Παναγιώτης Οικονομίδης
Ο νέος βράδυνε το βήμα του. Μια φτέρη που είχε πάρει να κιτρινίζει κουνήθηκε λίγο. Στάθηκε. Σήκωσε το τόξο και τέντωσε την χορδή. Το μπράτσο του φούσκωσε. Η ωμοπλάτη του τανύστηκε. Περίμενε. Μια λαγουδίνα φάνηκε στην άκρη του δρόμου. Ίσα ίσα το κεφάλι της. Έδειχνε αναποφάσιστη. Πρέπει να ήταν σε τριάντα βήματα απόσταση. Έμειναν ακίνητοι. Δίπλα της μαζευτήκαν έξι εφτά μικρά λαγουδάκια. Ο νέος κατέβασε το τόξο. Το χέρι του χαλάρωσε το τέντωμα. Η πλάτη του ίσιωσε. Μια σταγόνα ιδρώτα αυλάκωσε τον ώμο του. Η λαγουδίνα γύρισε το κεφάλι προς το μέρος του. Τον κοίταξε για μια στιγμή και με ένα σάλτο βρέθηκε στον θάμνο στην απέναντί πλευρά του δρόμου. Τα λαγουδάκια πηδώντας πέρασαν απέναντι. Το θρόισμα της φυγής τους ακούστηκε για λίγο. Οι φτέρες σείονταν και έδειχναν τον δρόμο που πήραν.
Έστρεψε το κεφάλι του προς τον άρχοντα. Σήκωσε τους ώμους του σε μια κίνηση σαν δικαιολογία. Εκείνος του χαμογέλασε.
-Μην σκας άρχοντά μου παρακάτω θα βρούμε τον αρσενικό. Αυτός θα μας χορτάσει καλύτερα.
Ο άρχοντας ένευσε με κατανόηση χαμογελώντας. Συνέχισαν το δρόμο τους. Οι σκιές είχαν πάρει να μακραίνουν και η ζέστη είχε σπάσει. Συνέχισαν όπως και πριν. Ο νέος μπροστά και ο άρχοντας πίσω. Δεξιά τους το έδαφος άρχισε να παίρνει πιο έντονη κλίση. Περνούσαν από κάποια στενοποριά. Η απέναντι πλευρά του βουνού είχε πλησιάσει αρκετά. Θα έμπαιναν σε ένα λαγκάδι σε λίγο. Μπροστά τους βρισκόταν μια στροφή που περνούσε κάτω από έναν όχτο ίσαμε τρία μπόγια ψηλό. Πλησίαζαν αργά. Ο άρχοντας έβαλε το χέρι στο σπαθί του. Ήξερε ότι αυτά τα μέρη είναι πολύ καλά για ενέδρες. Ο νέος σήκωσε ελαφρά το τόξο. Άρχισαν να μπαίνουν στην στροφή. Μια ησυχία κυριαρχούσε. Ο νέος έπιασε την εξωτερική πλευρά του δρόμου και έτσι ο άρχοντας πήρε την εσωτερική. Άφησε ακόμα λίγη απόσταση από τον προπορευόμενο. Τον είχε τώρα στα είκοσι βήματα. Ένοιωσε τον αυχένα του να κρυώνει. Ξεθηκάρωσε το σπαθί του χωρίς θόρυβο. Και το έφερε μπροστά του. Ακούστηκε ένας ήχος σαν κάποιος να χτύπησε το σανδάλι του στο έδαφος. Ένα ταπ. Ελαφρύ, αλλά τόσο που να ακουστεί μέχρι απέναντι. Ο νέος αστραπιαία σήκωσε το τόξο σημαδεύοντας προς τα επάνω. Ο άρχοντας κόλλησε στο πρανές και κοίταζε ψηλά. Το συνηθίζουν να ρίχνουν λιθάρια στους διαβάτες. Το βέλος έφυγε σφυρίζοντας. Ο νέος πέταξε το τόξο και τράβηξε το σπαθί από την πλάτη του. Ο άρχοντας έτρεξε με το σπαθί προτεταμένο. Ο νέος έβγαλε μια κραυγή και χύθηκε μπροστά. Χάθηκε στην στροφή. Ο άρχοντας άρχισε να τρέχει με όλη του την δύναμη, η αγωνία του για το παιδί, του έδωσε φτερά. Φτάνοντας στην στροφή τον είδε να κουτρουβαλάει στην όχθη του γκρεμού σπαρταρώντας. Ο νέος τον πρόλαβε. τον πάτησε με το πόδι του και με μια κίνηση του έκοψε το κεφάλι. Ο άρχοντας σταμάτησε. Έβαλε τα χέρια στα γόνατα και προσπάθησε να βρει την ανάσα του για μια στιγμή σκυμμένος. Ανασηκώθηκε και έβγαλε ένα γέλιο χαράς και ανακούφισης. Συνεχόμενο και άγριο. Ο νέος έστρεψε προς το μέρος του κρατώντας έναν μεγάλο λαγό. Οι τελευταίοι σπασμοί δονούσαν το σώμα του.
-Είδες άρχοντα, η υπομονή μας, ευοδώθηκε.
Ο άρχοντας πλησίασε. Κοίταξε τον λαγό και αντάμειψε τον νέο με ένα χτύπημα στην πλάτη.
-Μπράβο παιδί μου. Εσύ δεν θα πεινάσεις ποτέ.
-Είδες που το πέτυχα στον αέρα;
-Ήμουν πιο πίσω. Σε είδα να σηκώνεις το τόξο και μετά να τρέχεις.
-Τον είδα που πήδηξε από την κάτω μεριά, στην μέση του δρόμου. Μόλις με είδε έκανε το επόμενο πήδημα του, τόσο δυνατό που ακούστηκε το χτύπημα του στο έδαφος. Του έριξα στο αέρα. Σαν να ήταν πάπια. Θα μας χορτάσει καλά αυτό το ζούδι ε;
-Σίγουρα. Εύγε!
Ο νέος έδεσε το λαγό στο μπαστούνι του. Ο άρχοντας μάζεψε το τόξο από κάτω. Συνέχισαν με ελαφρύ βήμα ο ένας δίπλα στον άλλο. Το λαγκάδι αντιλαλούσε από τις φωνές και τα γέλια τους. Ο νέος ένοιωθε μια έξαψη να τον έχει κυριεύσει. Έλεγε και ξανάλεγε την ιστορία. Ο άρχοντας γελούσε πλατιά και δυνατά. Χαιρόταν με τον νέο που έκανε σαν παιδί. Ο δρόμος κατηφόριζε. Σε λίγο θα βρίσκονταν στο βάθος του λαγκαδιού. Μπορεί να έβρισκαν λίγο τρεχούμενο νερό αυτή την εποχή. Θα νίβονταν και το κορμί τους θα ανακουφιζόταν. Ήταν ήδη δύο μέρες στον δρόμο.
Είχε σκοτεινιάσει. Η φωτιά φώτιζε τα πρόσωπά τους. Τα μαλλιά τους έλαμπαν. Είχαν πλυθεί στο ρέμα που ακόμα κατέβαζε νερό. Το σώμα τους γυάλιζε. Η σκόνη είχε φύγει και είχε πάρει μαζί της και αρκετή από την κούραση τους. Και οι δύο τους με έξαψη ξεκοκάλιζαν τον λαγό. Λίγο κρέας είχε απομείνει ακόμα. Η μυρουδιά του ψητού τριγύριζε στην περιοχή. Μικρά τρωκτικά είχε πλησιάσει αθέατα και έμεναν κρυμμένα στους γύρω θάμνους. Ένα τσακάλι φάνηκε πιο χαμηλά και ρουθούνιζε στον αέρα. Ο νέος του πέταξε ένα κόκκαλο. Αυτό πισωπάτησε και μετά πλησίασε διατακτικά, το μύρισε και το άρπαξε.
-Μην τα ταΐζεις γιατί θα μαζευτούν κι άλλα αγρίμια. Θα σκορπίσουμε μετά τα υπολείμματα γύρω γύρω και αυτά θα βρουν τον τρόπο να τα μοιραστούν.
Ο νέος τον κοίταξε και μετά κατέβασε τα μάτια του. Μασούλισε λίγο ακόμα και μετά σηκώθηκε να απλώσει τα απομεινάρια του κρέατος σε διάφορα σημεία σε αρκετή απόσταση από το μέρος που είχαν σταθεί.
Πήγε γύρω γύρω και ξαναγύρισε από την πάνω μεριά. Όταν έφτασε ο άρχοντας έλειπε. Ο νέος περίμενε λίγο για να αφουγκραστεί. Σκίασε τη φωτιά με την παλάμη του και κοίταξε γύρω γύρω μέσα στο σκοτάδι προσπαθώντας να διακρίνει κάποια σκιά. Εκεί μπροστά του κάποιος θάμνος θρόισε ελαφρά. Άπλωσε το χέρι του προς το σπαθί του. Ένα κουνάβι φάνηκε να τρέχει στο όριο του φεγγοβολήματος της φωτιάς. Με ανακούφιση ανακάθισε στα γόνατά του. Σε λίγο άκουσε τα βήματα του άρχοντα να πλησιάζουν. Πλησίασε και έκατσε δίπλα στον νέο.
Η φωτιά είχε πέσει και είχαν μείνει μόνο πολύ μικρές φλόγες που ξέφευγαν από τα πυροκόκκινα κάρβουνα. Ένα ελαφρύ θερμό φως έκανε τις γωνιές του προσώπου να αλλοιώνονται. Τα βουβά πρόσωπα των δύο ανθρώπων, όπως στέκονταν ο ένας δίπλα στον άλλο, έμοιαζαν να μορφάζουν. Σαν να άνοιγαν το στόμα τους σε έναν άφωνο διάλογο. Μόνο οι κόρες των ματιών τους ήταν ακίνητες και αντικαθρέφτιζαν την εστία μπροστά τους. Είναι αυτές οι στιγμές που ο νους χαλαρώνει. Είναι μια κατάσταση μέθεξης που συμβαίνει αργά αργά, όσο η φωτιά παιχνιδίζει με τις σκιές και το μυαλό πάει να συναντήσει το πριν και το μετά. Ο νέος κατέβασε τα μάτια του. Πέρασε την παλάμη του μπροστά από το πρόσωπό του και την κράτησε εκεί καλύπτοντάς το για μερικές στιγμές. Ο άρχοντας συνέχισε ακίνητος να βυθίζεται στις δικές του σκέψεις.
-Όταν έφτασα στον ναό, όπως γνωρίζεις πολύ καλά, με περιτριγύρισαν όλοι εκείνοι οι ιερείς και οι βοηθοί τους. Εγώ δεν έδωσα σημείο ποιος είμαι. Δεν είχα πει σε κανέναν που πηγαίνω, όταν έφυγα από την Κόρινθο. Προσπαθούσαν λοιπόν να εξακριβώσουν τι γύρευα να μάθω. Πολύ γρήγορα έκανα όλες τις ετοιμασίες και πήγα να πάρω τον χρησμό. Περίμενα με αγωνία να έρθουν οι ιερείς. Πέρασε μια ολόκληρη ημέρα. Το πρωί της επομένης ήρθαν. Μπροστά ήταν έναν γέρος ιερέας. Δεν τον είχα δει τις προηγούμενες ημέρες. Προχωρούσε αργά, γερμένος πάνω στον μπαστούνι του. Η μακριά γενειάδα του έφτανε μέχρι την ζώνη που κρατούσε τον χιτώνα του. Ήταν αλλού αραιή, αλλού πιο πυκνή. Η μύτη του λεπτή και κοντή. Θα έλεγες ότι σχεδόν ήταν εξαφανισμένη. Τα φρύδια του δασιά και μαύρα. Τα μαλλιά του μπερδεμένα σε μεγάλες μπούκλες σαν χοντρά σκοινιά, πλεγμένες με διάφορα βότανα και λουλούδια. Ο χιτώνας του ήταν λευκός και πολύ καθαρός, λες και τον είχε φορέσει ειδικά για την περίσταση. Πίσω του ερχόταν ένας άνθρωπος. Περίπου στη δική σου ηλικία που βαστούσε στα χέρια του ένα βρέφος. Οι άνθρωποι στο διάβα τους στέκονταν με σεβασμό και τους άνοιγαν δρόμο να περάσουν. Αυτή η ιδιόμορφη πομπή πλησίαζε στο μέρος που είχα καταλύσει. Τους έβλεπα να πλησιάζουν αλλά δεν είχα ιδέα τι ακριβώς θα έκαναν. Στάθηκαν μπροστά μου κι ο γέροντας ασθμαίνοντας μου είπε ότι ήταν δύσκολη η ανάγνωση της βούλησης του θεού και γι’ αυτό καθυστέρησαν. Η Πυθία δεν μπορούσε να επικοινωνήσει. Οι επικλήσεις της δεν ακούγονταν. Και κουράστηκαν πολύ να χρησμοδοτήσουν. Ο άλλος άντρας άφησε κάτω το βρέφος. Ο γέροντας κοίταξε με ενδιαφέρον που αυτό ήρθε μπουσουλώντας στα πόδια μου. Μετά από λίγο μου είπε με ύφος απόκοσμο.
-Πατροκτόνος και ομόκλινος του πατρός. Αυτό είπε ο θεός. Και τώρα πρέπει να φύγεις από τον χώρο του ναού.
Γύρισε προς τα πίσω και άρχισε να απομακρύνεται. Ο άλλος άντρας έτεινε τα χέρια στο μωρό που τον πλησίασε και μπήκε στην αγκαλιά του. Έμεινα ακίνητος αρκετή ώρα. Προσπαθούσα να καταλάβω τι είχα ακούσει. Σκέφτηκα να μην γυρίσω διόλου στην Κόρινθο. Σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά. Πάνω στις Φαιδριάδες. Ναι, θα ακολουθούσα τον Αίσωπο. Αυτές οι δύο σκέψεις έμελλε να με κατατρέχουν για πολλές ήμερες. Ακόμα και τώρα. ΓΙ’ αυτό πλησίασα εκείνο το τέρας έξω από την πόλη σου άρχοντα. Δεν είχα την δύναμη να πέσω μόνος μου από τον βράχο. Και έτσι με βρήκες να περιπλανιέμαι. Δεν μπορώ να βρω την δύναμη να πάρω μια απόφαση. Ίσως εσύ με την απόσταση που έχεις από τα πράγματα με βοηθήσεις. Βλέπω ότι είσαι γνωστικός και καλόκαρδος. Αυτή είναι η ιστορία μου. Βλέπω δεν μιλάς. Μήπως σε βάρυνα άρχοντά μου; Μήπως σε κούρασα με την διήγησή μου;
Ο άρχοντας είχε σκύψει το κεφάλι του. Η ανάσα του ακουγόταν βαριά. Είχε πλέξει τα δάκτυλά του και τα έσφιγγε μέσα στο σκοτάδι. Είχαν ασπρίσει τα κότσια τους. Τα κόκκαλά τους έτριξαν. Σήκωσε αργά το κεφάλι του. Μετά σηκώθηκε όρθιος. Χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει τον νέο του είπε,
-Ας κοιμηθούμε τώρα. Το πρωί θα διώξει τις μαύρες σκέψεις και θα μπορέσουμε ξεκάθαρα να δούμε τα πράγματα. Πήγε πιο εκεί, έξω από τον κύκλο της φωτιάς. Ξάπλωσε και έφερε το σπαθί στο πλάι του. Ο νέος ξάπλωσε εκεί που ήταν. Στύλωσε τα μάτια στον αστροφώτιστο ουρανό και μετά από λίγο αποκοιμήθηκε. Ο άρχοντας γύρισε πλευρό και κοιτούσε από την σκοτεινή του γωνία τον νέο που κοιμόταν. Η φιγούρα του τρεμόφεγγε καθώς τον έβλεπε μέσα από την φωτιά. Κάποιες στιγμές λες και το σώμα του ολόκληρο αιωρούνταν στον αέρα. Αυτός λοιπόν ήτα ο γιος του; Ήρθε λοιπόν η ώρα του τέλους του; Σε ποιόν γκρεμό τάχα θα βρεθεί το άψυχο κουφάρι του; Ή μήπως κατά λάθος του περάσει ένα βέλος στην καρδιά; Δεν θα του ξαναδώσει το τόξο. Όχι θα προσέχει πολύ τώρα. Και μετά τι; Πως θα ζήσει την υπόλοιπη ζωή του; Θα πρέπει να τον έχει δίπλα του συνέχεια για να τον προσέχει. Ναι θα τον βάλει δίπλα του. Τι σοφή σκέψη έκανε. Θα τον έχει συνέχεια δίπλα του. Θα τον ετοιμάσει να γίνει εκείνος βασιλιάς. Αν το θελήσει. Και αν η σειρά του χρησμού δεν είναι η σωστή; Δηλαδή αν πρώτα γίνει ομόκλινός του και μετά πατροκτόνος; Όχι, όχι! Δεν μπορεί να γίνει αυτό! Αν τον έχει δίπλα του τότε θα είναι σε συνεχή επαφή με την Ιοκάστη. Μόνος του θα πάει να βγάλει τα μάτια του έτσι. Δεν μπορεί. Πρέπει να τον διώξει. Θα τον πάει μέχρι τους Δελφούς και μετά θα τον πείσει να πάει στην Αιτωλία. Εκεί έχει ανθρώπους που θα μπορέσουν να τον δεχτούν. Θα του δώσει να έχει μαζί του σημάδια. Πως όμως θα μπορέσουν να τον κρατήσουν εκεί και να μην ξαναγυρίσει στην Θήβα; Αυτός είναι πια ένας άνθρωπος που μιλάει με τον εαυτό του. Θα είναι δύσκολο να τον ορίσει νόμος ή θέλημα θεού. Με αυτές τις σκέψεις βασανιζόταν ο άρχοντας. Μόλις έβρισκε μια λύση, την επόμενη στιγμή αυτή γινόταν αδιέξοδο. Έτσι το ένα αδιέξοδο έφερνε το άλλο. Το μυαλό του θόλωσε. Ανασηκώθηκε. Έπιασε το σπαθί του. Κοίταξε τον νέο που κοιμόταν. Όχι δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Ήταν βλαστήμια. Δεν το έκανε τότε που ήταν μωρό. Πως θα το κάνει τώρα; Η μανία των θεών θα έπεφτε πάνω του. Αύριο θα πρέπει να κινήσουν νωρίς ώστε μέχρι το βράδυ να έχουν φτάσει στους Δελφούς. Εκεί ο θεός θα του φανέρωνε τι έμελλε να γίνει. Με το μυαλό μπερδεμένο και σκοτισμένο ο άρχοντας παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα που τον ταξίδεψε σε έναν τόπο άλαλο. Ήταν μια ανοιχτωσιά. Μια ομαλή κορυφή βουνού. Δεν είχε ούτε κρύο ούτε ζέστη. Ένα φως χωρίς ήλιο. Το τοπίο ήταν στρωμένο με το πρώτο χιόνι. Και αυτός στεκόταν εκεί μέχρι που ξημέρωσε. Ακίνητος. Άνοιξε τα μάτια του με το πρώτο φως. Δεν σηκώθηκε αμέσως. Το σώμα του ήταν βαρύ. Δεν είχε διάθεση να κινηθεί. Να σηκωθεί. Δεν ήθελε να σηκωθεί. Γύρισε το κεφάλι του προς τον νέο. Έλειπε. Πήδηξε πάνω όρθιος. Έπιασε το σπαθί του.
Συνεχίζεται...
Βρείτε όλες τις συνέχειες: εδώ
Παναγιώτης Οικονομίδης: Σχετικά με τον συντάκτη
Ο νέος βράδυνε το βήμα του. Μια φτέρη που είχε πάρει να κιτρινίζει κουνήθηκε λίγο. Στάθηκε. Σήκωσε το τόξο και τέντωσε την χορδή. Το μπράτσο του φούσκωσε. Η ωμοπλάτη του τανύστηκε. Περίμενε. Μια λαγουδίνα φάνηκε στην άκρη του δρόμου. Ίσα ίσα το κεφάλι της. Έδειχνε αναποφάσιστη. Πρέπει να ήταν σε τριάντα βήματα απόσταση. Έμειναν ακίνητοι. Δίπλα της μαζευτήκαν έξι εφτά μικρά λαγουδάκια. Ο νέος κατέβασε το τόξο. Το χέρι του χαλάρωσε το τέντωμα. Η πλάτη του ίσιωσε. Μια σταγόνα ιδρώτα αυλάκωσε τον ώμο του. Η λαγουδίνα γύρισε το κεφάλι προς το μέρος του. Τον κοίταξε για μια στιγμή και με ένα σάλτο βρέθηκε στον θάμνο στην απέναντί πλευρά του δρόμου. Τα λαγουδάκια πηδώντας πέρασαν απέναντι. Το θρόισμα της φυγής τους ακούστηκε για λίγο. Οι φτέρες σείονταν και έδειχναν τον δρόμο που πήραν.
Έστρεψε το κεφάλι του προς τον άρχοντα. Σήκωσε τους ώμους του σε μια κίνηση σαν δικαιολογία. Εκείνος του χαμογέλασε.
-Μην σκας άρχοντά μου παρακάτω θα βρούμε τον αρσενικό. Αυτός θα μας χορτάσει καλύτερα.
Ο άρχοντας ένευσε με κατανόηση χαμογελώντας. Συνέχισαν το δρόμο τους. Οι σκιές είχαν πάρει να μακραίνουν και η ζέστη είχε σπάσει. Συνέχισαν όπως και πριν. Ο νέος μπροστά και ο άρχοντας πίσω. Δεξιά τους το έδαφος άρχισε να παίρνει πιο έντονη κλίση. Περνούσαν από κάποια στενοποριά. Η απέναντι πλευρά του βουνού είχε πλησιάσει αρκετά. Θα έμπαιναν σε ένα λαγκάδι σε λίγο. Μπροστά τους βρισκόταν μια στροφή που περνούσε κάτω από έναν όχτο ίσαμε τρία μπόγια ψηλό. Πλησίαζαν αργά. Ο άρχοντας έβαλε το χέρι στο σπαθί του. Ήξερε ότι αυτά τα μέρη είναι πολύ καλά για ενέδρες. Ο νέος σήκωσε ελαφρά το τόξο. Άρχισαν να μπαίνουν στην στροφή. Μια ησυχία κυριαρχούσε. Ο νέος έπιασε την εξωτερική πλευρά του δρόμου και έτσι ο άρχοντας πήρε την εσωτερική. Άφησε ακόμα λίγη απόσταση από τον προπορευόμενο. Τον είχε τώρα στα είκοσι βήματα. Ένοιωσε τον αυχένα του να κρυώνει. Ξεθηκάρωσε το σπαθί του χωρίς θόρυβο. Και το έφερε μπροστά του. Ακούστηκε ένας ήχος σαν κάποιος να χτύπησε το σανδάλι του στο έδαφος. Ένα ταπ. Ελαφρύ, αλλά τόσο που να ακουστεί μέχρι απέναντι. Ο νέος αστραπιαία σήκωσε το τόξο σημαδεύοντας προς τα επάνω. Ο άρχοντας κόλλησε στο πρανές και κοίταζε ψηλά. Το συνηθίζουν να ρίχνουν λιθάρια στους διαβάτες. Το βέλος έφυγε σφυρίζοντας. Ο νέος πέταξε το τόξο και τράβηξε το σπαθί από την πλάτη του. Ο άρχοντας έτρεξε με το σπαθί προτεταμένο. Ο νέος έβγαλε μια κραυγή και χύθηκε μπροστά. Χάθηκε στην στροφή. Ο άρχοντας άρχισε να τρέχει με όλη του την δύναμη, η αγωνία του για το παιδί, του έδωσε φτερά. Φτάνοντας στην στροφή τον είδε να κουτρουβαλάει στην όχθη του γκρεμού σπαρταρώντας. Ο νέος τον πρόλαβε. τον πάτησε με το πόδι του και με μια κίνηση του έκοψε το κεφάλι. Ο άρχοντας σταμάτησε. Έβαλε τα χέρια στα γόνατα και προσπάθησε να βρει την ανάσα του για μια στιγμή σκυμμένος. Ανασηκώθηκε και έβγαλε ένα γέλιο χαράς και ανακούφισης. Συνεχόμενο και άγριο. Ο νέος έστρεψε προς το μέρος του κρατώντας έναν μεγάλο λαγό. Οι τελευταίοι σπασμοί δονούσαν το σώμα του.
-Είδες άρχοντα, η υπομονή μας, ευοδώθηκε.
Ο άρχοντας πλησίασε. Κοίταξε τον λαγό και αντάμειψε τον νέο με ένα χτύπημα στην πλάτη.
-Μπράβο παιδί μου. Εσύ δεν θα πεινάσεις ποτέ.
-Είδες που το πέτυχα στον αέρα;
-Ήμουν πιο πίσω. Σε είδα να σηκώνεις το τόξο και μετά να τρέχεις.
-Τον είδα που πήδηξε από την κάτω μεριά, στην μέση του δρόμου. Μόλις με είδε έκανε το επόμενο πήδημα του, τόσο δυνατό που ακούστηκε το χτύπημα του στο έδαφος. Του έριξα στο αέρα. Σαν να ήταν πάπια. Θα μας χορτάσει καλά αυτό το ζούδι ε;
-Σίγουρα. Εύγε!
Ο νέος έδεσε το λαγό στο μπαστούνι του. Ο άρχοντας μάζεψε το τόξο από κάτω. Συνέχισαν με ελαφρύ βήμα ο ένας δίπλα στον άλλο. Το λαγκάδι αντιλαλούσε από τις φωνές και τα γέλια τους. Ο νέος ένοιωθε μια έξαψη να τον έχει κυριεύσει. Έλεγε και ξανάλεγε την ιστορία. Ο άρχοντας γελούσε πλατιά και δυνατά. Χαιρόταν με τον νέο που έκανε σαν παιδί. Ο δρόμος κατηφόριζε. Σε λίγο θα βρίσκονταν στο βάθος του λαγκαδιού. Μπορεί να έβρισκαν λίγο τρεχούμενο νερό αυτή την εποχή. Θα νίβονταν και το κορμί τους θα ανακουφιζόταν. Ήταν ήδη δύο μέρες στον δρόμο.
Είχε σκοτεινιάσει. Η φωτιά φώτιζε τα πρόσωπά τους. Τα μαλλιά τους έλαμπαν. Είχαν πλυθεί στο ρέμα που ακόμα κατέβαζε νερό. Το σώμα τους γυάλιζε. Η σκόνη είχε φύγει και είχε πάρει μαζί της και αρκετή από την κούραση τους. Και οι δύο τους με έξαψη ξεκοκάλιζαν τον λαγό. Λίγο κρέας είχε απομείνει ακόμα. Η μυρουδιά του ψητού τριγύριζε στην περιοχή. Μικρά τρωκτικά είχε πλησιάσει αθέατα και έμεναν κρυμμένα στους γύρω θάμνους. Ένα τσακάλι φάνηκε πιο χαμηλά και ρουθούνιζε στον αέρα. Ο νέος του πέταξε ένα κόκκαλο. Αυτό πισωπάτησε και μετά πλησίασε διατακτικά, το μύρισε και το άρπαξε.
-Μην τα ταΐζεις γιατί θα μαζευτούν κι άλλα αγρίμια. Θα σκορπίσουμε μετά τα υπολείμματα γύρω γύρω και αυτά θα βρουν τον τρόπο να τα μοιραστούν.
Ο νέος τον κοίταξε και μετά κατέβασε τα μάτια του. Μασούλισε λίγο ακόμα και μετά σηκώθηκε να απλώσει τα απομεινάρια του κρέατος σε διάφορα σημεία σε αρκετή απόσταση από το μέρος που είχαν σταθεί.
Πήγε γύρω γύρω και ξαναγύρισε από την πάνω μεριά. Όταν έφτασε ο άρχοντας έλειπε. Ο νέος περίμενε λίγο για να αφουγκραστεί. Σκίασε τη φωτιά με την παλάμη του και κοίταξε γύρω γύρω μέσα στο σκοτάδι προσπαθώντας να διακρίνει κάποια σκιά. Εκεί μπροστά του κάποιος θάμνος θρόισε ελαφρά. Άπλωσε το χέρι του προς το σπαθί του. Ένα κουνάβι φάνηκε να τρέχει στο όριο του φεγγοβολήματος της φωτιάς. Με ανακούφιση ανακάθισε στα γόνατά του. Σε λίγο άκουσε τα βήματα του άρχοντα να πλησιάζουν. Πλησίασε και έκατσε δίπλα στον νέο.
Η φωτιά είχε πέσει και είχαν μείνει μόνο πολύ μικρές φλόγες που ξέφευγαν από τα πυροκόκκινα κάρβουνα. Ένα ελαφρύ θερμό φως έκανε τις γωνιές του προσώπου να αλλοιώνονται. Τα βουβά πρόσωπα των δύο ανθρώπων, όπως στέκονταν ο ένας δίπλα στον άλλο, έμοιαζαν να μορφάζουν. Σαν να άνοιγαν το στόμα τους σε έναν άφωνο διάλογο. Μόνο οι κόρες των ματιών τους ήταν ακίνητες και αντικαθρέφτιζαν την εστία μπροστά τους. Είναι αυτές οι στιγμές που ο νους χαλαρώνει. Είναι μια κατάσταση μέθεξης που συμβαίνει αργά αργά, όσο η φωτιά παιχνιδίζει με τις σκιές και το μυαλό πάει να συναντήσει το πριν και το μετά. Ο νέος κατέβασε τα μάτια του. Πέρασε την παλάμη του μπροστά από το πρόσωπό του και την κράτησε εκεί καλύπτοντάς το για μερικές στιγμές. Ο άρχοντας συνέχισε ακίνητος να βυθίζεται στις δικές του σκέψεις.
-Όταν έφτασα στον ναό, όπως γνωρίζεις πολύ καλά, με περιτριγύρισαν όλοι εκείνοι οι ιερείς και οι βοηθοί τους. Εγώ δεν έδωσα σημείο ποιος είμαι. Δεν είχα πει σε κανέναν που πηγαίνω, όταν έφυγα από την Κόρινθο. Προσπαθούσαν λοιπόν να εξακριβώσουν τι γύρευα να μάθω. Πολύ γρήγορα έκανα όλες τις ετοιμασίες και πήγα να πάρω τον χρησμό. Περίμενα με αγωνία να έρθουν οι ιερείς. Πέρασε μια ολόκληρη ημέρα. Το πρωί της επομένης ήρθαν. Μπροστά ήταν έναν γέρος ιερέας. Δεν τον είχα δει τις προηγούμενες ημέρες. Προχωρούσε αργά, γερμένος πάνω στον μπαστούνι του. Η μακριά γενειάδα του έφτανε μέχρι την ζώνη που κρατούσε τον χιτώνα του. Ήταν αλλού αραιή, αλλού πιο πυκνή. Η μύτη του λεπτή και κοντή. Θα έλεγες ότι σχεδόν ήταν εξαφανισμένη. Τα φρύδια του δασιά και μαύρα. Τα μαλλιά του μπερδεμένα σε μεγάλες μπούκλες σαν χοντρά σκοινιά, πλεγμένες με διάφορα βότανα και λουλούδια. Ο χιτώνας του ήταν λευκός και πολύ καθαρός, λες και τον είχε φορέσει ειδικά για την περίσταση. Πίσω του ερχόταν ένας άνθρωπος. Περίπου στη δική σου ηλικία που βαστούσε στα χέρια του ένα βρέφος. Οι άνθρωποι στο διάβα τους στέκονταν με σεβασμό και τους άνοιγαν δρόμο να περάσουν. Αυτή η ιδιόμορφη πομπή πλησίαζε στο μέρος που είχα καταλύσει. Τους έβλεπα να πλησιάζουν αλλά δεν είχα ιδέα τι ακριβώς θα έκαναν. Στάθηκαν μπροστά μου κι ο γέροντας ασθμαίνοντας μου είπε ότι ήταν δύσκολη η ανάγνωση της βούλησης του θεού και γι’ αυτό καθυστέρησαν. Η Πυθία δεν μπορούσε να επικοινωνήσει. Οι επικλήσεις της δεν ακούγονταν. Και κουράστηκαν πολύ να χρησμοδοτήσουν. Ο άλλος άντρας άφησε κάτω το βρέφος. Ο γέροντας κοίταξε με ενδιαφέρον που αυτό ήρθε μπουσουλώντας στα πόδια μου. Μετά από λίγο μου είπε με ύφος απόκοσμο.
-Πατροκτόνος και ομόκλινος του πατρός. Αυτό είπε ο θεός. Και τώρα πρέπει να φύγεις από τον χώρο του ναού.
Γύρισε προς τα πίσω και άρχισε να απομακρύνεται. Ο άλλος άντρας έτεινε τα χέρια στο μωρό που τον πλησίασε και μπήκε στην αγκαλιά του. Έμεινα ακίνητος αρκετή ώρα. Προσπαθούσα να καταλάβω τι είχα ακούσει. Σκέφτηκα να μην γυρίσω διόλου στην Κόρινθο. Σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά. Πάνω στις Φαιδριάδες. Ναι, θα ακολουθούσα τον Αίσωπο. Αυτές οι δύο σκέψεις έμελλε να με κατατρέχουν για πολλές ήμερες. Ακόμα και τώρα. ΓΙ’ αυτό πλησίασα εκείνο το τέρας έξω από την πόλη σου άρχοντα. Δεν είχα την δύναμη να πέσω μόνος μου από τον βράχο. Και έτσι με βρήκες να περιπλανιέμαι. Δεν μπορώ να βρω την δύναμη να πάρω μια απόφαση. Ίσως εσύ με την απόσταση που έχεις από τα πράγματα με βοηθήσεις. Βλέπω ότι είσαι γνωστικός και καλόκαρδος. Αυτή είναι η ιστορία μου. Βλέπω δεν μιλάς. Μήπως σε βάρυνα άρχοντά μου; Μήπως σε κούρασα με την διήγησή μου;
Ο άρχοντας είχε σκύψει το κεφάλι του. Η ανάσα του ακουγόταν βαριά. Είχε πλέξει τα δάκτυλά του και τα έσφιγγε μέσα στο σκοτάδι. Είχαν ασπρίσει τα κότσια τους. Τα κόκκαλά τους έτριξαν. Σήκωσε αργά το κεφάλι του. Μετά σηκώθηκε όρθιος. Χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει τον νέο του είπε,
-Ας κοιμηθούμε τώρα. Το πρωί θα διώξει τις μαύρες σκέψεις και θα μπορέσουμε ξεκάθαρα να δούμε τα πράγματα. Πήγε πιο εκεί, έξω από τον κύκλο της φωτιάς. Ξάπλωσε και έφερε το σπαθί στο πλάι του. Ο νέος ξάπλωσε εκεί που ήταν. Στύλωσε τα μάτια στον αστροφώτιστο ουρανό και μετά από λίγο αποκοιμήθηκε. Ο άρχοντας γύρισε πλευρό και κοιτούσε από την σκοτεινή του γωνία τον νέο που κοιμόταν. Η φιγούρα του τρεμόφεγγε καθώς τον έβλεπε μέσα από την φωτιά. Κάποιες στιγμές λες και το σώμα του ολόκληρο αιωρούνταν στον αέρα. Αυτός λοιπόν ήτα ο γιος του; Ήρθε λοιπόν η ώρα του τέλους του; Σε ποιόν γκρεμό τάχα θα βρεθεί το άψυχο κουφάρι του; Ή μήπως κατά λάθος του περάσει ένα βέλος στην καρδιά; Δεν θα του ξαναδώσει το τόξο. Όχι θα προσέχει πολύ τώρα. Και μετά τι; Πως θα ζήσει την υπόλοιπη ζωή του; Θα πρέπει να τον έχει δίπλα του συνέχεια για να τον προσέχει. Ναι θα τον βάλει δίπλα του. Τι σοφή σκέψη έκανε. Θα τον έχει συνέχεια δίπλα του. Θα τον ετοιμάσει να γίνει εκείνος βασιλιάς. Αν το θελήσει. Και αν η σειρά του χρησμού δεν είναι η σωστή; Δηλαδή αν πρώτα γίνει ομόκλινός του και μετά πατροκτόνος; Όχι, όχι! Δεν μπορεί να γίνει αυτό! Αν τον έχει δίπλα του τότε θα είναι σε συνεχή επαφή με την Ιοκάστη. Μόνος του θα πάει να βγάλει τα μάτια του έτσι. Δεν μπορεί. Πρέπει να τον διώξει. Θα τον πάει μέχρι τους Δελφούς και μετά θα τον πείσει να πάει στην Αιτωλία. Εκεί έχει ανθρώπους που θα μπορέσουν να τον δεχτούν. Θα του δώσει να έχει μαζί του σημάδια. Πως όμως θα μπορέσουν να τον κρατήσουν εκεί και να μην ξαναγυρίσει στην Θήβα; Αυτός είναι πια ένας άνθρωπος που μιλάει με τον εαυτό του. Θα είναι δύσκολο να τον ορίσει νόμος ή θέλημα θεού. Με αυτές τις σκέψεις βασανιζόταν ο άρχοντας. Μόλις έβρισκε μια λύση, την επόμενη στιγμή αυτή γινόταν αδιέξοδο. Έτσι το ένα αδιέξοδο έφερνε το άλλο. Το μυαλό του θόλωσε. Ανασηκώθηκε. Έπιασε το σπαθί του. Κοίταξε τον νέο που κοιμόταν. Όχι δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Ήταν βλαστήμια. Δεν το έκανε τότε που ήταν μωρό. Πως θα το κάνει τώρα; Η μανία των θεών θα έπεφτε πάνω του. Αύριο θα πρέπει να κινήσουν νωρίς ώστε μέχρι το βράδυ να έχουν φτάσει στους Δελφούς. Εκεί ο θεός θα του φανέρωνε τι έμελλε να γίνει. Με το μυαλό μπερδεμένο και σκοτισμένο ο άρχοντας παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα που τον ταξίδεψε σε έναν τόπο άλαλο. Ήταν μια ανοιχτωσιά. Μια ομαλή κορυφή βουνού. Δεν είχε ούτε κρύο ούτε ζέστη. Ένα φως χωρίς ήλιο. Το τοπίο ήταν στρωμένο με το πρώτο χιόνι. Και αυτός στεκόταν εκεί μέχρι που ξημέρωσε. Ακίνητος. Άνοιξε τα μάτια του με το πρώτο φως. Δεν σηκώθηκε αμέσως. Το σώμα του ήταν βαρύ. Δεν είχε διάθεση να κινηθεί. Να σηκωθεί. Δεν ήθελε να σηκωθεί. Γύρισε το κεφάλι του προς τον νέο. Έλειπε. Πήδηξε πάνω όρθιος. Έπιασε το σπαθί του.
Συνεχίζεται...
Βρείτε όλες τις συνέχειες: εδώ
Παναγιώτης Οικονομίδης: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου