Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Κέρματα

Αρχοντία Κάτσουρα


Περπατούσε με τα χέρια στις τσέπες, κρατώντας τον αντίχειρα έξω, είχε την τσάντα περασμένη χιαστί και ένα κασκόλ τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό. Εκανε κρύο, ήταν η καρδιά του χειμώνα. Μέσα Γενάρη, με ξηρή ατμόσφαιρα ύστερα από τέσσερις μέρες βροχής και υγρασίας και, επιτέλους, είχε αρχίσει πάλι να αναπνέει κανονικά. Είχε αρχίσει να μεγαλώνει και η μέρα και χαιρόταν γιατί ακόμη είχε λίγο ήλιο. Ασθενικό, αλλά ήλιο.

Περπατούσε χαλαρά, είχε φύγει από τη δουλειά και ήθελε να καθαρίσει το μυαλό του από τη βαβούρα και τα τηλεφωνήματα και τις ανούσιες αερολογίες με τους πελάτες.

Διασχίζοντας μια διασταύρωση, ένα ρεύμα παγωμένου αέρα τον χτύπησε στο πρόσωπο και ρίγος τον διαπέρασε στη ραχοκοκαλιά. Εχωσε τα χέρια του πιο βαθιά στις τσέπες.

Το δεξί του χέρι έπιασε κάτι μεταλλικό. Ενα, δύο, τρία κέρματα, μικρά. Τα έβγαλε να τα δει, δύο εικοσάλεπτα και ένα δεκάλεπτο. «Πώς βρέθηκαν αυτά εδώ;».

Προσπαθούσε να θυμηθεί, αλλά δεν μπορούσε. Ολα πια τα πλήρωνε με κάρτα, στον μανάβη, στο κρεοπωλείο, στο σουπερμάρκετ, στον φούρνο, στο σινεμά και το εστιατόριο. Με κάρτα πλήρωνε και την κάρτα για το μετρό, με κάρτα και τους λογαριασμούς. Ολα ηλεκτρονικά, όλα διαδικτυακά, όλα γρήγορα και απλά. Τα ψιλά που περίσσευαν από τον καφέ –ίσως το μόνο που πλήρωνε με μετρητά– τα έβαζε σε ένα κουτάκι στο γραφείο, για όποτε ξέμενε.

Κέρματα στην τσέπη του μπουφάν. Περίεργα πράγματα. Αναρωτήθηκε τι έκαναν εκεί, πότε τα έβαλε εκεί. Πενήντα λεπτά σε τρία κίτρινα κέρματα.

Τα ξαναέβαλε στην τσέπη και όπως προχωρούσε έπαιζε μαζί τους. Τα κρατούσε τόσο ώστε να ζεσταθούν κι ύστερα τα άφηνε. Υστερα έπαιρνε ένα, το μικρότερο, το δεκάλεπτο, το ζέσταινε και μετά το έβαζε ανάμεσα στα δύο κρύα νομίσματα. Τα κουνούσε όλα μαζί για να κουδουνίσουν, έστω υπόκωφα, στην τσέπη του. Ωσπου έφτασε στο μετρό. Πέρασε την κάρτα από το μηχάνημα – επέμενε να το κάνει παρ’ όλο που οι μπάρες ήταν ανοιχτές. Μήνες πριν είχε ανακοινωθεί ότι θα κλείσουν, αλλά όπως όλα καθυστερούσε κι αυτό.

«Δεν πειράζει. Υπάρχουν άνθρωποι που ίσως ακόμη και το εισιτήριο να τους κοστίζει πολύ ακριβότερα από την πραγματική αξία του», σκεφτόταν.

Κατέβηκε τις κυλιόμενες, έφτασε στην πλατφόρμα και περίμενε τον συρμό. Σε τρία λεπτά έλεγε η ηλεκτρονική πινακίδα. Τα χέρια του ήταν πάλι στις τσέπες και κρατούσαν σφιχτά τα κέρματα.

Είδε το μετρό να έρχεται και όπως έλαμψαν τα φανάρια του καθώς έμπαινε στον σταθμό, φως έπεσε και στη μνήμη του. Τα κέρματα τα είχε βάλει στην τσέπη εκείνη, πριν από τρεις μήνες ακριβώς, μόλις που έπιαναν τα κρύα, ξημερώματα στο αεροδρόμιο.

Κάτι είχε αγοράσει για εκείνη –με την κάρτα του φυσικά– και εκείνη επέμενε να του επιστρέψει το ποσό: ένα ευρώ. Είχε αρνηθεί κατηγορηματικά. «Δεν τα παίρνω», της είπε. «Θέλω να μου χρωστάς κάτι, ώστε πάντα να σκέφτεσαι ότι πρέπει να μου το επιστρέψεις, τώρα που φεύγεις. Οταν γυρίσεις».

Του χαμογέλασε και του έπιασε το χέρι. «Ευχαριστώ».

Υστερα άνοιξε το πορτοφόλι της, έβγαλε τρία κίτρινα κέρματα, αυτά που τώρα κρατούσε στο χέρι του, και τα άφησε να πέσουν στην τσέπη του μπουφάν.

«Κράτησέ τα, είναι τα μισά», του είπε. «Σαν εγγύηση για την επιστροφή μου. Προκαταβολή του συμβολαίου μας».

Τον φίλησε στο μάγουλο και έτρεξε προς την πύλη. Δεν την είδε ξανά, μόνο μιλούσαν πότε πότε. Θα έλειπε για έναν χρόνο. Δεν της ζητούσε φωτογραφίες, ούτε της μιλούσε για το μέλλον. Περίμενε τόσο υπομονετικά, που είχε ξεχάσει ότι περίμενε.

Αλλά τώρα αυτά τα τρία κέρματα έκαναν ξαφνικά την επιθυμία του να φουντώσει. Υπομονή, ποια υπομονή; Υπομονή κάνεις μπροστά στους παράλογα απαιτητικούς πελάτες. Τρεις μήνες υπομονής είχαν γίνει ένα βουνό λαχτάρας. Πήρε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό. Επρεπε να της πει για τα κέρματα στην τσέπη του, που τώρα ήταν καυτά από το σφίξιμο στην παλάμη του.

Πηγή: efsyn.gr



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου