Παναγιώτης Οικονομίδης
Με ξαπόστειλαν και από τότε περιπλανιέμαι. Να γιατί είπα να πάω να συναντήσω το τέρας.
-Ότι και να σου είπε ο θεός, δεν αξίζει να πας από την σφιχτή αγκαλιά της Σφίγγας. Την είδες ποτέ σου;
-Από μακριά. Την είδα να προβάλει μπροστά από την σπηλιά της. Πρώτα φάνηκε το πρόσωπό της. Γλυκό και ρόδινο. Μειλίχιο. Σαν το πρόσωπο της μάνας όταν θηλάζει το μωρό της. Μετά πρόβαλαν τα στήθη της. Σφιχτά, στητά. Με τις σκούρες θηλές τους, σαν βατόμουρα έτοιμα να στάξουν το χυμό τους. Ακολούθησε η κοιλιά της λεία και στιβαρή. Θελκτική σαν των κοριτσιών. Μετά τα μπροστινά της πόδια με τα γαμψά νύχια τους. Θαρρείς και τα νοιώθω να ξύνουν την ράχη μου. Να γδέρνουν γλυκά το σώμα μου. Να μπήγονται απαλά στον λαιμό μου. Κατόπιν τα πίσω πόδια της δυνατά σαν του λέοντα. Να αγκαλιάζουν το κορμί μου. Να με σφίγγουν στην αγκαλιά τους. Όπως σφίγγει η μητέρα το χαμένο της παιδί. Ξαφνικά τίναξε τα φτερά της με πάταγο πολλές φορές. Σκόνη απλώθηκε τριγύρω. Λέω θα πέταξε, θα χάθηκε στον ουρανό. Κοίταζα ψηλά να την διακρίνω. Ένας απαλός βρυχηθμός με έκανε να στρέψω το βλέμμα μου κάτω. Η σκόνη είχε φύγει και η σφίγγα έστεκε σαν μαρμαρωμένη, κοιτώντας με, αλλά χωρίς να με βλέπει. Πισωπάτησα πολύ αργά μέχρι που χάθηκα από τα μάτια της. Το όνομά μου ζήτησες όμως άρχοντα. Εγώ, είναι το όνομά μου, μα όλοι με ξέρουν με το παρατσούκλι μου. Πρησθέας, λόγω των ποδιών μου. Οιδίπους είναι το κανονικό μου..
Ο άρχοντας τον κοίταξε απορημένος και ξαφνιασμένος.
-Εγώ, είπες ότι σε λένε;
-Ναι. Τώρα που είμαι περιπλανώμενος. Μόνος αποφάσισα ότι το όνομά μου είναι Εγώ. Έτσι απευθύνομαι στον εαυτό μου για να μην ξεχαστώ.
Μια σκιά ακούμπησε στους ώμους των δύο αντρών όπως ήταν καθισμένοι στην άκρη του δρόμου. Το φως είχε μια λοξή γωνία και τα πουλιά σώπαιναν στα κλαδιά. Μια γαλήνια σιγή απλωνόταν γύρω τους. Λες και τα δέντρα είχαν σκύψει και αφουγκράζονταν την κουβέντα του νέου. Ο άρχοντας σηκώθηκε αργά. Τίναξε τα χέρια του από τα χώματα και τέντωσε το κορμί του. Εκείνη την στιγμή μια μικρή πνοή ανέμου χάιδεψε τα μαλλιά του. Ο μανδύας του κινήθηκε ελαφρά πάνω στο πόδι του.
-Άντε να κινήσουμε. Ο ήλιος πήρε να γέρνει. Πρέπει να θάψουμε και τούτους τους δύο, δεν κάνει να μείνουν άταφοι όσο ανίκανοι και να ήταν. Μετά να βρούμε κατάλυμα μέχρι να νυχτώσει. Δεν προλαβαίνουμε να γυρίσουμε πίσω.
-Και ο άνθρωπός σου άρχοντα;
-Ας βρει την τύχη του. Δεν αξίζει να με υπηρετεί.
-Ας τους βάλουμε εδώ στην άκρη του δρόμου. Αρχίσαν να σκάβουν με τα εγχειρίδια τους την μαλακή γη δίπλα στην στράτα. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι στις γυμνές πλάτες τους. Τα μπράτσα τους συναγωνίζονταν το ένα δίπλα στο άλλο. Έβαλαν μέσα τους νεκρούς και τους σκέπασαν με χώμα. Έστησαν και ένα σωρό πέτρες από πάνω τους για να μην του ξεθάψουν τα αγρίμια. Ο άρχοντας έπιασε τα γκέμια. Τα πέρασε πάνω από το κεφάλι του αλόγου και τα άπλωσε στην ράχη του μέχρι το άρμα. Ανέβηκε και κάλεσε το νέο. Αυτός στάθηκε δίπλα του.
-Επέτρεψέ μου άρχοντα να οδηγήσω εγώ το άρμα. Αν συναντήσουμε κάποιον δεν είναι σωστό να σε δουν να οδηγείς έχοντας στο άρμα έναν περιπλανώμενο.
-Όπως θέλεις. Θα μπορέσω να σου πω τι μου συνέβη σήμερα το πρωί όταν έβγαινα από την πόλη. Εμπρός λοιπόν κάπου εδώ κοντά έχει μια σπηλιά, θα προλάβουμε πριν πέσει το φως.
Ο νέος πήρε τα γκέμια και το άλογο υπάκουα ξεκίνησε. Ο άρχοντας άρχισε να εξιστορεί την πρωινή του συνάντηση με τον χωλό. Ο νέος σταμάτησε αργά το άρμα χωρίς να διακόψει τον άρχοντα. Άπλωσε το χέρι του στο τόξο που ήταν βαλμένο μέσα στο άρμα, έβαλε ένα βέλος και σημάδεψε έναν θάμνο. Την επόμενη στιγμή ο θάμνος σειόταν από το σπαρτάρισμα ενός λαγού. Έδεσε τα γκέμια στο άρμα και έκανε να κατέβει για να περιμαζέψει το θήραμα. Επέστρεψε με έναν τροφαντό λαγό με καρφωμένο ακόμα με το βέλος.
-Ορίστε άρχοντά μου. Το γεύμα μας.
Ο άρχοντας τον κοίταξε εξεταστικά.
-Μάλλον δεν με πρόσεχες όταν σου μιλούσα.
-Όχι άρχοντά μου. Σε πρόσεχα αλλά έχω μάθει ότι μόνος μου πρέπει να εξασφαλίζω την τροφή μου. Μου έλεγες λοιπόν ότι τον ρώτησες ποιο είναι το όνομα αυτού του ζητιάνου. Τι σου απάντησε που τόσο σε ξαφνιάσε όπως μου είπες;
-Ναι έχεις δίκιο. Εκεί είχε μείνει η κουβέντα μας. Το όνομα του λοιπόν είναι Εσύ.
-Μάλιστα, έκανε ο νέος.
-Τι εννοείς μάλιστα;
-Φαίνεται ότι ημέρα σου σήμερα είναι γεμάτη εκπλήξεις. Νομίζω εδώ είναι η σπηλιά που είπες.
-Ναι. Εδώ είναι, Πως το ξέρεις;
-Μα σου το είπα ήδη. Αλλά φαίνεται ότι πέρα από το ότι δεν βλέπεις δεν ακούς κιόλας.
-Μιλάς με γρίφους. Δεν μπορώ να καταλάβω.
-Κι όμως ετοιμαζόσουν να πας στο μαντείο. Εκεί βέβαια, υπάρχει η ερμηνεία από του ιερείς. Σωστά; Ένας άρχοντας δεν χρειάζεται να σκεφτεί για να πάρει μια απόφαση. Έχουν σκεφτεί οι αξιωματούχοι και οι ιερείς και εκείνος διαλέγει τούτο ή εκείνο. Αυτό όμως θολώνει την κρίση. Έτσι δεν είναι άρχοντά μου;
Ο άρχοντάς δεν μίλησε. Ξεπέζεψε και βάλθηκε να λύνει το άλογο. Το άφησε να βοσκήσει και πήρε τον οπλισμό του από το άρμα. Ο νέος είχε ανάψει φωτιά. Ο ουρανός είχε πάρει εκείνο το διάφανο σκούρο μπλε χρώμα που ακολουθεί μια μενεξεδιά δύση. Τα πρώτα άστρα φάνηκαν προς την μεριά της ανατολής.
Οι δύο άντρες έτρωγαν χωρίς να μιλούν. Η κούραση και η ημέρα τους είχαν καταβάλει.
Τέντωσαν το ταλαιπωρημένο κορμί τους στη θαλπωρή της φωτιάς, ξεθηκάρωσαν τα σπαθιά τους και άδειασαν το βλέμμα τους στον ουρανό που τώρα είχε γεμίσει με μυριάδες αστέρια. Μικρά και μεγάλα, φωτεινά και λιγότερο φωτεινά. Και ανάμεσά τους το μαύρο κενό. Ο άρχοντας ένοιωσε να βαραίνει το μυαλό του κοιτώντας τον ουρανό που τόσο πολύ έμοιαζε με τις σκέψεις του. Μικρές και μεγάλες, φωτεινές και σκοτεινές, και πιο πολύ τον φόβιζαν οι σκοτεινές. Δεν τον ένοιαζε ο νέος που είχε δίπλα του. Ήταν σε απόσταση τόση που να μη τον φτάνει το μπαστούνι του και εξ άλλου είχε μάθει να κοιμάται ελαφρά ενώ ο νέος είχε ήδη παραδοθεί στην αγκαλιά του Ύπνου. Η αναπνοή του ήταν απαλή, αργή και βαθιά. Ανασηκώθηκε στο πλευρό και τον κοίταξε στο φως της σελήνης που μόλις είχε ανατείλει. Ένα κάρβουνο στην φωτιά έτριξε. Ο νέος έσφιξε λίγο τα δάκτυλά του στην λαβή του σπαθιού του. Ο άρχοντας έμεινε ακίνητος να κοιτάζει την γαλήνη στο πρόσωπο του άλλου. Μετά από λίγο ξάπλωσε προσέχοντας να μην κάνει θόρυβο και βυθίστηκε σε έναν ήρεμο και γλυκό ύπνο.
Ήταν στο όνειρό του μέσα σε μια σπηλιά. Στενή και βρώμικη. Μια απαίσια δυσωδία ερχόταν από τα σπλάχνα της με ένα υγρό και πηχτό ρεύμα αέρα. Από πολύ μακριά, υπόκωφα, ακουγόταν ένας βαθύς ήχος. Τόσο βαθύς που δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι είδους ήταν. Μερικές φορές είχε την κανονικότητα αναπνοής και άλλες ήταν ακατάστατος και με μακριά διάρκεια. Είχε βρεθεί εκεί χωρίς να θυμάται από πού είχε μπει. Σαν να τον μετέφεραν εκεί και να ξύπνησε μετά από έναν βαθύ λήθαργο. Εκείνος έπρεπε να προχωρήσει προς το βάθος της σπηλιάς. Προς τα εκεί που ερχόταν ο αέρας. Δεν γινόταν λόγος να πάει προς την άλλη πλευρά. Το σκοτάδι ήταν τόσο απόλυτο που δεν είχε διαφορά αν είχε τα μάτια του ανοιχτά ή κλειστά. Προτίμησε να τα έχει κλειστά. Κανένας άλλος ήχος δεν μπορούσε να ακουστεί. Δοκίμαζε να χτυπήσει τα χέρια του ή να φωνάξει και ενώ καταλάβαινε ότι έβγαζε ήχο, στα αυτιά του δεν έφτανε ούτε ένας τόσος δα μικρός θόρυβος. Μόνο αυτός ο υπόκωφος ήχος που τελικά κυριαρχούσε μέσα στο μυαλό του. Μήπως και να ήταν εκεί μέσα και όχι από έξω ο θόρυβος; Προσπάθησε να μην χαθεί μέσα στην σπηλιά. Ακούμπησε το χέρι του στο αριστερό τοίχωμα και προχώρησε. Ήξερε ότι έτσι δεν θα έκανε κύκλους άσκοπα. Μετά από πολύ περιπλάνηση ξάπλωσε στο έδαφος εξαντλημένος και αποκοιμήθηκε. Ούτε ο ήχος ακουγόταν, ούτε ζέστη ένοιωθε, ούτε την απαίσια μυρωδιά. Ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Δεν ένοιωθε κανέναν πόνο ούτε στο σώμα, ούτε στην ψυχή. Ένοιωθε μια καθολική αγαλλίαση και ένα φως να αναβλύζει από μέσα του και αυτός πάνω στο φως να γλιστράει απαλά προς έναν άλλο κόσμο.
Άνοιξε τα μάτια του. Η ολόγιομη σελήνη μεσουρανούσε. Το τοπίο ήταν κατάφωτο. Τα φύλλα των δέντρων ασήμιζαν στο αργυρόλευκο φως. Γονάτισε με δέος και προσευχήθηκε στην θεά, την κόρη του ιδρυτή της πόλης του.
Το πρώτο φως τον βρήκε να κάθεται ακόμα εκεί. Μισοκοιμισμένος, μισοξύπνιος. Χθες τέτοια ώρα περνούσε την πύλη της πόλης του. Τώρα ο επίτροπος θα είχε ξεκινήσει για να τον βρει. Δεν πειράζει, ας τον ψάξουν. Ο νέος σάλεψε. Τέντωσε το κορμί του. Άνοιξε τα μάτια του και ανασηκώθηκε. Είδε τον άρχοντα να κάθεται παρακάτω. Πλησίασε αργά στηριζόμενος στο μπαστούνι του. Σε κάθε βήμα του ένα μορφασμός διαπερνούσε το πρόσωπό του. Ο άρχοντας το κοίταξε για λίγο καθώς πλησίαζε.
-Τι σε βασανίζει;
-Δεν είναι τίποτα. Κάθε πρωί χρειάζεται να κάνω μερικά βήματα για να μπορέσουν τα πόδια μου να λειτουργήσουν κανονικά. Σε λίγο θα είμαι εντάξει.
-Για πλησίασε.
Ο άρχοντας γονάτισε μπροστά του. Ακούμπησε τα χέρια του στους φουσκωμένους αστραγάλους του νέου. Μετά έτριψε δυνατά τα χέρια του μεταξύ τους και έπιασε ένα έναν τους αστραγάλους. Μια γλυκιά ζέστη απλώθηκε στα μέλη του νέου. Ένα χαμόγελο χάραξε τα χείλη του. Ο άρχοντας σηκώθηκε. Το πρόσωπό του βρέθηκε απέναντι από του νέου. Στα μάτια του λαμπύριζε το φως της ανατολής.
-Σύντομα δεν θα σε κοροϊδεύει κανείς με το παρατσούκλι σου. Θα γίνεις πάλι Eσύ.
-Άρχοντά μου, θα πρέπει να επιστρέψεις στην πόλη σου. Θα σε ψάχνουν. Αυτός ο κακόμοιρος υπηρέτης σου θα έχει ξεσηκώσει τον κόσμο.
-Ναι όπως τα λες θα έχουν γίνει τα πράγματα. Ο επίτροπος της πόλης θα περάσει την πύλη μόλις ο ήλιος φωτίσει την κορυφή του βουνού. Ο χωλός θα προσπαθεί να καταλάβει τι γίνεται και θα φλυαρεί για την συνάντησή μας κομπάζοντας.
-Τότε θα πρέπει να γυρίσεις πίσω.
-Θα σου πώ τι θα κάνουμε. Θα κρύψουμε εδώ τον θώρακα και το κράνος μου. Θα τα θάψουμε μέσα στην σπηλιά. Θα αφήσουμε το άρμα πιο κάτω και θα ελευθερώσουμε το άλογο. Μετά θα πορευτούμε μαζί. Για πέντε ημέρες, κάνεις δεν πρόκειται να διεκδικήσει τον θρόνο της πόλης. Ο επίτροπος Κρέων είναι αυστηρός στην τήρηση των κανόνων.
-Για ποιο λόγο να το κάνεις αυτό άρχοντα; Πως θα πας να πάρεις χρησμό στους Δελφούς; Κανένας δεν θα σε πιστέψει.
-Έχω αφήσει κρυμμένο μέσα σε έναν κύλικα σημάδι που δεν το ξέρει κανένας.
Ο Οιδίποδας κοίταξε εξεταστικά τον άρχοντα που είχε αρχίσει ήδη να σκάβει. Από μακριά ακούστηκε το βούκινο των ανιχνευτών. Ήταν ακόμα μακριά. Ίσα που ακουγόταν. Μια τρελή λαχτάρα παιδιού έκανε την καρδιά του να χτυπήσει γρήγορα. Έφερε τον θώρακα του άρχοντα. Σκόρπισαν από πάνω την στάχτη και τα κάρβουνα. Έζεψαν το άλογο και κίνησαν.
Πήραν τον δρόμο που περνούσε μέσα από το δάσος. Μια δροσιά τους τύλιξε. Γρήγορα βρέθηκαν αρκετά μακριά. Πέρασαν από ένα στενό σημείο του δρόμου που μόλις και χωρούσε το άρμα να περάσει. Αμέσως μετά ο άρχοντας το οδήγησε μέσα σε ένα σύδεντρο και έλυσε το άλογο, του έβγαλε τα χάμουρα και το έδιωξε. Αυτό ξαφνιασμένο κοντοστάθηκε άλλα αμέσως έφυγε προς το δάσος. Ο άρχοντας έγνεψε στον Οιδίποδα.
-Από εδώ έχει ένα μονοπάτι που κόβει δρόμο. Δεν είναι ανάγκη να κάνουμε τον γύρο του βουνού.Ο Οιδίποδας τον ακολούθησε. Το μεσημέρι βρέθηκαν στην κορυφή. Ο κάμπος κάτω άχνιζε από την ζέστη. Στάθηκαν στον ίσκιο ενός μοναχικού δέντρου.
Συνεχίζεται...
Βρείτε όλες τις συνέχειες: εδώ
Παναγιώτης Οικονομίδης: Σχετικά με τον συντάκτη
Με ξαπόστειλαν και από τότε περιπλανιέμαι. Να γιατί είπα να πάω να συναντήσω το τέρας.
-Ότι και να σου είπε ο θεός, δεν αξίζει να πας από την σφιχτή αγκαλιά της Σφίγγας. Την είδες ποτέ σου;
-Από μακριά. Την είδα να προβάλει μπροστά από την σπηλιά της. Πρώτα φάνηκε το πρόσωπό της. Γλυκό και ρόδινο. Μειλίχιο. Σαν το πρόσωπο της μάνας όταν θηλάζει το μωρό της. Μετά πρόβαλαν τα στήθη της. Σφιχτά, στητά. Με τις σκούρες θηλές τους, σαν βατόμουρα έτοιμα να στάξουν το χυμό τους. Ακολούθησε η κοιλιά της λεία και στιβαρή. Θελκτική σαν των κοριτσιών. Μετά τα μπροστινά της πόδια με τα γαμψά νύχια τους. Θαρρείς και τα νοιώθω να ξύνουν την ράχη μου. Να γδέρνουν γλυκά το σώμα μου. Να μπήγονται απαλά στον λαιμό μου. Κατόπιν τα πίσω πόδια της δυνατά σαν του λέοντα. Να αγκαλιάζουν το κορμί μου. Να με σφίγγουν στην αγκαλιά τους. Όπως σφίγγει η μητέρα το χαμένο της παιδί. Ξαφνικά τίναξε τα φτερά της με πάταγο πολλές φορές. Σκόνη απλώθηκε τριγύρω. Λέω θα πέταξε, θα χάθηκε στον ουρανό. Κοίταζα ψηλά να την διακρίνω. Ένας απαλός βρυχηθμός με έκανε να στρέψω το βλέμμα μου κάτω. Η σκόνη είχε φύγει και η σφίγγα έστεκε σαν μαρμαρωμένη, κοιτώντας με, αλλά χωρίς να με βλέπει. Πισωπάτησα πολύ αργά μέχρι που χάθηκα από τα μάτια της. Το όνομά μου ζήτησες όμως άρχοντα. Εγώ, είναι το όνομά μου, μα όλοι με ξέρουν με το παρατσούκλι μου. Πρησθέας, λόγω των ποδιών μου. Οιδίπους είναι το κανονικό μου..
Ο άρχοντας τον κοίταξε απορημένος και ξαφνιασμένος.
-Εγώ, είπες ότι σε λένε;
-Ναι. Τώρα που είμαι περιπλανώμενος. Μόνος αποφάσισα ότι το όνομά μου είναι Εγώ. Έτσι απευθύνομαι στον εαυτό μου για να μην ξεχαστώ.
Μια σκιά ακούμπησε στους ώμους των δύο αντρών όπως ήταν καθισμένοι στην άκρη του δρόμου. Το φως είχε μια λοξή γωνία και τα πουλιά σώπαιναν στα κλαδιά. Μια γαλήνια σιγή απλωνόταν γύρω τους. Λες και τα δέντρα είχαν σκύψει και αφουγκράζονταν την κουβέντα του νέου. Ο άρχοντας σηκώθηκε αργά. Τίναξε τα χέρια του από τα χώματα και τέντωσε το κορμί του. Εκείνη την στιγμή μια μικρή πνοή ανέμου χάιδεψε τα μαλλιά του. Ο μανδύας του κινήθηκε ελαφρά πάνω στο πόδι του.
-Άντε να κινήσουμε. Ο ήλιος πήρε να γέρνει. Πρέπει να θάψουμε και τούτους τους δύο, δεν κάνει να μείνουν άταφοι όσο ανίκανοι και να ήταν. Μετά να βρούμε κατάλυμα μέχρι να νυχτώσει. Δεν προλαβαίνουμε να γυρίσουμε πίσω.
-Και ο άνθρωπός σου άρχοντα;
-Ας βρει την τύχη του. Δεν αξίζει να με υπηρετεί.
-Ας τους βάλουμε εδώ στην άκρη του δρόμου. Αρχίσαν να σκάβουν με τα εγχειρίδια τους την μαλακή γη δίπλα στην στράτα. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι στις γυμνές πλάτες τους. Τα μπράτσα τους συναγωνίζονταν το ένα δίπλα στο άλλο. Έβαλαν μέσα τους νεκρούς και τους σκέπασαν με χώμα. Έστησαν και ένα σωρό πέτρες από πάνω τους για να μην του ξεθάψουν τα αγρίμια. Ο άρχοντας έπιασε τα γκέμια. Τα πέρασε πάνω από το κεφάλι του αλόγου και τα άπλωσε στην ράχη του μέχρι το άρμα. Ανέβηκε και κάλεσε το νέο. Αυτός στάθηκε δίπλα του.
-Επέτρεψέ μου άρχοντα να οδηγήσω εγώ το άρμα. Αν συναντήσουμε κάποιον δεν είναι σωστό να σε δουν να οδηγείς έχοντας στο άρμα έναν περιπλανώμενο.
-Όπως θέλεις. Θα μπορέσω να σου πω τι μου συνέβη σήμερα το πρωί όταν έβγαινα από την πόλη. Εμπρός λοιπόν κάπου εδώ κοντά έχει μια σπηλιά, θα προλάβουμε πριν πέσει το φως.
Ο νέος πήρε τα γκέμια και το άλογο υπάκουα ξεκίνησε. Ο άρχοντας άρχισε να εξιστορεί την πρωινή του συνάντηση με τον χωλό. Ο νέος σταμάτησε αργά το άρμα χωρίς να διακόψει τον άρχοντα. Άπλωσε το χέρι του στο τόξο που ήταν βαλμένο μέσα στο άρμα, έβαλε ένα βέλος και σημάδεψε έναν θάμνο. Την επόμενη στιγμή ο θάμνος σειόταν από το σπαρτάρισμα ενός λαγού. Έδεσε τα γκέμια στο άρμα και έκανε να κατέβει για να περιμαζέψει το θήραμα. Επέστρεψε με έναν τροφαντό λαγό με καρφωμένο ακόμα με το βέλος.
-Ορίστε άρχοντά μου. Το γεύμα μας.
Ο άρχοντας τον κοίταξε εξεταστικά.
-Μάλλον δεν με πρόσεχες όταν σου μιλούσα.
-Όχι άρχοντά μου. Σε πρόσεχα αλλά έχω μάθει ότι μόνος μου πρέπει να εξασφαλίζω την τροφή μου. Μου έλεγες λοιπόν ότι τον ρώτησες ποιο είναι το όνομα αυτού του ζητιάνου. Τι σου απάντησε που τόσο σε ξαφνιάσε όπως μου είπες;
-Ναι έχεις δίκιο. Εκεί είχε μείνει η κουβέντα μας. Το όνομα του λοιπόν είναι Εσύ.
-Μάλιστα, έκανε ο νέος.
-Τι εννοείς μάλιστα;
-Φαίνεται ότι ημέρα σου σήμερα είναι γεμάτη εκπλήξεις. Νομίζω εδώ είναι η σπηλιά που είπες.
-Ναι. Εδώ είναι, Πως το ξέρεις;
-Μα σου το είπα ήδη. Αλλά φαίνεται ότι πέρα από το ότι δεν βλέπεις δεν ακούς κιόλας.
-Μιλάς με γρίφους. Δεν μπορώ να καταλάβω.
-Κι όμως ετοιμαζόσουν να πας στο μαντείο. Εκεί βέβαια, υπάρχει η ερμηνεία από του ιερείς. Σωστά; Ένας άρχοντας δεν χρειάζεται να σκεφτεί για να πάρει μια απόφαση. Έχουν σκεφτεί οι αξιωματούχοι και οι ιερείς και εκείνος διαλέγει τούτο ή εκείνο. Αυτό όμως θολώνει την κρίση. Έτσι δεν είναι άρχοντά μου;
Ο άρχοντάς δεν μίλησε. Ξεπέζεψε και βάλθηκε να λύνει το άλογο. Το άφησε να βοσκήσει και πήρε τον οπλισμό του από το άρμα. Ο νέος είχε ανάψει φωτιά. Ο ουρανός είχε πάρει εκείνο το διάφανο σκούρο μπλε χρώμα που ακολουθεί μια μενεξεδιά δύση. Τα πρώτα άστρα φάνηκαν προς την μεριά της ανατολής.
Οι δύο άντρες έτρωγαν χωρίς να μιλούν. Η κούραση και η ημέρα τους είχαν καταβάλει.
Τέντωσαν το ταλαιπωρημένο κορμί τους στη θαλπωρή της φωτιάς, ξεθηκάρωσαν τα σπαθιά τους και άδειασαν το βλέμμα τους στον ουρανό που τώρα είχε γεμίσει με μυριάδες αστέρια. Μικρά και μεγάλα, φωτεινά και λιγότερο φωτεινά. Και ανάμεσά τους το μαύρο κενό. Ο άρχοντας ένοιωσε να βαραίνει το μυαλό του κοιτώντας τον ουρανό που τόσο πολύ έμοιαζε με τις σκέψεις του. Μικρές και μεγάλες, φωτεινές και σκοτεινές, και πιο πολύ τον φόβιζαν οι σκοτεινές. Δεν τον ένοιαζε ο νέος που είχε δίπλα του. Ήταν σε απόσταση τόση που να μη τον φτάνει το μπαστούνι του και εξ άλλου είχε μάθει να κοιμάται ελαφρά ενώ ο νέος είχε ήδη παραδοθεί στην αγκαλιά του Ύπνου. Η αναπνοή του ήταν απαλή, αργή και βαθιά. Ανασηκώθηκε στο πλευρό και τον κοίταξε στο φως της σελήνης που μόλις είχε ανατείλει. Ένα κάρβουνο στην φωτιά έτριξε. Ο νέος έσφιξε λίγο τα δάκτυλά του στην λαβή του σπαθιού του. Ο άρχοντας έμεινε ακίνητος να κοιτάζει την γαλήνη στο πρόσωπο του άλλου. Μετά από λίγο ξάπλωσε προσέχοντας να μην κάνει θόρυβο και βυθίστηκε σε έναν ήρεμο και γλυκό ύπνο.
Ήταν στο όνειρό του μέσα σε μια σπηλιά. Στενή και βρώμικη. Μια απαίσια δυσωδία ερχόταν από τα σπλάχνα της με ένα υγρό και πηχτό ρεύμα αέρα. Από πολύ μακριά, υπόκωφα, ακουγόταν ένας βαθύς ήχος. Τόσο βαθύς που δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι είδους ήταν. Μερικές φορές είχε την κανονικότητα αναπνοής και άλλες ήταν ακατάστατος και με μακριά διάρκεια. Είχε βρεθεί εκεί χωρίς να θυμάται από πού είχε μπει. Σαν να τον μετέφεραν εκεί και να ξύπνησε μετά από έναν βαθύ λήθαργο. Εκείνος έπρεπε να προχωρήσει προς το βάθος της σπηλιάς. Προς τα εκεί που ερχόταν ο αέρας. Δεν γινόταν λόγος να πάει προς την άλλη πλευρά. Το σκοτάδι ήταν τόσο απόλυτο που δεν είχε διαφορά αν είχε τα μάτια του ανοιχτά ή κλειστά. Προτίμησε να τα έχει κλειστά. Κανένας άλλος ήχος δεν μπορούσε να ακουστεί. Δοκίμαζε να χτυπήσει τα χέρια του ή να φωνάξει και ενώ καταλάβαινε ότι έβγαζε ήχο, στα αυτιά του δεν έφτανε ούτε ένας τόσος δα μικρός θόρυβος. Μόνο αυτός ο υπόκωφος ήχος που τελικά κυριαρχούσε μέσα στο μυαλό του. Μήπως και να ήταν εκεί μέσα και όχι από έξω ο θόρυβος; Προσπάθησε να μην χαθεί μέσα στην σπηλιά. Ακούμπησε το χέρι του στο αριστερό τοίχωμα και προχώρησε. Ήξερε ότι έτσι δεν θα έκανε κύκλους άσκοπα. Μετά από πολύ περιπλάνηση ξάπλωσε στο έδαφος εξαντλημένος και αποκοιμήθηκε. Ούτε ο ήχος ακουγόταν, ούτε ζέστη ένοιωθε, ούτε την απαίσια μυρωδιά. Ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Δεν ένοιωθε κανέναν πόνο ούτε στο σώμα, ούτε στην ψυχή. Ένοιωθε μια καθολική αγαλλίαση και ένα φως να αναβλύζει από μέσα του και αυτός πάνω στο φως να γλιστράει απαλά προς έναν άλλο κόσμο.
Άνοιξε τα μάτια του. Η ολόγιομη σελήνη μεσουρανούσε. Το τοπίο ήταν κατάφωτο. Τα φύλλα των δέντρων ασήμιζαν στο αργυρόλευκο φως. Γονάτισε με δέος και προσευχήθηκε στην θεά, την κόρη του ιδρυτή της πόλης του.
Το πρώτο φως τον βρήκε να κάθεται ακόμα εκεί. Μισοκοιμισμένος, μισοξύπνιος. Χθες τέτοια ώρα περνούσε την πύλη της πόλης του. Τώρα ο επίτροπος θα είχε ξεκινήσει για να τον βρει. Δεν πειράζει, ας τον ψάξουν. Ο νέος σάλεψε. Τέντωσε το κορμί του. Άνοιξε τα μάτια του και ανασηκώθηκε. Είδε τον άρχοντα να κάθεται παρακάτω. Πλησίασε αργά στηριζόμενος στο μπαστούνι του. Σε κάθε βήμα του ένα μορφασμός διαπερνούσε το πρόσωπό του. Ο άρχοντας το κοίταξε για λίγο καθώς πλησίαζε.
-Τι σε βασανίζει;
-Δεν είναι τίποτα. Κάθε πρωί χρειάζεται να κάνω μερικά βήματα για να μπορέσουν τα πόδια μου να λειτουργήσουν κανονικά. Σε λίγο θα είμαι εντάξει.
-Για πλησίασε.
Ο άρχοντας γονάτισε μπροστά του. Ακούμπησε τα χέρια του στους φουσκωμένους αστραγάλους του νέου. Μετά έτριψε δυνατά τα χέρια του μεταξύ τους και έπιασε ένα έναν τους αστραγάλους. Μια γλυκιά ζέστη απλώθηκε στα μέλη του νέου. Ένα χαμόγελο χάραξε τα χείλη του. Ο άρχοντας σηκώθηκε. Το πρόσωπό του βρέθηκε απέναντι από του νέου. Στα μάτια του λαμπύριζε το φως της ανατολής.
-Σύντομα δεν θα σε κοροϊδεύει κανείς με το παρατσούκλι σου. Θα γίνεις πάλι Eσύ.
-Άρχοντά μου, θα πρέπει να επιστρέψεις στην πόλη σου. Θα σε ψάχνουν. Αυτός ο κακόμοιρος υπηρέτης σου θα έχει ξεσηκώσει τον κόσμο.
-Ναι όπως τα λες θα έχουν γίνει τα πράγματα. Ο επίτροπος της πόλης θα περάσει την πύλη μόλις ο ήλιος φωτίσει την κορυφή του βουνού. Ο χωλός θα προσπαθεί να καταλάβει τι γίνεται και θα φλυαρεί για την συνάντησή μας κομπάζοντας.
-Τότε θα πρέπει να γυρίσεις πίσω.
-Θα σου πώ τι θα κάνουμε. Θα κρύψουμε εδώ τον θώρακα και το κράνος μου. Θα τα θάψουμε μέσα στην σπηλιά. Θα αφήσουμε το άρμα πιο κάτω και θα ελευθερώσουμε το άλογο. Μετά θα πορευτούμε μαζί. Για πέντε ημέρες, κάνεις δεν πρόκειται να διεκδικήσει τον θρόνο της πόλης. Ο επίτροπος Κρέων είναι αυστηρός στην τήρηση των κανόνων.
-Για ποιο λόγο να το κάνεις αυτό άρχοντα; Πως θα πας να πάρεις χρησμό στους Δελφούς; Κανένας δεν θα σε πιστέψει.
-Έχω αφήσει κρυμμένο μέσα σε έναν κύλικα σημάδι που δεν το ξέρει κανένας.
Ο Οιδίποδας κοίταξε εξεταστικά τον άρχοντα που είχε αρχίσει ήδη να σκάβει. Από μακριά ακούστηκε το βούκινο των ανιχνευτών. Ήταν ακόμα μακριά. Ίσα που ακουγόταν. Μια τρελή λαχτάρα παιδιού έκανε την καρδιά του να χτυπήσει γρήγορα. Έφερε τον θώρακα του άρχοντα. Σκόρπισαν από πάνω την στάχτη και τα κάρβουνα. Έζεψαν το άλογο και κίνησαν.
Πήραν τον δρόμο που περνούσε μέσα από το δάσος. Μια δροσιά τους τύλιξε. Γρήγορα βρέθηκαν αρκετά μακριά. Πέρασαν από ένα στενό σημείο του δρόμου που μόλις και χωρούσε το άρμα να περάσει. Αμέσως μετά ο άρχοντας το οδήγησε μέσα σε ένα σύδεντρο και έλυσε το άλογο, του έβγαλε τα χάμουρα και το έδιωξε. Αυτό ξαφνιασμένο κοντοστάθηκε άλλα αμέσως έφυγε προς το δάσος. Ο άρχοντας έγνεψε στον Οιδίποδα.
-Από εδώ έχει ένα μονοπάτι που κόβει δρόμο. Δεν είναι ανάγκη να κάνουμε τον γύρο του βουνού.Ο Οιδίποδας τον ακολούθησε. Το μεσημέρι βρέθηκαν στην κορυφή. Ο κάμπος κάτω άχνιζε από την ζέστη. Στάθηκαν στον ίσκιο ενός μοναχικού δέντρου.
Συνεχίζεται...
Βρείτε όλες τις συνέχειες: εδώ
Παναγιώτης Οικονομίδης: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου