Κυριακή 29 Απριλίου 2018

Αγόρι-κορίτσι τη νύχτα

Αρχοντία Κάτσουρα


Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα στους δρόμους του κέντρου, εκεί γύρω από το Σύνταγμα, δεν περπατά σχεδόν κανείς. Μόνο μερικοί ξεχασμένοι ξεμανίκωτοι και σανδαλοφόροι Βορειοευρωπαίοι τουρίστες που ρουφούν το μείγμα από τις μυρωδιές της πόλης, ανάκατες με την άνοιξη που υπάρχει παντού: στις νεραντζιές που ρίχνουν τα τελευταία λουλούδια τους, για να γίνουν καρποί, στον ουρανό, που το φεγγάρι έφτασε αισίως στα μισά του και πορεύεται θριαμβευτικά για την πανσέληνο.

Είναι και μερικοί ξενύχτηδες εργαζόμενοι που τρέχουν να προλάβουν τους τελευταίους συρμούς του μετρό. Σε ένα μάλλον ήσυχο στενό, χωρίς αυτοκίνητα, ένα αγόρι και ένα κορίτσι βαδίζουν αργά σε απόσταση μισού μέτρου το ένα από το άλλο. Μες στη μέση του δρόμου. Αριστερά το αγόρι, δεξιά το κορίτσι. Δεν μιλάνε.

Το αγόρι φοράει καρό πουκάμισο με γυρισμένα μανίκια, έχει το δεξί του χέρι στην τσέπη και στο αριστερό κρατάει ένα τσιγάρο αναμμένο, αλλά δεν το καπνίζει. Η κόκκινη άκρη του φεγγίζει στο νυχτερινό ημίφως. Το κεφάλι του είναι σκυφτό, σαν να σκέφτεται κάτι πολύ σοβαρό, σαν ένα μεγάλο πρόβλημα να τον βαραίνει.

Το κορίτσι έχει μακριά μαλλιά, σχεδόν μέχρι τη μέση. Τα χέρια της είναι δεμένα γύρω από το στήθος της, σαν να κρυώνει, παρ’ όλο που φοράει ένα χακί μακρύ πανωφόρι. Κι εκείνη περπατά σκυφτή, κι εκείνη μοιάζει προβληματισμένη. Κάποιες στιγμές γυρίζει το πρόσωπο προς το αγόρι, αργά, προσεκτικά, σαν να του ρίχνει κλεφτές ματιές, κι ύστερα ρίχνει ξανά το βλέμμα στην γκρίζα άσφαλτο.

Μια περαστική, που άθελά της παρακολουθεί από μικρή απόσταση τη σκηνή, σκέφτεται ότι έχουν μαλώσει, ότι κάτι τους συμβαίνει και δεν μιλιούνται, ότι κάποιος πόνος ή εγωισμός δεν τους αφήνει να επικοινωνήσουν.

Συνεχίζουν να περπατούν έως τη διασταύρωση. Πριν περάσουν απέναντι, τα φώτα ενός αυτοκινήτου που στρίβει τρομάζει λίγο τα παιδιά που τραβιούνται απότομα στην άκρη, κάτω από ένα φωτισμένο στύλο της ΔΕΗ. Κοιτάζονται καθώς το αγόρι πετάει το τσιγάρο του που έχει σβήσει έτσι, χωρίς να το καπνίσει, και με μια προστατευτική κίνηση την τραβάει στο πεζοδρόμιο.

Και τότε όλα εκτυλίσσονται γρήγορα, πολύ γρήγορα: το αγόρι της ανοίγει τα σφιχτοδεμένα χέρια, την αρπάζει στην αγκαλιά του και της δίνει ένα φιλί. Ενα βαθύ φιλί, την ένταση του οποίου ένιωσε ακόμη και η περαστική, που ντράπηκε που βρέθηκε εκεί, που έγινε μάρτυρας αυτής της μαγικής στιγμής, που άθελά της έγινε κλέφτρα λίγης από τη μαγεία που έπρεπε να είναι μόνο δική τους.

Το κορίτσι, ξαφνιασμένο στην αρχή, ευτυχισμένο μετά, αφήνεται, κρύβεται στη φιλόξενη αγκαλιά και μένουν εκεί, κάτω από το φως της λάμπας ώρα. Τουλάχιστον όσο παίρνει στην περαστική να τους προσπεράσει με γρήγορα βήματα και κρατώντας εκείνη πια το κεφάλι σκυφτό και το βλέμμα χαμηλά, σαν να θέλει να ζητήσει συγγνώμη για την εισβολή. Κρατάει την αναπνοή της μέχρι να απομακρυνθεί.

Αλλά εκείνοι μάλλον δεν την βλέπουν, ούτε την ακούν. Τίποτα δεν βλέπουν, τίποτα δεν ακούν.

Και η περαστική καταλαβαίνει γιατί δεν μιλούσαν πριν, γιατί περπατούσαν σφιγμένοι και σε απόσταση σχετικής ασφαλείας, σκυφτοί, μαζεμένοι. Υπάρχουν πράγματα που πρέπει να εκφραστούν, αλλά δεν λέγονται με λόγια, που καμία λέξη δεν αρκεί για να τα εκφράσει. Και χρειάζεται ένα τυχαίο γεγονός, μια στιγμή ευνοϊκή, δώρο της θείας πρόνοιας, που θα κόψει τον γόρδιο δεσμό και θα δώσει διέξοδο στα ανείπωτα.

Ενώ επιστρέφει στο σπίτι της με το τρένο, η περαστική χαμογελάει. Δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, αυτή τη νύχτα είναι ευτυχισμένα. Πρέπει να είναι ευτυχισμένα. Και την ώρα που ετοιμάζεται να κοιμηθεί τους σκέφτεται ξανά. Αραγε εκείνοι θα κοιμηθούν απόψε; αναρωτιέται.

Μάλλον όχι, απαντά μόνη της. Πώς να κοιμηθείς μια τέτοια ανοιξιάτικη νύχτα, με ακόμη ανθισμένες νεραντζιές και το φεγγάρι να πορεύεται θριαμβευτικά προς την πανσέληνο;

Πηγή: efsyn.gr



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου