Σπύρος Παναγιώτου
Οι οξύτατες διπλωματικές δηλώσεις των ηγετών και εκπροσώπων του δυτικού κόσμου, οι πυρετώδεις διαβουλεύσεις πολιτικών και στρατιωτικών επιτελείων, οι συνεχείς διαρροές «πληροφοριών» για τους σχεδιασμούς, τη μορφή και την έκταση μια επικείμενης επίθεσης στη Συρία, και η μεγάλης έκτασης συγκέντρωση θαλάσσιων και εναέριων στρατιωτικών δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου διαμορφώνουν το κλίμα και συγκεντρώνουν τους όρους για μια νέα δυτική σταυροφορία στη Μέση Ανατολή. Όλα δείχνουν μια πρωτοφανή πολιτική και στρατιωτική προετοιμασία για μια σύγκρουση που, αν συμβεί, θα αλλάξει μόνιμα και δραματικά τα χαρακτηριστικά στην περιοχή και θα ανατρέψει τις ισορροπίες και τον συσχετισμό δύναμης παγκόσμια. Ο κίνδυνος μιας ανεξέλεγκτης ανάφλεξης είναι υπαρκτός την ίδια στιγμή που η διεξαγωγή και η διαχείριση μιας μεγάλης σύγκρουσης εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους.
Δεν είναι δυνατό να προβλέψει κανείς το τι ακριβώς θα συμβεί. Πολλές φορές μάλιστα τα γεγονότα εξελίσσονται διαφορετικά, χειρότερα ή καλύτερα, από τους αρχικούς σχεδιασμούς.
Για αυτόν τον λόγο δεν χωρούν ούτε βεβαιότητες ούτε εύκολες και απλουστευτικές ερμηνείες για τις εξελίξεις, το μέγεθος και τη διάρκεια της προετοιμαζόμενης σύγκρουσης και κυρίως για την αναγκαία στάση μπροστά στο ενδεχόμενο μιας γενικευμένης σύρραξης. Χρειάζεται όμως, συνεχής προσπάθεια να κατανοηθούν οι περιπλοκές, η ρευστότητα, τα στρατηγικά διλήμματα, τα όρια και οι τριγμοί των σημερινών συμμαχιών. Γιατί από αυτή τη διεργασία είναι δυνατόν να εξαχθούν πιο ασφαλή συμπεράσματα για τις τάσεις στον σύγχρονο κόσμο.
Ποτέ ο κόσμος, στη σύγχρονη ιστορία του, δεν παρουσίαζε τέτοια ρευστότητα, τόση αστάθεια, τέτοια σύγκρουση αντιθέσεων και συμφερόντων, οριζόντια ανάμεσα σε χώρες, αλλά και κάθετα μέσα στην κάθε χώρα της Δύσης. Το ίδιο απρόβλεπτη και πυκνή είναι η ανατροπή των δεδομένων σχετικά με τις σημαντικές εξελίξεις γύρω από τους παγκόσμιους ανταγωνισμούς και την αναδιάταξη συνεργασιών ή συμμαχιών. Γνωρίσαμε μια μεγάλη ρήξη στο εσωτερικό της Ε.Ε. που σηματοδότησε το Brexit, παρά τις περιπέτειες αυτής της διεργασίας. Γνωρίσαμε την έκφραση μιας ενδόρρηξης στα πλαίσια του πόλου της παγκοσμιοποίησης με την εκλογή Τράμπ. Ζούμε μια τεράστια αντιπαράθεση στο εσωτερικό των ΗΠΑ ανάμεσα στη διοίκηση Τραμπ και τους μηχανισμούς του «βαθέως κράτους» που μετασχηματίζει διαρκώς τα προεδρικά σχέδια και επιβάλει διαρκείς και αμφιλεγόμενους συμβιβασμούς με άγνωστη κατάληξη.
Έτσι, η πολιτική Τραμπ για «προσέγγιση» ΗΠΑ-Ρωσίας και επίλυση των παγκόσμιων διαφορών έχει διολισθήσει σήμερα στο «Ρώσοι προετοιμαστείτε, έρχονται έξυπνοι πύραυλοι», πολύ κοντά δηλαδή στις επιλογές των Κλίντον και Ομπάμα. Την ίδια στιγμή, εφαρμόζεται στο ακέραιο η πολιτική «πρώτα η Αμερική» με πιο εμφατικό επεισόδιο την κήρυξη εμπορικού πολέμου ενάντια στην Ε.Ε. και κυρίως στην Κίνα. Από την άλλη πλευρά, η «Ενωμένη» Ευρώπη, βαθιά ανήσυχη από τις επιπτώσεις των επιλογών Τραμπ, αναζητά στη Κίνα στήριξη και οικονομικές σχέσεις για τη διατήρηση της δυναμικής της παγκοσμιοποίησης, καθώς η Γερμανία εμφανίζεται αδύναμη να φέρει, από μόνη της, σε πέρας την αποστολή. Την ίδια στιγμή η Ε.Ε., και ιδιαίτερα η Βρετανία, γίνεται ο βασικός πυλώνας μιας κλιμακούμενης αντιρωσικής εκστρατείας, παρόλο που η Ρωσία αποτελεί βασικό σύμμαχο και συνεργάτη της Κίνας.
Χωρίς κανείς από όλους αυτούς τους πονοκεφάλους να έχει ξεπεραστεί, σήμερα, ο δυτικός κόσμος συσπειρώνεται με πρωτοφανή μανία ενάντια στη Ρωσία. Με πρόσχημα την απόπειρα δολοφονίας ενός πρώην κατασκόπου στη Βρετανία ακολούθησε μια φρενίτιδα απελάσεων διπλωματών για να φθάσουμε τώρα στην αποδοχή, χωρίς στοιχειώδη έρευνα, της χρήσης χημικών όπλων στην πόλη Ντούμα από τον στρατό της Συρίας. Σε αυτό το κλίμα οι χώρες της Δύσης προετοιμάζονται να καταφέρουν ένα «ισχυρό μάθημα στον εγκληματία Άσαντ» και, μέσω αυτού στη Ρωσία του Πούτιν.
Ο βασικός λόγος αυτής της συσπείρωσης είναι η όρθωση φραγμών στα βήματα οικονομικής ανασυγκρότησης και γεωπολιτικής αναβάθμισης που έχει πετύχει η Ρωσία. Η εντεινόμενη στρατιωτική περικύκλωση της χώρας από το ΝΑΤΟ, η ανάδειξη της κατάληψης της Κριμαίας σε επίμαχο σημείο των διαφορών της δυτικής συμμαχίας με τη Ρωσία, οι διαρκείς οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της, έρχονται τώρα να συμπληρωθούν με την απειλή ενός ισχυρού στρατιωτικού κτυπήματος στη Συρία. Το αν το τελευταίο πραγματοποιηθεί και σε ποιό βαθμό είναι άγνωστο. Εκείνο που είναι φανερό είναι ότι ο δυτικός κόσμος θα προσπαθεί διαρκώς να διατηρεί σε εγρήγορση και πολυδιασπασμένη την προσοχή της Ρωσίας, είτε με μια μακρόχρονια εμπλοκή σε πολεμικές αναμετρήσεις, είτε με διαρκή οικονομικό πόλεμο ώστε να αποτραπεί η μεγαλύτερη ενδυνάμωση της και η επέκταση των ζωνών επιρροής της. Οι επιτυχίες της Ρωσίας στα μέτωπα της Συρίας, η ενίσχυση των σχέσεων της με χώρες της Μ. Ανατολής, η στενή συνεργασία με Ιράν και Τουρκία, η ανάπτυξη οικονομικών σχέσεων με Σαουδική Αραβία, Αίγυπτο, η διατήρηση διπλωματικών οδών με Ισραήλ, όλοι αυτοί παραδοσιακοί σύμμαχοι του Δυτικού κόσμου, αποτελούν ζητήματα που δεν περνούν απαρατήρητα και απαιτούν απαντήσεις.
Η πολεμική σύγκρουση είναι μια επιλογή. Τείνει να γίνει βασική. Αλλά εμπεριέχει και κινδύνους. Ο κυριότερος είναι η εξάντληση όλων όσων εμπλακούν σε μια τέτοια περιπέτεια και ο κίνδυνος ανάδειξης της Κίνας σε βασικό κερδισμένο των εξελίξεων. Μην ξεχνάμε ότι η τελευταία, φαίνεται να απομάκρυνε μια άμεση σύγκρουση στην περιοχή της (Β. Κορέα) και κερδίζει πολύτιμο χρόνο, όχι μόνο σε εξοπλισμούς αλλά και για να πετύχει σημαντική οικονομική διείσδυση στις χώρες της Μ. Ανατολής και της Βόρειας και Δυτικής Αφρικής.
Οι περιπλοκές αυτές αναγκάζουν σε διπλές και τριπλές σκέψεις. Όσο και αν η επιλογή «να μιλήσουν τα όπλα» παραμένει στο τραπέζι, δεν έχει εξαλειφθεί το σχέδιο να εξαντληθούν τα όρια μιας μακρόσυρτης αντιπαράθεσης που θα κόστιζε, οικονομικά και πολιτικά, στη Ρωσία. Φαίνεται ότι, παρά τον σφικτό εναγκαλισμό του δυτικού κόσμου ενάντια στη Ρωσία, οι τελικές επιλογές θα κριθούν από περισσότερους παράγοντες και υπολογισμούς.
Ζούμε χωρίς αμφιβολία στην εποχή του Μπόλτον, του νέου υπερσυντηρητικού Σύμβουλου Ασφαλείας του Τραμπ, και του Πομπέο, πρώην επικεφαλής της CIA, στην ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ. Αυτά δεν είναι βέβαια καινούργια δεδομένα. Οι νεοσυντηρητικοί (neοcons), τα λόμπυ του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλόκου των ΗΠΑ, έπαιζαν βασικό ρόλο και στην περίοδο των Κλίντον και Ομπάμα. Η «βεβαιότητα» της στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ έναντι των αντιπάλων τους, η πεποίθηση ότι είναι δυνατόν να καταφέρουν πρώτες, και μάλιστα ένα αναπάντητο, πυρηνικό πλήγμα στη Ρωσία αποτελούν λίγο πολύ γνωστές πεποιθήσεις αυτών των κύκλων. Και η πίεση που ασκούν στον Τραμπ είναι παραπάνω από φανερή. Ίσως, ακόμα, να μην υπάρχουν ισχυρές φωνές ψυχραιμίας και σύνεσης στους κόλπους όσων παίρνουν τις αποφάσεις στις ΗΠΑ. Άρα η πιθανότητα ενός ακραίου τυχοδιωκτισμού είναι πιθανή.
Υπάρχει ταυτόχρονα μια ισχυρή πραγματικότητα που δεν μπορεί να αποκρυφτεί. Η Δύση βρίσκεται σε δύση. Δεν είναι σε θέση να κάνει όσα μπορούσε να κάνει μερικές δεκαετίες πριν. Ζούμε σε έναν ασταθή κόσμο, βαθιά διχασμένο, με αμφισβητούμενες τις «πρωτοκαθεδρίες». Έναν κόσμο που διαπερνιέται από μεγαλύτερες αντιθέσεις και αντιφάσεις.
Οι ΗΠΑ, στην αιχμή της Νέας Τάξης Πραγμάτων, διεξήγαγαν έναν πόλεμο στο Αφγανιστάν και οδηγήθηκαν περισσότερο στο να «βυθιστούν στην λάσπη» παρά σε καθαρή νίκη. Συνέλαβαν το σχέδιο της Νέας Μέσης Ανατολής και ξαναέγραψαν τα σύνορα της περιοχής, βυθίζοντας τους λαούς της στον όλεθρο. Διέλυσαν βέβαια την Λιβύη και την Υεμένη, αλλά, παρά τους δύο πολέμους σε βάρος του Ιράκ, και τη μακρόχρονη παρουσία τους στην περιοχή, βλέπουν σήμερα τη χώρα να οδηγείται αναίμακτα στην «αγκάλη» του Ιράν και της Ρωσίας. Η Τουρκία, από την άλλη πλευρά, με ακραίους εκβιασμούς, εμποδίζει και προσωρινά αναβάλλει τους στρατηγικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ στην περιοχή. Απειλεί με βαθύτερη πρόσδεση της στην Ρωσία, γεγονός που δημιουργεί σημαντικούς τριγμούς στη Ν.Α. πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Ακόμα και ο «εύκολος» σιίτικος άξονας Ιράν-Συρία-Λίβανος- Χεζμπολάχ, παρά την στοχοποίησή του και τη σκανδαλώδη ενίσχυση του σουνιτικού τζιχαντισμού, βγαίνει ενισχυμένος από τα μέτωπα της Συρίας και συνεχίζει να προκαλεί δυσκολίες.
Την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ, και παρά τη σημαντική στρατιωτική τους υπεροπλία, συναντούν ισχυρούς οικονομικούς τρανταγμούς. Η Κίνα αναδεικνύεται σε ισχυρότατο εμπορικό και οικονομικό ανταγωνιστή και η πολιτική Τραμπ δεν έχει ανατρέψει αυτές τις τάσεις, ενώ, από την άλλη πλευρά, οι σχέσεις, ΗΠΑ – Ευρώπης παραμένουν ταραγμένες και οι οικονομικές αντιθέσεις αγεφύρωτες.
Αποτελεί, λοιπόν, ερώτημα αν οι ΗΠΑ, υπό αυτές τις συνθήκες, είναι ικανές, αποφασισμένες και έτοιμες να προχωρήσουν σε μια κατά μέτωπο και γενικευμένη επίθεση σε βάρος της Ρωσίας. Είναι άγνωστο αν μπορούν να αντεπεξέλθουν σε ένα μέτωπο που, ξεκινώντας από τη Συρία, μπορεί εν δυνάμει να εξαπλωθεί μέχρι τη Βαλτική, την Κριμαία ή και τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, αν η συνεργασία Ρωσίας – Κίνας επιλέξει ένα τέτοιο εύρος αντιπαράθεσης.
Είναι φανερό ότι ούτε η Ρωσία ούτε, πολύ περισσότερο, η Κίνα επιθυμούν αυτή τη στιγμή μια γενικευμένη αντιπαράθεση. Οι δηλώσεις των ηγετών τους δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας. Και οι δύο, ίσως σε διαφορετικό βαθμό, είναι αποφασισμένες να απαντήσουν αν δεχθούν επίθεση. Πολλά θα εξαρτηθούν από το είδος και την έκταση της επίθεσης που θα δεχθούν. Όχι τυχαία, οι ΗΠΑ στοχοποιούν τον Άσαντ και οι Ισραηλινοί τον άξονα Ιράν-Χεζμπολάχ, διατηρώντας διαύλους επικοινωνίας με τη Ρωσία. Οι Ρώσοι υπολογίζουν και μετρούν αυτήν τη «στάση». Την αντιλαμβάνονται ως δείγμα της αδυναμίας των ΗΠΑ να πραγματοποιήσουν όσα εξαγγέλλουν. Τα πονταρίσματα βέβαια και οι υπολογισμοί πολλές φορές δεν επιβεβαιώνονται.
Ο τυχοδιωκτισμός, μπορεί να αποδειχθεί πιο καθοριστικός παράγοντας, όταν μάλιστα συγκεντρώνεται τόση μεγάλη στρατιωτική ισχύς σε τόσο μικρή περιοχή. Και αυτό είναι που καθιστά τις εξελίξεις εξαιρετικά κρίσιμες και επικίνδυνες.
Ο Δυτικός κόσμος δεν χρειάζεται ούτε έρευνες ούτε αποδείξεις για το αν πραγματικά έγινε χημική επίθεση στη Ντούμα και ποιός ευθύνεται για μια τέτοια εγκληματική πράξη.
Τους είναι αδιάφορο αν οι τζιχαντιστές είχαν ήδη χάσει τη μάχη του ελέγχου της πόλης και είχαν συνάψει συμφωνία, με την διαμεσολάβηση των Ρώσων, για ασφαλή αποχώρηση από την περιοχή. Τους είναι αδιάφορο, αν και στο παρελθόν είχε αποδειχθεί ότι οι ίδιοι οι τζιχαντιστές έκαναν χρήση χημικών κατά αμάχων με στόχο να ενοχοποιήσουν τη Συρία και να αποτρέψουν έτσι μια διαφαινόμενη συντριβή τους στα πεδία των μαχών.
Η μοναδική μαρτυρία για χρήση χημικών έρχεται από μια ΜΚΟ, τα Λευκά Κράνη, που χρηματοδοτείται κυρίως (αλλά όχι μόνο) με κεφάλαια από τη Βρετανία, τη Δανία, την Ολλανδία, την Ιαπωνία και τη Γερμανία, έχει πλήρη πολιτική υποστήριξη από τις ΗΠΑ και ιδρύθηκε το 2013, από έναν Άγγλο αξιωματικό των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, τον James Le Mesurier, σε συνεργασία με Τούρκους «εξειδικευμένους σε έρευνα και διάσωση», όπως λέει ο ίδιος.
Με βάση αυτή τη «μαρτυρία» προετοιμάζεται ένας νέος πόλεμος, μεγαλύτερης κλίμακας, που θα σκορπίσει τον όλεθρο σε ολόκληρη την περιοχή. Και μαζί θα επιχειρήσει να ανατρέψει ισορροπίες, να ξαναχαράξει σύνορα, να αναδιανείμει ζώνες επιρροής και πλουτοπαραγωγικές πηγές. Δεν θα παραλείψει, φυσικά, να ανταμείψει και το εσμό των ΜΚΟ που προσφέρουν πολύπλευρα πολύτιμες υπηρεσίες.
Εύθραυστες συμμαχίες στα πλαίσια ιδιαίτερων συμφερόντων
Ο παρατεταμένος οικονομικός και στρατιωτικός πόλεμος που διεξάγει η Δύση σε βάρος της Ρωσίας διαπερνιέται και χαρακτηρίζεται από τη δράση ισχυρών περιφερειακών δυνάμεων, που συμμετέχουν στις εγκατεστημένες συμμαχίες και «στρατοπεδεύσεις», αλλά διατηρούν και τους δικούς τους, συμπληρωματικούς ή και ανταγωνιστικούς ως προς τους κυρίαρχους, γεωπολιτικούς σχεδιασμούς και στοχεύσεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το κράτος του Ισραήλ που έσπευσε πρώτο, χωρίς να το παραδεχθεί ούτε να το διαψεύσει, να εξαπολύσει πυραύλους κατά του εδάφους της Συρίας λίγο μετά την κυκλοφορία της είδησης για χημική επίθεση στην πόλη Ντούμα, δίπλα σχεδόν στην πρωτεύουσα της Συρίας Δαμασκό.
Το Ισραήλ εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και επιτέθηκε χωρίς καμιά νομιμοποίηση σε μια ξένη χώρα με στόχο να καταφέρει πλήγματα στη Χεζμπολάχ και να αποτρέψει την εγκατάσταση ιρανικών δυνάμεων στη Συρία. Θεωρεί τον υπ’ αριθμό ένα κίνδυνο το Ιράν και κατ’ επανάληψη έχει δηλώσει ότι θα αντιδράσει δυναμικά σε κάθε απόπειρα εγκατάστασης ιρανικών δυνάμεων στο έδαφος της Συρίας. Συνεργάζεται για τον λόγο αυτό, στα πλαίσια της πολιτικής Τράμπ, με τη Σαουδική Αραβία, βασική εκφραστή του σουνιτικού τζιχαντισμού και βασική υπεύθυνο για το αιματοκύλισμα που προκάλεσε ο ISIS σε ολόκληρη την περιοχή. Η πυραυλική επίθεση του Ισραήλ κατά της Συρίας δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς συνεννόηση με τις ΗΠΑ, ίσως και, σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, χωρίς την ενημέρωση της ίδιας της Ρωσίας, με την οποία διατηρεί διπλωματικές διόδους επικοινωνίας. Επλήγησαν βέβαια στόχοι «μικρότερης σημασίας» ακριβώς για να αποφευχθεί μια ανεξέλεγκτη εμπλοκή με τη Ρωσία και δόθηκε η «ευκαιρία» να δοκιμασθεί, σε πραγματικές συνθήκες, η αποτελεσματικότητα ορισμένων οπλικών συστημάτων. Η ανοχή όμως της Δύσης έναντι του Ισραήλ, το πράσινο φως των ΗΠΑ για μια άμεση, έστω μικρής κλίμακας, δοκιμή κατά Συρίας και Ρωσίας και πολύ περισσότερο η επιθετική του στάση απέναντι στο Ιράν και την Τουρκία, με αφορμή την υποστήριξη στη δημιουργία κουρδικού κράτους στην Β. Δ. Συρία, αποτελούν παράγοντες που ενισχύουν τις βεβαιότητες και την επικινδυνότητα στην περιοχή.
Το κλίμα που τροφοδότησε η καταγγελία για χημική επίθεση στη Συρία αξιοποίησε ο Ερντογάν για να καταγγείλει, ξανά, τα «εγκλήματα του Άσαντ» συντασσόμενος, αυτή τη φορά, με την υστερία της Δύσης. Από την πλευρά του, ο Τούρκος πρωθυπουργός διαχωρίστηκε από τον «σκυλοκαυγά νταήδων» που έστησαν ΗΠΑ και Ρωσία στη Συρία καλώντας για «πολιτική λύση» με απομάκρυνση του Άσαντ. Παρά τις επίσημες σιωπές Ρωσίας και Ιράν, η τουρκική στάση προκαλεί δυσφορία καθώς τα συμφέροντα τους και οι επιτυχίες τους στη Συρία, σήμερα, αμφισβητούνται με τη στοχοποίηση του Άσαντ. Ίσως οι δύο χώρες να κάνουν υπολογισμούς για μια μεταπολεμική Συρία χωρίς Άσαντ, αλλά αυτό δεν θα κριθεί τη στιγμή της σημερινής έντασης.
Έτσι, η σιωπή των δύο έναντι της βιασύνης της Τουρκίας υπαγορεύεται από τα πλεονεκτήματα που απολαμβάνουν από την, μερική και ίσως προσωρινή, διάσπαση της συνοχής της δυτικής συμμαχίας, επιβεβαιώνουν όμως τους διαφορετικούς προσανατολισμούς του «άξονα» και δημιουργούν όρους μελλοντικών τριγμών.
Το πιο σημαντικό γεγονός παραμένει ότι η Τουρκία παρεμβαίνει ενεργά στην κρίση της περιοχής έχοντας τις δικές της γεωπολιτικές επιδιώξεις. Εκβιάζει ανοικτά τις ΗΠΑ επιδιώκοντας όχι μόνο να αποτραπεί το σχέδιο δημιουργίας κουρδικού κρατιδίου στη Β.Α. Συρία, αλλά να διεκδικήσει μερίδιο από την επαναχάραξη των συνόρων. Ήδη σχεδιάζει η κατάληψη του Αφρίν και η επέκταση των δραστηριοτήτων της πιο ανατολικά να της εξασφαλίσουν μόνιμη παρουσία και έλεγχο στην περιοχή. Προσεγγίζει τη Ρωσία και συνεργάζεται μαζί της διαβλέποντας ότι μέσα από αυτή τη συμμαχία «πετυχαίνει» πιο γρήγορα τους στόχους της. Στα πλαίσια αυτά ετοιμάζεται να αρνηθεί την παροχή διευκολύνσεων στη Δυτική συμμαχία από τη βάση του Ιντσιρλίκ, το έχει άλλωστε επαναλάβει και στο παρελθόν στο πόλεμο κατά του Ιράκ, αναγορεύοντας τον εαυτό της σε «ειρηνοποιό δύναμη» και διαμεσολαβητή μεταξύ Δύσης και Ρωσίας. Η βασική της επιδίωξη είναι να προσεταιρισθεί εδάφη και ενεργειακές πηγές από τα γειτονικά κράτη στα πλαίσια της νεο-Οθωμανικής μεγαλοκρατικής της πολιτικής.
Οι σημερινές τολμηρές διπλωματικές ακροβασίες της Τουρκίας και οι ταυτόχρονοι εκβιασμοί, προς ΗΠΑ και Ρωσία, μαρτυρούν ότι και η μελλοντική στάση της θα κινείται σε κατευθύνσεις που θα τροφοδοτούν την αστάθεια τόσο στη Μ. Ανατολή όσο και σε Κύπρο και Αιγαίο.
Πηγή: e-dromos.gr
Σπύρος Παναγιώτου: Σχετικά με τον Συντάκτη
Εγκλωβισμένος, χωρίς σχέδιο ο πολιτικός κόσμος μπροστά σε κλιμακούμενες απειλές
Οι οξύτατες διπλωματικές δηλώσεις των ηγετών και εκπροσώπων του δυτικού κόσμου, οι πυρετώδεις διαβουλεύσεις πολιτικών και στρατιωτικών επιτελείων, οι συνεχείς διαρροές «πληροφοριών» για τους σχεδιασμούς, τη μορφή και την έκταση μια επικείμενης επίθεσης στη Συρία, και η μεγάλης έκτασης συγκέντρωση θαλάσσιων και εναέριων στρατιωτικών δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου διαμορφώνουν το κλίμα και συγκεντρώνουν τους όρους για μια νέα δυτική σταυροφορία στη Μέση Ανατολή. Όλα δείχνουν μια πρωτοφανή πολιτική και στρατιωτική προετοιμασία για μια σύγκρουση που, αν συμβεί, θα αλλάξει μόνιμα και δραματικά τα χαρακτηριστικά στην περιοχή και θα ανατρέψει τις ισορροπίες και τον συσχετισμό δύναμης παγκόσμια. Ο κίνδυνος μιας ανεξέλεγκτης ανάφλεξης είναι υπαρκτός την ίδια στιγμή που η διεξαγωγή και η διαχείριση μιας μεγάλης σύγκρουσης εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους.
Δεν είναι δυνατό να προβλέψει κανείς το τι ακριβώς θα συμβεί. Πολλές φορές μάλιστα τα γεγονότα εξελίσσονται διαφορετικά, χειρότερα ή καλύτερα, από τους αρχικούς σχεδιασμούς.
Για αυτόν τον λόγο δεν χωρούν ούτε βεβαιότητες ούτε εύκολες και απλουστευτικές ερμηνείες για τις εξελίξεις, το μέγεθος και τη διάρκεια της προετοιμαζόμενης σύγκρουσης και κυρίως για την αναγκαία στάση μπροστά στο ενδεχόμενο μιας γενικευμένης σύρραξης. Χρειάζεται όμως, συνεχής προσπάθεια να κατανοηθούν οι περιπλοκές, η ρευστότητα, τα στρατηγικά διλήμματα, τα όρια και οι τριγμοί των σημερινών συμμαχιών. Γιατί από αυτή τη διεργασία είναι δυνατόν να εξαχθούν πιο ασφαλή συμπεράσματα για τις τάσεις στον σύγχρονο κόσμο.
Αντιρωσική υστερία της Δύσης
Ποτέ ο κόσμος, στη σύγχρονη ιστορία του, δεν παρουσίαζε τέτοια ρευστότητα, τόση αστάθεια, τέτοια σύγκρουση αντιθέσεων και συμφερόντων, οριζόντια ανάμεσα σε χώρες, αλλά και κάθετα μέσα στην κάθε χώρα της Δύσης. Το ίδιο απρόβλεπτη και πυκνή είναι η ανατροπή των δεδομένων σχετικά με τις σημαντικές εξελίξεις γύρω από τους παγκόσμιους ανταγωνισμούς και την αναδιάταξη συνεργασιών ή συμμαχιών. Γνωρίσαμε μια μεγάλη ρήξη στο εσωτερικό της Ε.Ε. που σηματοδότησε το Brexit, παρά τις περιπέτειες αυτής της διεργασίας. Γνωρίσαμε την έκφραση μιας ενδόρρηξης στα πλαίσια του πόλου της παγκοσμιοποίησης με την εκλογή Τράμπ. Ζούμε μια τεράστια αντιπαράθεση στο εσωτερικό των ΗΠΑ ανάμεσα στη διοίκηση Τραμπ και τους μηχανισμούς του «βαθέως κράτους» που μετασχηματίζει διαρκώς τα προεδρικά σχέδια και επιβάλει διαρκείς και αμφιλεγόμενους συμβιβασμούς με άγνωστη κατάληξη.
Έτσι, η πολιτική Τραμπ για «προσέγγιση» ΗΠΑ-Ρωσίας και επίλυση των παγκόσμιων διαφορών έχει διολισθήσει σήμερα στο «Ρώσοι προετοιμαστείτε, έρχονται έξυπνοι πύραυλοι», πολύ κοντά δηλαδή στις επιλογές των Κλίντον και Ομπάμα. Την ίδια στιγμή, εφαρμόζεται στο ακέραιο η πολιτική «πρώτα η Αμερική» με πιο εμφατικό επεισόδιο την κήρυξη εμπορικού πολέμου ενάντια στην Ε.Ε. και κυρίως στην Κίνα. Από την άλλη πλευρά, η «Ενωμένη» Ευρώπη, βαθιά ανήσυχη από τις επιπτώσεις των επιλογών Τραμπ, αναζητά στη Κίνα στήριξη και οικονομικές σχέσεις για τη διατήρηση της δυναμικής της παγκοσμιοποίησης, καθώς η Γερμανία εμφανίζεται αδύναμη να φέρει, από μόνη της, σε πέρας την αποστολή. Την ίδια στιγμή η Ε.Ε., και ιδιαίτερα η Βρετανία, γίνεται ο βασικός πυλώνας μιας κλιμακούμενης αντιρωσικής εκστρατείας, παρόλο που η Ρωσία αποτελεί βασικό σύμμαχο και συνεργάτη της Κίνας.
Χωρίς κανείς από όλους αυτούς τους πονοκεφάλους να έχει ξεπεραστεί, σήμερα, ο δυτικός κόσμος συσπειρώνεται με πρωτοφανή μανία ενάντια στη Ρωσία. Με πρόσχημα την απόπειρα δολοφονίας ενός πρώην κατασκόπου στη Βρετανία ακολούθησε μια φρενίτιδα απελάσεων διπλωματών για να φθάσουμε τώρα στην αποδοχή, χωρίς στοιχειώδη έρευνα, της χρήσης χημικών όπλων στην πόλη Ντούμα από τον στρατό της Συρίας. Σε αυτό το κλίμα οι χώρες της Δύσης προετοιμάζονται να καταφέρουν ένα «ισχυρό μάθημα στον εγκληματία Άσαντ» και, μέσω αυτού στη Ρωσία του Πούτιν.
Ο βασικός λόγος αυτής της συσπείρωσης είναι η όρθωση φραγμών στα βήματα οικονομικής ανασυγκρότησης και γεωπολιτικής αναβάθμισης που έχει πετύχει η Ρωσία. Η εντεινόμενη στρατιωτική περικύκλωση της χώρας από το ΝΑΤΟ, η ανάδειξη της κατάληψης της Κριμαίας σε επίμαχο σημείο των διαφορών της δυτικής συμμαχίας με τη Ρωσία, οι διαρκείς οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της, έρχονται τώρα να συμπληρωθούν με την απειλή ενός ισχυρού στρατιωτικού κτυπήματος στη Συρία. Το αν το τελευταίο πραγματοποιηθεί και σε ποιό βαθμό είναι άγνωστο. Εκείνο που είναι φανερό είναι ότι ο δυτικός κόσμος θα προσπαθεί διαρκώς να διατηρεί σε εγρήγορση και πολυδιασπασμένη την προσοχή της Ρωσίας, είτε με μια μακρόχρονια εμπλοκή σε πολεμικές αναμετρήσεις, είτε με διαρκή οικονομικό πόλεμο ώστε να αποτραπεί η μεγαλύτερη ενδυνάμωση της και η επέκταση των ζωνών επιρροής της. Οι επιτυχίες της Ρωσίας στα μέτωπα της Συρίας, η ενίσχυση των σχέσεων της με χώρες της Μ. Ανατολής, η στενή συνεργασία με Ιράν και Τουρκία, η ανάπτυξη οικονομικών σχέσεων με Σαουδική Αραβία, Αίγυπτο, η διατήρηση διπλωματικών οδών με Ισραήλ, όλοι αυτοί παραδοσιακοί σύμμαχοι του Δυτικού κόσμου, αποτελούν ζητήματα που δεν περνούν απαρατήρητα και απαιτούν απαντήσεις.
Η πολεμική σύγκρουση είναι μια επιλογή. Τείνει να γίνει βασική. Αλλά εμπεριέχει και κινδύνους. Ο κυριότερος είναι η εξάντληση όλων όσων εμπλακούν σε μια τέτοια περιπέτεια και ο κίνδυνος ανάδειξης της Κίνας σε βασικό κερδισμένο των εξελίξεων. Μην ξεχνάμε ότι η τελευταία, φαίνεται να απομάκρυνε μια άμεση σύγκρουση στην περιοχή της (Β. Κορέα) και κερδίζει πολύτιμο χρόνο, όχι μόνο σε εξοπλισμούς αλλά και για να πετύχει σημαντική οικονομική διείσδυση στις χώρες της Μ. Ανατολής και της Βόρειας και Δυτικής Αφρικής.
Οι περιπλοκές αυτές αναγκάζουν σε διπλές και τριπλές σκέψεις. Όσο και αν η επιλογή «να μιλήσουν τα όπλα» παραμένει στο τραπέζι, δεν έχει εξαλειφθεί το σχέδιο να εξαντληθούν τα όρια μιας μακρόσυρτης αντιπαράθεσης που θα κόστιζε, οικονομικά και πολιτικά, στη Ρωσία. Φαίνεται ότι, παρά τον σφικτό εναγκαλισμό του δυτικού κόσμου ενάντια στη Ρωσία, οι τελικές επιλογές θα κριθούν από περισσότερους παράγοντες και υπολογισμούς.
Μπορούν οι Αμερικανοί να κάνουν ό,τι θέλουν;
Ζούμε χωρίς αμφιβολία στην εποχή του Μπόλτον, του νέου υπερσυντηρητικού Σύμβουλου Ασφαλείας του Τραμπ, και του Πομπέο, πρώην επικεφαλής της CIA, στην ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ. Αυτά δεν είναι βέβαια καινούργια δεδομένα. Οι νεοσυντηρητικοί (neοcons), τα λόμπυ του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλόκου των ΗΠΑ, έπαιζαν βασικό ρόλο και στην περίοδο των Κλίντον και Ομπάμα. Η «βεβαιότητα» της στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ έναντι των αντιπάλων τους, η πεποίθηση ότι είναι δυνατόν να καταφέρουν πρώτες, και μάλιστα ένα αναπάντητο, πυρηνικό πλήγμα στη Ρωσία αποτελούν λίγο πολύ γνωστές πεποιθήσεις αυτών των κύκλων. Και η πίεση που ασκούν στον Τραμπ είναι παραπάνω από φανερή. Ίσως, ακόμα, να μην υπάρχουν ισχυρές φωνές ψυχραιμίας και σύνεσης στους κόλπους όσων παίρνουν τις αποφάσεις στις ΗΠΑ. Άρα η πιθανότητα ενός ακραίου τυχοδιωκτισμού είναι πιθανή.
Υπάρχει ταυτόχρονα μια ισχυρή πραγματικότητα που δεν μπορεί να αποκρυφτεί. Η Δύση βρίσκεται σε δύση. Δεν είναι σε θέση να κάνει όσα μπορούσε να κάνει μερικές δεκαετίες πριν. Ζούμε σε έναν ασταθή κόσμο, βαθιά διχασμένο, με αμφισβητούμενες τις «πρωτοκαθεδρίες». Έναν κόσμο που διαπερνιέται από μεγαλύτερες αντιθέσεις και αντιφάσεις.
Οι ΗΠΑ, στην αιχμή της Νέας Τάξης Πραγμάτων, διεξήγαγαν έναν πόλεμο στο Αφγανιστάν και οδηγήθηκαν περισσότερο στο να «βυθιστούν στην λάσπη» παρά σε καθαρή νίκη. Συνέλαβαν το σχέδιο της Νέας Μέσης Ανατολής και ξαναέγραψαν τα σύνορα της περιοχής, βυθίζοντας τους λαούς της στον όλεθρο. Διέλυσαν βέβαια την Λιβύη και την Υεμένη, αλλά, παρά τους δύο πολέμους σε βάρος του Ιράκ, και τη μακρόχρονη παρουσία τους στην περιοχή, βλέπουν σήμερα τη χώρα να οδηγείται αναίμακτα στην «αγκάλη» του Ιράν και της Ρωσίας. Η Τουρκία, από την άλλη πλευρά, με ακραίους εκβιασμούς, εμποδίζει και προσωρινά αναβάλλει τους στρατηγικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ στην περιοχή. Απειλεί με βαθύτερη πρόσδεση της στην Ρωσία, γεγονός που δημιουργεί σημαντικούς τριγμούς στη Ν.Α. πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Ακόμα και ο «εύκολος» σιίτικος άξονας Ιράν-Συρία-Λίβανος- Χεζμπολάχ, παρά την στοχοποίησή του και τη σκανδαλώδη ενίσχυση του σουνιτικού τζιχαντισμού, βγαίνει ενισχυμένος από τα μέτωπα της Συρίας και συνεχίζει να προκαλεί δυσκολίες.
Την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ, και παρά τη σημαντική στρατιωτική τους υπεροπλία, συναντούν ισχυρούς οικονομικούς τρανταγμούς. Η Κίνα αναδεικνύεται σε ισχυρότατο εμπορικό και οικονομικό ανταγωνιστή και η πολιτική Τραμπ δεν έχει ανατρέψει αυτές τις τάσεις, ενώ, από την άλλη πλευρά, οι σχέσεις, ΗΠΑ – Ευρώπης παραμένουν ταραγμένες και οι οικονομικές αντιθέσεις αγεφύρωτες.
Αποτελεί, λοιπόν, ερώτημα αν οι ΗΠΑ, υπό αυτές τις συνθήκες, είναι ικανές, αποφασισμένες και έτοιμες να προχωρήσουν σε μια κατά μέτωπο και γενικευμένη επίθεση σε βάρος της Ρωσίας. Είναι άγνωστο αν μπορούν να αντεπεξέλθουν σε ένα μέτωπο που, ξεκινώντας από τη Συρία, μπορεί εν δυνάμει να εξαπλωθεί μέχρι τη Βαλτική, την Κριμαία ή και τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, αν η συνεργασία Ρωσίας – Κίνας επιλέξει ένα τέτοιο εύρος αντιπαράθεσης.
Είναι φανερό ότι ούτε η Ρωσία ούτε, πολύ περισσότερο, η Κίνα επιθυμούν αυτή τη στιγμή μια γενικευμένη αντιπαράθεση. Οι δηλώσεις των ηγετών τους δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας. Και οι δύο, ίσως σε διαφορετικό βαθμό, είναι αποφασισμένες να απαντήσουν αν δεχθούν επίθεση. Πολλά θα εξαρτηθούν από το είδος και την έκταση της επίθεσης που θα δεχθούν. Όχι τυχαία, οι ΗΠΑ στοχοποιούν τον Άσαντ και οι Ισραηλινοί τον άξονα Ιράν-Χεζμπολάχ, διατηρώντας διαύλους επικοινωνίας με τη Ρωσία. Οι Ρώσοι υπολογίζουν και μετρούν αυτήν τη «στάση». Την αντιλαμβάνονται ως δείγμα της αδυναμίας των ΗΠΑ να πραγματοποιήσουν όσα εξαγγέλλουν. Τα πονταρίσματα βέβαια και οι υπολογισμοί πολλές φορές δεν επιβεβαιώνονται.
Ο τυχοδιωκτισμός, μπορεί να αποδειχθεί πιο καθοριστικός παράγοντας, όταν μάλιστα συγκεντρώνεται τόση μεγάλη στρατιωτική ισχύς σε τόσο μικρή περιοχή. Και αυτό είναι που καθιστά τις εξελίξεις εξαιρετικά κρίσιμες και επικίνδυνες.
Με μοναδική μαρτυρία τα «Λευκά Κράνη»
Ο Δυτικός κόσμος δεν χρειάζεται ούτε έρευνες ούτε αποδείξεις για το αν πραγματικά έγινε χημική επίθεση στη Ντούμα και ποιός ευθύνεται για μια τέτοια εγκληματική πράξη.
Τους είναι αδιάφορο αν οι τζιχαντιστές είχαν ήδη χάσει τη μάχη του ελέγχου της πόλης και είχαν συνάψει συμφωνία, με την διαμεσολάβηση των Ρώσων, για ασφαλή αποχώρηση από την περιοχή. Τους είναι αδιάφορο, αν και στο παρελθόν είχε αποδειχθεί ότι οι ίδιοι οι τζιχαντιστές έκαναν χρήση χημικών κατά αμάχων με στόχο να ενοχοποιήσουν τη Συρία και να αποτρέψουν έτσι μια διαφαινόμενη συντριβή τους στα πεδία των μαχών.
Η μοναδική μαρτυρία για χρήση χημικών έρχεται από μια ΜΚΟ, τα Λευκά Κράνη, που χρηματοδοτείται κυρίως (αλλά όχι μόνο) με κεφάλαια από τη Βρετανία, τη Δανία, την Ολλανδία, την Ιαπωνία και τη Γερμανία, έχει πλήρη πολιτική υποστήριξη από τις ΗΠΑ και ιδρύθηκε το 2013, από έναν Άγγλο αξιωματικό των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, τον James Le Mesurier, σε συνεργασία με Τούρκους «εξειδικευμένους σε έρευνα και διάσωση», όπως λέει ο ίδιος.
Με βάση αυτή τη «μαρτυρία» προετοιμάζεται ένας νέος πόλεμος, μεγαλύτερης κλίμακας, που θα σκορπίσει τον όλεθρο σε ολόκληρη την περιοχή. Και μαζί θα επιχειρήσει να ανατρέψει ισορροπίες, να ξαναχαράξει σύνορα, να αναδιανείμει ζώνες επιρροής και πλουτοπαραγωγικές πηγές. Δεν θα παραλείψει, φυσικά, να ανταμείψει και το εσμό των ΜΚΟ που προσφέρουν πολύπλευρα πολύτιμες υπηρεσίες.
Καταμερισμοί ρόλων μεταξύ των περιφερειακών δυνάμεων
Εύθραυστες συμμαχίες στα πλαίσια ιδιαίτερων συμφερόντων
Ο παρατεταμένος οικονομικός και στρατιωτικός πόλεμος που διεξάγει η Δύση σε βάρος της Ρωσίας διαπερνιέται και χαρακτηρίζεται από τη δράση ισχυρών περιφερειακών δυνάμεων, που συμμετέχουν στις εγκατεστημένες συμμαχίες και «στρατοπεδεύσεις», αλλά διατηρούν και τους δικούς τους, συμπληρωματικούς ή και ανταγωνιστικούς ως προς τους κυρίαρχους, γεωπολιτικούς σχεδιασμούς και στοχεύσεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το κράτος του Ισραήλ που έσπευσε πρώτο, χωρίς να το παραδεχθεί ούτε να το διαψεύσει, να εξαπολύσει πυραύλους κατά του εδάφους της Συρίας λίγο μετά την κυκλοφορία της είδησης για χημική επίθεση στην πόλη Ντούμα, δίπλα σχεδόν στην πρωτεύουσα της Συρίας Δαμασκό.
Το Ισραήλ εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και επιτέθηκε χωρίς καμιά νομιμοποίηση σε μια ξένη χώρα με στόχο να καταφέρει πλήγματα στη Χεζμπολάχ και να αποτρέψει την εγκατάσταση ιρανικών δυνάμεων στη Συρία. Θεωρεί τον υπ’ αριθμό ένα κίνδυνο το Ιράν και κατ’ επανάληψη έχει δηλώσει ότι θα αντιδράσει δυναμικά σε κάθε απόπειρα εγκατάστασης ιρανικών δυνάμεων στο έδαφος της Συρίας. Συνεργάζεται για τον λόγο αυτό, στα πλαίσια της πολιτικής Τράμπ, με τη Σαουδική Αραβία, βασική εκφραστή του σουνιτικού τζιχαντισμού και βασική υπεύθυνο για το αιματοκύλισμα που προκάλεσε ο ISIS σε ολόκληρη την περιοχή. Η πυραυλική επίθεση του Ισραήλ κατά της Συρίας δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς συνεννόηση με τις ΗΠΑ, ίσως και, σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, χωρίς την ενημέρωση της ίδιας της Ρωσίας, με την οποία διατηρεί διπλωματικές διόδους επικοινωνίας. Επλήγησαν βέβαια στόχοι «μικρότερης σημασίας» ακριβώς για να αποφευχθεί μια ανεξέλεγκτη εμπλοκή με τη Ρωσία και δόθηκε η «ευκαιρία» να δοκιμασθεί, σε πραγματικές συνθήκες, η αποτελεσματικότητα ορισμένων οπλικών συστημάτων. Η ανοχή όμως της Δύσης έναντι του Ισραήλ, το πράσινο φως των ΗΠΑ για μια άμεση, έστω μικρής κλίμακας, δοκιμή κατά Συρίας και Ρωσίας και πολύ περισσότερο η επιθετική του στάση απέναντι στο Ιράν και την Τουρκία, με αφορμή την υποστήριξη στη δημιουργία κουρδικού κράτους στην Β. Δ. Συρία, αποτελούν παράγοντες που ενισχύουν τις βεβαιότητες και την επικινδυνότητα στην περιοχή.
Ειδικοί σχεδιασμοί της Τουρκίας
Το κλίμα που τροφοδότησε η καταγγελία για χημική επίθεση στη Συρία αξιοποίησε ο Ερντογάν για να καταγγείλει, ξανά, τα «εγκλήματα του Άσαντ» συντασσόμενος, αυτή τη φορά, με την υστερία της Δύσης. Από την πλευρά του, ο Τούρκος πρωθυπουργός διαχωρίστηκε από τον «σκυλοκαυγά νταήδων» που έστησαν ΗΠΑ και Ρωσία στη Συρία καλώντας για «πολιτική λύση» με απομάκρυνση του Άσαντ. Παρά τις επίσημες σιωπές Ρωσίας και Ιράν, η τουρκική στάση προκαλεί δυσφορία καθώς τα συμφέροντα τους και οι επιτυχίες τους στη Συρία, σήμερα, αμφισβητούνται με τη στοχοποίηση του Άσαντ. Ίσως οι δύο χώρες να κάνουν υπολογισμούς για μια μεταπολεμική Συρία χωρίς Άσαντ, αλλά αυτό δεν θα κριθεί τη στιγμή της σημερινής έντασης.
Έτσι, η σιωπή των δύο έναντι της βιασύνης της Τουρκίας υπαγορεύεται από τα πλεονεκτήματα που απολαμβάνουν από την, μερική και ίσως προσωρινή, διάσπαση της συνοχής της δυτικής συμμαχίας, επιβεβαιώνουν όμως τους διαφορετικούς προσανατολισμούς του «άξονα» και δημιουργούν όρους μελλοντικών τριγμών.
Το πιο σημαντικό γεγονός παραμένει ότι η Τουρκία παρεμβαίνει ενεργά στην κρίση της περιοχής έχοντας τις δικές της γεωπολιτικές επιδιώξεις. Εκβιάζει ανοικτά τις ΗΠΑ επιδιώκοντας όχι μόνο να αποτραπεί το σχέδιο δημιουργίας κουρδικού κρατιδίου στη Β.Α. Συρία, αλλά να διεκδικήσει μερίδιο από την επαναχάραξη των συνόρων. Ήδη σχεδιάζει η κατάληψη του Αφρίν και η επέκταση των δραστηριοτήτων της πιο ανατολικά να της εξασφαλίσουν μόνιμη παρουσία και έλεγχο στην περιοχή. Προσεγγίζει τη Ρωσία και συνεργάζεται μαζί της διαβλέποντας ότι μέσα από αυτή τη συμμαχία «πετυχαίνει» πιο γρήγορα τους στόχους της. Στα πλαίσια αυτά ετοιμάζεται να αρνηθεί την παροχή διευκολύνσεων στη Δυτική συμμαχία από τη βάση του Ιντσιρλίκ, το έχει άλλωστε επαναλάβει και στο παρελθόν στο πόλεμο κατά του Ιράκ, αναγορεύοντας τον εαυτό της σε «ειρηνοποιό δύναμη» και διαμεσολαβητή μεταξύ Δύσης και Ρωσίας. Η βασική της επιδίωξη είναι να προσεταιρισθεί εδάφη και ενεργειακές πηγές από τα γειτονικά κράτη στα πλαίσια της νεο-Οθωμανικής μεγαλοκρατικής της πολιτικής.
Οι σημερινές τολμηρές διπλωματικές ακροβασίες της Τουρκίας και οι ταυτόχρονοι εκβιασμοί, προς ΗΠΑ και Ρωσία, μαρτυρούν ότι και η μελλοντική στάση της θα κινείται σε κατευθύνσεις που θα τροφοδοτούν την αστάθεια τόσο στη Μ. Ανατολή όσο και σε Κύπρο και Αιγαίο.
Πηγή: e-dromos.gr
Σπύρος Παναγιώτου: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου