Του Σπύρου Παναγιώτου
Η νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών, που δόθηκε στη δημοσιότητα από τη διοίκηση Τραμπ την περασμένη Δευτέρα (18/12), αντικατοπτρίζει πλήρως την επίγνωση των αδυναμιών των ΗΠΑ σε έναν ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο αλλά και την προσπάθεια ανάκτησης της παγκόσμιας κυριαρχίας τους τόσο στο οικονομικό πεδίο όσο και στο στρατιωτικό. Οι δηλώσεις Τραμπ αποτελούν έναν συγκερασμό των προεκλογικών του εξαγγελιών που θέτουν ως προτεραιότητα την ενδυνάμωση της αμερικανικής οικονομίας (America first) και παράλληλα υποχωρήσεις και συγκερασμούς με το βαθύ αμερικάνικο κράτος και τους νεο-συντηρητικούς συμβούλους του που αντιλαμβάνονται αυτήν τη διαδικασία ως αναπόσπαστο τμήμα της επιβολής, μέσω της στρατιωτικής ισχύος, των γεωπολιτικών συμφερόντων των ΗΠΑ έναντι των αντιπάλων τους.
Ο Αμερικανός πρόεδρος δηλώνει από την αρχή ότι το νέο δόγμα της αμερικάνικης πολιτικής θεμελιώνεται σε έναν «ρεαλισμό αρχών, καθοδηγείται από το ζωτικής σημασίας εθνικό συμφέρον και έχει τις ρίζες του στις διαχρονικές αξίες μας». Κόβοντας τις γέφυρες με το παρελθόν της διοίκησης Ομπάμα σημειώνει ότι «Έθνος χωρίς σύνορα δεν είναι έθνος». «Έθνος το οποίο δεν μπορεί να προστατεύσει την ευημερία στο εσωτερικό του, δεν μπορεί να προστατεύσει τα συμφέροντά του στο εξωτερικό». «Έθνος το οποίο δεν είναι έτοιμο να κερδίσει έναν πόλεμο, είναι έθνος που δεν μπορεί να αποτρέψει έναν πόλεμο». Αναγνωρίζοντας αδυναμίες, ξεκαθαρίζει «είτε μας αρέσει είτε όχι, έχουμε εμπλακεί σε μια νέα εποχή ανταγωνισμού. Αποδεχόμαστε ότι ένας σθεναρός στρατιωτικός, οικονομικός και πολιτικός ανταγωνισμός, βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη σε όλον τον κόσμο» για να καταλήξει στην ανάγκη ενίσχυσης της πυρηνικής δύναμης των ΗΠΑ ως «τη βάση της στρατηγικής μας για διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας, αποτρέποντας την επιθετικότητα εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών» και ως προϋπόθεση για την «προώθηση της ειρήνης μέσω της δύναμης και της ενίσχυσης της αμερικανικής επιρροής».
Το νέο δόγμα της αμερικάνικης πολιτικής υποστηρίζει ότι οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν αυξανόμενες απειλές από τις αναπτυσσόμενες δυνάμεις Ρωσία και Κίνα, καθώς και από αυτό που ονομάζει «αδίστακτες κυβερνήσεις», όπως η Βόρεια Κορέα και το Ιράν. Για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων η κυβέρνηση Τραμπ βάζει ως προτεραιότητα «την Αμερική Πρώτα», ενισχύοντας τα σύνορά της, εξαλείφοντας τις αθέμιτες εμπορικές συμφωνίες και ανοικοδομώντας τη στρατιωτική της δύναμη.
Σημειώνει με έμφαση την επιστροφή της γεωπολιτικής στους παγκόσμιους ανταγωνισμούς, διατυπώνει, κυνικά, τη διαπίστωση (και παράλληλα πρόθεση) ότι ο κόσμος έχει περάσει, επί τρεις δεκαετίες, «διακοπές» από τον ανταγωνισμό μεταξύ των υπερδυνάμεων και ότι τώρα αυτές οι «διακοπές» έχουν τελειώσει.
Η «οικονομική ασφάλεια προϋποθέτει την εθνική ασφάλεια», δήλωσε ο Τραμπ επικεντρώνοντας στις αρχές πάνω στις οποίες θέλει να οικοδομηθούν οι οικονομικές σχέσεις των ΗΠΑ με άλλες χώρες. Η νέα αμερικάνικη πολιτική μετασχηματίζει το «America First» από ένα προεκλογικό σύνθημα σε μια καθοδηγητική δύναμη της εξωτερικής τους πολιτικής των ΗΠΑ. Η στρατηγική του Τραμπ εφιστά την προσοχή στις εμπορικές ανισορροπίες των ΗΠΑ με άλλες χώρες και προειδοποιεί για «οικονομική επιθετικότητα» δείχνοντας κυρίως την Κίνα. Ο Τραμπ αποφεύγει να επαναφέρει παλαιότερες δηλώσεις για επιβολή δασμών στις διεθνείς οικονομικές συναλλαγές, αποσαφηνίζει όμως ότι θα διασφαλισθεί ότι το εμπόριο θα είναι «αμοιβαία δίκαιο» και προειδοποιεί ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα έχουν πλέον κλειστά τα μάτια σε οικονομικές παραβιάσεις, στην εξαπάτηση ή την οικονομική επιθετικότητα».
Συνδέοντας τις οικονομικές επιδιώξεις των ανταγωνιστών του με τις γεωπολιτικές τους βλέψεις ο Τραμπ δήλωσε ότι η Ρωσία και η Κίνα «αμφισβητούν την αμερικανική εξουσία, επιρροή και συμφέροντα, προσπαθώντας να διαβρώσουν την αμερικανική ασφάλεια και ευημερία». Επισήμανε με έμφαση ότι η Κίνα και η Ρωσία «είναι αποφασισμένες να κάνουν τις οικονομίες λιγότερο ελεύθερες και λιγότερο δίκαιες, να αναπτύξουν τους στρατούς τους και να ελέγξουν τις πληροφορίες και τα δεδομένα για να καταστείλουν τις κοινωνίες τους και να επεκτείνουν την επιρροή τους».
Η νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας θεωρεί την Κίνα και Ρωσία ως «ανταγωνιστικές δυνάμεις» που επιχειρούν να διαμορφώσουν «έναν κόσμο αντιθετικό στις αξίες και τα συμφέροντα των ΗΠΑ». Εγκαταλείπονται έτσι, όχι τυχαία, παλαιότερες αναφορές για ανάγκη συνεννόησης και συνεργασίας στα ανοικτά μέτωπα. Τώρα δίνεται έμφαση στις προσπάθειες επέκτασης της ρωσικής επιρροής και καθίσταται σαφές ότι οι ΗΠΑ θα παρακολουθούν προσεκτικά αυτήν την εκστρατεία.
Κατά τον ίδιο τρόπο κυνικά απειλητικές παρουσιάζονται οι ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα που επεκτείνει την επιρροή της στην Αν. Ασία και την Αφρική στηρίζοντας «διεφθαρμένα καθεστώτα», ενώ ανέχονται την «απειλή» που συνιστά η Β. Κορέα για τις ΗΠΑ.
Στην κορυφή της λίστας των απειλών του Τραμπ βρέθηκαν να είναι η Βόρεια Κορέα και το Ιράν που χαρακτηρίστηκαν «αδίστακτα καθεστώτα».
Η κυβέρνηση Τραμπ θεωρεί ότι τα πυρηνικά όπλα της Βόρειας Κορέας και η βελτίωση των ικανοτήτων των βαλλιστικών πυραύλων έχουν καταστεί σημαντικό μέλημα της ασφάλειας των ΗΠΑ. Συνεχίζει έτσι να απειλεί με το άνοιγμα μιας νέα στρατιωτικής σύγκρουσης στην περιοχή και διά στόματος του συμβούλου του για την εθνική ασφάλεια, πρώην στρατηγού McMaster, δηλώνει ότι «εάν αποτύχουν η διπλωματία και οι κυρώσεις, μπορεί να χρειαστεί προληπτικός πόλεμος ή προληπτικό χτύπημα» για να αποτραπεί ένα πιθανό χτύπημα κατά των ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα πίσω από τη στοχοποίηση της Β. Κορέας κρύβεται η προσπάθεια για αναβάθμιση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην Α. Ασία, η δημιουργία νέων βάσεων και η επιτάχυνση
του στρατιωτικού εξοπλισμού κυρίως της Ν. Κορέας και της Ιαπωνίας ως αντιστάθμισμα της επέκτασης της Κίνας.
Αντίστοιχα στοχοποιείται το Ιράν και οι προσπάθειές του να επεκτείνει την επιρροή του στη Μέση Ανατολή μέσω της ενίσχυσης «τρομοκρατικών ομάδων». Η διοίκηση Τραμπ μετρά ήττες στα μέτωπα της Μ. Ανατολής με την απώλεια του ελέγχου επί του Ιράκ και την αδυναμία καθυπόταξης της Συρίας και ανατροπής του Άσαντ. Οι ΗΠΑ αντιλαμβάνονται ότι η Ρωσία βγαίνει κερδισμένη σε αυτή τη φάση από τον πόλεμο της Συρίας, ενισχύει το κύρος και την παρουσία της στη Μ. Ανατολή ενώ παράλληλα καταφέρνει να δημιουργήσει «ρήγματα» στην Ν.Α. πτέρυγα του ΝΑΤΟ προσεγγίζοντας, οικονομικά και στρατιωτικά, την Τουρκία.
Η στοχοποίηση του Ιράν συνιστά στην ουσία μια αλλαγή πολιτικής των ΗΠΑ στη Μ. Ανατολή, με την ανάδειξη και αξιοποίηση των Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας ως βασικών πυλώνων των νέων επιθετικών προσδιορισμών. Η προκλητική αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του κράτους του Ισραήλ αποτελεί την πιο ορατή έκφραση της νέας εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και δείχνει τα μέσα σε μια προσπάθεια ανατροπής της ισορροπίας ισχύος που έχει, προσωρινά, επιτευχθεί στη Συρία. Οι προετοιμασίες για επέκταση του πολέμου προς τον Λίβανο ίσως αποτελέσει τη συνέχεια αυτής της πολιτικής με συνέπεια τη γενικευμένη σύρραξη στην Αν. Μεσόγειο.
Συμπερασματικά, ένας κόσμος πιο ρευστός, πιο επιθετικός, πιο απρόβλεπτα επικίνδυνος διαμορφώνεται με τις προτεραιότητες που αναδεικνύονται από τη νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ. Δίπλα στα παλιά μέτωπα, δίπλα στους οικονομικούς ανταγωνισμούς επιστρέφει απειλητικά η γεωπολιτική και η προσπάθεια επιβολής διά της ισχύος των ιδιαίτερων συμφερόντων των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Ζούμε σε μια χώρα όπου ένας υφέρπων και κυβερνητικά καλλιεργούμενος φιλοαμερικανισμός δίνει μικρή σημασία στις επικίνδυνες τάσεις που διαμορφώνονται παγκόσμια. Το γεγονός ότι η ομιλία Τραμπ πέρασε στα ψιλά των μέσων ηλεκτρονικής και έντυπης ενημέρωσης δεν είναι τυχαίος.
Οι κίνδυνοι όμως για την ειρήνη και γι’ αυτήν ακόμα την ίδια την ανθρώπινη ζωή είναι πιο ισχυροί από ποτέ.
Πηγή: e-dromos.gr
Σπύρος Παναγιώτου: Σχετικά με τον Συντάκτη
Το νέο δόγμα Τραμπ αποτελεί συγκερασμό προεκλογικών εξαγγελιών και υποχωρήσεων έναντι των νέο-συντηριτικών
Η νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών, που δόθηκε στη δημοσιότητα από τη διοίκηση Τραμπ την περασμένη Δευτέρα (18/12), αντικατοπτρίζει πλήρως την επίγνωση των αδυναμιών των ΗΠΑ σε έναν ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο αλλά και την προσπάθεια ανάκτησης της παγκόσμιας κυριαρχίας τους τόσο στο οικονομικό πεδίο όσο και στο στρατιωτικό. Οι δηλώσεις Τραμπ αποτελούν έναν συγκερασμό των προεκλογικών του εξαγγελιών που θέτουν ως προτεραιότητα την ενδυνάμωση της αμερικανικής οικονομίας (America first) και παράλληλα υποχωρήσεις και συγκερασμούς με το βαθύ αμερικάνικο κράτος και τους νεο-συντηρητικούς συμβούλους του που αντιλαμβάνονται αυτήν τη διαδικασία ως αναπόσπαστο τμήμα της επιβολής, μέσω της στρατιωτικής ισχύος, των γεωπολιτικών συμφερόντων των ΗΠΑ έναντι των αντιπάλων τους.
Ο Αμερικανός πρόεδρος δηλώνει από την αρχή ότι το νέο δόγμα της αμερικάνικης πολιτικής θεμελιώνεται σε έναν «ρεαλισμό αρχών, καθοδηγείται από το ζωτικής σημασίας εθνικό συμφέρον και έχει τις ρίζες του στις διαχρονικές αξίες μας». Κόβοντας τις γέφυρες με το παρελθόν της διοίκησης Ομπάμα σημειώνει ότι «Έθνος χωρίς σύνορα δεν είναι έθνος». «Έθνος το οποίο δεν μπορεί να προστατεύσει την ευημερία στο εσωτερικό του, δεν μπορεί να προστατεύσει τα συμφέροντά του στο εξωτερικό». «Έθνος το οποίο δεν είναι έτοιμο να κερδίσει έναν πόλεμο, είναι έθνος που δεν μπορεί να αποτρέψει έναν πόλεμο». Αναγνωρίζοντας αδυναμίες, ξεκαθαρίζει «είτε μας αρέσει είτε όχι, έχουμε εμπλακεί σε μια νέα εποχή ανταγωνισμού. Αποδεχόμαστε ότι ένας σθεναρός στρατιωτικός, οικονομικός και πολιτικός ανταγωνισμός, βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη σε όλον τον κόσμο» για να καταλήξει στην ανάγκη ενίσχυσης της πυρηνικής δύναμης των ΗΠΑ ως «τη βάση της στρατηγικής μας για διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας, αποτρέποντας την επιθετικότητα εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών» και ως προϋπόθεση για την «προώθηση της ειρήνης μέσω της δύναμης και της ενίσχυσης της αμερικανικής επιρροής».
Το νέο δόγμα της αμερικάνικης πολιτικής υποστηρίζει ότι οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν αυξανόμενες απειλές από τις αναπτυσσόμενες δυνάμεις Ρωσία και Κίνα, καθώς και από αυτό που ονομάζει «αδίστακτες κυβερνήσεις», όπως η Βόρεια Κορέα και το Ιράν. Για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων η κυβέρνηση Τραμπ βάζει ως προτεραιότητα «την Αμερική Πρώτα», ενισχύοντας τα σύνορά της, εξαλείφοντας τις αθέμιτες εμπορικές συμφωνίες και ανοικοδομώντας τη στρατιωτική της δύναμη.
Σημειώνει με έμφαση την επιστροφή της γεωπολιτικής στους παγκόσμιους ανταγωνισμούς, διατυπώνει, κυνικά, τη διαπίστωση (και παράλληλα πρόθεση) ότι ο κόσμος έχει περάσει, επί τρεις δεκαετίες, «διακοπές» από τον ανταγωνισμό μεταξύ των υπερδυνάμεων και ότι τώρα αυτές οι «διακοπές» έχουν τελειώσει.
Κατονομάζοντας τους αντιπάλους: Κίνα και Ρωσία
Η «οικονομική ασφάλεια προϋποθέτει την εθνική ασφάλεια», δήλωσε ο Τραμπ επικεντρώνοντας στις αρχές πάνω στις οποίες θέλει να οικοδομηθούν οι οικονομικές σχέσεις των ΗΠΑ με άλλες χώρες. Η νέα αμερικάνικη πολιτική μετασχηματίζει το «America First» από ένα προεκλογικό σύνθημα σε μια καθοδηγητική δύναμη της εξωτερικής τους πολιτικής των ΗΠΑ. Η στρατηγική του Τραμπ εφιστά την προσοχή στις εμπορικές ανισορροπίες των ΗΠΑ με άλλες χώρες και προειδοποιεί για «οικονομική επιθετικότητα» δείχνοντας κυρίως την Κίνα. Ο Τραμπ αποφεύγει να επαναφέρει παλαιότερες δηλώσεις για επιβολή δασμών στις διεθνείς οικονομικές συναλλαγές, αποσαφηνίζει όμως ότι θα διασφαλισθεί ότι το εμπόριο θα είναι «αμοιβαία δίκαιο» και προειδοποιεί ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα έχουν πλέον κλειστά τα μάτια σε οικονομικές παραβιάσεις, στην εξαπάτηση ή την οικονομική επιθετικότητα».
Συνδέοντας τις οικονομικές επιδιώξεις των ανταγωνιστών του με τις γεωπολιτικές τους βλέψεις ο Τραμπ δήλωσε ότι η Ρωσία και η Κίνα «αμφισβητούν την αμερικανική εξουσία, επιρροή και συμφέροντα, προσπαθώντας να διαβρώσουν την αμερικανική ασφάλεια και ευημερία». Επισήμανε με έμφαση ότι η Κίνα και η Ρωσία «είναι αποφασισμένες να κάνουν τις οικονομίες λιγότερο ελεύθερες και λιγότερο δίκαιες, να αναπτύξουν τους στρατούς τους και να ελέγξουν τις πληροφορίες και τα δεδομένα για να καταστείλουν τις κοινωνίες τους και να επεκτείνουν την επιρροή τους».
Η νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας θεωρεί την Κίνα και Ρωσία ως «ανταγωνιστικές δυνάμεις» που επιχειρούν να διαμορφώσουν «έναν κόσμο αντιθετικό στις αξίες και τα συμφέροντα των ΗΠΑ». Εγκαταλείπονται έτσι, όχι τυχαία, παλαιότερες αναφορές για ανάγκη συνεννόησης και συνεργασίας στα ανοικτά μέτωπα. Τώρα δίνεται έμφαση στις προσπάθειες επέκτασης της ρωσικής επιρροής και καθίσταται σαφές ότι οι ΗΠΑ θα παρακολουθούν προσεκτικά αυτήν την εκστρατεία.
Κατά τον ίδιο τρόπο κυνικά απειλητικές παρουσιάζονται οι ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα που επεκτείνει την επιρροή της στην Αν. Ασία και την Αφρική στηρίζοντας «διεφθαρμένα καθεστώτα», ενώ ανέχονται την «απειλή» που συνιστά η Β. Κορέα για τις ΗΠΑ.
Αδίστακτα καθεστώτα Ιράν και Β. Κορέα
Στην κορυφή της λίστας των απειλών του Τραμπ βρέθηκαν να είναι η Βόρεια Κορέα και το Ιράν που χαρακτηρίστηκαν «αδίστακτα καθεστώτα».
Η κυβέρνηση Τραμπ θεωρεί ότι τα πυρηνικά όπλα της Βόρειας Κορέας και η βελτίωση των ικανοτήτων των βαλλιστικών πυραύλων έχουν καταστεί σημαντικό μέλημα της ασφάλειας των ΗΠΑ. Συνεχίζει έτσι να απειλεί με το άνοιγμα μιας νέα στρατιωτικής σύγκρουσης στην περιοχή και διά στόματος του συμβούλου του για την εθνική ασφάλεια, πρώην στρατηγού McMaster, δηλώνει ότι «εάν αποτύχουν η διπλωματία και οι κυρώσεις, μπορεί να χρειαστεί προληπτικός πόλεμος ή προληπτικό χτύπημα» για να αποτραπεί ένα πιθανό χτύπημα κατά των ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα πίσω από τη στοχοποίηση της Β. Κορέας κρύβεται η προσπάθεια για αναβάθμιση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην Α. Ασία, η δημιουργία νέων βάσεων και η επιτάχυνση
του στρατιωτικού εξοπλισμού κυρίως της Ν. Κορέας και της Ιαπωνίας ως αντιστάθμισμα της επέκτασης της Κίνας.
Αντίστοιχα στοχοποιείται το Ιράν και οι προσπάθειές του να επεκτείνει την επιρροή του στη Μέση Ανατολή μέσω της ενίσχυσης «τρομοκρατικών ομάδων». Η διοίκηση Τραμπ μετρά ήττες στα μέτωπα της Μ. Ανατολής με την απώλεια του ελέγχου επί του Ιράκ και την αδυναμία καθυπόταξης της Συρίας και ανατροπής του Άσαντ. Οι ΗΠΑ αντιλαμβάνονται ότι η Ρωσία βγαίνει κερδισμένη σε αυτή τη φάση από τον πόλεμο της Συρίας, ενισχύει το κύρος και την παρουσία της στη Μ. Ανατολή ενώ παράλληλα καταφέρνει να δημιουργήσει «ρήγματα» στην Ν.Α. πτέρυγα του ΝΑΤΟ προσεγγίζοντας, οικονομικά και στρατιωτικά, την Τουρκία.
Η στοχοποίηση του Ιράν συνιστά στην ουσία μια αλλαγή πολιτικής των ΗΠΑ στη Μ. Ανατολή, με την ανάδειξη και αξιοποίηση των Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας ως βασικών πυλώνων των νέων επιθετικών προσδιορισμών. Η προκλητική αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του κράτους του Ισραήλ αποτελεί την πιο ορατή έκφραση της νέας εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και δείχνει τα μέσα σε μια προσπάθεια ανατροπής της ισορροπίας ισχύος που έχει, προσωρινά, επιτευχθεί στη Συρία. Οι προετοιμασίες για επέκταση του πολέμου προς τον Λίβανο ίσως αποτελέσει τη συνέχεια αυτής της πολιτικής με συνέπεια τη γενικευμένη σύρραξη στην Αν. Μεσόγειο.
Συμπερασματικά, ένας κόσμος πιο ρευστός, πιο επιθετικός, πιο απρόβλεπτα επικίνδυνος διαμορφώνεται με τις προτεραιότητες που αναδεικνύονται από τη νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ. Δίπλα στα παλιά μέτωπα, δίπλα στους οικονομικούς ανταγωνισμούς επιστρέφει απειλητικά η γεωπολιτική και η προσπάθεια επιβολής διά της ισχύος των ιδιαίτερων συμφερόντων των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Ζούμε σε μια χώρα όπου ένας υφέρπων και κυβερνητικά καλλιεργούμενος φιλοαμερικανισμός δίνει μικρή σημασία στις επικίνδυνες τάσεις που διαμορφώνονται παγκόσμια. Το γεγονός ότι η ομιλία Τραμπ πέρασε στα ψιλά των μέσων ηλεκτρονικής και έντυπης ενημέρωσης δεν είναι τυχαίος.
Οι κίνδυνοι όμως για την ειρήνη και γι’ αυτήν ακόμα την ίδια την ανθρώπινη ζωή είναι πιο ισχυροί από ποτέ.
Πηγή: e-dromos.gr
Σπύρος Παναγιώτου: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου