξεις για την πατροπαράδοτη ελληνοαμερικανική φιλία θα ικανοποιήσουν με μηδαμινό γι’ αυτούς κόστος την ελληνική κυβέρνηση.
Αυτά είναι τα μόνα δεδομένα κέρδη –σημαντικά σε επικοινωνιακό επίπεδο– που θα εισπράξει –αφού έχει ικανοποιήσει τα αμερικανικά αιτήματα– ο πρωθυπουργός στην Ουάσιγκτον. Από εκεί και πέρα τα πράγματα, δηλαδή για ελληνικά αιτήματα που συνεπάγονται κόστος για την Ουάσιγκτον, δυσκολεύουν. Η ελληνική κυβέρνηση θα ήθελε:
- Απτή παρέμβαση των ΗΠΑ στο ΔΝΤ με τρόπο που να διευκολύνει το ελληνικό σχέδιο τερματισμού του μνημονίου.
- Σκληρή - αποτελεσματική παρέμβαση στους Ευρωπαίους για ευνοϊκή αντιμετώπιση του ελληνικού χρέους.
- Επίμονη οδηγία σε αμερικανικά κεφάλαια να κατευθυνθούν στην Ελλάδα.
- Δωρεάν στρατιωτική βοήθεια απαραίτητη για την αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών (κυρίως σε Ναυτικό και Αεροπορία).
- Σαφή αμερικανική δέσμευση για την αποτροπή τουρκικών στρατιωτικών κινήσεων εις βάρος του ελληνικού χώρου.
- Ευνοϊκή για τα ελληνικά συμφέροντα στροφή από την αμερικανική διπλωματία σχετικά με το δικαίωμα της Ελλάδας να ανακηρύξει την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της.
Κάποια από τα πιο πάνω ελληνικά αιτήματα (το θέμα της ΑΟΖ για παράδειγμα) έχουν ήδη απαγορευτεί (ως μη ώριμα να μπουν στην τρέχουσα ατζέντα σε αυτήν τη φάση) από τους Αμερικανούς. Κάποια άλλα είναι απλώς εκτός αμερικανικών δυνατοτήτων, όπως για παράδειγμα η αμερικανική πίεση προς τους Ευρωπαίους (Γερμανούς) να απομειώσουν το ελληνικό χρέος.
Όσο για τα αμερικανικά κεφάλαια, αυτά κινούνται ακόμα και παρά τις οδηγίες των Αμερικανών προέδρων όπου υπάρχει ευκαιρία να πολλαπλασιαστούν.
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, όπως παρατηρούν έμπειροι διπλωμάτες στην Αθήνα, ο κίνδυνος που προκύπτει είναι τα κέρδη που προσδοκά η ελληνική πλευρά να περιοριστούν μόνο στα ωραία λόγια, τα οποία οι Αμερικανοί εύκολα μπορούν να προσφέρουν αφού δεν τους κοστίζουν τίποτε.
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, τα αμερικανικά αιτήματα που καλείται να ικανοποιήσει η ελληνική κυβέρνηση είναι κάτι παραπάνω από χειροπιαστά...
Πηγή: topontiki.gr
Δημήτρης Μηλάκας: Σχετικά με το Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου