Γιώργος X. Παπασωτηρίου
Ο ανταγωνισμός μας σκίζει στα δύο, στην υποταγή και στην ανυποταγή. Ακόμα κι αν δεν είμαστε ανυπότακτοι, η εξέγερση ενυπάρχει εντός μας σαν μη ενεργό ηφαίστειο, που αν δεν εκραγεί, αν δεν γίνει αυτό που Δεν Υπάρχει Ακόμη, αν δεν «ξυπνήσει» θα βιωθεί σαν ματαίωση και θα καταστεί νεύρωση. Υπ’ αυτή την οπτική είμαστε εν δυνάμει «συνηθισμένοι άνθρωποι, δηλαδή επαναστάτες, αντικομφορμιστές, ανήσυχοι, ονειροπόλοι»(ανακοίνωση του υποδιοικητή Μάρκος 1/8/1999).
Η εξέγερση, συνεπώς, που υπνώττει μέσα μας γίνεται καθαρτική, όταν εκραγεί, καθώς επανοικειοποιείται τη χαμένη μας αξιοπρέπεια και ανθρωπιά, ανασυστήνοντας το κατακερματισμένο και αφανές πρόσωπό μας. «Η μη υποταγμένη πάλη για την αξιοπρέπεια είναι το υλικό υπόστρωμα της ελπίδας», ακόμα κι αν το ανυπότακτο είναι μέσα μας σε λανθάνουσα κατάσταση, ιδιωτικό και απολιτικό σαν ένα καταπιεσμένο όνειρο, σημειώνει ο John Holloway, που βρέθηκε αυτές τις μέρες στην Αθήνα. Γιατί το «Όχι-ακόμη», ο ου τόπος είναι το μέλλον που κατοικεί στα όνειρα και στα παραμύθια, στη μουσική, στην αρχιτεκτονική, στη φιλοσοφία, με άλλα λόγια στην ύπαρξη εντός μας μιας άρνησης, της άρνησης του παρόντος που μας αρνείται, που μας εμποδίζει να σταθούμε όρθιοι.
Η αντίσταση είναι υπόγεια, αόρατη, γιατί η καταπίεση κάνει αόρατους τους καταπιεσμένους. «Η μη ορατότητα της αντίστασης αποτελεί μια απαράγραπτη πτυχή της κυριαρχίας»(Χ., σ. 307). Αλλά και στο βαθμό που έχουμε ορατότητα, δηλαδή μία «ανοιχτή αγωνιστικότητα», αυτό δεν σημαίνει και ουσιαστική αντίθεση στον καπιταλισμό. Είναι μόνο ο καπνός που βγαίνει από το ηφαίστειο. Πάντως, «Υπάρχει μία οργή ενάντια σε αυτό που καταλύει την ανθρωπιά, μία κοινή(αν και κατακερματισμένη) αντίσταση. Αν μη τι άλλο, μία μη υποταγή»(σ. 308). Αυτή η ιδιωτική ηθική, η μη πολιτική συνείδηση μπορεί να είναι ακίνδυνη για την εξουσία, αλλά κάθε μορφή μη υποταγής αφήνει τα ίχνη της, είναι το υπόστρωμα αρνητικότητας, που αν και γενικά αόρατο, γίνεται το υλικό των ηφαιστειακών, κοινωνικών εκρήξεων. «Αυτό το στρώμα άναρθρης μη υποταγής, που δεν έχει πρόσωπο ούτε φωνή, που η «Αριστερά» τόσο συχνά το περιφρονεί, είναι η υλική διάσταση της αντιεξουσίας, η βάση της ελπίδας»(Χ., σ. 309).
Οι οργανωτικές και τεχνικές καινοτομίες είναι οι απαντήσεις του κεφαλαίου που επιδιώκουν την καταπολέμηση της δύναμης ανυποταγής των εργαζομένων. Έχουμε λοιπόν μία κίνηση του τύπου «σύνθεση, αποσύνθεση, ανασύνθεση»(Χ., σ. 313). Άρα, θα πρέπει να δούμε αυτό που εισάγουν οι Ιταλοί «αυτόνομοι»(δεκαετία του 1960), δηλαδή την ταξική σύνθεση (σχέση κεφαλαίου και εργασίας κάθε στιγμή), που η διεύθυνση(κεφάλαιο) επιχειρεί να αποδομήσει(επανεισάγοντας τεχνικά την τάξη, π.χ. τεϊλορισμός-επαναφορά από τον ειδικευμένο στον ανειδίκευτο, μαζικό εργάτη-, που σήμαινε νέα συνδικαλιστική οργάνωση, γενικά συνδικάτα και νέα ιδεολογία με την απόρριψη της εργασίας).
Ο Νέγκρι θεωρεί πως η αποσυνθετική απάντηση δεν ήρθε αυτή τη φορά από τη διεύθυνση του εργοστασίου αλλά από το κράτος. Αυτό συνέβη με την εισαγωγή του κεϊνσιανισμού και την ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας(φορντισμός), που στόχευε στην αναγνώριση της δύναμης της εργασίας και την ταυτόχρονη ενσωμάτωσή της στη διατήρηση της τάξης (μέσω της σοσιαλδημοκρατίας) και στη δυναμική του καπιταλισμού μέσω της διαχείρισης της «ζήτησης».
Έτσι οδηγηθήκαμε σε μία «κοινωνικοποίηση του κεφαλαίου»(Νέγκρι), στο μετασχηματισμό της κοινωνίας σε «κοινωνικό εργοστάσιο» και στην εμφάνιση μιας νέας ταξικής σύνθεσης, του «κοινωνικού εργάτη»((operaio sociale). Η νέα αυτή σύνθεση εκφράστηκε με μία μορφή πάλης (τέλος δεκαετίας 1960 και δεκαετία 1970), που ξεπέρασε το εργοστάσιο, αμφισβητώντας όλες τις πλευρές διεύθυνσης της κοινωνίας από το κεφάλαιο. Γι’ αυτό το λόγο το κεφάλαιο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την κεϊνσιανή-φορντική μορφή διεύθυνσης και να αναπτύξει νέες μορφές επίθεσης, δηλαδή το νεοφιλελευθερισμό(ή αυτό που αποκαλεί ο Νέγκρι «Αυτοκρατορία»-παγκοσμιοποίηση).
Σύμφωνα με τον Χαλαγουέη «Αυτό που συνδέει την εξέγερση των Ζαπατίστας στο Τσιάπας ή το κίνημα των ακτημόνων(MST) στη Βραζιλία με την πάλη των εργατών του διαδικτύου στο Σιάτλ δεν είναι μία θετική κοινή ταξική σύνθεση αλλά η κοινότητα της αρνητικής τους πάλης ενάντια στον καπιταλισμό». Εμείς είμαστε αυτοί που αποσυνθέτουν και καταστρέφουν την καπιταλιστική «τάξη»(νέα ταξική σύνθεση). Δεν μας ενδιαφέρει δηλαδή να μάθουμε πως «είναι» ο καπιταλισμός, αλλά να μάθουμε πως θα τον καταστρέψουμε. Υπ’ αυτή την οπτική οι μορφές πάλης δεν είναι πουθενά ίδιες. Κανένα μοντέλο και καμία γενίκευση δεν ισχύει.
Αν η σχέση του κεφαλαίου με την εργασία είναι εσωτερική, αν δηλαδή το κεφάλαιο εξαρτάται από την εργασία –ζήτηση, κατανάλωση, αγοραστική δύναμη-, τότε η σχέση είναι εσωτερική και, κατά συνέπεια, η καταστροφή του καπιταλισμού σημαίνει και καταστροφή των «κάτω» καθώς βρίσκονται σε εξαρτημένη μορφή –εσωτερική σχέση- ως εργαζόμενοι με το κεφάλαιο. Σ’ αυτή την περίπτωση, η επανάσταση σημαίνει αλλαγή και των «κάτω».
Σήμερα, όμως, η εργασία βρίσκεται σε εξωτερική σχέση με το κεφάλαιο(κυριαρχία της χρηματοπιστωτικής του μορφής, που δεν έχει ανάγκη από την εργασία καθώς βγάζει χρήμα από το χρήμα). Έχουμε συνεπώς μετατόπιση από ένα παράδειγμα κυριαρχίας σ’ ένα άλλο, από τον ιμπεριαλισμό στην παγκοσμιοποίηση(την Αυτοκρατορία, δηλαδή τη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, σύμφωνα με τους Χαρντ και Νέγκρι). Άρα, η πάλη εν προκειμένω με το κεφάλαιο είναι θετική, ο εχθρός είναι εξωτερικός και οι «κάτω» μπορούν να ενισχύσουν την αυτονομία τους, δημιουργώντας το υπόδειγμα της νέας κοινωνίας(δες Μως ή τον μετακαπιταλισμό των αριστερών της Βολιβίας). Κάποιοι, όπως ο Χ., θεωρούν ότι θετική προσέγγιση(αυτονομία) αν και ριζοσπαστική, εμποδίζει το μετασχηματισμό των «κάτω», της νοοτροπίας των εργαζομένων).
Η εξουσία είναι παντού, στις ομάδες, στις οικογενειακές σχέσεις, στην παρέα, στο σωματείο. Γενικά στους θεσμούς, στις συλλογικότητες θα πρέπει να σκεφτόμαστε την εξουσία υπό τους όρους μιας «πολλαπλότητας των σχέσεων εξουσίας»(Foucault, 1990, 92). Σε αντιστοιχία με την πολλαπλότητα των σχέσεων εξουσίας υπάρχει και μία πολλαπλότητα μορφών αντίστασης. Άρα, «δεν υπάρχει μόνο μία τοποθεσία της μεγάλης Άρνησης, μια ψυχή εξέγερσης, μια πηγή όλων των εξεγέρσεων ή ένας καθαρός νόμος του επαναστάτη.
Αντίθετα, υπάρχει μία πολλαπλότητα αντιστάσεων, και καθεμιά από αυτές αποτελεί ειδική περίπτωση: αντιστάσεις δυνατές, απαραίτητες, απίθανες. Άλλες αυθόρμητες, άγριες, μοναχικές, συντονισμένες, αχαλίνωτες ή βίαιες. Ακόμη άλλες που είναι συγκαταβατικές, συμφεροντολογικές ή θυσιαστήριες. Αυτές μπορούν, εξ ορισμού, να υπάρξουν μόνο στο στρατηγικό πεδίο των σχέσεων εξουσίας»(Φουκώ, 1990, 95-96). Γι’ αυτό «η κραυγή μας», σημειώνει ο Holloway, «μεταφράζεται σε μια πολλαπλότητα κραυγών»(Hol. σελ. 92), σ’ ένα σύμπλεγμα αντίστασης, που μετατοπίζεται συνεχώς(Hol. σελ. 94), σε μία ετερογένεια συγκρούσεων και ανταγωνισμών, που αντιστοιχούν σε χιλιάδες μορφές αντίστασης και όχι στη δυαδική αντιπαράθεση: κεφαλαίου-εργασίας(σελ. 95).
Αλλά με ποια κριτήρια γίνεται η μετατόπιση; Ο ανταγωνισμός ανταλλακτικής και χρηστικής αξίας είναι ένα από τα πεδία αντίστασης(σ.99). Παράδειγμα η ιδιωτικοποίηση του νερού. Όλες οι κραυγές σε όλα τα πεδία διαρράφονται από μία κόκκινη κλωστή, από ένα σύστημα αξιών(ιδεολογία). Πάντα, όμως, μία «κραυγή» είναι πιο δυνατή, μία αντίσταση προεξάρχει όλων των άλλων. Στη μια περίπτωση μπορεί να επικρατεί η πατρίδα, στην άλλη η ανθρωπιστική καταστροφή(ανεργία), στην άλλη το περιβάλλον κ.ά.
Σήμερα, η ανεργία, η φτώχεια και η εξαθλίωση είναι οι πρωταρχικές κραυγές, οι βασικές αντιστάσεις. Γιατί αν με την εργασία του ο άνθρωπος αποξενώνεται από τη δραστηριότητά του(από το προϊόν που παράγει), από τον εαυτό του, από την ανθρώπινη ουσία του, με τη μη εργασία(ανεργία) αποξενώνεται από τους άλλους, από τον κόσμο, καθιστάμενος απόκληρος, αποκλεισμένος από τους ανθρώπους και την ανθρωπιά.
Κι ενώ η μέγιστη βία είναι η πραγμοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης, η μετατροπή δηλαδή του εργαζόμενου από υποκείμενο σε αντικείμενο-πράγμα, ο άνεργος που δεν είναι ούτε καν πράγμα, είναι ένα τίποτα. Τα «τίποτα» δεν έχουν κοινωνικές σχέσεις, γιατί οι κοινωνικές σχέσεις είναι σχέσεις μεταξύ πραγμάτων, μεταξύ του χρήματος και του κράτους, μεταξύ των δικών σου χρημάτων και των δικών μου, μεταξύ εργαζομένων-αντικειμένων, ανθρώπων που στερούνται την κοινωνικότητά τους και «μετασχηματίζονται σε «άτομα», το αναγκαίο συμπλήρωμα της εμπορευματικής ανταλλαγής»(σ.116).
Η εξουσία είναι κατακερματισμένη και ενοφθαλμισμένη στις κοινωνικές σχέσεις, είναι μία πολλαπλότητα δυνάμεων αλλά και μία δυαδικότητα(κεφάλαιο-εργασία). «Η εξουσία του κεφαλαίου διεισδύει στα πάντα. Σχηματίζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο»(θέαση του κόσμου, που είναι η ιδεολογία), «την ικανότητά μας να πούμε ‘’εγώ’’»(σ.159). Η απόλυτη εμπραγμάτωση του ανθρώπου, τείνει να απορροφήσει ολοκληρωτικά το μυαλό, είναι «απόλυτος θάνατος»(Αντόρνο).
Γι’ αυτό «Η πανταχού παρούσα εξουσία συνεπάγεται την πανταχού παρούσα αντίσταση»(σ. 164). Η κραυγή μας «χρωματίζεται πάντα από αυτό ενάντια στο οποίο κραυγάζει. Η άρνηση συνεπάγεται πάντα μια υπαγωγή στο αρνηθέν»(σ. 295). Η κραυγή μας ενάντια στην καταπίεση διαμορφώνεται από την καταπίεση, από την εξουσία που την αναπαράγει. Αλλά η κραυγή μας για την κατάλυση της ανθρωπιάς, για την ταπείνωση του Προσώπου, για την αφαίρεση της αξιοπρέπειας σημαίνει, συγχρόνως, την προβολή μιας συγκεκριμένης ανθρωπιάς, που σημαίνει τη χειραφέτηση και την υπέρβαση της ξενότητας και της ξένωσης.
Μέσα από τη διαδικασία του αγώνα και του συλλογικού πράττειν, συνεπώς, δημιουργούνται σχέσεις συντροφικότητας, αλληλεγγύης, αγάπης και οδεύουμε σε μία ανθρωπιά και σε μία νέα συμβολική τάξη, που είναι υπό διαμόρφωση, προεικονίζοντας το είδος της κοινωνίας για την οποία παλεύουμε.
Ή όπως λένε οι Ζαπατίστας: «Τότε ο πόνος που μας ένωνε μας έκανε να μιλήσουμε, και καταλάβαμε πως στις λέξεις μας υπήρχε αλήθεια,… καταλάβαμε πως υπάρχει ακόμη ελπίδα στην καρδιά μας. Μιλήσαμε με τον εαυτό μας, κοιτάξαμε μέσα μας και κοιτάξαμε την ιστορία μας: Είδαμε τους πιο αρχαίους προγόνους μας να υποφέρουν και να αγωνίζονται, είδαμε τους παππούδες μας να αγωνίζονται, είδαμε τους πατεράδες μας με οργή στα χέρια τους, είδαμε πως δεν μας είχαν αρπάξει τα πάντα, πως ακόμη είχαμε το πιο πολύτιμο, αυτό που μας έκανε να ζούμε, αυτό που έκανε το βήμα μας να υψώνεται πάνω από τα φυτά και τα ζώα…. Και είδαμε, αδέρφια, πως αυτό που είχαμε ήταν η ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ… και η αξιοπρέπεια ήρθε πάλι να κατοικήσει στην καρδιά μας, και είμαστε πάλι καινούργιοι. Και οι νεκροί, οι νεκροί μας, είδαν πως ήμαστε και πάλι καινούργιοι και μας κάλεσαν πάλι στην αξιοπρέπεια, στον αγώνα»(σ. 298-299).
*Holloway John: Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία, Σαββάλας, Αθήνα, 2006
Πηγή: artinews.gr
Γιώργος X. Παπασωτηρίου: Σχετικά με τον συντάκτη
Ο ανταγωνισμός μας σκίζει στα δύο, στην υποταγή και στην ανυποταγή. Ακόμα κι αν δεν είμαστε ανυπότακτοι, η εξέγερση ενυπάρχει εντός μας σαν μη ενεργό ηφαίστειο, που αν δεν εκραγεί, αν δεν γίνει αυτό που Δεν Υπάρχει Ακόμη, αν δεν «ξυπνήσει» θα βιωθεί σαν ματαίωση και θα καταστεί νεύρωση. Υπ’ αυτή την οπτική είμαστε εν δυνάμει «συνηθισμένοι άνθρωποι, δηλαδή επαναστάτες, αντικομφορμιστές, ανήσυχοι, ονειροπόλοι»(ανακοίνωση του υποδιοικητή Μάρκος 1/8/1999).
Η εξέγερση, συνεπώς, που υπνώττει μέσα μας γίνεται καθαρτική, όταν εκραγεί, καθώς επανοικειοποιείται τη χαμένη μας αξιοπρέπεια και ανθρωπιά, ανασυστήνοντας το κατακερματισμένο και αφανές πρόσωπό μας. «Η μη υποταγμένη πάλη για την αξιοπρέπεια είναι το υλικό υπόστρωμα της ελπίδας», ακόμα κι αν το ανυπότακτο είναι μέσα μας σε λανθάνουσα κατάσταση, ιδιωτικό και απολιτικό σαν ένα καταπιεσμένο όνειρο, σημειώνει ο John Holloway, που βρέθηκε αυτές τις μέρες στην Αθήνα. Γιατί το «Όχι-ακόμη», ο ου τόπος είναι το μέλλον που κατοικεί στα όνειρα και στα παραμύθια, στη μουσική, στην αρχιτεκτονική, στη φιλοσοφία, με άλλα λόγια στην ύπαρξη εντός μας μιας άρνησης, της άρνησης του παρόντος που μας αρνείται, που μας εμποδίζει να σταθούμε όρθιοι.
Η αντίσταση είναι υπόγεια, αόρατη, γιατί η καταπίεση κάνει αόρατους τους καταπιεσμένους. «Η μη ορατότητα της αντίστασης αποτελεί μια απαράγραπτη πτυχή της κυριαρχίας»(Χ., σ. 307). Αλλά και στο βαθμό που έχουμε ορατότητα, δηλαδή μία «ανοιχτή αγωνιστικότητα», αυτό δεν σημαίνει και ουσιαστική αντίθεση στον καπιταλισμό. Είναι μόνο ο καπνός που βγαίνει από το ηφαίστειο. Πάντως, «Υπάρχει μία οργή ενάντια σε αυτό που καταλύει την ανθρωπιά, μία κοινή(αν και κατακερματισμένη) αντίσταση. Αν μη τι άλλο, μία μη υποταγή»(σ. 308). Αυτή η ιδιωτική ηθική, η μη πολιτική συνείδηση μπορεί να είναι ακίνδυνη για την εξουσία, αλλά κάθε μορφή μη υποταγής αφήνει τα ίχνη της, είναι το υπόστρωμα αρνητικότητας, που αν και γενικά αόρατο, γίνεται το υλικό των ηφαιστειακών, κοινωνικών εκρήξεων. «Αυτό το στρώμα άναρθρης μη υποταγής, που δεν έχει πρόσωπο ούτε φωνή, που η «Αριστερά» τόσο συχνά το περιφρονεί, είναι η υλική διάσταση της αντιεξουσίας, η βάση της ελπίδας»(Χ., σ. 309).
Οι οργανωτικές και τεχνικές καινοτομίες είναι οι απαντήσεις του κεφαλαίου που επιδιώκουν την καταπολέμηση της δύναμης ανυποταγής των εργαζομένων. Έχουμε λοιπόν μία κίνηση του τύπου «σύνθεση, αποσύνθεση, ανασύνθεση»(Χ., σ. 313). Άρα, θα πρέπει να δούμε αυτό που εισάγουν οι Ιταλοί «αυτόνομοι»(δεκαετία του 1960), δηλαδή την ταξική σύνθεση (σχέση κεφαλαίου και εργασίας κάθε στιγμή), που η διεύθυνση(κεφάλαιο) επιχειρεί να αποδομήσει(επανεισάγοντας τεχνικά την τάξη, π.χ. τεϊλορισμός-επαναφορά από τον ειδικευμένο στον ανειδίκευτο, μαζικό εργάτη-, που σήμαινε νέα συνδικαλιστική οργάνωση, γενικά συνδικάτα και νέα ιδεολογία με την απόρριψη της εργασίας).
Ο Νέγκρι θεωρεί πως η αποσυνθετική απάντηση δεν ήρθε αυτή τη φορά από τη διεύθυνση του εργοστασίου αλλά από το κράτος. Αυτό συνέβη με την εισαγωγή του κεϊνσιανισμού και την ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας(φορντισμός), που στόχευε στην αναγνώριση της δύναμης της εργασίας και την ταυτόχρονη ενσωμάτωσή της στη διατήρηση της τάξης (μέσω της σοσιαλδημοκρατίας) και στη δυναμική του καπιταλισμού μέσω της διαχείρισης της «ζήτησης».
Έτσι οδηγηθήκαμε σε μία «κοινωνικοποίηση του κεφαλαίου»(Νέγκρι), στο μετασχηματισμό της κοινωνίας σε «κοινωνικό εργοστάσιο» και στην εμφάνιση μιας νέας ταξικής σύνθεσης, του «κοινωνικού εργάτη»((operaio sociale). Η νέα αυτή σύνθεση εκφράστηκε με μία μορφή πάλης (τέλος δεκαετίας 1960 και δεκαετία 1970), που ξεπέρασε το εργοστάσιο, αμφισβητώντας όλες τις πλευρές διεύθυνσης της κοινωνίας από το κεφάλαιο. Γι’ αυτό το λόγο το κεφάλαιο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την κεϊνσιανή-φορντική μορφή διεύθυνσης και να αναπτύξει νέες μορφές επίθεσης, δηλαδή το νεοφιλελευθερισμό(ή αυτό που αποκαλεί ο Νέγκρι «Αυτοκρατορία»-παγκοσμιοποίηση).
Σύμφωνα με τον Χαλαγουέη «Αυτό που συνδέει την εξέγερση των Ζαπατίστας στο Τσιάπας ή το κίνημα των ακτημόνων(MST) στη Βραζιλία με την πάλη των εργατών του διαδικτύου στο Σιάτλ δεν είναι μία θετική κοινή ταξική σύνθεση αλλά η κοινότητα της αρνητικής τους πάλης ενάντια στον καπιταλισμό». Εμείς είμαστε αυτοί που αποσυνθέτουν και καταστρέφουν την καπιταλιστική «τάξη»(νέα ταξική σύνθεση). Δεν μας ενδιαφέρει δηλαδή να μάθουμε πως «είναι» ο καπιταλισμός, αλλά να μάθουμε πως θα τον καταστρέψουμε. Υπ’ αυτή την οπτική οι μορφές πάλης δεν είναι πουθενά ίδιες. Κανένα μοντέλο και καμία γενίκευση δεν ισχύει.
Αν η σχέση του κεφαλαίου με την εργασία είναι εσωτερική, αν δηλαδή το κεφάλαιο εξαρτάται από την εργασία –ζήτηση, κατανάλωση, αγοραστική δύναμη-, τότε η σχέση είναι εσωτερική και, κατά συνέπεια, η καταστροφή του καπιταλισμού σημαίνει και καταστροφή των «κάτω» καθώς βρίσκονται σε εξαρτημένη μορφή –εσωτερική σχέση- ως εργαζόμενοι με το κεφάλαιο. Σ’ αυτή την περίπτωση, η επανάσταση σημαίνει αλλαγή και των «κάτω».
Σήμερα, όμως, η εργασία βρίσκεται σε εξωτερική σχέση με το κεφάλαιο(κυριαρχία της χρηματοπιστωτικής του μορφής, που δεν έχει ανάγκη από την εργασία καθώς βγάζει χρήμα από το χρήμα). Έχουμε συνεπώς μετατόπιση από ένα παράδειγμα κυριαρχίας σ’ ένα άλλο, από τον ιμπεριαλισμό στην παγκοσμιοποίηση(την Αυτοκρατορία, δηλαδή τη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, σύμφωνα με τους Χαρντ και Νέγκρι). Άρα, η πάλη εν προκειμένω με το κεφάλαιο είναι θετική, ο εχθρός είναι εξωτερικός και οι «κάτω» μπορούν να ενισχύσουν την αυτονομία τους, δημιουργώντας το υπόδειγμα της νέας κοινωνίας(δες Μως ή τον μετακαπιταλισμό των αριστερών της Βολιβίας). Κάποιοι, όπως ο Χ., θεωρούν ότι θετική προσέγγιση(αυτονομία) αν και ριζοσπαστική, εμποδίζει το μετασχηματισμό των «κάτω», της νοοτροπίας των εργαζομένων).
Η εξουσία είναι παντού, στις ομάδες, στις οικογενειακές σχέσεις, στην παρέα, στο σωματείο. Γενικά στους θεσμούς, στις συλλογικότητες θα πρέπει να σκεφτόμαστε την εξουσία υπό τους όρους μιας «πολλαπλότητας των σχέσεων εξουσίας»(Foucault, 1990, 92). Σε αντιστοιχία με την πολλαπλότητα των σχέσεων εξουσίας υπάρχει και μία πολλαπλότητα μορφών αντίστασης. Άρα, «δεν υπάρχει μόνο μία τοποθεσία της μεγάλης Άρνησης, μια ψυχή εξέγερσης, μια πηγή όλων των εξεγέρσεων ή ένας καθαρός νόμος του επαναστάτη.
Αντίθετα, υπάρχει μία πολλαπλότητα αντιστάσεων, και καθεμιά από αυτές αποτελεί ειδική περίπτωση: αντιστάσεις δυνατές, απαραίτητες, απίθανες. Άλλες αυθόρμητες, άγριες, μοναχικές, συντονισμένες, αχαλίνωτες ή βίαιες. Ακόμη άλλες που είναι συγκαταβατικές, συμφεροντολογικές ή θυσιαστήριες. Αυτές μπορούν, εξ ορισμού, να υπάρξουν μόνο στο στρατηγικό πεδίο των σχέσεων εξουσίας»(Φουκώ, 1990, 95-96). Γι’ αυτό «η κραυγή μας», σημειώνει ο Holloway, «μεταφράζεται σε μια πολλαπλότητα κραυγών»(Hol. σελ. 92), σ’ ένα σύμπλεγμα αντίστασης, που μετατοπίζεται συνεχώς(Hol. σελ. 94), σε μία ετερογένεια συγκρούσεων και ανταγωνισμών, που αντιστοιχούν σε χιλιάδες μορφές αντίστασης και όχι στη δυαδική αντιπαράθεση: κεφαλαίου-εργασίας(σελ. 95).
Αλλά με ποια κριτήρια γίνεται η μετατόπιση; Ο ανταγωνισμός ανταλλακτικής και χρηστικής αξίας είναι ένα από τα πεδία αντίστασης(σ.99). Παράδειγμα η ιδιωτικοποίηση του νερού. Όλες οι κραυγές σε όλα τα πεδία διαρράφονται από μία κόκκινη κλωστή, από ένα σύστημα αξιών(ιδεολογία). Πάντα, όμως, μία «κραυγή» είναι πιο δυνατή, μία αντίσταση προεξάρχει όλων των άλλων. Στη μια περίπτωση μπορεί να επικρατεί η πατρίδα, στην άλλη η ανθρωπιστική καταστροφή(ανεργία), στην άλλη το περιβάλλον κ.ά.
Σήμερα, η ανεργία, η φτώχεια και η εξαθλίωση είναι οι πρωταρχικές κραυγές, οι βασικές αντιστάσεις. Γιατί αν με την εργασία του ο άνθρωπος αποξενώνεται από τη δραστηριότητά του(από το προϊόν που παράγει), από τον εαυτό του, από την ανθρώπινη ουσία του, με τη μη εργασία(ανεργία) αποξενώνεται από τους άλλους, από τον κόσμο, καθιστάμενος απόκληρος, αποκλεισμένος από τους ανθρώπους και την ανθρωπιά.
Κι ενώ η μέγιστη βία είναι η πραγμοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης, η μετατροπή δηλαδή του εργαζόμενου από υποκείμενο σε αντικείμενο-πράγμα, ο άνεργος που δεν είναι ούτε καν πράγμα, είναι ένα τίποτα. Τα «τίποτα» δεν έχουν κοινωνικές σχέσεις, γιατί οι κοινωνικές σχέσεις είναι σχέσεις μεταξύ πραγμάτων, μεταξύ του χρήματος και του κράτους, μεταξύ των δικών σου χρημάτων και των δικών μου, μεταξύ εργαζομένων-αντικειμένων, ανθρώπων που στερούνται την κοινωνικότητά τους και «μετασχηματίζονται σε «άτομα», το αναγκαίο συμπλήρωμα της εμπορευματικής ανταλλαγής»(σ.116).
Η εξουσία είναι κατακερματισμένη και ενοφθαλμισμένη στις κοινωνικές σχέσεις, είναι μία πολλαπλότητα δυνάμεων αλλά και μία δυαδικότητα(κεφάλαιο-εργασία). «Η εξουσία του κεφαλαίου διεισδύει στα πάντα. Σχηματίζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο»(θέαση του κόσμου, που είναι η ιδεολογία), «την ικανότητά μας να πούμε ‘’εγώ’’»(σ.159). Η απόλυτη εμπραγμάτωση του ανθρώπου, τείνει να απορροφήσει ολοκληρωτικά το μυαλό, είναι «απόλυτος θάνατος»(Αντόρνο).
Γι’ αυτό «Η πανταχού παρούσα εξουσία συνεπάγεται την πανταχού παρούσα αντίσταση»(σ. 164). Η κραυγή μας «χρωματίζεται πάντα από αυτό ενάντια στο οποίο κραυγάζει. Η άρνηση συνεπάγεται πάντα μια υπαγωγή στο αρνηθέν»(σ. 295). Η κραυγή μας ενάντια στην καταπίεση διαμορφώνεται από την καταπίεση, από την εξουσία που την αναπαράγει. Αλλά η κραυγή μας για την κατάλυση της ανθρωπιάς, για την ταπείνωση του Προσώπου, για την αφαίρεση της αξιοπρέπειας σημαίνει, συγχρόνως, την προβολή μιας συγκεκριμένης ανθρωπιάς, που σημαίνει τη χειραφέτηση και την υπέρβαση της ξενότητας και της ξένωσης.
Μέσα από τη διαδικασία του αγώνα και του συλλογικού πράττειν, συνεπώς, δημιουργούνται σχέσεις συντροφικότητας, αλληλεγγύης, αγάπης και οδεύουμε σε μία ανθρωπιά και σε μία νέα συμβολική τάξη, που είναι υπό διαμόρφωση, προεικονίζοντας το είδος της κοινωνίας για την οποία παλεύουμε.
Ή όπως λένε οι Ζαπατίστας: «Τότε ο πόνος που μας ένωνε μας έκανε να μιλήσουμε, και καταλάβαμε πως στις λέξεις μας υπήρχε αλήθεια,… καταλάβαμε πως υπάρχει ακόμη ελπίδα στην καρδιά μας. Μιλήσαμε με τον εαυτό μας, κοιτάξαμε μέσα μας και κοιτάξαμε την ιστορία μας: Είδαμε τους πιο αρχαίους προγόνους μας να υποφέρουν και να αγωνίζονται, είδαμε τους παππούδες μας να αγωνίζονται, είδαμε τους πατεράδες μας με οργή στα χέρια τους, είδαμε πως δεν μας είχαν αρπάξει τα πάντα, πως ακόμη είχαμε το πιο πολύτιμο, αυτό που μας έκανε να ζούμε, αυτό που έκανε το βήμα μας να υψώνεται πάνω από τα φυτά και τα ζώα…. Και είδαμε, αδέρφια, πως αυτό που είχαμε ήταν η ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ… και η αξιοπρέπεια ήρθε πάλι να κατοικήσει στην καρδιά μας, και είμαστε πάλι καινούργιοι. Και οι νεκροί, οι νεκροί μας, είδαν πως ήμαστε και πάλι καινούργιοι και μας κάλεσαν πάλι στην αξιοπρέπεια, στον αγώνα»(σ. 298-299).
*Holloway John: Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία, Σαββάλας, Αθήνα, 2006
Πηγή: artinews.gr
Γιώργος X. Παπασωτηρίου: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου