Σπύρος Μανουσέλης
Η απόρριψη ή η απαξίωση της σημασίας του βιολογικού φύλου συνεπάγεται άραγε αυτομάτως την οριστική εξάλειψη των έμφυλων προκαταλήψεων και των κοινωνικών ανισοτήτων της ανδροκρατίας ή της «εναλλακτικής» γυναικοκρατίας;
Και η αποδοχή της ανθρώπινης φυλετικής απροσδιοριστίας είναι η πιο αποτελεσματική συνταγή κατά της ομοφοβίας;
Στο προηγούμενο άρθρο εξετάσαμε το ερώτημα αν η ετεροφυλοφιλική και ενδεχομένως η ομοφυλοφιλική σεξουαλική συμπεριφορά μας είναι βιολογικά προκαθορισμένες ή αν, αντίθετα, διαμορφώνονται κυρίως από το κοινωνικό περιβάλλον.
Οπως είδαμε, τόσο η ετεροφυλοφιλική όσο και η «αποκλίνουσα» ομοφυλοφιλική ή ομοερωτική συμπεριφορά δεν αποτελούν σχεδόν ποτέ προϊόν ελεύθερης ή συνειδητής επιλογής: οι άνθρωποι γεννιούνται, δεν γίνονται ετερόφυλοι ή ομοφυλόφιλοι.
Κάτι που δεν ισχύει, βέβαια, για την ομοφοβική και τη σεξιστική (φαλλοκρατική ή αιδοιοκρατική) συμπεριφορά τους, η οποία ενώ δεν καθορίζεται από τη βιολογία τους επηρεάζεται αποφασιστικά από το κοινωνικό-πολιτισμικό τους περιβάλλον, δηλαδή από τα κυρίαρχα ερωτικά πρότυπα και τις σεξιστικές ιδεολογίες της εποχής τους.
Σε πλήρη αντίθεση με την ιουδαϊκή-χριστιανική παράδοση περί της δημιουργίας της Εύας από το πλευρό του Αδάμ, οι σύγχρονοι εξελικτικοί και μοριακοί βιολόγοι διαπίστωσαν ότι αυτό που, σήμερα, περιγράφεται ως ανδρικό φύλο προέκυψε από τη μετεξέλιξη και άρα την ανατομική και λειτουργική διαφοροποίηση ενός οργανισμού που αρχικά είχε κυρίως θηλυκά χαρακτηριστικά.
Πράγματι, από πολλές συγκριτικές ανατομικές, γονιδιακές και βιοχημικές αναλύσεις σε ανθρώπινα έμβρυα προκύπτει το συμπέρασμα ότι, ως συνέπεια της έμφυλης σεξουαλικής αναπαραγωγής, το ανδρικό φύλο ενός ανθρώπινου εμβρύου δεν εμφανίζεται εξ αρχής αλλά διαφοροποιείται σταδιακά από ένα αρχικά αδιαφοροποίητο έμβρυο.
Το θηλυκό φύλο, αντίθετα, θεωρείται εξελικτικά πρωτογενές και ως το αρχικό φύλο του εμβρύου επειδή, όταν απουσιάζουν οι αρρενοποιητικοί παράγοντες, το αρχικά αδιαφοροποίητο έμβρυο γίνεται πάντα θηλυκό.
Μια αναπόφευκτη και φαινομενικά «αρνητική» συνέπεια της υιοθέτησης -κατά τη βιολογική εξέλιξη- της έμφυλης αναπαραγωγής είναι και η παρουσία των φυλετικών παρεκκλίσεων, όπως η ομοφυλοφιλία!
Μήπως τελικά έχουν δίκιο οι ειδικοί που υποστηρίζουν –και δεν είναι λίγοι!– πως οι ετεροφυλοφιλικές ή ομοφυλοφιλικές προδιαθέσεις και συμπεριφορές στο ανθρώπινο είδος δεν καθορίζονται από το περιβάλλον ή τις υποκειμενικές επιλογές και εμπειρίες αλλά εξαρτώνται τελικά από την ενεργοποίηση ή όχι την κατάλληλη χρονική στιγμή ορισμένων γονιδίων;
Γονίδια που από καιρό είναι γνωστό ότι, στα περισσότερα θηλαστικά και στον άνθρωπο, περιέχουν τις κωδικευμένες πληροφορίες για την παραγωγή των απαραίτητων για τη φυσιολογική διαφοροποίηση του εμβρύου φυλετικών ορμονών (ανδρογόνα οιστρογόνα, προγεσταγόνα).
Πράγματι, στην πλειονότητά τους οι μέχρι σήμερα βιολογικές έρευνες συγκλίνουν στην άποψη ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός, δηλαδή η ετερο- ή η ομο-ερωτική έλξη ενός οργανισμού καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό, αν όχι αποκλειστικά, από αυτούς τους ενδογενείς παράγοντες, οι οποίοι ευθύνονται για τη φυλετική διαφοροποίηση -κατά την ύστερη εμβρυακή και την πρώιμη βρεφική ηλικία- του ατόμου σε αρσενικό ή θηλυκό.
Για παράδειγμα, η διαφοροποίηση ενός ανθρώπινου εμβρύου σε κορίτσι ή σε αγόρι εξαρτάται αφενός από την ενεργοποίηση ή όχι, κατά την έκτη εβδομάδα της κύησης, του γονιδίου «SRY» (καθοριστική περιοχή του χρωμοσώματος Υ) και αφετέρου από την παραγωγή συγκεκριμένων φυλετικών στεροειδών, δηλαδή ορμονών όπως η τεστοστερόνη, η προγεστερόνη και τα οιστρογόνα, που κωδικεύονται από διαφορετικά γονίδια που βρίσκονται στα φυλετικά χρωμοσώματα των γυναικών (ΧΧ) και των ανδρών (ΧΥ).
Αν επομένως, για οποιονδήποτε λόγο, υπάρξει ελλιπής ή υπερβολική έκφραση αυτών των γονιδίων, τότε αυτή θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε μη κανονική φυλετική διαφοροποίηση του εμβρύου.
Και το παιδί που θα γεννηθεί, ενώ θα φαίνεται πως είναι ένα καθ’ όλα φυσιολογικό αγοράκι ή κοριτσάκι, θα φέρει, ωστόσο, κάποιες όχι ακόμη ορατές βιολογικές «αποκλίσεις», οι οποίες, πολύ αργότερα, ενδέχεται να εκφραστούν με αντισυμβατικές ομοερωτικές «επιλογές».
Για ευνόητους και προφανείς λόγους επιβίωσης η βιολογική μας εξέλιξη πριμοδοτεί και ενισχύει τις ετεροφυλοφιλικές σχέσεις που οδηγούν στην αναπαραγωγή του είδους, όμως ένα όχι ασήμαντο ποσοστό ανθρώπων, 4%-10% του πληθυσμού, έλκονται αποκλειστικά από άτομα του ίδιου φύλου.
Ως προς τον σεξουαλικό προσανατολισμό και τη φυλετική ταυτότητα του ανθρώπινου είδους, φαίνεται να υπάρχουν δύο ακραίοι πόλοι: ένας αμετανόητα ετερο- και ένας ομοφυλοφιλικός.
Στην πραγματικότητα όμως, σε κάθε ανθρώπινο πληθυσμό υπάρχει ένα συνεχές από ελαφρά διαφορετικές φυλετικές διαβαθμίσεις.
Με άλλα λόγια, ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του πληθυσμού δεν εντάσσεται σε κανέναν από τους δύο ακραίους πόλους, αλλά κινείται κάπου ανάμεσα: αν ο συνδυασμός των γονιδιακών και επιγενετικών παραγόντων βρίσκεται κοντά στον πόλο «ετερο-», τότε τo άτομo -άνδρας και γυναίκα- είναι βέβαιο ότι δεν θα έχει την τάση να εκδηλώσει ομοφυλοφιλική συμπεριφορά.
Αν, αντίθετα, ο γονιδιακός-επιγενετικός συνδυασμός βρίσκεται πιο κοντά στον πόλο «ομο-», τότε τα άτομα αυτά είναι βέβαιο ότι δεν θα καταφέρουν ποτέ να γίνουν ευτυχείς ετεροφυλόφιλοι, χωρίς αυτό να συνεπάγεται αυτομάτως ή αιτιοκρατικά ότι θα γίνουν ομοφυλόφιλοι.
Τι γίνεται όμως με την πλειονότητα των ανθρώπων που βρίσκονται κάπου ανάμεσα στα δύο άκρα;
Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο παράγων κοινωνικό περιβάλλον-πολιτισμός αποδεικνύεται σημαντικός και εφόσον επεμβαίνει στην πιο τρυφερή ηλικία των ατόμων, μπορεί να επηρεάσει καταστροφικά τη φυλετική συμπεριφορά και επομένως την ερωτική ζωή τους: το «κοινωνικό φύλο» των ανθρώπων μπορεί κάλλιστα να μη συνάδει με τη φυλετική βιολογική τους ταυτότητα ή το αντίστροφο.
Συνεπώς, η σχετικά πρόσφατη -αλλά διαδεδομένη στον δυτικό κόσμο- φεμινιστική προσπάθεια υποβάθμισης του εξελικτικά παγιωμένου «βιολογικού φύλου» (sex) με στόχο την ανάδειξη του επίκτητου και επιβεβλημένου «κοινωνικού φύλου» (gender) των ανθρώπων θα έπρεπε να θεωρείται όχι μόνο επιστημονικά αυθαίρετη, αλλά και πολιτικά ύποπτη, αφού αναπαράγει τις έμφυλες διπολικές αντιθέσεις: άνδρας-γυναίκα, ετερο-ομοφυλοφιλική σεξουαλικότητα, φύση-πολιτισμός.
Η διάκριση του κοινωνικού από το βιολογικό φύλο από τη φεμινιστική σκέψη, μολονότι εισάγεται αρχικά με σκοπό να αποδομηθούν οι κοινωνικά επιβεβλημένες «φυλετικές ταυτότητες» και τα ανδροκρατικά-εξουσιαστικά πρότυπα συμπεριφοράς, οδήγησε τελικά στην πλήρη εξάλειψη του βιολογικού φύλου, το οποίο έπρεπε πλέον να αντικατασταθεί από το πολύ πιο εύπλαστο και χειραγωγήσιμο κοινωνικό φύλο.
Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη και ανατρεπτική εκδοχή της φεμινιστικής σκέψης, η «αποφυσικοποίηση» του βιολογικού φύλου είναι η προϋπόθεση για την υπονόμευση της «φυλετικής ταυτότητας» των γυναικών που, όπως υποστηρίζουν αρκετές φεμινίστριες, διαμορφώνεται όχι από τη φύση αλλά αποκλειστικά από το κοινωνικά επιβεβλημένο και κανονιστικό ετεροφυλικό πρότυπο.
Ο εξαιρετικά προβληματικός χαρακτήρας της έννοιας της «έμφυλης ταυτότητας» και ο σεξισμός και η ομοφοβία που προκύπτουν από το κανονιστικό ετεροφυλικό δίπολο «Αρσενικό-Θηλυκό» θα αναδειχθούν επαρκώς μέσα από το έργο πολλών σημαντικών φεμινιστριών που ανήκουν στο λεγόμενο «τρίτο κύμα» του φεμινισμού, το οποίο, με σαφώς αποδομητική και αντι-ουσιοκρατική διάθεση, αμφισβητεί τη μέχρι τότε ευρέως αποδεκτή έννοια του «φύλου» και θεωρεί τη «θηλυκότητα» ως μια αυθαίρετη κοινωνική κατασκευή και κάθε άλλο παρά ως ουσιαστικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης κατάστασης!
Για παράδειγμα, η Christine Delphy στο περίφημο άρθρο της «Αναστοχαζόμενοι το βιολογικό και κοινωνικό φύλο» (Rethinking Sex and Gender, 1993) αμφισβητεί την αναγκαιότητα αναγωγής του γυναικείου βιολογικού φύλου στη φύση και του κοινωνικού φύλου στον πολιτισμό όπου είχε προτείνει, πριν από μια δεκαετία, το «δεύτερο κύμα» του φεμινισμού. Θα υποστηρίξει, μάλιστα, ότι το κοινωνικό φύλο ως ιστορική-πολιτισμική κατασκευή προηγείται και διαμορφώνει την έννοια του βιολογικού φύλου.
Πηγαίνοντας παραπέρα αυτό το αντι-ουσιοκρατικό πρόγραμμα, μια άλλη διάσημη φεμινίστρια, η Monique Witting, θα υποστηρίξει σε αντίθεση με τη γνωστή θέση της Σιμόν ντε Μποβουάρ ότι: όχι μόνο δεν γεννιέται κανείς άνθρωπος γυναίκα αλλά ούτε και γίνεται, διότι πολύ απλά το «θηλυκό γένος» είναι μόνο μια κοινωνική κατασκευή! Το σχετικό δοκίμιο της Monique Witting υπάρχει θαυμάσια μεταφρασμένο στην ανθολογία «Φεμινιστική θεωρία και πολιτισμική κριτική», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νήσος.
«Η κατηγορία του φύλου δεν είναι φυσικό γεγονός αλλά φυσικοποιημένη πολιτική κατηγορία την οποία εγκαθιδρύει το καθεστώς της επιβεβλημένης αναπαραγωγικής ετεροφυλοφιλίας...», όπως εξηγεί η καθηγήτρια Αθηνά Αθανασίου, στην ενδιαφέρουσα εισαγωγή που έγραψε για την παραπάνω ανθολογία κειμένων σύγχρονης φεμινιστικής σκέψης.
Δυστυχώς, αυτή η ριζοσπαστική και ιστορικά αναγκαία προσπάθεια αποδόμησης του «φύλου», ως ανδροκρατικής έννοιας και άρα ως κοινωνικής κατασκευής, περιορίστηκε στην κριτική του θύτη, δηλαδή στη φαλλοκεντρική σκέψη-εξουσία, παραβλέποντας ή υποτιμώντας σκοπίμως τον εξίσου αποφασιστικό ρόλο των γυναικών στη διαμόρφωση της ανθρώπινης σκέψης και ιστορίας.
Το βαρύ τίμημα για τη φεμινιστική σκέψη από αυτή την εμφανώς μεροληπτική και τελικά αυτιστική ανάλυση της «μικροφυσικής» των ανθρώπινων φυλετικών σχέσεων είναι μια εξίσου κατασκευασμένη και αποσπασματική εικόνα της πραγματικότητας, η οποία, επειδή δεν λαμβάνει υπ’ όψιν της τα επιστημονικά και ιστορικά δεδομένα που την αμφισβητούν, αποδεικνύεται συνήθως εξίσου πεπλανημένη -και άρα παραπλανητική- με τον ανδροκρατικό τρόπο σκέψης που υποτίθεται ότι αμφισβητεί.
Το χειρότερο, όμως, είναι ότι η συστηματική αποδόμηση όχι μόνο των κοινωνικών αλλά και των βιολογικών εκφράσεων της ανθρώπινης φυλετικότητας, όπως αυτή εκδηλώνεται μέσω των ιδιαίτερων και συμπληρωματικών χαρακτηριστικών του ανδρικού και του γυναικείου φύλου, όχι απλώς ανοίγει τον δρόμο αλλά διευκολύνει και επιταχύνει την έλευση της μετα-ανθρώπινης... αφυλετικής κατάστασης.
Η οποία, χάρη στις πρόσφατες κατακτήσεις της βιοτεχνολογίας και της βιοϊατρικής, είναι ήδη σε θέση να παρακάμπτει και, στο απώτερο μέλλον, να εξαλείφει τα ενοχλητικά φυλετικά εμπόδια και τους εγγενείς βιολογικούς περιορισμούς που, μέχρι σήμερα, επέτρεπαν στα θηλυκά και τα αρσενικά θηλαστικά του είδους μας να είναι άνθρωποι.
Αν πριν από μερικές δεκαετίες αποτελούσε σκάνδαλο το να ζουν μαζί και να εμφανίζονται δημόσια τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, σήμερα θεωρείται όχι απλώς κοινωνικά αποδεκτό αλλά και απολύτως νόμιμο χάρη στην καθιέρωση, στις πιο ανεπτυγμένες χώρες, των συμφώνων συμβίωσης ή ακόμα και των γάμων μεταξύ ομοφύλων.
Η σχετικά πρόσφατη ευρεία κοινωνική αποδοχή των ομοφυλοφιλικών σχέσεων γέννησε αναπόφευκτα και την επιτακτική ανάγκη αναθεώρησης της νομοθεσίας για την αναγνώριση του δικαιώματος των ομοφυλόφιλων ζευγαριών να γίνουν γονείς ενός ή περισσότερων παιδιών.
Μια τόσο ριζική ανατροπή του καθιερωμένου οικογενειακού προτύπου και των πρωτόγνωρων οικογενειακών σχέσεων και ρόλων που αυτό συνεπάγεται τρομάζει ακόμη και όσους, μέχρι χθες, υποστήριζαν με θέρμη το δικαίωμα στη νόμιμη συμβίωση των γκέι ζευγαριών. Ισως έτσι εξηγείται -χωρίς βέβαια να δικαιολογείται!- η αντίδραση πολλών προοδευτικών κατά τα άλλα βουλευτών στο νέο νομοσχέδιο που, πριν από μια εβδομάδα, ψηφίστηκε στη χώρα μας.
Με το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης προβλέπεται επιτέλους και στον τόπο μας το δικαίωμα σύναψης συμφώνου συμβίωσης από ομόφυλα ζευγάρια, καθώς και το δικαίωμά τους στην «αναδοχή παιδιού», που αποτελεί μια στοιχειώδη μορφή παιδικής προστασίας αναγνωρισμένη από το κράτος. Δυστυχώς όμως, η «αναδοχή» δεν είναι νομικά ισοδύναμη με την «υιοθεσία» και το παιδί δεν ανήκει νομικά στους ανάδοχους γονείς.
Πάντως, τέτοιες οικογένειες «ουράνιο τόξο», όπως αποκαλούνται οι οικογένειες ομοφυλοφίλων με παιδιά, υπάρχουν πάρα πολλές σε κάποιες Πολιτείες των ΗΠΑ, στον Καναδά και σε αρκετές χώρες της Ε.Ε.
Το 2008, μάλιστα, το ανώτερο δικαστικό σώμα για τα δικαιώματα του ανθρώπου στις χώρες της Ε.Ε. αποφάσισε ότι όλα τα νόμιμα ζεύγη ομοφυλοφίλων έχουν δικαίωμα να υιοθετούν ένα παιδί.
Επομένως, όπου αυτό επιτρέπεται από τον Νόμο, σχηματίζονται αμέσως πολυάριθμες οικογένειες με γονείς που αμφότεροι ανήκουν στο ίδιο φύλο.
Από στατιστική άποψη, οι οικογένειες λεσβιών είναι διπλάσιες από τις οικογένειες όπου και οι δύο γονείς είναι άνδρες. Αυτό προφανώς συμβαίνει επειδή για τις γυναίκες είναι λιγότερο περίπλοκο να αποκτήσουν παιδιά.
Ομως οι κοινωνικές αντιστάσεις και η δυσπιστία απέναντι στην προοπτική ομοφυλόφιλων οικογενειών εξακολουθούν να είναι έντονες: οι περισσότεροι αμφιβάλλουν για το αν δύο ομοφυλόφιλοι γονείς είναι σε θέση να μεγαλώσουν «σωστά» ένα παιδί, άλλοι είναι πεπεισμένοι για το ότι αυτά τα παιδιά δεν θα είναι ψυχικά υγιή και θα γίνουν και αυτά ομοφυλόφιλοι.
Σε αυτές τις αντιρρήσεις οι περισσότεροι ειδικοί απαντούν ότι οι μέχρι σήμερα έρευνες έχουν δείξει πως συνήθως αυτά τα παιδιά μεγαλώνουν καλά και με πολλή αγάπη, σε αντίθεση με τον μεγάλο αριθμό παιδιών που μεγαλώνουν σε συμβατικές αλλά εξαιρετικά προβληματικές οικογένειες.
Οσο για την καθαρά ομοφοβική και εντελώς αβάσιμη «απειλή» ότι θα γίνουν και αυτά ομοφυλόφιλοι, μας υπενθυμίζουν πονηρά ότι η πλειονότητα των ομοφυλόφιλων ανδρών και γυναικών γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε οικογένειες ετερόφυλων.
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Η απόρριψη ή η απαξίωση της σημασίας του βιολογικού φύλου συνεπάγεται άραγε αυτομάτως την οριστική εξάλειψη των έμφυλων προκαταλήψεων και των κοινωνικών ανισοτήτων της ανδροκρατίας ή της «εναλλακτικής» γυναικοκρατίας;
Και η αποδοχή της ανθρώπινης φυλετικής απροσδιοριστίας είναι η πιο αποτελεσματική συνταγή κατά της ομοφοβίας;
Στο προηγούμενο άρθρο εξετάσαμε το ερώτημα αν η ετεροφυλοφιλική και ενδεχομένως η ομοφυλοφιλική σεξουαλική συμπεριφορά μας είναι βιολογικά προκαθορισμένες ή αν, αντίθετα, διαμορφώνονται κυρίως από το κοινωνικό περιβάλλον.
Οπως είδαμε, τόσο η ετεροφυλοφιλική όσο και η «αποκλίνουσα» ομοφυλοφιλική ή ομοερωτική συμπεριφορά δεν αποτελούν σχεδόν ποτέ προϊόν ελεύθερης ή συνειδητής επιλογής: οι άνθρωποι γεννιούνται, δεν γίνονται ετερόφυλοι ή ομοφυλόφιλοι.
Κάτι που δεν ισχύει, βέβαια, για την ομοφοβική και τη σεξιστική (φαλλοκρατική ή αιδοιοκρατική) συμπεριφορά τους, η οποία ενώ δεν καθορίζεται από τη βιολογία τους επηρεάζεται αποφασιστικά από το κοινωνικό-πολιτισμικό τους περιβάλλον, δηλαδή από τα κυρίαρχα ερωτικά πρότυπα και τις σεξιστικές ιδεολογίες της εποχής τους.
Ούτε φαλλοκρατική ούτε αιδοιοκρατική· απλώς... αφυλετική
Σε πλήρη αντίθεση με την ιουδαϊκή-χριστιανική παράδοση περί της δημιουργίας της Εύας από το πλευρό του Αδάμ, οι σύγχρονοι εξελικτικοί και μοριακοί βιολόγοι διαπίστωσαν ότι αυτό που, σήμερα, περιγράφεται ως ανδρικό φύλο προέκυψε από τη μετεξέλιξη και άρα την ανατομική και λειτουργική διαφοροποίηση ενός οργανισμού που αρχικά είχε κυρίως θηλυκά χαρακτηριστικά.
Πράγματι, από πολλές συγκριτικές ανατομικές, γονιδιακές και βιοχημικές αναλύσεις σε ανθρώπινα έμβρυα προκύπτει το συμπέρασμα ότι, ως συνέπεια της έμφυλης σεξουαλικής αναπαραγωγής, το ανδρικό φύλο ενός ανθρώπινου εμβρύου δεν εμφανίζεται εξ αρχής αλλά διαφοροποιείται σταδιακά από ένα αρχικά αδιαφοροποίητο έμβρυο.
Το θηλυκό φύλο, αντίθετα, θεωρείται εξελικτικά πρωτογενές και ως το αρχικό φύλο του εμβρύου επειδή, όταν απουσιάζουν οι αρρενοποιητικοί παράγοντες, το αρχικά αδιαφοροποίητο έμβρυο γίνεται πάντα θηλυκό.
Μια αναπόφευκτη και φαινομενικά «αρνητική» συνέπεια της υιοθέτησης -κατά τη βιολογική εξέλιξη- της έμφυλης αναπαραγωγής είναι και η παρουσία των φυλετικών παρεκκλίσεων, όπως η ομοφυλοφιλία!
Φυλετική «διαφορά» δεν σημαίνει ανισότητα
Μήπως τελικά έχουν δίκιο οι ειδικοί που υποστηρίζουν –και δεν είναι λίγοι!– πως οι ετεροφυλοφιλικές ή ομοφυλοφιλικές προδιαθέσεις και συμπεριφορές στο ανθρώπινο είδος δεν καθορίζονται από το περιβάλλον ή τις υποκειμενικές επιλογές και εμπειρίες αλλά εξαρτώνται τελικά από την ενεργοποίηση ή όχι την κατάλληλη χρονική στιγμή ορισμένων γονιδίων;
Γονίδια που από καιρό είναι γνωστό ότι, στα περισσότερα θηλαστικά και στον άνθρωπο, περιέχουν τις κωδικευμένες πληροφορίες για την παραγωγή των απαραίτητων για τη φυσιολογική διαφοροποίηση του εμβρύου φυλετικών ορμονών (ανδρογόνα οιστρογόνα, προγεσταγόνα).
Πράγματι, στην πλειονότητά τους οι μέχρι σήμερα βιολογικές έρευνες συγκλίνουν στην άποψη ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός, δηλαδή η ετερο- ή η ομο-ερωτική έλξη ενός οργανισμού καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό, αν όχι αποκλειστικά, από αυτούς τους ενδογενείς παράγοντες, οι οποίοι ευθύνονται για τη φυλετική διαφοροποίηση -κατά την ύστερη εμβρυακή και την πρώιμη βρεφική ηλικία- του ατόμου σε αρσενικό ή θηλυκό.
Για παράδειγμα, η διαφοροποίηση ενός ανθρώπινου εμβρύου σε κορίτσι ή σε αγόρι εξαρτάται αφενός από την ενεργοποίηση ή όχι, κατά την έκτη εβδομάδα της κύησης, του γονιδίου «SRY» (καθοριστική περιοχή του χρωμοσώματος Υ) και αφετέρου από την παραγωγή συγκεκριμένων φυλετικών στεροειδών, δηλαδή ορμονών όπως η τεστοστερόνη, η προγεστερόνη και τα οιστρογόνα, που κωδικεύονται από διαφορετικά γονίδια που βρίσκονται στα φυλετικά χρωμοσώματα των γυναικών (ΧΧ) και των ανδρών (ΧΥ).
Αν επομένως, για οποιονδήποτε λόγο, υπάρξει ελλιπής ή υπερβολική έκφραση αυτών των γονιδίων, τότε αυτή θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε μη κανονική φυλετική διαφοροποίηση του εμβρύου.
Και το παιδί που θα γεννηθεί, ενώ θα φαίνεται πως είναι ένα καθ’ όλα φυσιολογικό αγοράκι ή κοριτσάκι, θα φέρει, ωστόσο, κάποιες όχι ακόμη ορατές βιολογικές «αποκλίσεις», οι οποίες, πολύ αργότερα, ενδέχεται να εκφραστούν με αντισυμβατικές ομοερωτικές «επιλογές».
Για ευνόητους και προφανείς λόγους επιβίωσης η βιολογική μας εξέλιξη πριμοδοτεί και ενισχύει τις ετεροφυλοφιλικές σχέσεις που οδηγούν στην αναπαραγωγή του είδους, όμως ένα όχι ασήμαντο ποσοστό ανθρώπων, 4%-10% του πληθυσμού, έλκονται αποκλειστικά από άτομα του ίδιου φύλου.
Ως προς τον σεξουαλικό προσανατολισμό και τη φυλετική ταυτότητα του ανθρώπινου είδους, φαίνεται να υπάρχουν δύο ακραίοι πόλοι: ένας αμετανόητα ετερο- και ένας ομοφυλοφιλικός.
Στην πραγματικότητα όμως, σε κάθε ανθρώπινο πληθυσμό υπάρχει ένα συνεχές από ελαφρά διαφορετικές φυλετικές διαβαθμίσεις.
Με άλλα λόγια, ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του πληθυσμού δεν εντάσσεται σε κανέναν από τους δύο ακραίους πόλους, αλλά κινείται κάπου ανάμεσα: αν ο συνδυασμός των γονιδιακών και επιγενετικών παραγόντων βρίσκεται κοντά στον πόλο «ετερο-», τότε τo άτομo -άνδρας και γυναίκα- είναι βέβαιο ότι δεν θα έχει την τάση να εκδηλώσει ομοφυλοφιλική συμπεριφορά.
Αν, αντίθετα, ο γονιδιακός-επιγενετικός συνδυασμός βρίσκεται πιο κοντά στον πόλο «ομο-», τότε τα άτομα αυτά είναι βέβαιο ότι δεν θα καταφέρουν ποτέ να γίνουν ευτυχείς ετεροφυλόφιλοι, χωρίς αυτό να συνεπάγεται αυτομάτως ή αιτιοκρατικά ότι θα γίνουν ομοφυλόφιλοι.
Τα αφυλετικά ιδεολογήματα
Τι γίνεται όμως με την πλειονότητα των ανθρώπων που βρίσκονται κάπου ανάμεσα στα δύο άκρα;
Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο παράγων κοινωνικό περιβάλλον-πολιτισμός αποδεικνύεται σημαντικός και εφόσον επεμβαίνει στην πιο τρυφερή ηλικία των ατόμων, μπορεί να επηρεάσει καταστροφικά τη φυλετική συμπεριφορά και επομένως την ερωτική ζωή τους: το «κοινωνικό φύλο» των ανθρώπων μπορεί κάλλιστα να μη συνάδει με τη φυλετική βιολογική τους ταυτότητα ή το αντίστροφο.
Συνεπώς, η σχετικά πρόσφατη -αλλά διαδεδομένη στον δυτικό κόσμο- φεμινιστική προσπάθεια υποβάθμισης του εξελικτικά παγιωμένου «βιολογικού φύλου» (sex) με στόχο την ανάδειξη του επίκτητου και επιβεβλημένου «κοινωνικού φύλου» (gender) των ανθρώπων θα έπρεπε να θεωρείται όχι μόνο επιστημονικά αυθαίρετη, αλλά και πολιτικά ύποπτη, αφού αναπαράγει τις έμφυλες διπολικές αντιθέσεις: άνδρας-γυναίκα, ετερο-ομοφυλοφιλική σεξουαλικότητα, φύση-πολιτισμός.
Η διάκριση του κοινωνικού από το βιολογικό φύλο από τη φεμινιστική σκέψη, μολονότι εισάγεται αρχικά με σκοπό να αποδομηθούν οι κοινωνικά επιβεβλημένες «φυλετικές ταυτότητες» και τα ανδροκρατικά-εξουσιαστικά πρότυπα συμπεριφοράς, οδήγησε τελικά στην πλήρη εξάλειψη του βιολογικού φύλου, το οποίο έπρεπε πλέον να αντικατασταθεί από το πολύ πιο εύπλαστο και χειραγωγήσιμο κοινωνικό φύλο.
Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη και ανατρεπτική εκδοχή της φεμινιστικής σκέψης, η «αποφυσικοποίηση» του βιολογικού φύλου είναι η προϋπόθεση για την υπονόμευση της «φυλετικής ταυτότητας» των γυναικών που, όπως υποστηρίζουν αρκετές φεμινίστριες, διαμορφώνεται όχι από τη φύση αλλά αποκλειστικά από το κοινωνικά επιβεβλημένο και κανονιστικό ετεροφυλικό πρότυπο.
Ο εξαιρετικά προβληματικός χαρακτήρας της έννοιας της «έμφυλης ταυτότητας» και ο σεξισμός και η ομοφοβία που προκύπτουν από το κανονιστικό ετεροφυλικό δίπολο «Αρσενικό-Θηλυκό» θα αναδειχθούν επαρκώς μέσα από το έργο πολλών σημαντικών φεμινιστριών που ανήκουν στο λεγόμενο «τρίτο κύμα» του φεμινισμού, το οποίο, με σαφώς αποδομητική και αντι-ουσιοκρατική διάθεση, αμφισβητεί τη μέχρι τότε ευρέως αποδεκτή έννοια του «φύλου» και θεωρεί τη «θηλυκότητα» ως μια αυθαίρετη κοινωνική κατασκευή και κάθε άλλο παρά ως ουσιαστικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης κατάστασης!
Για παράδειγμα, η Christine Delphy στο περίφημο άρθρο της «Αναστοχαζόμενοι το βιολογικό και κοινωνικό φύλο» (Rethinking Sex and Gender, 1993) αμφισβητεί την αναγκαιότητα αναγωγής του γυναικείου βιολογικού φύλου στη φύση και του κοινωνικού φύλου στον πολιτισμό όπου είχε προτείνει, πριν από μια δεκαετία, το «δεύτερο κύμα» του φεμινισμού. Θα υποστηρίξει, μάλιστα, ότι το κοινωνικό φύλο ως ιστορική-πολιτισμική κατασκευή προηγείται και διαμορφώνει την έννοια του βιολογικού φύλου.
Πηγαίνοντας παραπέρα αυτό το αντι-ουσιοκρατικό πρόγραμμα, μια άλλη διάσημη φεμινίστρια, η Monique Witting, θα υποστηρίξει σε αντίθεση με τη γνωστή θέση της Σιμόν ντε Μποβουάρ ότι: όχι μόνο δεν γεννιέται κανείς άνθρωπος γυναίκα αλλά ούτε και γίνεται, διότι πολύ απλά το «θηλυκό γένος» είναι μόνο μια κοινωνική κατασκευή! Το σχετικό δοκίμιο της Monique Witting υπάρχει θαυμάσια μεταφρασμένο στην ανθολογία «Φεμινιστική θεωρία και πολιτισμική κριτική», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νήσος.
«Η κατηγορία του φύλου δεν είναι φυσικό γεγονός αλλά φυσικοποιημένη πολιτική κατηγορία την οποία εγκαθιδρύει το καθεστώς της επιβεβλημένης αναπαραγωγικής ετεροφυλοφιλίας...», όπως εξηγεί η καθηγήτρια Αθηνά Αθανασίου, στην ενδιαφέρουσα εισαγωγή που έγραψε για την παραπάνω ανθολογία κειμένων σύγχρονης φεμινιστικής σκέψης.
Δυστυχώς, αυτή η ριζοσπαστική και ιστορικά αναγκαία προσπάθεια αποδόμησης του «φύλου», ως ανδροκρατικής έννοιας και άρα ως κοινωνικής κατασκευής, περιορίστηκε στην κριτική του θύτη, δηλαδή στη φαλλοκεντρική σκέψη-εξουσία, παραβλέποντας ή υποτιμώντας σκοπίμως τον εξίσου αποφασιστικό ρόλο των γυναικών στη διαμόρφωση της ανθρώπινης σκέψης και ιστορίας.
Το βαρύ τίμημα για τη φεμινιστική σκέψη από αυτή την εμφανώς μεροληπτική και τελικά αυτιστική ανάλυση της «μικροφυσικής» των ανθρώπινων φυλετικών σχέσεων είναι μια εξίσου κατασκευασμένη και αποσπασματική εικόνα της πραγματικότητας, η οποία, επειδή δεν λαμβάνει υπ’ όψιν της τα επιστημονικά και ιστορικά δεδομένα που την αμφισβητούν, αποδεικνύεται συνήθως εξίσου πεπλανημένη -και άρα παραπλανητική- με τον ανδροκρατικό τρόπο σκέψης που υποτίθεται ότι αμφισβητεί.
Το χειρότερο, όμως, είναι ότι η συστηματική αποδόμηση όχι μόνο των κοινωνικών αλλά και των βιολογικών εκφράσεων της ανθρώπινης φυλετικότητας, όπως αυτή εκδηλώνεται μέσω των ιδιαίτερων και συμπληρωματικών χαρακτηριστικών του ανδρικού και του γυναικείου φύλου, όχι απλώς ανοίγει τον δρόμο αλλά διευκολύνει και επιταχύνει την έλευση της μετα-ανθρώπινης... αφυλετικής κατάστασης.
Η οποία, χάρη στις πρόσφατες κατακτήσεις της βιοτεχνολογίας και της βιοϊατρικής, είναι ήδη σε θέση να παρακάμπτει και, στο απώτερο μέλλον, να εξαλείφει τα ενοχλητικά φυλετικά εμπόδια και τους εγγενείς βιολογικούς περιορισμούς που, μέχρι σήμερα, επέτρεπαν στα θηλυκά και τα αρσενικά θηλαστικά του είδους μας να είναι άνθρωποι.
Οικογένειες με παιδιά που έχουν δύο μαμάδες ή δύο μπαμπάδες
Αν πριν από μερικές δεκαετίες αποτελούσε σκάνδαλο το να ζουν μαζί και να εμφανίζονται δημόσια τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, σήμερα θεωρείται όχι απλώς κοινωνικά αποδεκτό αλλά και απολύτως νόμιμο χάρη στην καθιέρωση, στις πιο ανεπτυγμένες χώρες, των συμφώνων συμβίωσης ή ακόμα και των γάμων μεταξύ ομοφύλων.
Η σχετικά πρόσφατη ευρεία κοινωνική αποδοχή των ομοφυλοφιλικών σχέσεων γέννησε αναπόφευκτα και την επιτακτική ανάγκη αναθεώρησης της νομοθεσίας για την αναγνώριση του δικαιώματος των ομοφυλόφιλων ζευγαριών να γίνουν γονείς ενός ή περισσότερων παιδιών.
Μια τόσο ριζική ανατροπή του καθιερωμένου οικογενειακού προτύπου και των πρωτόγνωρων οικογενειακών σχέσεων και ρόλων που αυτό συνεπάγεται τρομάζει ακόμη και όσους, μέχρι χθες, υποστήριζαν με θέρμη το δικαίωμα στη νόμιμη συμβίωση των γκέι ζευγαριών. Ισως έτσι εξηγείται -χωρίς βέβαια να δικαιολογείται!- η αντίδραση πολλών προοδευτικών κατά τα άλλα βουλευτών στο νέο νομοσχέδιο που, πριν από μια εβδομάδα, ψηφίστηκε στη χώρα μας.
Με το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης προβλέπεται επιτέλους και στον τόπο μας το δικαίωμα σύναψης συμφώνου συμβίωσης από ομόφυλα ζευγάρια, καθώς και το δικαίωμά τους στην «αναδοχή παιδιού», που αποτελεί μια στοιχειώδη μορφή παιδικής προστασίας αναγνωρισμένη από το κράτος. Δυστυχώς όμως, η «αναδοχή» δεν είναι νομικά ισοδύναμη με την «υιοθεσία» και το παιδί δεν ανήκει νομικά στους ανάδοχους γονείς.
Πάντως, τέτοιες οικογένειες «ουράνιο τόξο», όπως αποκαλούνται οι οικογένειες ομοφυλοφίλων με παιδιά, υπάρχουν πάρα πολλές σε κάποιες Πολιτείες των ΗΠΑ, στον Καναδά και σε αρκετές χώρες της Ε.Ε.
Το 2008, μάλιστα, το ανώτερο δικαστικό σώμα για τα δικαιώματα του ανθρώπου στις χώρες της Ε.Ε. αποφάσισε ότι όλα τα νόμιμα ζεύγη ομοφυλοφίλων έχουν δικαίωμα να υιοθετούν ένα παιδί.
Επομένως, όπου αυτό επιτρέπεται από τον Νόμο, σχηματίζονται αμέσως πολυάριθμες οικογένειες με γονείς που αμφότεροι ανήκουν στο ίδιο φύλο.
Από στατιστική άποψη, οι οικογένειες λεσβιών είναι διπλάσιες από τις οικογένειες όπου και οι δύο γονείς είναι άνδρες. Αυτό προφανώς συμβαίνει επειδή για τις γυναίκες είναι λιγότερο περίπλοκο να αποκτήσουν παιδιά.
Ομως οι κοινωνικές αντιστάσεις και η δυσπιστία απέναντι στην προοπτική ομοφυλόφιλων οικογενειών εξακολουθούν να είναι έντονες: οι περισσότεροι αμφιβάλλουν για το αν δύο ομοφυλόφιλοι γονείς είναι σε θέση να μεγαλώσουν «σωστά» ένα παιδί, άλλοι είναι πεπεισμένοι για το ότι αυτά τα παιδιά δεν θα είναι ψυχικά υγιή και θα γίνουν και αυτά ομοφυλόφιλοι.
Σε αυτές τις αντιρρήσεις οι περισσότεροι ειδικοί απαντούν ότι οι μέχρι σήμερα έρευνες έχουν δείξει πως συνήθως αυτά τα παιδιά μεγαλώνουν καλά και με πολλή αγάπη, σε αντίθεση με τον μεγάλο αριθμό παιδιών που μεγαλώνουν σε συμβατικές αλλά εξαιρετικά προβληματικές οικογένειες.
Οσο για την καθαρά ομοφοβική και εντελώς αβάσιμη «απειλή» ότι θα γίνουν και αυτά ομοφυλόφιλοι, μας υπενθυμίζουν πονηρά ότι η πλειονότητα των ομοφυλόφιλων ανδρών και γυναικών γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε οικογένειες ετερόφυλων.
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου