Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Η φωνή του υποβολέα

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης


Όταν ήρθε η στιγμή ήξερε καλά ότι ήρθε η στιγμή. Έτσι απλά, το ήξερε, το ’νιωθε και το φοβόταν. Με τον ίδιο ακριβώς φόβο που ’χει κανείς όταν ακούει το τηλέφωνο να κουδουνίζει τα ξημερώματα. Και αρνείται πεισματικά να σηκωθεί. Προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του ότι είναι στο όνειρό του το κουδούνισμα. Μέχρι τουλάχιστον να τιναχτεί ανήσυχος από το κρεβάτι και να τρέξει για να το σηκώσει. «Συγγνώμη για την ώρα. Από το νοσοκομείο παίρνω. Ξέρεις η μαμά ή ο μπαμπάς ή ο Γιάννης ή η Ελένη…». Ναι, το ήξερε. Ένα κουδούνισμα ηχούσε και στα δικά του τα αυτιά όλη σχεδόν τη νύχτα. Σαν προαίσθημα. Με τη διαφορά ότι αφορούσε δυστυχώς αυτόν τον ίδιο και όχι κάποιον άλλον.

Κι ούτε μπορούσε να κάνει τον χαζό, τον ανυποψίαστο ή τον πονηρό. Ότι δήθεν κοιμάται του καλού καιρού ή δεν το άκουσε παρ’ ότι ξύπνιος ή σαν εκείνον τον συνάδελφό του, που δεν ήθελε με τίποτα να βγει στη σύνταξη. Τρεις συστημένες επιστολές τού έστειλαν από τη διεύθυνση Β΄θμιας με το «Σας ευχαριστούμε για τις υπηρεσίας σας…», χωρίς να μπει στον κόπο να πάει να τις παραλάβει. Στο μεταξύ κάθε πρωί έμπαινε στην τάξη του, παρέδιδε το μάθημά του, έβγαινε έξω για την εφημερία του. Διαδίδοντας δεξιά και αριστερά ότι δεν θα τους έκανε τη χάρη να κλείσουν τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια υπηρεσίας σε δυο-τρεις αράδες και σε ένα τυπικό ευχαριστώ. Τελικά, τους την έκανε τη χάρη, έστω κι αν άργησε λιγάκι. Πάντως το πάλεψε όσο και όπως μπορούσε.

Αλλά ο ίδιος ούτε ήθελε ούτε μπορούσε να το παλέψει. Κουρασμένος απ’ όλα, με αυτό το είδος της ψυχικής κόπωσης που δεν σηκώνει αναρρωτικές άδειες, δεν ανακουφίζεται με τριήμερα ταξιδάκια αναψυχής και δεν ξορκίζεται με μεγαλεπήβολα σχέδια για το μέλλον. Είχε μαζέψει τόση κούραση, ώστε λαχάνιαζε με την ιδέα ότι θα έπρεπε να πάει στη δουλειά ή να γυρίσει στο σπίτι ή να ετοιμάσει μεσημεριανό ή να κάνει τον βραδινό του περίπατο ή να ετοιμάσει τα ρούχα του για την άλλη μέρα ή να ξυπνήσει ξανά το πρωί για τη δουλειά του. Ξέκοψε σιγά σιγά απ’ όλους, μείωσε στο ελάχιστο τις πιο αναγκαστικές του δραστηριότητες και απάλλαξε τον εαυτό του από σχέδια, ελπίδες και στόχους, για να καταλήξει εντελώς μόνος, ανυπόφορα κουρασμένος και αρκετά ανήσυχος για την υγεία του.

Γιατί όσο και αν πρόσεχε, είχε κάποια θεματάκια τον τελευταίο καιρό με την πίεση, τη χοληστερίνη, το βρογχικό άσθμα και κυρίως με το βάρος που έπεφτε από το ταβάνι και πλάκωνε το στήθος του σαν μετεωρίτης. Οπότε ασφυκτιούσε και πνιγότανε με την ανάσα του, πάλευε με τα σεντόνια και ίδρωνε στο κρεβάτι, για να παραδοθεί στο τέλος σε μια πανδαισία χιονιού που έπεφτε από τους μαιάνδρους της γύψινης διακόσμησης, για να τον σκεπάσει με μια στρώση από νιφάδες σκόνης και να τον αποκοιμίσει με το ίδιο πάντα όνειρο:

Ότι κάνει τον καθιερωμένο, βραδινό περίπατό του. Από το σπίτι μέχρι τα απώτατα όρια της μικρής του πόλης. Πάνω στη γέφυρα. Πριν ακριβώς από το πλατανόδασος. Όπου τελειώνουν τα κίτρινα φώτα. Για να σχιστεί στα δύο ο δρόμος. Αποδώ η επικράτεια του φωτός, αποκεί το βασίλειο του σκότους. Και μια νοητή κουρτίνα ανάμεσα. Κάτι σαν την αυλαία των θεάτρων. Με τη φωτισμένη σκηνή από μπροστά, τα σκοτεινά παρασκήνια από πίσω και τη φωνή του υποβολέα να του ψιθυρίζει μονότονα και επαναλαμβανόμενα ότι η παράσταση τελείωσε, η παράσταση τελείωσε, η παράσταση τελείωσε. Ο πιο ήσυχος ύπνος του ξεκινούσε από τη στιγμή που έκλεινε τα αυτιά του στον υποβολέα, γύριζε την πλάτη στην κουρτίνα και επέλεγε να επιστρέψει αμέσως σπίτι.

Κι αν κάτι κουδούνισε μέσα του τούτη τη φορά είναι η αντίθετη πορεία που αποφάσισε να ακολουθήσει στο όνειρό του. Με την ίδια ακριβώς εξερευνητική διάθεση που τον χαρακτήριζε μωρό παιδί, όταν άνοιγε όλα τα συρτάρια και τα ντουλάπια του σπιτιού με την ελπίδα να ανακαλύψει κρυμμένους θησαυρούς και πολύτιμα αντικείμενα, για να καταλήξει πάντα ξυλοφορτωμένος από τη μαμά του αλλά ευχαριστημένος με τον εαυτό του για τα παλιά νομίσματα, τα χρυσά σταυρουδάκια, τις αιχμηρές παραμάνες και τις λιωμένες ναφθαλίνες που κατάφερνε κάθε φορά να ξετρυπώνει. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή, σαν να δίστασε λιγάκι, κούμπωσε το παλτό και έστρεψε πάνω κάτω το κεφάλι. Το μισοφέγγαρο κουκουλωνόταν πίσω από τα σύννεφα, τα αστεράκια τρεμόσβηναν σαν τα καντήλια των νεκροταφείων και το παγωμένο νερό του ξεροπόταμου κουβαλούσε όλα τα αστικά και τα βιομηχανικά λύματα της πόλης. Πήρε βαθιά ανάσα και μετανοημένος για όλα τα λάθη, όλες τις αναβολές και όλες τις στρεβλώσεις της ζωής του κατευθύνθηκε με σταθερό βήμα προς τη σκοτεινή πλευρά του δρόμου.

Εφτά κι είκοσι άκουσε το ξυπνητήρι να χτυπάει, με μια πρωτόγνωρη ανακούφιση για το κουδούνισμα που δεν ήθελε με τίποτα να είναι από το όνειρό του. Χασμουρήθηκε, τεντώθηκε και πετάχτηκε αμέσως από το κρεβάτι. Μια καινούρια μέρα ξεκινούσε έξω από τα κλειστά ρολά του διαμερίσματός του. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό του. Θα ’πρεπε να βιαστεί. Οι μαθητές του τον περίμεναν. Μην ξεχάσει να τηλεφωνήσει το απόγευμα τον Μάκη. Καιρό έχουν να βγουν οι δυο τους για ένα τσίπουρο.

Πηγή: artinews.gr



Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου