Δημήτρης Μηλάκας
Αν και έχει απέναντί του το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της Τουρκίας και πλάι του (εκτός από το κόμμα του) το εθνικιστικό κόμμα MHP, ο Ταγίπ Ερντογάν βαδίζει στις εκλογές του Ιουνίου με τη βεβαιότητα της νίκης. Μιας νίκης η οποία θα του δώσει και τυπικά, με βάση τις διατάξεις του συντάγματος, τις υπερεξουσίες που ήδη ασκεί. Παρ’ όλα αυτά, ο «σουλτάνος» γνωρίζει ότι, παρά την πολιτική του κυριαρχία στη δεδομένη στιγμή, δεν έχει νικήσει, γιατί ο πραγματικός του αντίπαλος είναι η οικονομία και ειδικότερα οι διεθνείς οικονομικοί μηχανισμοί, οι οποίοι είναι σε θέση να επηρεάσουν καταλυτικά το εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι.
Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του, ο Ερντογάν, πέρα από την ευκαιρία που βρήκε για «κάθαρση» του κρατικού μηχανισμού από όσους δεν ήταν απόλυτα δικοί του, κατάφερε να ρυμουλκήσει στην ατζέντα του το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων προβάλλοντας τον κίνδυνο ακρωτηριασμού της χώρας. Πίσω από τη σθεναρή στάση του κατά της δημιουργίας κουρδικού κράτους στη Συρία συντάχθηκαν υποχρεωτικά όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας.
Η συσπείρωση έναντι του εξωτερικού κινδύνου, που άρχισε να προσδιορίζεται ως δυτική επιθετικότητα κατά της Τουρκίας, πιστώθηκε θετικά στον πολιτικό λογαριασμό του Ερντογάν, ο οποίος εμφανίζεται κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Αυτή η κυριαρχία επισφραγίζεται προς το παρόν τουλάχιστον από τον τρόπο που λειτουργεί η πραγματική οικονομία στην Τουρκία, η οποία εξακολουθεί να τρέχει με τρελούς ρυθμούς ανάπτυξης. Και όσο η οικονομία εμφανίζει μια θετική προοπτική, τουλάχιστον όπως τη βιώνει ο απλός πολίτης, η κυριαρχία του Ερντογάν δύσκολα θα δεχτεί αμφισβήτηση.
Ωστόσο στο εν λόγω οικονομικό παιχνίδι ο Ερντογάν δεν παίζει μόνος. Εκεί, σ’ αυτό ακριβώς το γήπεδο, βρίσκεται ο μεγάλος αντίπαλός του, ο οποίος μέσω του διεθνούς πλέγματος οικονομικών σχέσεων είναι σε θέση να ροκανίσει τα θεμέλια του συστήματος Ερντογάν και την πτώση του σουλτάνου.
Σύμφωνα με τον Ερντογάν, η ανάπτυξη αποτελεί «την καλύτερη απάντηση» σ’ όσους «προσπαθούν να περιγράψουν την Τουρκία ως αδύναμη χώρα».
Αυτή ωστόσο είναι η μια –θετική– πλευρά της εικόνας που επιλέγει να προβάλλει ο Ερντογάν και ώς έναν βαθμό έχει δίκιο.
Η τουρκική οικονομία έτρεξε με ρυθμούς 7,4% το 2017 και ήταν η ταχύτερα αναπτυσσόμενη μεταξύ των οικονομιών του G20, ξεπερνώντας ακόμη και τον κινεζικό «δράκο», που πέρυσι αναπτύχθηκε κατά 6,9%.
Ωστόσο υπάρχει και η άλλη πλευρά. Με οικονομικούς όρους η Τουρκία έχει μπει σε φάση υπερθέρμανσης, ανεξέλεγκτου πληθωρισμού, η αξία της λίρας κατρακυλά και το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών της διευρύνεται διαρκώς.
Αυτή είναι η άλλη πλευρά της οικονομικής κατάστασης της τουρκικής οικονομίας, η οποία περιγράφει τον ευάλωτο (σε ξένες παρεμβάσεις) χαρακτήρα της και δεν ταιριάζει στο αισιόδοξο αφήγημα του Ερντογάν. Αυτός άλλωστε, όπως πολλοί υποστηρίζουν, είναι και ο λόγος που προσέφυγε πρόωρα στις προεδρικές εκλογές. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο (από διαφορετική προφανώς αφετηρία) εμφανίστηκαν και οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης αυτήν ακριβώς τη στιγμή για να υποβαθμίσουν την πιστοληπτική ικανότητα της τουρκικής οικονομίας.
Το μεγάλο πολιτικό στοίχημα του Ερντογάν δεν είναι αν θα καταφέρει να κερδίσει τους συσπειρωμένους εναντίον του εσωτερικούς πολιτικούς αντιπάλους. Η πραγματική μάχη του έχει να κάνει με τις δυνατότητές του να ελέγξει όλους εκείνους τους παράγοντες που αφήνουν την τουρκική οικονομία ευάλωτη σε ένα ισχυρό, εξωτερικό σοκ, καθώς εξαρτάται από τις εισροές κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση του ελλείμματος. Και αυτό το παιχνίδι (των αγορών) σε βάρος του συστήματος Ερντογάν, που έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετό καιρό, θα τον δυσκολέψει στις εκλογές, αλλά πραγματικά θα τον δοκιμάσει μετά την πιθανότατη εκλογική του επικράτηση.
Προς το παρόν ο Ερντογάν εμφανίζεται να αγνοεί τα μηνύματα των αγορών (και τις πολιτικές πιέσεις που ασκούνται μέσω αυτών των μηνυμάτων από την εχθρική Δύση). Στο πλαίσιο αυτό και ειδικά κατά την τρέχουσα προεκλογική περίοδο απορρίπτει κάθε τι που θα μπορούσε να φρενάρει την ανάπτυξη, η οποία κατά κύριο λόγο στηρίζεται στην κατανάλωση. Κάτι τέτοιο έχει απορριφθεί κατηγορηματικά, τουλάχιστον μέχρι να πραγματοποιηθούν οι εκλογές.
Μετά τις εκλογές και από τον «σουλτανικό θρόνο» που πιθανότατα θα καταλάβει, ο Ερντογάν και το σύστημα εξουσίας του θα βρεθούν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα της ασφυκτικής διεθνούς οικονομικής πίεσης.
Το τουρκικό κράτος και οι τουρκικές επιχειρήσεις εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον εξωτερικό δανεισμό, δεδομένου πως το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της Τουρκίας διαμορφώθηκε στο 5,2% του ΑΕΠ το 2017. Αυτό σημαίνει ότι η τουρκική οικονομία στηρίζει την επιβίωσή της στη χρηματοδότηση (δανεισμό) των ελλειμμάτων της. Και όπως πολύ καλά γνωρίζουμε εμείς, από ίδια πείρα, οι «ξένοι» δεν δανείζουν τζάμπα και δεν είναι μόνο οι τόκοι τα ανταλλάγματα που προσδοκούν…
Το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) και τρία ακόμη κόμματα της αντιπολίτευσης αναμένεται ότι θα υπογράψουν σήμερα Πέμπτη συμφωνία συνεργασίας εν όψει των εκλογών που θα πραγματοποιηθούν στην Τουρκία στις 24 Ιουνίου, μετέδωσαν το NTV και άλλα τηλεοπτικά δίκτυα. Σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης, το CHP κατέληξε σε συμφωνία με το κόμμα IYI Parti, το ισλαμιστικό κόμμα Saadet και το Δημοκρατικό Κόμμα. Η συμφωνία θα υπογραφεί στις 15:00 (τοπική ώρα και ώρα Ελλάδας). Το κόμμα του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν AKP έχει ανακοινώσει ότι θα συνεργαστεί με το εθνικιστικό κόμμα MHP.
Μια πρώτη ένδειξη για συμμαχία των κομμάτων της αντιπολίτευσης είχε δώσει πρόσφατα η μεταγραφή 15 βουλευτών του κόμματος του CHP του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου στο IYI Parti της Μεράλ Ακσενέρ και η αποκάλυψη ότι Κιλιτσντάρογλου και Ακσενέρ είχαν μυστική συνάντηση στην οποία είχε αποφασιστεί η κίνηση αυτή.
Ο ηγέτης του CHP είχε επιλέξει προσωπικά τα ονόματα των βουλευτών του που θα περνούσαν στο κόμμα της Ακσενέρ και τους έδωσε εντολή να το κάνουν ώστε το IYI Parti να συμπληρώσει τους 20 βουλευτές που χρειάζεται για να γίνει κοινοβουλευτικό κόμμα και να επωφεληθεί από τα πλεονεκτήματα της νομοθεσίας περί κοινοβουλευτικών κομμάτων. Οι πληροφορίες λένε ότι οι 15 βουλευτές αντέδρασαν, αλλά τελικά αποδέχτηκαν να φέρουν εις πέρας την αποστολή που τους δόθηκε από το κόμμα τους ώστε να συμβάλουν στους σχεδιασμούς της νέας συνεργασίας. Δεν αποκαλύφθηκε ωστόσο τι άλλο συμφώνησαν σε εκείνη τη μυστική συνάντηση Κιλιτσντάρογλου και Ακσενέρ.
Πηγή: topontiki.gr
Δημήτρης Μηλάκας: Σχετικά με το Συντάκτη
Αν και έχει απέναντί του το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της Τουρκίας και πλάι του (εκτός από το κόμμα του) το εθνικιστικό κόμμα MHP, ο Ταγίπ Ερντογάν βαδίζει στις εκλογές του Ιουνίου με τη βεβαιότητα της νίκης. Μιας νίκης η οποία θα του δώσει και τυπικά, με βάση τις διατάξεις του συντάγματος, τις υπερεξουσίες που ήδη ασκεί. Παρ’ όλα αυτά, ο «σουλτάνος» γνωρίζει ότι, παρά την πολιτική του κυριαρχία στη δεδομένη στιγμή, δεν έχει νικήσει, γιατί ο πραγματικός του αντίπαλος είναι η οικονομία και ειδικότερα οι διεθνείς οικονομικοί μηχανισμοί, οι οποίοι είναι σε θέση να επηρεάσουν καταλυτικά το εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι.
Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του, ο Ερντογάν, πέρα από την ευκαιρία που βρήκε για «κάθαρση» του κρατικού μηχανισμού από όσους δεν ήταν απόλυτα δικοί του, κατάφερε να ρυμουλκήσει στην ατζέντα του το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων προβάλλοντας τον κίνδυνο ακρωτηριασμού της χώρας. Πίσω από τη σθεναρή στάση του κατά της δημιουργίας κουρδικού κράτους στη Συρία συντάχθηκαν υποχρεωτικά όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας.
Η συσπείρωση έναντι του εξωτερικού κινδύνου, που άρχισε να προσδιορίζεται ως δυτική επιθετικότητα κατά της Τουρκίας, πιστώθηκε θετικά στον πολιτικό λογαριασμό του Ερντογάν, ο οποίος εμφανίζεται κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Αυτή η κυριαρχία επισφραγίζεται προς το παρόν τουλάχιστον από τον τρόπο που λειτουργεί η πραγματική οικονομία στην Τουρκία, η οποία εξακολουθεί να τρέχει με τρελούς ρυθμούς ανάπτυξης. Και όσο η οικονομία εμφανίζει μια θετική προοπτική, τουλάχιστον όπως τη βιώνει ο απλός πολίτης, η κυριαρχία του Ερντογάν δύσκολα θα δεχτεί αμφισβήτηση.
Στο στόχαστρο
Ωστόσο στο εν λόγω οικονομικό παιχνίδι ο Ερντογάν δεν παίζει μόνος. Εκεί, σ’ αυτό ακριβώς το γήπεδο, βρίσκεται ο μεγάλος αντίπαλός του, ο οποίος μέσω του διεθνούς πλέγματος οικονομικών σχέσεων είναι σε θέση να ροκανίσει τα θεμέλια του συστήματος Ερντογάν και την πτώση του σουλτάνου.
Σύμφωνα με τον Ερντογάν, η ανάπτυξη αποτελεί «την καλύτερη απάντηση» σ’ όσους «προσπαθούν να περιγράψουν την Τουρκία ως αδύναμη χώρα».
Αυτή ωστόσο είναι η μια –θετική– πλευρά της εικόνας που επιλέγει να προβάλλει ο Ερντογάν και ώς έναν βαθμό έχει δίκιο.
Η τουρκική οικονομία έτρεξε με ρυθμούς 7,4% το 2017 και ήταν η ταχύτερα αναπτυσσόμενη μεταξύ των οικονομιών του G20, ξεπερνώντας ακόμη και τον κινεζικό «δράκο», που πέρυσι αναπτύχθηκε κατά 6,9%.
Ωστόσο υπάρχει και η άλλη πλευρά. Με οικονομικούς όρους η Τουρκία έχει μπει σε φάση υπερθέρμανσης, ανεξέλεγκτου πληθωρισμού, η αξία της λίρας κατρακυλά και το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών της διευρύνεται διαρκώς.
Αυτή είναι η άλλη πλευρά της οικονομικής κατάστασης της τουρκικής οικονομίας, η οποία περιγράφει τον ευάλωτο (σε ξένες παρεμβάσεις) χαρακτήρα της και δεν ταιριάζει στο αισιόδοξο αφήγημα του Ερντογάν. Αυτός άλλωστε, όπως πολλοί υποστηρίζουν, είναι και ο λόγος που προσέφυγε πρόωρα στις προεδρικές εκλογές. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο (από διαφορετική προφανώς αφετηρία) εμφανίστηκαν και οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης αυτήν ακριβώς τη στιγμή για να υποβαθμίσουν την πιστοληπτική ικανότητα της τουρκικής οικονομίας.
Το μεγάλο πολιτικό στοίχημα του Ερντογάν δεν είναι αν θα καταφέρει να κερδίσει τους συσπειρωμένους εναντίον του εσωτερικούς πολιτικούς αντιπάλους. Η πραγματική μάχη του έχει να κάνει με τις δυνατότητές του να ελέγξει όλους εκείνους τους παράγοντες που αφήνουν την τουρκική οικονομία ευάλωτη σε ένα ισχυρό, εξωτερικό σοκ, καθώς εξαρτάται από τις εισροές κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση του ελλείμματος. Και αυτό το παιχνίδι (των αγορών) σε βάρος του συστήματος Ερντογάν, που έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετό καιρό, θα τον δυσκολέψει στις εκλογές, αλλά πραγματικά θα τον δοκιμάσει μετά την πιθανότατη εκλογική του επικράτηση.
Προς το παρόν ο Ερντογάν εμφανίζεται να αγνοεί τα μηνύματα των αγορών (και τις πολιτικές πιέσεις που ασκούνται μέσω αυτών των μηνυμάτων από την εχθρική Δύση). Στο πλαίσιο αυτό και ειδικά κατά την τρέχουσα προεκλογική περίοδο απορρίπτει κάθε τι που θα μπορούσε να φρενάρει την ανάπτυξη, η οποία κατά κύριο λόγο στηρίζεται στην κατανάλωση. Κάτι τέτοιο έχει απορριφθεί κατηγορηματικά, τουλάχιστον μέχρι να πραγματοποιηθούν οι εκλογές.
Τα δύσκολα μετά
Μετά τις εκλογές και από τον «σουλτανικό θρόνο» που πιθανότατα θα καταλάβει, ο Ερντογάν και το σύστημα εξουσίας του θα βρεθούν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα της ασφυκτικής διεθνούς οικονομικής πίεσης.
Το τουρκικό κράτος και οι τουρκικές επιχειρήσεις εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον εξωτερικό δανεισμό, δεδομένου πως το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της Τουρκίας διαμορφώθηκε στο 5,2% του ΑΕΠ το 2017. Αυτό σημαίνει ότι η τουρκική οικονομία στηρίζει την επιβίωσή της στη χρηματοδότηση (δανεισμό) των ελλειμμάτων της. Και όπως πολύ καλά γνωρίζουμε εμείς, από ίδια πείρα, οι «ξένοι» δεν δανείζουν τζάμπα και δεν είναι μόνο οι τόκοι τα ανταλλάγματα που προσδοκούν…
Όλοι εναντίον Ερντογάν
Το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) και τρία ακόμη κόμματα της αντιπολίτευσης αναμένεται ότι θα υπογράψουν σήμερα Πέμπτη συμφωνία συνεργασίας εν όψει των εκλογών που θα πραγματοποιηθούν στην Τουρκία στις 24 Ιουνίου, μετέδωσαν το NTV και άλλα τηλεοπτικά δίκτυα. Σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης, το CHP κατέληξε σε συμφωνία με το κόμμα IYI Parti, το ισλαμιστικό κόμμα Saadet και το Δημοκρατικό Κόμμα. Η συμφωνία θα υπογραφεί στις 15:00 (τοπική ώρα και ώρα Ελλάδας). Το κόμμα του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν AKP έχει ανακοινώσει ότι θα συνεργαστεί με το εθνικιστικό κόμμα MHP.
Μια πρώτη ένδειξη για συμμαχία των κομμάτων της αντιπολίτευσης είχε δώσει πρόσφατα η μεταγραφή 15 βουλευτών του κόμματος του CHP του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου στο IYI Parti της Μεράλ Ακσενέρ και η αποκάλυψη ότι Κιλιτσντάρογλου και Ακσενέρ είχαν μυστική συνάντηση στην οποία είχε αποφασιστεί η κίνηση αυτή.
Ο ηγέτης του CHP είχε επιλέξει προσωπικά τα ονόματα των βουλευτών του που θα περνούσαν στο κόμμα της Ακσενέρ και τους έδωσε εντολή να το κάνουν ώστε το IYI Parti να συμπληρώσει τους 20 βουλευτές που χρειάζεται για να γίνει κοινοβουλευτικό κόμμα και να επωφεληθεί από τα πλεονεκτήματα της νομοθεσίας περί κοινοβουλευτικών κομμάτων. Οι πληροφορίες λένε ότι οι 15 βουλευτές αντέδρασαν, αλλά τελικά αποδέχτηκαν να φέρουν εις πέρας την αποστολή που τους δόθηκε από το κόμμα τους ώστε να συμβάλουν στους σχεδιασμούς της νέας συνεργασίας. Δεν αποκαλύφθηκε ωστόσο τι άλλο συμφώνησαν σε εκείνη τη μυστική συνάντηση Κιλιτσντάρογλου και Ακσενέρ.
Πηγή: topontiki.gr
Δημήτρης Μηλάκας: Σχετικά με το Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου