Αρχοντία Κάτσουρα
Οι μέρες μεγαλώνουν σιγά σιγά και ο ήλιος κερδίζει χρόνο από το σκοτάδι. Βοήθησε κι η αλλαγή της ώρας –πόσο αχρείαστη και βασανιστική διαδικασία για όσους παλεύουν με το μαξιλάρι…–, αλλά το φως είναι φως και βρίσκει τρόπο να τρυπώνει στα μυαλά και στις καρδιές. Αναρωτιέμαι αν αυτό το φως είναι ίδιο σε όλες τις γωνιές του κόσμου, αν εισχωρεί έτσι απλά και ουσιαστικά σε όλους τους ανθρώπους, αν η άνοιξη μπορεί να είναι ίδια κι απαράλλακτη παντού.
Ισως φταίει και η Μεγάλη Εβδομάδα, που εκμετρά το ζην της υποσχόμενη –ακόμη και σ’ αυτούς που μπορούν να διαβάσουν πίσω από τους συμβολισμούς της– μιαν ανάσταση. Που μπορεί και να μην έρθει, αλλά μια υπόσχεση είναι πάντα υπόσχεση και η δύναμη της ελπίδας είναι τόσο ισχυρή που όλοι την εκμεταλλευόμαστε: για να αντέχουμε, για να προχωράμε, για να ζούμε.
Αφησα την εβδομάδα να γεμίσει με τις μουσικές του «Βυζαντινού Εσπερινού», ενός μουσικού έργου που θυμάμαι να ακούω από μικρό παιδί. Τώρα πια δεν ξέρω πού είναι εκείνο το παλιό βινύλιο, μπορεί να χάλασε από εκείνες τις πολλές αναπαραγωγές. Δεν ξέρω πώς γύρισα σ’ αυτό, άλλωστε πια τα ραδιόφωνα δεν παίζουν τα τραγούδια του, που για μένα είναι τόσο αγαπημένα.
Για τη μουσική του Απόστολου Καλδάρα, για τους στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, αλλά και για τις φωνές που τα σημάδεψαν, της Χαρούλας Αλεξίου και του Γιώργου Νταλάρα. Αλλά και γιατί αν κλείσω τα μάτια, αυτά τα τραγούδια και εκείνα της «Μικράς Ασίας» (πάλι Απόστολος Καλδάρας, με τον Πυθαγόρα) με κάνουν και γυρίζω σε μια παιδική ηλικία όπου όλα φαίνονταν απλά, χαρούμενα, πολλά υποσχόμενα.
Ειδικά τέτοιες μέρες – χωρίς σχολείο, με την κατάνυξη που προσπαθούσαν να σου μεταδώσουν οι μεγάλοι, με τις γιορτινές, λαχταριστές μυρωδιές της κουζίνας, με το κόκκινο χρώμα και το άρωμα των κεριών. Κι εγώ το μόνο που σκεφτόμουν ήταν η γιορτή της Κυριακής, το παιχνίδι με τα άλλα παιδιά στο πατρικό του πατέρα μου αρχικά, στο εξοχικό αργότερα.
Τις τριανταφυλλιές και τις ανθισμένες λεμονοπορτοκαλιές που έκαναν το οικόπεδο παράδεισο, τις μέλισσες που ζουζούνιζαν πάνω από τα κίτρινα αγριολούλουδα, που επέμεναν να φυτρώνουν στον ξεχερσωμένο τόπο, το κρυφτό με τα ξαδέλφια και το σπίτι που γινόταν κατασκήνωση με τόσα παιδιά και μεγάλους να μαζευόμαστε εκεί τέτοιες μέρες.
Οι μεγάλοι να μαγειρεύουν, να πίνουν ρακή και ούζο με μεζέ και να γελούν. Και τα παιδιά να τρέχουμε και να παίζουμε κι ο κόσμος να είναι δικός μας.
Πολλά δεν καταλάβαινα τότε, ούτε χρειαζόταν. Μου έφταναν η χαρά και η άνοιξη. Πολλά συνέβησαν από τότε, πολλά έμαθα, πολλά κατάλαβα. Κι αυτός ο δίσκος τα έφερε όλα πίσω τούτες τις λεγόμενες μεγάλες ημέρες.
«Για πιάσε γύφτο σφυρί κι αμόνι», λέει ένα από τα τραγούδια του, «και κάτσε φτιάξε μια φυλακή / για να χωρέσουν οι μαύροι πόνοι / που δε χωράνε μες στην ψυχή
» Δεν είναι νύχτα για να περάσει / δεν είναι μέρα για να διαβεί / είν’ η ζωή μου σ’ αυτήν την πλάση / σαν μια Μεγάλη Παρασκευή».
Ολες οι ελπίδες στα χέρια του τεχνίτη σιδερά, που μπορεί να δαμάσει το αλύγιστο σίδερο με τη φωτιά, άρα, δεν μπορεί, θα έχει γιατρειά και για ό,τι βαραίνει το μυαλό.
Πόσα τραγούδια, πόση μουσική, πόσα λόγια. Πότε βαριά λαϊκά, άλλες φορές χαρούμενα και κάποιες σαν ύμνοι βυζαντινοί, τόσο ταιριαστοί τις μέρες αυτές. Πείτε το νοσταλγία, πείτε το άνοιξη βαριά, που κάνει τον ύπνο ανήσυχο, πείτε το όπως θέλετε.
Οι μέρες μεγαλώνουν και θα ‘ρθει η ώρα που θα βρέξουμε τα κεφάλια μας στη θάλασσα, θα καθαρίσουν από τον κουρνιαχτό. Μέχρι τότε, ας αφήσουμε η γύρη να γονιμοποιεί τα όνειρα, να ξυπνάει μνήμες και ας είναι βαριές οι μέρες.
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Οι μέρες μεγαλώνουν σιγά σιγά και ο ήλιος κερδίζει χρόνο από το σκοτάδι. Βοήθησε κι η αλλαγή της ώρας –πόσο αχρείαστη και βασανιστική διαδικασία για όσους παλεύουν με το μαξιλάρι…–, αλλά το φως είναι φως και βρίσκει τρόπο να τρυπώνει στα μυαλά και στις καρδιές. Αναρωτιέμαι αν αυτό το φως είναι ίδιο σε όλες τις γωνιές του κόσμου, αν εισχωρεί έτσι απλά και ουσιαστικά σε όλους τους ανθρώπους, αν η άνοιξη μπορεί να είναι ίδια κι απαράλλακτη παντού.
Ισως φταίει και η Μεγάλη Εβδομάδα, που εκμετρά το ζην της υποσχόμενη –ακόμη και σ’ αυτούς που μπορούν να διαβάσουν πίσω από τους συμβολισμούς της– μιαν ανάσταση. Που μπορεί και να μην έρθει, αλλά μια υπόσχεση είναι πάντα υπόσχεση και η δύναμη της ελπίδας είναι τόσο ισχυρή που όλοι την εκμεταλλευόμαστε: για να αντέχουμε, για να προχωράμε, για να ζούμε.
Αφησα την εβδομάδα να γεμίσει με τις μουσικές του «Βυζαντινού Εσπερινού», ενός μουσικού έργου που θυμάμαι να ακούω από μικρό παιδί. Τώρα πια δεν ξέρω πού είναι εκείνο το παλιό βινύλιο, μπορεί να χάλασε από εκείνες τις πολλές αναπαραγωγές. Δεν ξέρω πώς γύρισα σ’ αυτό, άλλωστε πια τα ραδιόφωνα δεν παίζουν τα τραγούδια του, που για μένα είναι τόσο αγαπημένα.
Για τη μουσική του Απόστολου Καλδάρα, για τους στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, αλλά και για τις φωνές που τα σημάδεψαν, της Χαρούλας Αλεξίου και του Γιώργου Νταλάρα. Αλλά και γιατί αν κλείσω τα μάτια, αυτά τα τραγούδια και εκείνα της «Μικράς Ασίας» (πάλι Απόστολος Καλδάρας, με τον Πυθαγόρα) με κάνουν και γυρίζω σε μια παιδική ηλικία όπου όλα φαίνονταν απλά, χαρούμενα, πολλά υποσχόμενα.
Ειδικά τέτοιες μέρες – χωρίς σχολείο, με την κατάνυξη που προσπαθούσαν να σου μεταδώσουν οι μεγάλοι, με τις γιορτινές, λαχταριστές μυρωδιές της κουζίνας, με το κόκκινο χρώμα και το άρωμα των κεριών. Κι εγώ το μόνο που σκεφτόμουν ήταν η γιορτή της Κυριακής, το παιχνίδι με τα άλλα παιδιά στο πατρικό του πατέρα μου αρχικά, στο εξοχικό αργότερα.
Τις τριανταφυλλιές και τις ανθισμένες λεμονοπορτοκαλιές που έκαναν το οικόπεδο παράδεισο, τις μέλισσες που ζουζούνιζαν πάνω από τα κίτρινα αγριολούλουδα, που επέμεναν να φυτρώνουν στον ξεχερσωμένο τόπο, το κρυφτό με τα ξαδέλφια και το σπίτι που γινόταν κατασκήνωση με τόσα παιδιά και μεγάλους να μαζευόμαστε εκεί τέτοιες μέρες.
Οι μεγάλοι να μαγειρεύουν, να πίνουν ρακή και ούζο με μεζέ και να γελούν. Και τα παιδιά να τρέχουμε και να παίζουμε κι ο κόσμος να είναι δικός μας.
Πολλά δεν καταλάβαινα τότε, ούτε χρειαζόταν. Μου έφταναν η χαρά και η άνοιξη. Πολλά συνέβησαν από τότε, πολλά έμαθα, πολλά κατάλαβα. Κι αυτός ο δίσκος τα έφερε όλα πίσω τούτες τις λεγόμενες μεγάλες ημέρες.
«Για πιάσε γύφτο σφυρί κι αμόνι», λέει ένα από τα τραγούδια του, «και κάτσε φτιάξε μια φυλακή / για να χωρέσουν οι μαύροι πόνοι / που δε χωράνε μες στην ψυχή
» Δεν είναι νύχτα για να περάσει / δεν είναι μέρα για να διαβεί / είν’ η ζωή μου σ’ αυτήν την πλάση / σαν μια Μεγάλη Παρασκευή».
Ολες οι ελπίδες στα χέρια του τεχνίτη σιδερά, που μπορεί να δαμάσει το αλύγιστο σίδερο με τη φωτιά, άρα, δεν μπορεί, θα έχει γιατρειά και για ό,τι βαραίνει το μυαλό.
Πόσα τραγούδια, πόση μουσική, πόσα λόγια. Πότε βαριά λαϊκά, άλλες φορές χαρούμενα και κάποιες σαν ύμνοι βυζαντινοί, τόσο ταιριαστοί τις μέρες αυτές. Πείτε το νοσταλγία, πείτε το άνοιξη βαριά, που κάνει τον ύπνο ανήσυχο, πείτε το όπως θέλετε.
Οι μέρες μεγαλώνουν και θα ‘ρθει η ώρα που θα βρέξουμε τα κεφάλια μας στη θάλασσα, θα καθαρίσουν από τον κουρνιαχτό. Μέχρι τότε, ας αφήσουμε η γύρη να γονιμοποιεί τα όνειρα, να ξυπνάει μνήμες και ας είναι βαριές οι μέρες.
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου