Του Γ.Α.Λυγκουνάκη
Πάρα πολύ μελάνι έχει χυθεί από τους Αγανακτισμένους και μετά όσον αφορά τη θέση της Ελλάδος στην ιμπεριαλιστική κατανομή ισχύος και την υπόσταση της ως ιμπεριαλιστικής η εξαρτημένης χώρας. Και οι δύο πλευρές έχουν καλά επιχειρήματα στη φαρέτρα τους, καθώς, πράγματι, η ελληνική πραγματικότητα δείχνει σημάδια που επιβεβαιώνουν και τις δύο θέσεις. Θεωρώντας πως αυτό είναι πράγματι ένα κορυφαίο θεωρητικό ερώτημα το οποίο καθορίζει τη στάση των ανθρώπων απέναντι σε σειρά πρακτικών ζητημάτων στο κίνημα, θα προσπαθήσω να τοποθετηθώ κι εγώ ελπίζοντας να συμβάλλω όσο μπορώ στην ευρύτερη πολιτική ζύμωση.
Το βασικό έλλειμμα και των δύο θεωρήσεων είναι, κατά την άποψη μου, η αναζήτηση της απάντησης στην φύση της ελληνικής αστικής τάξης, της οποίας τα χαρακτηριστικά, κατά τους θεωρητικούς και των δύο θεωρήσεων, ορίζονται από την αυγή του «ελληνικού καπιταλισμού», είτε με την ίδρυση του Ελληνικού κράτους είτε στην ύστερη Οθωμανική περίοδο. Αυτή όμως η αντίληψη αυτό που κάνει στην πραγματικότητα είναι να κατατεμαχίζει την ιστορία σε τεχνητά απομονωμένες μεταξύ τους περιόδους και στο τέλος αυτό που κάνει είναι να υποτιμά το ίδιο το εξουσιαστικό φαινόμενο ως κοινωνική αναγκαιότητα από καταβολής ύπαρξης ιδιοκτησίας.
Καμία αστική τάξη δεν ξεπήδησε από παρθενογένεση. Αντιθέτως γεννήθηκε σε βάθος αιώνων από τα σπλάχνα της προηγούμενης άρχουσας τάξης, της φεουδαρχικής, όπως και εκείνη είχε γεννηθεί σε βάθος αιώνων από τα σπλάχνα της προηγούμενης άρχουσας τάξης της δουλοκτητικής.
Ο βασικός λόγος ίσως που αυτή η πραγματικότητα υποτιμάται, έχει να κάνει με μία παρερμηνεία της γενικής αρχής πως σημασία έχει το ποιος κατέχει την κυριότητα των μέσων παραγωγής. Σταδιακά η κυρίαρχη σοσιαλιστική φιλοσοφία έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στην παραγωγή αυτή καθεαυτή και απομακρύνθηκε από το κυρίαρχο ζήτημα: Αυτό της κυριότητας.
Τα πράγματα όμως στον πραγματικό κόσμο δεν είναι έτσι. Ο φεουδάρχης ήταν εξουσία όχι γιατί παραγόταν το στάρι αλλά γιατί είχε στην κυριότητα του τη γη με το δίκαιο του αίματος και την ευλογία του επισκόπου. Γι’ αυτό μπορεί κατά καιρούς να καταστρεφόταν η σοδιά αλλά αυτός παρέμενε κυρίαρχος. Ο καπιταλιστής είναι εξουσία όχι γιατί παράγεται το ατσάλι αλλά γιατί έχει στην κυριότητα του τα εργαλεία με το δίκαιο του χρήματος και τη σφραγίδα του δικαστηρίου. Γι’ αυτό μπορεί τώρα να καταστρέφεται η παραγωγή αλλά αυτός παραμένει κυρίαρχος.
Το εξουσιαστικό φαινόμενο στο τέλος υπάρχει όχι γιατί παράγει αλλά γιατί έχει την ιδεολογική υπεροχή και υπό αυτήν την έννοια έχει μια ιστορική συνέχεια και ας αλλάζουν τα μοντέλα.
Έχοντας αυτό στο μυαλό, δεν διστάζω να υποστηρίξω πως η άρχουσα τάξη στον ελληνικό χώρο έχει μια συνέχεια από την εποχή της Ρωμαϊκής κατάκτησης και εντεύθεν με έναν βασικό ρόλο: Να διασφαλίζει απρόσκοπτα τα συμφέροντα του ξένου αφέντη.
Δεν έχει σημασία αν αυτός ήταν Ρωμαίος, Βυζαντινός, Φράγκος, Ενετός, Οθωμανός, Βρετανός ή Αμερικάνος. Δεν έχει σημασία αν το σύστημα ήταν δουλοκτησία, φεουδαρχία ή καπιταλισμός. Ο βασικός ρόλος της άρχουσας τάξης στην Ελλάδα στην ιστορική της συνέχεια είναι αδιατάρακτα αυτός και υπό αυτήν την έννοια το να την χαρακτηρίζει κανείς εξαρτημένη είναι υποτίμηση. Όχι, η «ελληνική» ελίτ δεν ήταν ποτέ εξαρτημένη, ήταν πάντοτε οργανικό κομμάτι της άρχουσας τάξης μιας ξένης μητρόπολης.
Κάτω από αυτό το πρίσμα προσωπικά θεωρώ πως το να συζητάμε για το αν η χώρα είναι ιμπεριαλιστική ή εξαρτημένη αποτελεί έστω και ασυνείδητα υποχώρηση στο αστικό αφήγημα της «εθνικής ενότητας». Γιατί ποτέ δεν υπήρξε μία χώρα, αλλά δύο χώρες που ζει η μία πάνω από την άλλη και σε βάρος της άλλης. Η χώρα τους, ή ίσως καλύτερα ο χώρος τους από τη μια και η πατρίδα μας από την άλλη.
Σε αυτήν τη λογική το κύριο ζήτημα το οποίο θα καθορίσει το αν η ελληνική κοινωνία θα συνεχίσει να υπάρχει είναι το ζήτημα της κυριότητας. Το ελληνικό παρακλάδι του δυτικού καπιταλισμού, με όλες τις τοπικές ιδιαιτερότητες του, δεν μπορεί να συνεχίσει να κερδοφορεί ούτε παράγοντας, ούτε κερδοσκοπώντας παρά μόνο αποσπώντας την ατομική μας περιουσία για μελλοντική χρήση.
Τα υπόλοιπα ζητήματα, εθνικά, συνδικαλιστικά κλπ είναι υπαρκτά και χρειάζονται μελέτη και αντιμετώπιση αλλά στο τέλος θα υποκλιθούν στην πρώτιστη αναγκαιότητα να συνεχίσουμε να έχουμε να φάμε. Πάνω σε αυτό το υπόβαθρο της εξασφάλισης της συνέχισης της συλλογικής επιβίωσης θα μπορούσε να στηθεί αρχικά μια πρώτη προσπάθεια συνεννόησης και δικτύωσης με τα κινήματα και τα φιλειρηνικά κομμάτια (πιστεύω εν τέλει τη μεγάλη πλειοψηφία) των λαών της Τουρκίας και της Βαλκανικής.
Γ.Α.Λυγκουνάκης: Σχετικά με τον συντάκτη
Πάρα πολύ μελάνι έχει χυθεί από τους Αγανακτισμένους και μετά όσον αφορά τη θέση της Ελλάδος στην ιμπεριαλιστική κατανομή ισχύος και την υπόσταση της ως ιμπεριαλιστικής η εξαρτημένης χώρας. Και οι δύο πλευρές έχουν καλά επιχειρήματα στη φαρέτρα τους, καθώς, πράγματι, η ελληνική πραγματικότητα δείχνει σημάδια που επιβεβαιώνουν και τις δύο θέσεις. Θεωρώντας πως αυτό είναι πράγματι ένα κορυφαίο θεωρητικό ερώτημα το οποίο καθορίζει τη στάση των ανθρώπων απέναντι σε σειρά πρακτικών ζητημάτων στο κίνημα, θα προσπαθήσω να τοποθετηθώ κι εγώ ελπίζοντας να συμβάλλω όσο μπορώ στην ευρύτερη πολιτική ζύμωση.
Το βασικό έλλειμμα και των δύο θεωρήσεων είναι, κατά την άποψη μου, η αναζήτηση της απάντησης στην φύση της ελληνικής αστικής τάξης, της οποίας τα χαρακτηριστικά, κατά τους θεωρητικούς και των δύο θεωρήσεων, ορίζονται από την αυγή του «ελληνικού καπιταλισμού», είτε με την ίδρυση του Ελληνικού κράτους είτε στην ύστερη Οθωμανική περίοδο. Αυτή όμως η αντίληψη αυτό που κάνει στην πραγματικότητα είναι να κατατεμαχίζει την ιστορία σε τεχνητά απομονωμένες μεταξύ τους περιόδους και στο τέλος αυτό που κάνει είναι να υποτιμά το ίδιο το εξουσιαστικό φαινόμενο ως κοινωνική αναγκαιότητα από καταβολής ύπαρξης ιδιοκτησίας.
Καμία αστική τάξη δεν ξεπήδησε από παρθενογένεση. Αντιθέτως γεννήθηκε σε βάθος αιώνων από τα σπλάχνα της προηγούμενης άρχουσας τάξης, της φεουδαρχικής, όπως και εκείνη είχε γεννηθεί σε βάθος αιώνων από τα σπλάχνα της προηγούμενης άρχουσας τάξης της δουλοκτητικής.
Ο βασικός λόγος ίσως που αυτή η πραγματικότητα υποτιμάται, έχει να κάνει με μία παρερμηνεία της γενικής αρχής πως σημασία έχει το ποιος κατέχει την κυριότητα των μέσων παραγωγής. Σταδιακά η κυρίαρχη σοσιαλιστική φιλοσοφία έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στην παραγωγή αυτή καθεαυτή και απομακρύνθηκε από το κυρίαρχο ζήτημα: Αυτό της κυριότητας.
Τα πράγματα όμως στον πραγματικό κόσμο δεν είναι έτσι. Ο φεουδάρχης ήταν εξουσία όχι γιατί παραγόταν το στάρι αλλά γιατί είχε στην κυριότητα του τη γη με το δίκαιο του αίματος και την ευλογία του επισκόπου. Γι’ αυτό μπορεί κατά καιρούς να καταστρεφόταν η σοδιά αλλά αυτός παρέμενε κυρίαρχος. Ο καπιταλιστής είναι εξουσία όχι γιατί παράγεται το ατσάλι αλλά γιατί έχει στην κυριότητα του τα εργαλεία με το δίκαιο του χρήματος και τη σφραγίδα του δικαστηρίου. Γι’ αυτό μπορεί τώρα να καταστρέφεται η παραγωγή αλλά αυτός παραμένει κυρίαρχος.
Το εξουσιαστικό φαινόμενο στο τέλος υπάρχει όχι γιατί παράγει αλλά γιατί έχει την ιδεολογική υπεροχή και υπό αυτήν την έννοια έχει μια ιστορική συνέχεια και ας αλλάζουν τα μοντέλα.
Έχοντας αυτό στο μυαλό, δεν διστάζω να υποστηρίξω πως η άρχουσα τάξη στον ελληνικό χώρο έχει μια συνέχεια από την εποχή της Ρωμαϊκής κατάκτησης και εντεύθεν με έναν βασικό ρόλο: Να διασφαλίζει απρόσκοπτα τα συμφέροντα του ξένου αφέντη.
Δεν έχει σημασία αν αυτός ήταν Ρωμαίος, Βυζαντινός, Φράγκος, Ενετός, Οθωμανός, Βρετανός ή Αμερικάνος. Δεν έχει σημασία αν το σύστημα ήταν δουλοκτησία, φεουδαρχία ή καπιταλισμός. Ο βασικός ρόλος της άρχουσας τάξης στην Ελλάδα στην ιστορική της συνέχεια είναι αδιατάρακτα αυτός και υπό αυτήν την έννοια το να την χαρακτηρίζει κανείς εξαρτημένη είναι υποτίμηση. Όχι, η «ελληνική» ελίτ δεν ήταν ποτέ εξαρτημένη, ήταν πάντοτε οργανικό κομμάτι της άρχουσας τάξης μιας ξένης μητρόπολης.
Κάτω από αυτό το πρίσμα προσωπικά θεωρώ πως το να συζητάμε για το αν η χώρα είναι ιμπεριαλιστική ή εξαρτημένη αποτελεί έστω και ασυνείδητα υποχώρηση στο αστικό αφήγημα της «εθνικής ενότητας». Γιατί ποτέ δεν υπήρξε μία χώρα, αλλά δύο χώρες που ζει η μία πάνω από την άλλη και σε βάρος της άλλης. Η χώρα τους, ή ίσως καλύτερα ο χώρος τους από τη μια και η πατρίδα μας από την άλλη.
Σε αυτήν τη λογική το κύριο ζήτημα το οποίο θα καθορίσει το αν η ελληνική κοινωνία θα συνεχίσει να υπάρχει είναι το ζήτημα της κυριότητας. Το ελληνικό παρακλάδι του δυτικού καπιταλισμού, με όλες τις τοπικές ιδιαιτερότητες του, δεν μπορεί να συνεχίσει να κερδοφορεί ούτε παράγοντας, ούτε κερδοσκοπώντας παρά μόνο αποσπώντας την ατομική μας περιουσία για μελλοντική χρήση.
Τα υπόλοιπα ζητήματα, εθνικά, συνδικαλιστικά κλπ είναι υπαρκτά και χρειάζονται μελέτη και αντιμετώπιση αλλά στο τέλος θα υποκλιθούν στην πρώτιστη αναγκαιότητα να συνεχίσουμε να έχουμε να φάμε. Πάνω σε αυτό το υπόβαθρο της εξασφάλισης της συνέχισης της συλλογικής επιβίωσης θα μπορούσε να στηθεί αρχικά μια πρώτη προσπάθεια συνεννόησης και δικτύωσης με τα κινήματα και τα φιλειρηνικά κομμάτια (πιστεύω εν τέλει τη μεγάλη πλειοψηφία) των λαών της Τουρκίας και της Βαλκανικής.
Γ.Α.Λυγκουνάκης: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου