Του Κωστή Μουδάτσου
Μεγάλη μου Παρασκευή, μεγάλη ταραχή. Μεγάλο μου Σαββάτο και ποιος θα σε περάσει, απού ‘χεις δέκα ταχινές και δέκα μεσημέρια, και δέκα προσαργατινές κι είναι κι ακόμη μέρα.
Ο Θεός της βλάστησης και της ανθοφορίας είχε σταυρωθεί. Ο αδωνικός στολισμός του Επιταφίου, το μοιρολόι της Παναγίας και οι λαϊκές συνήθειες προανάγγελλαν την ανάσταση.
Το χωριό είχε γεμίσει κόσμο. Περασμένα μεσάνυχτα. Το αεράκι σκορπούσε τα αρώματα του Θείου Τάφου. Η περιφορά του Επιταφίου είχε ολοκληρωθεί πριν από λίγο. Η κυκλική πορεία μέσα στη νύχτα με τις στάσεις στα σταυροδρόμια, στη δεξαμενή κι ο πηγαιμός από το Μεγάλο Χωριό στο Μικρό, ανάμεσα στους ανθισμένους αγρούς, οι ψαλμωδίες και τα θυμιάματα είναι ιεροτελεστία. Ο Γούμενος έριχνε που και ματιά στους νεαρούς που σήκωναν τον Επιτάφιο, προσπαθώντας να ψυχανεμιστεί τι θα του στέλιωναν πάλι. Όλο και κάτι θα ξελάμιζαν. Άλλωστε τα έπιναν από νωρίς στα καφενεία αλλά στα εγκώμια τα πήγαν καλά. Τα παιδιά κρατούσαν τα εξαπτέρυγα και ο πίτροπος θυμιάτιζε, ανακατεύοντας τα αρώματα του λιβανιού με εκείνα των λουλουδιών. Στην κορυφή του Μεγάλου Χωριού, πήρε το μάτι του κάποιους νεαρούς να ξεκόβουν και να ανηφορίζουν τη στράτα προς τον Αστράτηγο. Σαν άκουσε τη καμπάνα να χτυπά γέλασε από μέσα του. Θα άναψαν τα καντήλια, θα ήπιαν ρακές με τους πεθαμένους και θα έπαιζαν σκοπουλάκια με το θιαμπόλι, χορεύοντας πάνω στις άρκλες! Άλλους καζάδες δεν είχαν… Μετά θα άραζαν στο καφενείο, πίνοντας και χαλώντας το ντουνιά. Σαν τέλειωσε η περιφορά επέστρεψε στην εκκλησία της κάτω γειτονιάς.
Πατούλιες πατούλιες οι χωριανοί καθόταν στα καφενεία της πλατείας. Κουρασμένοι από τις αγρυπνίες παράγγελναν ρακί απολαμβάνοντας τα νηστίσιμα μεζεδάκια. Ο γούμενος έκλεισε τη πόρτα της εκκλησίας και παρέα με το πίτροπο και το γέρο ψάλτη τράβηξαν για το καφενείο. Άνοιξε τη πόρτα με τα νοτισμένα τζάμια. Ο καπνός έκανε δαχτυλίδια στον αέρα κι η ζέστη ήταν αποπνικτική. Τα τραπέζια ήταν στρωμένα με πιατάκια. Χοχλιοί μπουμπουριστοί, βραστά χοχλιδάκια με ξύδι, ασκορδουλάκοι, αγκινάρες, ελιές, παξιμαδάκια και σταμναγκάθι πασπαλισμένο με χοντρό αλάτσι και ξύδι. Νηστίσιμοι μεζέδες. Τα ριφάκια και τα αρνάκια ας περιμένουν μερικές ώρες ακόμη. Οι νεαροί και οι νεαρές έπιναν καπνίζοντας αρειμανίως και ντουχιούντιαζαν τη πείνα τους.
«Καλά ‘ναι τα νηστίσιμα μα δεν χορταίνουν!» ψιθύριζε ένας νεαρός και με το χέρι στύλωνε το κεφάλι του.
«Ήρθανε πάλι οι ριφοφάδες…», πέταξε ο χωρατατζής του χωριού και κτύπησε ανάστροφα τα χέρια του.
Ο Γούμενος χαμογέλασε και καλησπέρισε.
«Καλώς τους δούλους του Θεού», είπε φωναχτά ο καφετζής.
«Από μένα ότι πιουν», παράγγειλε κάποιος χωριανός.
«Άλλη φορά εσύ, απόψε κερνάω εγώ τους δούλους του Θεού μήπως και μας σώσουν από τις αμαρτίες μας!» πέταξε ο καφετζής.
Οι μικρές ώρες της νύχτας μεγάλωναν κι η παρέα των νεαρών βρισκόταν στο τσακίρ κέφι. Τα καρφάκια με τη ρακί είχαν πάρει φωτιά. Οι κουβέντες ήταν έντονες. Αμφισβητήσεις με ενθουσιασμό γέμιζαν το καφενείο. Η αναγέννηση και ο ερωτιάρης Θεός προκαλούσαν και οι επιδοκιμασίες με τις αρνήσεις, έδιναν κι έπαιρναν. Έτσι τον ήθελαν, έτσι τον έφτιαχναν. Είχαν το χάζι τους.
«Άντε να αναστηθεί ο Θεός του Γουμένου να φάμε κάτι που στυλώνει», μουρμουρούσε ένας νεαρός. Η ρακί ανοίγει την όρεξη. Αναντράνισε, σήκωσε το ποτήρι του κι ευχήθηκε πίνοντας.
«Να ‘χαμε μιαν αίγα να τη φάμε!»
Καταπονημένος ο Γούμενος από τις αγρυπνίες του μεγαλοβδόμαδου ήσκωσε τα μάτια του και φώναξε στον καφετζή.
«Φέρε ένα ποτήρι, να πιω μια ρακί με τα δαιμονισμένα νιάτα και να σκωθώ να φύγω, γιατί αυτοί θα φάνε και μένα!»
Ο νεαρός χαμογελώντας, κοίταξε στα μάτια τον Γούμενο κι είπε, αργά-αργά, με βροντερή φωνή.
«Εμείς Γούμενε, είπαμε να φάμε αίγα, όχι τράγο!»
Τα γέλια έπνιξαν τον καφενέ κι ο Γούμενος σηκώθηκε και πλησίασε την παρέα των νέων. Τέντωσε το ποτήρι του και τσούγκρισε με όλους, ευχόμενος,
«Στην προπατορική μας αμαρτία!»
«Στην ανυπακοή που κάνει τους μικρούς γίγαντες!», ευχήθηκε ο νέος.
Ο καφετζής έφερε τη μπουκάλα με τη ρακί κι ο Γούμενος κερνούσε τις παρέες.
« Πάτο,πάτο, πάτο… για να βρει η κορφή το πάτο, για να κάνομε άσπρο πάτο!» τραγουδούσαν οι νεαροί κι απαντούσαν, «Ας την ανεβάσομε στα επουράνια κι ας τη κατεβάσομε στα καταχθόνια!»
Ο χωρατατζής άρχισε τους ανεγυριστικούς λόγους.
«Να τη δεις να φοβηθείς, να τη φας να γλυκαθείς! Ιντά ΄ναι; Ιντά ‘ναι;»
Πριν απαντήσει κάποιος ξεφούρνισε.
«Η αγκινάρα! Η αγκινάρα είναι, μα δε με λες Γούμενε… μα δε με λες… Μα γιάειντα Γούμενε, εσάς τους παπάδες σας λένε τράγους; Μα γιάειντα … μα γιάειντα;» είπε κι έπαιξε ανάστροφο παλαμάκι με τα χέρια του, χοροπηδώντας επιτόπου, με διπλωμένη μέση.
Ο Γούμενος πέταξε αργά και καθαρά, πονηροχαμογελώντας:
«Στην υγειά σου γάιδαρε! Μάθε λοιπόν ότι εμάς μας λένε τράγους, για να ξεχωρίζομε από εσάς τους γαιδάρους!» Σκούπισε δεσποτικά τα γένια του και σαΐτευε στα μάτια τον χωρατατζή, που είχε μπει ξυπόλητος στα αγκάθια. Εκείνος τον κοίταξε θλιμμένος, ακούγοντας τα χαχανητά και κανάκισε μια μαντινιάδα.
« Τον Γολγοθά μαζί-μαζί εβγήκαμε Χριστέ μου
Είδες εσύ Ανάσταση, δεν είδα ‘γω ποτέ μου!»
Σαν τελείωσε, σκούπισε τα χέρια του, παίζοντας ένα παλαμάκι και πρόσταξε τον καφετζή:
«Κέρνα όλο το δουκιάνι ! κέρνα και πιες και του λόγου σου!»
Πηγή: mesogios.gr
Κωστής Μουδάτσος: Σχετικά με τον συντάκτη
Μεγάλη μου Παρασκευή, μεγάλη ταραχή. Μεγάλο μου Σαββάτο και ποιος θα σε περάσει, απού ‘χεις δέκα ταχινές και δέκα μεσημέρια, και δέκα προσαργατινές κι είναι κι ακόμη μέρα.
Ο Θεός της βλάστησης και της ανθοφορίας είχε σταυρωθεί. Ο αδωνικός στολισμός του Επιταφίου, το μοιρολόι της Παναγίας και οι λαϊκές συνήθειες προανάγγελλαν την ανάσταση.
Το χωριό είχε γεμίσει κόσμο. Περασμένα μεσάνυχτα. Το αεράκι σκορπούσε τα αρώματα του Θείου Τάφου. Η περιφορά του Επιταφίου είχε ολοκληρωθεί πριν από λίγο. Η κυκλική πορεία μέσα στη νύχτα με τις στάσεις στα σταυροδρόμια, στη δεξαμενή κι ο πηγαιμός από το Μεγάλο Χωριό στο Μικρό, ανάμεσα στους ανθισμένους αγρούς, οι ψαλμωδίες και τα θυμιάματα είναι ιεροτελεστία. Ο Γούμενος έριχνε που και ματιά στους νεαρούς που σήκωναν τον Επιτάφιο, προσπαθώντας να ψυχανεμιστεί τι θα του στέλιωναν πάλι. Όλο και κάτι θα ξελάμιζαν. Άλλωστε τα έπιναν από νωρίς στα καφενεία αλλά στα εγκώμια τα πήγαν καλά. Τα παιδιά κρατούσαν τα εξαπτέρυγα και ο πίτροπος θυμιάτιζε, ανακατεύοντας τα αρώματα του λιβανιού με εκείνα των λουλουδιών. Στην κορυφή του Μεγάλου Χωριού, πήρε το μάτι του κάποιους νεαρούς να ξεκόβουν και να ανηφορίζουν τη στράτα προς τον Αστράτηγο. Σαν άκουσε τη καμπάνα να χτυπά γέλασε από μέσα του. Θα άναψαν τα καντήλια, θα ήπιαν ρακές με τους πεθαμένους και θα έπαιζαν σκοπουλάκια με το θιαμπόλι, χορεύοντας πάνω στις άρκλες! Άλλους καζάδες δεν είχαν… Μετά θα άραζαν στο καφενείο, πίνοντας και χαλώντας το ντουνιά. Σαν τέλειωσε η περιφορά επέστρεψε στην εκκλησία της κάτω γειτονιάς.
Πατούλιες πατούλιες οι χωριανοί καθόταν στα καφενεία της πλατείας. Κουρασμένοι από τις αγρυπνίες παράγγελναν ρακί απολαμβάνοντας τα νηστίσιμα μεζεδάκια. Ο γούμενος έκλεισε τη πόρτα της εκκλησίας και παρέα με το πίτροπο και το γέρο ψάλτη τράβηξαν για το καφενείο. Άνοιξε τη πόρτα με τα νοτισμένα τζάμια. Ο καπνός έκανε δαχτυλίδια στον αέρα κι η ζέστη ήταν αποπνικτική. Τα τραπέζια ήταν στρωμένα με πιατάκια. Χοχλιοί μπουμπουριστοί, βραστά χοχλιδάκια με ξύδι, ασκορδουλάκοι, αγκινάρες, ελιές, παξιμαδάκια και σταμναγκάθι πασπαλισμένο με χοντρό αλάτσι και ξύδι. Νηστίσιμοι μεζέδες. Τα ριφάκια και τα αρνάκια ας περιμένουν μερικές ώρες ακόμη. Οι νεαροί και οι νεαρές έπιναν καπνίζοντας αρειμανίως και ντουχιούντιαζαν τη πείνα τους.
«Καλά ‘ναι τα νηστίσιμα μα δεν χορταίνουν!» ψιθύριζε ένας νεαρός και με το χέρι στύλωνε το κεφάλι του.
«Ήρθανε πάλι οι ριφοφάδες…», πέταξε ο χωρατατζής του χωριού και κτύπησε ανάστροφα τα χέρια του.
Ο Γούμενος χαμογέλασε και καλησπέρισε.
«Καλώς τους δούλους του Θεού», είπε φωναχτά ο καφετζής.
«Από μένα ότι πιουν», παράγγειλε κάποιος χωριανός.
«Άλλη φορά εσύ, απόψε κερνάω εγώ τους δούλους του Θεού μήπως και μας σώσουν από τις αμαρτίες μας!» πέταξε ο καφετζής.
Οι μικρές ώρες της νύχτας μεγάλωναν κι η παρέα των νεαρών βρισκόταν στο τσακίρ κέφι. Τα καρφάκια με τη ρακί είχαν πάρει φωτιά. Οι κουβέντες ήταν έντονες. Αμφισβητήσεις με ενθουσιασμό γέμιζαν το καφενείο. Η αναγέννηση και ο ερωτιάρης Θεός προκαλούσαν και οι επιδοκιμασίες με τις αρνήσεις, έδιναν κι έπαιρναν. Έτσι τον ήθελαν, έτσι τον έφτιαχναν. Είχαν το χάζι τους.
«Άντε να αναστηθεί ο Θεός του Γουμένου να φάμε κάτι που στυλώνει», μουρμουρούσε ένας νεαρός. Η ρακί ανοίγει την όρεξη. Αναντράνισε, σήκωσε το ποτήρι του κι ευχήθηκε πίνοντας.
«Να ‘χαμε μιαν αίγα να τη φάμε!»
Καταπονημένος ο Γούμενος από τις αγρυπνίες του μεγαλοβδόμαδου ήσκωσε τα μάτια του και φώναξε στον καφετζή.
«Φέρε ένα ποτήρι, να πιω μια ρακί με τα δαιμονισμένα νιάτα και να σκωθώ να φύγω, γιατί αυτοί θα φάνε και μένα!»
Ο νεαρός χαμογελώντας, κοίταξε στα μάτια τον Γούμενο κι είπε, αργά-αργά, με βροντερή φωνή.
«Εμείς Γούμενε, είπαμε να φάμε αίγα, όχι τράγο!»
Τα γέλια έπνιξαν τον καφενέ κι ο Γούμενος σηκώθηκε και πλησίασε την παρέα των νέων. Τέντωσε το ποτήρι του και τσούγκρισε με όλους, ευχόμενος,
«Στην προπατορική μας αμαρτία!»
«Στην ανυπακοή που κάνει τους μικρούς γίγαντες!», ευχήθηκε ο νέος.
Ο καφετζής έφερε τη μπουκάλα με τη ρακί κι ο Γούμενος κερνούσε τις παρέες.
« Πάτο,πάτο, πάτο… για να βρει η κορφή το πάτο, για να κάνομε άσπρο πάτο!» τραγουδούσαν οι νεαροί κι απαντούσαν, «Ας την ανεβάσομε στα επουράνια κι ας τη κατεβάσομε στα καταχθόνια!»
Ο χωρατατζής άρχισε τους ανεγυριστικούς λόγους.
«Να τη δεις να φοβηθείς, να τη φας να γλυκαθείς! Ιντά ΄ναι; Ιντά ‘ναι;»
Πριν απαντήσει κάποιος ξεφούρνισε.
«Η αγκινάρα! Η αγκινάρα είναι, μα δε με λες Γούμενε… μα δε με λες… Μα γιάειντα Γούμενε, εσάς τους παπάδες σας λένε τράγους; Μα γιάειντα … μα γιάειντα;» είπε κι έπαιξε ανάστροφο παλαμάκι με τα χέρια του, χοροπηδώντας επιτόπου, με διπλωμένη μέση.
Ο Γούμενος πέταξε αργά και καθαρά, πονηροχαμογελώντας:
«Στην υγειά σου γάιδαρε! Μάθε λοιπόν ότι εμάς μας λένε τράγους, για να ξεχωρίζομε από εσάς τους γαιδάρους!» Σκούπισε δεσποτικά τα γένια του και σαΐτευε στα μάτια τον χωρατατζή, που είχε μπει ξυπόλητος στα αγκάθια. Εκείνος τον κοίταξε θλιμμένος, ακούγοντας τα χαχανητά και κανάκισε μια μαντινιάδα.
« Τον Γολγοθά μαζί-μαζί εβγήκαμε Χριστέ μου
Είδες εσύ Ανάσταση, δεν είδα ‘γω ποτέ μου!»
Σαν τελείωσε, σκούπισε τα χέρια του, παίζοντας ένα παλαμάκι και πρόσταξε τον καφετζή:
«Κέρνα όλο το δουκιάνι ! κέρνα και πιες και του λόγου σου!»
Πηγή: mesogios.gr
Κωστής Μουδάτσος: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου