Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018

Να μου το πείτε κάποτε…

Ευαγγελία Τυμπλαλέξη


Το χορτάρι, οι μέλισσες κι η οθόνη,
Ο Στάχυς πάνω σ’ ελιάς κορμό σφυρήλατος∙
Είπες πως ΜΕ σκεφτόσουν…

Προβάρουν πάλι οι στρατιώτες τις επωμίδες της στολής τους.
Εφοδιάζουν οι Πολιτικοί τους αντιπροσώπους,
Μ’ επισκεπτήρια ευνοϊκά∙
Αναπληρωτές μουρμουρίζουν οι Διπλωμάτες,
Με ζητωκραυγές ενορχηστρωμένες∙
Κι η φωνή να τρέμει από αγανάκτηση,
Των Υποστηρικτών∙
Οι απειλές και τα βασανιστήρια,
Την ανοχή κομίζουν κάθε παράνομης αναγνώρισης∙
Οι γριές τρέχαν τα εφτάζυμα στα ξωκκλήσια,
Κλείδωναν οι Έφοροι στις βιβλιοθήκες τα ράφια τα ψηλά∙
Η εφίδρωση στα μέτωπα των αρρώστων,
Κι ο εφοδιασμός στα κατεχόμενα με πόσιμο νερό∙
Η έφοδος του Ιππικού να διορθώνει τη γραβάτα της,
Και τα χειρόγραφα γεμάτα διορθώσεις∙
Η ομάδα της Επιείκειας περνούσε πάντα στον τελικό.
Καπνίζεται το άστρο το Μεγάλο στην Ανατολή!
Να μου το πείτε κάποτε…

Δεν τα καταλάβαινα όλα!
Ή έκανα πως δεν τα καταλάβαινα!
Με διέσυρε η απόσταση κι οι παραλλαγές της,
Όλες οι Εποχές ενέχουν ενοχή∙
Κι οι Εφιάλτες την καλή προαίρεσή τους.
Στο σχολειό μου μάθαν πως τ’ αστέρια είναι πολύ ψηλά,
Μα κάθε που νύχτωνε εγώ τα ‘φτανα στο πίσω μπαλκόνι∙
Στο πανεπιστήμιο ήθελαν να τ’ αποδείξουν,
Μα τράβηξα πριν βραδιάσει προς τις χωματερές∙
Ισόβια στα κόπρανα τις εξισώσεις να θάψω.
Ο δάσκαλός μου έψαχνε καρφίτσα διάφανα να σπάσει μπαλόνια∙
Μη και στους Ουρανούς ξεχυθούν ευχές.
Κι απέναντι στο Υπερπέραν άλλος δάσκαλος,
Σε λιάνες λάξευε γυαλιστερές των Μουσών τη φρυκτωρία∙
Κι ύστερα φούρνιζε καρβέλια, τον κύκλο της Ζωής ν’ αποδείξει.
Με τα ρίνίδιά τους κι οι δυο ν’ αποσκοπούν,
Στην κατάργηση της «Ημέρας κατά της διαφθοράς»∙
Αφού η Διαφθορά βασίλευε όλες τις άλλες μέρες.
Οι φλόγες σπιθίζουν κάθε που δεν καταλαβαίνω Τίποτα!
Να μου το πουν θέλω κάποτε…

Η Λύπη μου,
Στην Κοίτη που όριζε τις ομιλίες∙
Στην Άμπωτη που μπέρδευε τα χρώματα.
Είπες πως ΜΕ σκεφτόσουν…

Τα θεριά ρίχνονταν στον Πόλεμο,
Ο άνδρας είν’ εγωιστής∙
Όταν για τη χαρά πολεμάει της εξαπάτησης σμιλεύοντας ασπίδες.
Πίσω οι γλώσσες βγάζαν φουσκάλες και τα χείλη σκασμένα,
Και της γυναικός πόση η έπαρση που τα χάδια θέλει κοντά της∙
Του Αχιλλέα τ’ αναχώματα φλογισμένα,
Κι οι Βρισηίδες της Λήθης σαν αιτία κακού∙
Που σ’ άξιου ιεράρχη εντοπίζεται την απουσία.
Κι όπως καίγονταν όλα τα χωριά και σκοτώνονταν οι γέροι,
Στα παράλια θανατώνονταν τα ψάρια∙
Απαλλοτριώσεις, δολοφονίες κι έρανοι γενικοί.
Κι οι «άπιστοι» γίνονταν σκλάβοι,
Κι όλο το «παιδομάζωμα» μιαν άμορφη μάζα∙
Αφιλόξενη στη βιοποριστική πηγή τους.
Κι οι κατολισθήσεις όλα είχαν φράξει του γυρισμού τα σοκάκια∙
Καθώς ξέβραζε άσαρκα ενδύματα η Θάλασσα.
Καπνίζεται το άστρο το Μεγάλο στην Κολυμπήθρα την υγρή!
Να μου το πείτε κάποτε…

Δεν τα καταλάβαινα όλα!
Ή έκανα πως δεν τα καταλάβαινα!
Κάθε που οι άνθρωποι πετούσαν βεγγαλικά,
Ένα νέο να προϋπαντήσουν έτος χωρίς μέριμνες για τη ζήση του.
Αφού είχαν ξεχάσει τις ακτές να ζυμώνουν με θυμάρι∙
Και με γαρύφαλλο τις κορυφές.
Οι Θνητοί ήθελαν να τους χειρίζονται,
Δεν άντεχαν της συλλογικής Ελευθερίας τη ζέση∙
Λάβα κατακλυσμιαία που παρασέρνει στο γκρεμό.
Κι ο αναγνώστης να τον χειρίζονται ήθελε,
Δεν άντεχε της πραγματικότητας τ’ ασφοδίλι∙
Πέτρωμα ατόφιο που πάνω του θα τσακιστεί.
Κι η Ποίηση του Ρομαντισμού ήθελε τον χειρισμό,
Κίνημα π’ υποβάσταζε επί χρόνια την Εξουσία.
Το χιόνι παχύ κι οι καταδικασμένοι ξυπόλητοι κάθε που δεν καταλαβαίνω Τίποτα!
Να μου το πουν θέλω κάποτε…

Μ’ αχνό, είπες, χαμόγελο πως όλα ήταν Δύσκολα,
Το πρόσωπό σου τελευταία γινόταν χλωμό∙
Μα έλεγες πως ΜΕ σκεφτόσουν…

Ομογάλακτες οι Νύχτες με τ’ όλκιμο μέταλλό τους,
Στην κατηφόρα των Αγγέλων να ολισθαίνει∙
Φως και Νερό ομόλογοι απ’ άλλους Κόσμους,
Το Φως δρόσιζε τον Νου και το Νερό την Ύλη∙
Ήταν πολλά τα παιδιά π’ αλύχταγαν τα πηρούνια,
Κι οι κάννες πολλές πάνω στο δέρμα τους πυρακτωμένη∙
Πόσα να γράψω για τις Ψυχές που γίναν Άνθη,
Κι ανακατεύτηκαν με την οργή∙
Πόσα να γράψω για τα Ιδρύματα που δόλια συνεργάζονταν,
Μ’ ανακρίσεων και συναλλαγών υποθέσεις∙
Για την εγκληματική αδιαφορία να γράψω πόσα,
Σαν Υποθήκη ή θεμέλιο∙
Το Μέλλον καπνίζεται μες στων εικασιών το θρύλο!
Να μου το πείτε κάποτε…

Έψησα δύο κάστανα κι έβρασα λίγο ρύζι μ’ αμύγδαλα,
Να ΣΕ θυμηθώ∙
Ξυπνούσα πάντα διαφορετικές απ’ τους άλλους ώρες,
Ατημέλητη με τις πυτζάμες πλάκες ν’ αφαιρώ του δρόμου∙
Και μετά τον έλεγχο στοιχείων π’ ασκούσε πάνω μου η Αστυνομία,
Περίμενα στη Γέφυρα ένα λεωφορείο, ένα τρένο στην αποβάθρα∙
Μες στις Καταλήψεις φοβάμαι,
Όχι τις ιδιωματικές της Αναρχίας που θησαυρίζεις λέξεις∙
Μην οι Αρχές ανθολογήσουν την Ανάσα Σου.
Μες στης Πανσελήνου τις καλένδες φοβάμαι,
Όχι τις συμβάσεις που το σεργιάνι σου τσακίζει∙
Μην οι Αρχές λογιστικοποιήσουν τα Όνειρά ΣΟΥ…

Ξέρω τον φόβο δεν μου συγχωρείς!
Φιλιά και παράπονα μια λιτανεία αυτόνομη,
Και το ΜΠΛΕ γυάλινο από δάκρυ∙
Στα γόνατα όλα,
Να διανύσουν την απόσταση ως εκεί που Είσαι∙
Χωρίς ρόδι-Πέταλο μήτε,
Αφού πόρτες δεν υπάρχουν να σπάσουν ή να δέσουν.
Ξέρω την αδημονία δεν μου συγχωρείς!
Κανείς δεν είν’ υπόλογος πως αθέτησε κάτι,
Που γκρεμίζει αψηφώντας βράχους και στήνει πέρασμα στα Βάραθρα∙
Κι όπως ήσουν απασχολημένος με συλλογή αποσπασμάτων για υλικό,
Κατάληψη στην Έρημη πλατεία μου ξέχασες να κάνεις.
Πέρασα απ’ τ’ αγαπημένο μου Ζαχαροπλαστείο,
Στολισμένη γεμάτη λαμπιόνια η βιτρίνα∙
Κι οσμές από γλυκίσματα ακριβές.
Είχα καιρό να μπω μέσα και μην σκεφτείς πως κάνω δίαιτα,
Όταν συνηθίσεις τις κηδείες δεν πλανάται τριγύρω ρίγος!
Θέλω να σου το πω κάποτε…

Τη Δύναμη και το Φως να μου πεις στην ευχή,
Κρότους νεοφερμένους απ’ το Επέκεινα∙
Τον πάταγο όταν καταρρέει η Πολυκατοικία.
Την ανάφλεξη να μου πεις στα χρέη των Μαρμάρων,
Τις επιστροφές στ’ ακρωτήρια της παλίρροιας∙
Των κογχυλιών τις φθίνουσες πομπές.
Όσο Πολεμά μια Γυναίκα τόσο πιο Ερωτευμένη είναι.
Δύναμαι πίσω από οιωνούς όλα να τα μαντέψω!
Μα θέλω ΕΣΥ κάποτε να μου τα πεις…

Το χορτάρι, οι μέλισσες κι η οθόνη,
Ο Στάχυς πάνω σ’ ελιάς κορμό σφυρήλατος∙
Μη μου πεις μόνο πως ΜΕ ξέχασες!
Οι αστραπές θα μου το γνέψουν και τα σύννεφα…




Ευαγγελία Τυμπλαλέξη: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου