Γελωτοποιός
Λένε πως ο έρωτας είναι το ισχυρότερο κίνητρο. Ότι είναι μια κοινωνικά αποδεκτή μορφή τρέλας που αναγκάζει τους ανθρώπους να πράττουν αλόγιστα.
Όμως υπάρχει μία ακόμα κινητήριος δύναμη στην ανθρώπινη ιστορία και ψυχή, που μάλλον είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να αντιμετωπίσεις: Ο πόθος για την εξουσία.
Αυτές οι δύο δυνάμεις καθόρισαν τη μοίρα του Αλέξη.
Η Λήδα ήταν τρελή από έρωτα, κυριολεκτικά. Ήθελε να παντρευτεί τον χωριάτη απ’ τη Θάλαττα. Και σαν της αρνήθηκαν ξεκίνησε να αυτοτραυματίζεται, να προσπαθεί να σκοτωθεί, μέχρι που την κλειδώσανε στο δωμάτιο της και την έδεσαν στο κρεβάτι της.
Κι ο Αλέξης, έτοιμος να ρισκάρει τα πάντα για τον έρωτα, πήγε να συναντήσει τον γιο του Πρωτονοτάριου, στη φωλιά του λύκου, στο σπίτι του, στο Χελιδόνι.
Είχε έναν κρυμμένο άσσο: Ήξερε πού βρίσκονταν οι αντάρτες του καπετάνιου Αρθούρου και πού θα δίκαζαν -και θα εκτελούσαν- τον τσιφλικά.
«Δως μου την αδελφή σου, για να σώσεις τον πατέρα σου», του είπε.
Περίμενε ν’ αντιμετωπίσει τον χλευασμό, ακόμα και τον θάνατο, αλλά δεν τον ένοιαζε. Όμως ο πρωτότοκος αντέδρασε εντελώς διαφορετικά απ’ αυτό που περίμενε.
«Θα παντρευτείς τη Λήδα το συντομότερο δυνατόν», του είπε εκείνος. «Θα σου δώσω αυτό το σπίτι κι όλα τα κτήματα πάνω απ’ τον Ενιππέα. Αλλά υπό έναν όρο: Δεν θα πεις σε κανέναν που είναι οι κομμουνιστές. Ούτε για τον πατέρα μου.»
Ο Αλέξης σάστισε. Για λίγο νόμισε ότι ήταν παγίδα. Μετά κατάλαβε.
Ο πρωτότοκος ετοιμαζόταν να πολιτευτεί με τον Παπανδρέου, μόλις θα έφευγαν οι Ναζί. Γι’ αυτό ήθελε να ξεφορτωθεί το βάρος του «συνεργάτη των Γερμανών» πατέρα. Και μια αυτόχειρας ή τρελή αδελφή δεν θα έκανε καλό στην πολιτική του καριέρα. Το μόνο που είχε σημασία για εκείνον ήταν η εξουσία. Και θα συμμαχούσε με τον διάβολο για να την κερδίσει. Ο διάβολος είχε το πρόσωπο του Αλέξη.
Ο γάμος κανονίστηκε για λίγες μέρες μετά, ουσιαστικά μετά την ημερομηνία που είχε καθοριστεί το λαϊκό δικαστήριο. Ο Πρωτονοτάριος ο πρεσβύτερος θα ήταν η αναγκαία θυσία.
Ο Αλέξης πήγε στη Θάλαττα και είπε τα νέα στη μάνα του.
«Σε λυπάμαι», του είπε εκείνη.
«Πώς με… Τι ‘ν’ αυτά που λες;» φώναξε ο Αλέξης. «Παντρεύομαι την ομορφότερη και την πλουσιότερη της περιοχής. Την άλλη βδομάδα θα ζεις σε παλάτι.»
«Εγώ θα ζήσω και θα πεθάνω εδώ», του είπε η μάνα. «Στο σπίτι μου. Στο σπίτι του πατέρα σου. Και μη με περιμένεις να ‘ρθω σ’ αυτό που λες ότι είναι γάμος.»
«Δε σε καταλαβαίνω», έκανε ο Αλέξης. «Έχω τα πάντα κι εσύ…»
«Δεν έχεις τίποτα.»
Έτσι του είπε η μάνα του: Δεν έχεις τίποτα.
Έκανε να φύγει, αλλά έφτιαξε λίγο τα γκρίζα μαλλιά και το μαύρο ρούχο, για να του πει τα τελευταία της λόγια.
«Κάποιους ανθρώπους τους αγαπούν, κι εκείνοι αποδέχονται την αγάπη, παρότι δεν νιώθουν το ίδιο. Έτσι γίνεται, κι αυτό το λένε γάμο. Εγώ αγάπησα τον πατέρα σου κι εκείνος εμένα το ίδιο. Αυτό το λένε αγάπη. Αυτό δεν θα το νοιώσεις ποτέ. Ο γάμος μας ήταν έργο του θεού. Ο δικός σου είναι έργο του διαβόλου. Ένας τέτοιος γάμος μόνο μαύρος μπορεί να είναι, τίποτα άλλο… Κι όσο κι αν με πονάει, θα κάνω αυτό που πρέπει. Αφού το θες έτσι να το κάνεις, τότε πρέπει να με ξεχάσεις κι εμένα από μάνα. Δεν υπάρχω πια για σένα, γιατί κι εσύ δεν είσαι πια παιδί μου. Τράβα στο διάολο και μη γυρίσεις πίσω.»
Αυτά του είπε και δεν του ξαναμίλησε ποτέ.
Μα ο Αλέξης ήταν τόσο παθιασμένος που δεν νοιαζόταν για κανέναν. Είχε πετύχει τον σκοπό του.
Καθώς έφευγε απ’ το χωριό συνάντησε τη γητεύτρα. Εκείνη του θύμισε τη συμφωνία τους: Τα μισά απ’ όσα πάρει.
«Τράβα στο διάολο, μάγισσα», της είπε ο Αλέξης.
«Εγώ τον ξέρω καλά», του είπε εκείνη. «Περίμενε να τον γνωρίσεις κι εσύ.»
Ο Πρωτονοτάριος εκτελέστηκε κι ο γάμος έγινε σε κλειστό κύκλο. Η Λήδα κι ο Αλέξης γελούσαν, η μάνα της Λήδας έκλαιγε, κι ο αδελφός της έφυγε για την Πάτρα πριν κάτσουν στο τραπέζι.
Την πρώτη τους νύχτα την πέρασαν στο μεγάλο υπνοδωμάτιο, στο μεγάλο κρεβάτι. Η Λήδα έκανε όπως της είπε ο σύζυγος της: Γδύθηκε κι έμεινε να φοράει μόνο τις κάλτσες της. Τις φωνές της συνεύρεσης τις άκουσε όλο το χωριό. Κι όταν ρόδισε η ανατολή έπεσαν να κοιμηθούν αποκαμωμένοι και ευτυχισμένοι. Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία στιγμή ευτυχίας.
Γιατί η Λήδα κοιμήθηκε σε άλλο κρεβάτι, όχι σ’ εκείνο που ήταν δεμένο με τα μάγια. Κι όταν ξύπνησε ο έρωτας της είχε χαθεί. Είδε τον άντρα που είχε δίπλα της κι έβαλε τα κλάματα. Της ήταν αδύνατο να δεχτεί ότι είχε παντρευτεί τον αλλοίθωρο χωριάτη. Κι ότι του είχε δώσει την παρθενιά της.
Μα ο Αλέξης δεν νοιαζόταν για τα κλάματα της. Ξύπνησε ερεθισμένος και την ανάγκασε να κάνει το συζυγικό της καθήκον. Τη βίασε ενώ της έλεγε: «Εγώ είμαι ο άντρας σου τώρα.» Όμως βιασμός σε νυμφευμένο ζευγάρι δεν υπήρχε.
Κι η εξουσία που είχε πάνω της τον ερέθιζε περισσότερο.
Η Λήδα παρακάλεσε τη μάνα της και τον αδελφό της να τη σώσουν. Η μάνα σιωπούσε, έτσι όπως είχε μάθει να κάνει, έτσι όπως έπρεπε να κάνει κάθε γυναίκα.
Ο αδελφός της είπε την αλήθεια: Ότι τα συναισθήματα της δεν είχαν καμία σημασία. Ότι θα θυσιαζόταν σαν Ιφιγένεια για ούριους ανέμους στην πολιτική του καριέρα.
Άλλωστε εκείνη είχε διαλέξει τον άντρα της.
Κάθε μέρα και κάθε βράδυ η Λήδα έπρεπε να δέχεται τον άξεστο χωριάτη ως σύζυγο της. Κι εκείνος δεν ένιωθε οίκτο ή -πόσο μάλλον- αγάπη. Του αρκούσε να την έχει γυμνή κι ανάσκελα στο κρεβάτι. Να ηδονίζεται με τα πόδια της και μετά να της τον χώνει για να τελειώσει μέσα της.
Ήταν μόνο ένα αντικείμενο ηδονής και τη χρησιμοποιούσε με μανία. Την εξουσίαζε.
Όταν εκείνη κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να γλιτώσει ξεκίνησε να πλέκει την εκδίκηση της.
Κι είναι αλήθεια, έχει γραφτεί σε τόσους μύθους, κι έχει ειπωθεί σε περισσότερες ιστορίες, ότι μόλις μια γυναίκα αποφασίζει να εκδικηθεί, τότε ούτε ο θεός ο ίδιος δεν μπορεί να σε προφυλάξει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
η συνέχεια και το τέλος στο επόμενο
Διαβάστε το πρώτο μέρος ΕΔΩ - το δεύτερο μέρος ΕΔΩ - το τρίτο μέρος ΕΔΩ - το τέταρτο μέρος ΕΔΩ
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Επιλογές
Λένε πως ο έρωτας είναι το ισχυρότερο κίνητρο. Ότι είναι μια κοινωνικά αποδεκτή μορφή τρέλας που αναγκάζει τους ανθρώπους να πράττουν αλόγιστα.
Όμως υπάρχει μία ακόμα κινητήριος δύναμη στην ανθρώπινη ιστορία και ψυχή, που μάλλον είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να αντιμετωπίσεις: Ο πόθος για την εξουσία.
Αυτές οι δύο δυνάμεις καθόρισαν τη μοίρα του Αλέξη.
~~
Η Λήδα ήταν τρελή από έρωτα, κυριολεκτικά. Ήθελε να παντρευτεί τον χωριάτη απ’ τη Θάλαττα. Και σαν της αρνήθηκαν ξεκίνησε να αυτοτραυματίζεται, να προσπαθεί να σκοτωθεί, μέχρι που την κλειδώσανε στο δωμάτιο της και την έδεσαν στο κρεβάτι της.
Κι ο Αλέξης, έτοιμος να ρισκάρει τα πάντα για τον έρωτα, πήγε να συναντήσει τον γιο του Πρωτονοτάριου, στη φωλιά του λύκου, στο σπίτι του, στο Χελιδόνι.
Είχε έναν κρυμμένο άσσο: Ήξερε πού βρίσκονταν οι αντάρτες του καπετάνιου Αρθούρου και πού θα δίκαζαν -και θα εκτελούσαν- τον τσιφλικά.
«Δως μου την αδελφή σου, για να σώσεις τον πατέρα σου», του είπε.
Περίμενε ν’ αντιμετωπίσει τον χλευασμό, ακόμα και τον θάνατο, αλλά δεν τον ένοιαζε. Όμως ο πρωτότοκος αντέδρασε εντελώς διαφορετικά απ’ αυτό που περίμενε.
«Θα παντρευτείς τη Λήδα το συντομότερο δυνατόν», του είπε εκείνος. «Θα σου δώσω αυτό το σπίτι κι όλα τα κτήματα πάνω απ’ τον Ενιππέα. Αλλά υπό έναν όρο: Δεν θα πεις σε κανέναν που είναι οι κομμουνιστές. Ούτε για τον πατέρα μου.»
Ο Αλέξης σάστισε. Για λίγο νόμισε ότι ήταν παγίδα. Μετά κατάλαβε.
Ο πρωτότοκος ετοιμαζόταν να πολιτευτεί με τον Παπανδρέου, μόλις θα έφευγαν οι Ναζί. Γι’ αυτό ήθελε να ξεφορτωθεί το βάρος του «συνεργάτη των Γερμανών» πατέρα. Και μια αυτόχειρας ή τρελή αδελφή δεν θα έκανε καλό στην πολιτική του καριέρα. Το μόνο που είχε σημασία για εκείνον ήταν η εξουσία. Και θα συμμαχούσε με τον διάβολο για να την κερδίσει. Ο διάβολος είχε το πρόσωπο του Αλέξη.
~~
Ο γάμος κανονίστηκε για λίγες μέρες μετά, ουσιαστικά μετά την ημερομηνία που είχε καθοριστεί το λαϊκό δικαστήριο. Ο Πρωτονοτάριος ο πρεσβύτερος θα ήταν η αναγκαία θυσία.
Ο Αλέξης πήγε στη Θάλαττα και είπε τα νέα στη μάνα του.
«Σε λυπάμαι», του είπε εκείνη.
«Πώς με… Τι ‘ν’ αυτά που λες;» φώναξε ο Αλέξης. «Παντρεύομαι την ομορφότερη και την πλουσιότερη της περιοχής. Την άλλη βδομάδα θα ζεις σε παλάτι.»
«Εγώ θα ζήσω και θα πεθάνω εδώ», του είπε η μάνα. «Στο σπίτι μου. Στο σπίτι του πατέρα σου. Και μη με περιμένεις να ‘ρθω σ’ αυτό που λες ότι είναι γάμος.»
«Δε σε καταλαβαίνω», έκανε ο Αλέξης. «Έχω τα πάντα κι εσύ…»
«Δεν έχεις τίποτα.»
Έτσι του είπε η μάνα του: Δεν έχεις τίποτα.
Έκανε να φύγει, αλλά έφτιαξε λίγο τα γκρίζα μαλλιά και το μαύρο ρούχο, για να του πει τα τελευταία της λόγια.
«Κάποιους ανθρώπους τους αγαπούν, κι εκείνοι αποδέχονται την αγάπη, παρότι δεν νιώθουν το ίδιο. Έτσι γίνεται, κι αυτό το λένε γάμο. Εγώ αγάπησα τον πατέρα σου κι εκείνος εμένα το ίδιο. Αυτό το λένε αγάπη. Αυτό δεν θα το νοιώσεις ποτέ. Ο γάμος μας ήταν έργο του θεού. Ο δικός σου είναι έργο του διαβόλου. Ένας τέτοιος γάμος μόνο μαύρος μπορεί να είναι, τίποτα άλλο… Κι όσο κι αν με πονάει, θα κάνω αυτό που πρέπει. Αφού το θες έτσι να το κάνεις, τότε πρέπει να με ξεχάσεις κι εμένα από μάνα. Δεν υπάρχω πια για σένα, γιατί κι εσύ δεν είσαι πια παιδί μου. Τράβα στο διάολο και μη γυρίσεις πίσω.»
Αυτά του είπε και δεν του ξαναμίλησε ποτέ.
Μα ο Αλέξης ήταν τόσο παθιασμένος που δεν νοιαζόταν για κανέναν. Είχε πετύχει τον σκοπό του.
Καθώς έφευγε απ’ το χωριό συνάντησε τη γητεύτρα. Εκείνη του θύμισε τη συμφωνία τους: Τα μισά απ’ όσα πάρει.
«Τράβα στο διάολο, μάγισσα», της είπε ο Αλέξης.
«Εγώ τον ξέρω καλά», του είπε εκείνη. «Περίμενε να τον γνωρίσεις κι εσύ.»
~~
Ο Πρωτονοτάριος εκτελέστηκε κι ο γάμος έγινε σε κλειστό κύκλο. Η Λήδα κι ο Αλέξης γελούσαν, η μάνα της Λήδας έκλαιγε, κι ο αδελφός της έφυγε για την Πάτρα πριν κάτσουν στο τραπέζι.
Την πρώτη τους νύχτα την πέρασαν στο μεγάλο υπνοδωμάτιο, στο μεγάλο κρεβάτι. Η Λήδα έκανε όπως της είπε ο σύζυγος της: Γδύθηκε κι έμεινε να φοράει μόνο τις κάλτσες της. Τις φωνές της συνεύρεσης τις άκουσε όλο το χωριό. Κι όταν ρόδισε η ανατολή έπεσαν να κοιμηθούν αποκαμωμένοι και ευτυχισμένοι. Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία στιγμή ευτυχίας.
Γιατί η Λήδα κοιμήθηκε σε άλλο κρεβάτι, όχι σ’ εκείνο που ήταν δεμένο με τα μάγια. Κι όταν ξύπνησε ο έρωτας της είχε χαθεί. Είδε τον άντρα που είχε δίπλα της κι έβαλε τα κλάματα. Της ήταν αδύνατο να δεχτεί ότι είχε παντρευτεί τον αλλοίθωρο χωριάτη. Κι ότι του είχε δώσει την παρθενιά της.
Μα ο Αλέξης δεν νοιαζόταν για τα κλάματα της. Ξύπνησε ερεθισμένος και την ανάγκασε να κάνει το συζυγικό της καθήκον. Τη βίασε ενώ της έλεγε: «Εγώ είμαι ο άντρας σου τώρα.» Όμως βιασμός σε νυμφευμένο ζευγάρι δεν υπήρχε.
Κι η εξουσία που είχε πάνω της τον ερέθιζε περισσότερο.
~~
Η Λήδα παρακάλεσε τη μάνα της και τον αδελφό της να τη σώσουν. Η μάνα σιωπούσε, έτσι όπως είχε μάθει να κάνει, έτσι όπως έπρεπε να κάνει κάθε γυναίκα.
Ο αδελφός της είπε την αλήθεια: Ότι τα συναισθήματα της δεν είχαν καμία σημασία. Ότι θα θυσιαζόταν σαν Ιφιγένεια για ούριους ανέμους στην πολιτική του καριέρα.
Άλλωστε εκείνη είχε διαλέξει τον άντρα της.
Κάθε μέρα και κάθε βράδυ η Λήδα έπρεπε να δέχεται τον άξεστο χωριάτη ως σύζυγο της. Κι εκείνος δεν ένιωθε οίκτο ή -πόσο μάλλον- αγάπη. Του αρκούσε να την έχει γυμνή κι ανάσκελα στο κρεβάτι. Να ηδονίζεται με τα πόδια της και μετά να της τον χώνει για να τελειώσει μέσα της.
Ήταν μόνο ένα αντικείμενο ηδονής και τη χρησιμοποιούσε με μανία. Την εξουσίαζε.
Όταν εκείνη κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να γλιτώσει ξεκίνησε να πλέκει την εκδίκηση της.
Κι είναι αλήθεια, έχει γραφτεί σε τόσους μύθους, κι έχει ειπωθεί σε περισσότερες ιστορίες, ότι μόλις μια γυναίκα αποφασίζει να εκδικηθεί, τότε ούτε ο θεός ο ίδιος δεν μπορεί να σε προφυλάξει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
η συνέχεια και το τέλος στο επόμενο
Διαβάστε το πρώτο μέρος ΕΔΩ - το δεύτερο μέρος ΕΔΩ - το τρίτο μέρος ΕΔΩ - το τέταρτο μέρος ΕΔΩ
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου